Μακρόνησος 1949
O Θανάσης Βέγγος «έφυγε» σε ηλικία 84 ετών στις 3 Μαϊου του 2011.
«Εμένα δε μου έκαναν τίποτα εκεί στη Μακρόνησο, μπροστά σε αυτά που έκαναν στους άλλους. Δεν μιλάω για τις απειλές, για το ξύλο, για την πείνα, για την ταπείνωση, για τα μαρτύρια, για τους βασανισμούς. Μιλάω για την ντροπή. Για κείνους που δεν άντεξαν. Και τους ανάγκασαν ύστερα να στραφούν εναντίον των συντρόφων τους. Αυτό δεν το σηκώνει κανένας. Είναι η χρεοκοπία του ανθρώπου. Κι αυτουνού που το συλλαμβάνει στο αρρωστημένο μυαλό του, και του αλλουνού που αναγκάζεται να το δεχθεί. Ο μεσαίωνας δεν το τόλμησε. Και το τόλμησαν αυτοί. Και είχαν το θράσος, και μάλιστα ένας πνευματικός άνθρωπος σαν τον Παναγιώτη τον Κανελλόπουλο, να πει πως η Μακρόνησος ήταν ο καινούργιος Παρθενώνας της Ελλάδας. Φτου!».
Ο Βασίλης Βέγγος, γιος του ηθοποιού, σε μια από τις σπάνιες δημόσιες εμφανίσεις του, μιλά στο φακό του Σολδάτου (Ένας άνθρωπος παντός καιρού), για τον πατέρα του. «Στην Κατοχή, ο παππούς ήταν οργανωμένος στο ΕΑΜ και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα μετά, όταν ο πατέρας κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, να πάει βεβαίως στη Μακρόνησο», λέει. Και συνεχίζει: «Θα έλεγα ότι ο πατέρας θα πρέπει να είναι από τους λίγους, αν όχι ο μοναδικός, που η Μακρόνησος του 'έκανε καλό', μακροπρόθεσμα. Γιατί αν δεν είχε πάει στη Μακρόνησο, δε θα είχε γνωρίσει το Νίκο Κούνδουρο, και κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν μέχρι και σήμερα ένας πάρα πολύ καλός κατασκευαστής δερμάτινων ειδών (.) Εκεί κάποια στιγμή γνωρίστηκαν με το Νίκο Κούνδουρο και έκαναν κάποια σκετσάκια για τις γιορτές. Οπότε ο Νίκος, όταν απολύονταν σαν, του είπε: «Θανάση, κάποια στιγμή, θα κάνουμε ταινία και θα σε φωνάξω και σένα να πάρεις μέρος», έτσι κι έγινε. Ο πατέρας, βέβαια, όταν απολύθηκε, επέστρεψε στην κανονική του δουλειά, κάπου στο Μοναστηράκι, αν θυμάμαι καλά, και ξέχασε τελείως την ιστορία του Κούνδουρου, ώσπου κάποια στιγμή, όταν ο Νίκος ετοιμαζόταν να γυρίσει την πρώτη του ταινία, τη 'Μαγική Πόλη', τον φώναξε (.)».
Ο συναγωνιστής.
Από τη μεριά του ο Νίκος Κούνδουρος, θυμάται: «Το Βέγγο τον γνώρισα στο Μακρονήσι. Ήμουνα σ' ένα βουνό επάνω και προσπαθούσα να στήσω ένα αντίσκηνο να κοιμηθώ, ανάμεσα στη μάζα του λόχου, στα τέσσερις χιλιάδες αντίσκηνα παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα σε τέσσερις χιλιάδες ανθρώπους, τρομαγμένους και κουρασμένους. Πήγα στην κορυφή του βουνού, με την ευλογία της διοίκησης, να στήσω τη σκηνή μου και τη ζωή μου. Κι εκεί που καθόμουνα και χάζευα και κοίταζα πως ν' αρχίσω, μόνος τελείως, μ' ένα αντίσκηνο πεταμένο χάμου, μ' ένα σκεπάρνι και με πασσάλους, βλέπω μια σιλουέτα περίεργη, μέσα σ' αυτές τις φοβερές χλαίνες που μας δίνανε, τις βρώμικες, ξεσκισμένες. Καταφθάνει, κουβαλώντας σανίδια από κιβώτια κι ένα σφυρί. Έφτιαξε κάτι, μια κατασκευή, ένα επίπεδο με τις σανίδες, και μου λέει ξαφνικά: 'Συναγωνιστή -ευλογημένη λέξη, που τελικά έχει γίνει ρετσινιά- συναγωνιστή, θα πεθάνεις', λέει. 'Το βράδυ κάνει κρύο. Βάλε την κουβέρτα σου πάνω στα σανίδια.. Λέω: 'Εσένα τι σε νοιάζει αν πεθάνω εγώ; Κι εσύ θα πεθάνεις'. Ούτε γέλασε καν ούτε και δε γέλασε. Πήρε τη διαλυμένη σκηνή κι άρχισε να τη στήνει μέσα στους πασσάλους της. Τον χάζευα, σκεφτόμουνα πως αυτός ή τρελός είναι ή άγιος. Τέλος πάντων, το ίδιο κάνει. Έκανα διάφορες σκέψεις, αφηρημένος και κουρασμένος, αλλά έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με το Βέγγο.
Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την «ιδεολογική αναμόρφωσή τους» με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος.
Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου -ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: "Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε". Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».
Το λιγότερο που φοβήθηκε ήταν η Μακρόνησος. Πιο πολύ φοβόταν τη σκόνη!
Ο Τάσος Ζωγράφος μιλάει για την περίοδο της Μακρονήσου με τον Θανάση Βέγγο στη βιογραφία του «Τάσος Ζωγράφος: Σκηνικό ζωής» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα. «Εφεραν τον Θανάση Βέγγο στη Μακρόνησο τον Μάρτη του 1949. Ηταν νευρικός, αεικίνητος, αγχώδης με όλα. Ηταν όμως και καρτερικός και βοηθούσε. Το λιγότερο που φοβήθηκε ήταν η Μακρόνησος. Πιο πολύ φοβόταν τη σκόνη. Οχι τα μικρόβια. Στα μακαρόνια μέσα έκοβε ένα κρεμμύδι κι έτρωγε όσο περίσσευε από την καραβάνα του άλλου χωρίς να σιχαίνεται. Οταν έφυγαν οι πολιτικοί από τη Μακρόνησο, μας χάρισαν τα κρεβατάκια τους. Ενα βράδυ, λοιπόν, καθόμαστε σ' αυτά τα κρεβατάκια, είχαμε οικονομήσει δυο παγούρια κρασί και τα είχαμε πιει. Είχε σημάνει το σιωπητήριο, αλλά εμάς μας είχε πιάσει το κρασί κι αρχίσαμε το τραγούδι. Μαζί μας είχαμε τον Νίκο Χατζηνικολάου, που έκανε καριέρα τενόρου αργότερα. Με τον Θανάση, που ήταν θεατρόφιλος και γνώστης της θεατρικής κουλτούρας από τον πατέρα του, τραγουδούσαν κάτι από τον ''Βαφτιστικό''. Κι επάνω εκεί που τραγουδούσαν ντουέτο άνοιξε η μπάντα της σκηνής και φάνηκε ένα ζευγάρι αρβύλες σε πολύ καλή κατάσταση. Ηταν ξεκάθαρο πως έμπαινε μέσα αξιωματικός. Ο Θανάσης σταμάτησε αυτόματα το τραγούδι και λες και ήμασταν σε γύρισμα ταινίας, έκανε με τα μάτια του ένα κατακόρυφο πλάνο από τις μπότες έως το κεφάλι, συνοδεύοντάς το με τον ανάλογο ήχο. Είχε μπει μέσα ο Τριανταφύλλου, ο επονομαζόμενος και Σάμπας, διότι είχε ζητήσει από τον συνστρατιώτη Νίκο Παπαδόπουλο να του μάθει σάμπα. Ηταν κι αυτός στρατιώτης, αλλά είχε γίνει εξ απονομής ανθυπολοχαγός. Εννοείται πως δρούσε υπέρ της εξουσίας και όπως ήταν φυσικό, μας έβγαλε στην αναφορά.
Ο Θανάσης κι ο Νίκος ο Κούνδουρος κι εγώ πρωτοκάναμε τις πρώτες θεατρικές δουλειές στη Μακρόνησο. Η Μακρόνησος ήταν, για μένα και για το Θανάση, εφαλτήριο. Από κει κινήσαμε και κάναμε αυτό που κάναμε».
Mετά από θεατρική παράσταση - ναύτης ο Θανάσης Βέγγος.
Μακρόνησος 1949
(αναδημοσίευση από τη σελίδα Καισαριανή στο fb