Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ Ο μονόφθαλμος...




Της Άννας Γρηγοριάδου, μέλους της Κομματικής Επιτροπής Οργανώσεων Εξωτερικού του ΚΚΕ που ζει και εργάζεται στο Βερολίνο

«Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος», λέει η λαϊκή ρήση και ταιριάζει απόλυτα στην εικόνα που παρουσιάζουν τα ΜΜΕ και η αστική τάξη της Ελλάδας για το σύστημα Υγείας της Γερμανίας. Αλλά, όταν πρόκειται για ανθρώπινες ζωές, αυτό αποτελεί τουλάχιστον θράσος! Είτε τυφλός είτε μονόφθαλμος, μιλάμε για συνανθρώπους μας που θυσιάζονται κυριολεκτικά στο βωμό των κερδών των καπιταλιστών, μιλάμε για συστήματα Υγείας (σε διάφορες καπιταλιστικές χώρες) που καταρρέουν το ένα μετά το άλλο μπροστά σε μια πανδημία, ως συνέπεια της πολιτικής εμπορευματοποίησης της Υγείας και της απαλλαγής του κράτους από «περιττές δαπάνες», των συνεχιζόμενων περικοπών των τελευταίων δεκαετιών και των συνεπακόλουθων ελλείψεων σε γιατρούς, σε νοσηλευτικό προσωπικό, σε εργαζόμενους, σε νοσοκομεία και, φυσικά, σε υλικοτεχνική υποδομή. Το πλήγμα στα δημόσια συστήματα Υγείας είναι αλλού μεγαλύτερο και αλλού μικρότερο. Ωστόσο, είναι κοινή η κατεύθυνση σε ΟΛΕΣ ανεξαιρέτως τις χώρες: Αυτή της αντιμετώπισης του τομέα της δημόσιας Υγείας από το αστικό κράτος στη σχέση κόστους - οφέλους και ταυτόχρονα ως πεδίο κερδοφορίας επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν!

Ας εξετάσουμε π.χ. το πολυδιαφημισμένο μοντέλο της Γερμανίας. Τα αστικά επιτελεία με τα ΜΜΕ προσπαθούν να εξηγήσουν το μικρό (προς το παρόν) ποσοστό θνησιμότητας που εμφανίζει η Γερμανία, σε σχέση με τους μολυσμένους από τον Covid-19 στη χώρα με διάφορους τρόπους.

Σίγουρα ένα πιο ισχυρό οικονομικά και πολιτικά καπιταλιστικό κράτος έχει περισσότερες δυνατότητες να διαχειρίζεται τέτοια κρίσιμα ζητήματα. Είναι όμως μόνο αυτό, ή μάλλον είναι μόνο κυρίως αυτό; Η αποσπασματική εξέταση του ζητήματος οδηγεί στη μεταφυσική ή στην πιο πειθαρχημένη ιδιοσυγκρασία των Γερμανών που υπακούν πιστά στις απαγορεύσεις.

Η ουσία όμως βρίσκεται αλλού και πρέπει να εξεταστεί ως αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης της χώρας, με κύριο στοιχείο αυτό της συνύπαρξης επί 4 δεκαετίες της καπιταλιστικής Ομοσπονδιακής Γερμανίας με τη σοσιαλιστική Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ).

Στις ισχυρές πιέσεις που ασκούσε η τελευταία σε μια σειρά τομείς που αφορούσαν τη ζωή των εργαζομένων στην καπιταλιστική πλευρά της χώρας μέχρι το 1990 και βέβαια και στον τομέα της Υγείας.

Πώς, όμως, επέδρασε
η καπιταλιστική παλινόρθωση στις κατακτήσεις των εργαζομένων, όπως σε Υγεία, Πρόνοια, Εκπαίδευση, κ.λπ.; Γιατί μόνο τότε μπορεί να κατανοήσει κάποιος τη σημερινή κατάσταση του συστήματος Υγείας της Γερμανίας ολοκληρωμένα και να δει, χωρίς διαστρεβλώσεις, την αλήθεια. Να συγκρίνει την κατάσταση στα νοσοκομεία της Γερμανίας σήμερα με την κατάσταση του συστήματος Υγείας πριν από 50, 40, 30 ή 20 χρόνια, με βάση πάντοτε τις επιστημονικές γνώσεις κάθε εποχής. Να δει τι σημαίνει να λειτουργεί το κάθε νοσοκομείο με όρους καπιταλιστικής επιχείρησης (κόστους - κέρδους), με οικονομικούς και διοικητικούς μάνατζερ.

Σύστημα Υγείας πραγματικά ανώτερο

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Το γεγονός, δηλαδή, ότι στη ΓΛΔ η προστασία της Υγείας δεν ήταν μόνο συνταγματικά εγγυημένη, αλλά και βασική προτεραιότητα της κοινωνικής πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Όπως και όλα τα υπόλοιπα σοσιαλιστικά κράτη, η ΓΛΔ θεωρούσε το κομμάτι της Πρόληψης ως τον κυριότερο παράγοντα για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού. Ήταν ένα ζήτημα που το αντιμετώπιζαν πολύπλευρα, αφού ο στόχος της σοσιαλιστικής κοινωνίας ήταν η διαρκής βελτίωση των συνθηκών δουλειάς, διατροφής, άθλησης με κεντρική - κοινωνική ευθύνη, έτσι ώστε να αναπτύσσονται τέτοιες συνθήκες στην κοινωνία που να συμβάλλουν στην προφύλαξη του οργανισμού από παθήσεις που έχουν άμεση σχέση με τον τρόπο ζωής (καρδιαγγειακά νοσήματα, καρκίνος, ψυχικές νόσοι κ.τ.λ.). Με στόχο την έγκαιρη διάγνωση παθήσεων και ασθενειών, το υγειονομικό σύστημα της ΓΛΔ φρόντιζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη διεξαγωγή ομαδικών εξετάσεων, όπως ομαδικές ακτινολογικές εξετάσεις, ομαδικές αιματολογικές εξετάσεις για την αντιμετώπιση του διαβήτη, μετρήσεις πίεσης, έλεγχος και διαγνώσεις τροπικών ασθενειών κ.λπ. Από την ιατρική επίσκεψη μέχρι τα φάρμακα, τα αναλώσιμα, την ιατρική θεραπεία, ακόμα και οι πιο χρονοβόρες και δαπανηρές εξετάσεις και χειρουργεία ήταν δωρεάν. Οι κρατικές επενδύσεις στο χώρο της Υγείας την περίοδο 1975 - '80 ήταν 300% υψηλότερες σε σχέση με την περίοδο 1970 - '75.

Αντίστοιχη της υψηλού επιπέδου κρατικής φροντίδας ήταν και η συνείδηση των ίδιων των εργαζομένων για υγιεινό τρόπο ζωής, διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης, για μέτρα πρόληψης, πράγμα που δεν έχει ξεριζωθεί από τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της πρώην ΓΛΔ, παρά την καπιταλιστική παλινόρθωση που δεν άφησε τίποτα όρθιο από το σοσιαλιστικό σύστημα Υγείας. Δεν είναι τυχαίος και ο έως τώρα σχετικά χαμηλότερος αριθμός κρουσμάτων του κορονοϊού στα ανατολικά κρατίδια.

Παραγωγικές μονάδες

Αναπόσπαστο κομμάτι της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας ήταν το δίκτυο ιατρείων και κλινικών στις ίδιες τις παραγωγικές μονάδες. Οι στόχοι της παραγωγής ήταν αλληλένδετοι με αυτούς για την προστασία της υγείας των εργαζομένων. Ετσι οι στόχοι μείωσης των εργατικών ατυχημάτων και προστασίας της υγείας των εργαζομένων με συγκεκριμένα μέτρα αποτελούσαν ισότιμη παράμετρο στη συνολική αξιολόγηση μιας παραγωγικής μονάδας. Τα συνδικάτα είχαν τον κύριο λόγο για τα μέτρα της εξασφάλισης της υγείας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς και για τον έλεγχο της τήρησης αυτών των μέτρων. Χαρακτηριστικό είναι ότι από το 1960 έως το 1977 είχαμε 35% μείωση στα εργατικά ατυχήματα.
Εκπαίδευση υγειονομικών

Από τη δική τους μεριά, οι φοιτητές της Ιατρικής και μετέπειτα γιατροί σε όλες τις βαθμίδες του συστήματος Υγείας διδάσκονταν ότι ο ρόλος τους ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για την κοινωνία, όχι λόγω των βασικών τους καθηκόντων (περίθαλψη, αποκατάσταση κ.λπ.), αλλά ως βασικός παράγοντας για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και ζωής. Καθήκον των γιατρών ήταν να προστατεύουν το περιβάλλον διαβίωσης και να μάχονται κατά επιβλαβών επιδράσεων, όπως μόλυνση, κακές συνθήκες εργασίας και κακή υγιεινή. Στο πλαίσιο αυτό, δόθηκε από νωρίς βαρύτητα στην Υγιεινή και στην Κοινωνική Ιατρική ως ξεχωριστές ιατρικές ειδικότητες με 5ετή εξειδίκευση. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε ένα δίκτυο υποστήριξης με ειδικά εξειδικευμένους επιστήμονες (3ετούς φοίτησης), όπως οι ελεγκτές υγιεινής εργασίας καθώς και οι ελεγκτές υγιεινής για τρόφιμα, μεταφορές και πρόληψη επιδημιών, αλλά και οι λεγόμενοι απολυμαντές. Στόχος όλων αυτών των ειδικοτήτων ήταν η επίβλεψη των συνθηκών υγιεινής και προστασίας σε χώρους εργασίας, εκπαίδευσης, αθλητισμού, αναψυχής και άλλων.

Στη διάρκεια της ανάπτυξης του υγειονομικού συστήματος της ΓΛΔ, οι μονάδες Υγείας οικοδομούνταν με κριτήριο την εξυπηρέτηση των εξελισσόμενων αναγκών της εργατικής τάξης και προσαρμόζονταν ανάλογα με τις πληθυσμιακές μεταβολές. Η απαιτούμενη εξειδίκευση στις πρακτικές περίθαλψης και θεραπείας μεταφραζόταν σε δημιουργία αντίστοιχων, καινούργιων νοσοκομειακών μονάδων. Σε περιπτώσεις όπου δεν επιτελούσαν πλέον το σκοπό τους, οι παλαιότερες μονάδες έκλειναν και άλλαζαν λειτουργία. Ο αριθμός των απαιτούμενων κλινών μεταβαλλόταν, όσο οι παλαιότερες γενικευμένες ασθένειες και παθήσεις άρχιζαν να θεραπεύονται σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Τα ποσοστά κλινών αλλά και νοσοκομειακών μονάδων ανά υποσύνολο πληθυσμού ακολουθούσαν τις διεθνείς υγειονομικές προδιαγραφές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι μονάδες των λοιμώξεων. Για μολυσματικές - λοιμώδεις νόσους παίρνονταν ειδικά μέτρα προστασίας και οι ασθενείς που παρουσίαζαν τέτοιες λοιμώξεις εισάγονταν ανεξαιρέτως στις αντίστοιχες ειδικές μονάδες. Το επισκεπτήριο στους ασθενείς κυμαινόταν ανάλογα με την επικινδυνότητα της ασθένειας, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις υιοθετούνταν συνθήκες καραντίνας και εντατικής παρακολούθησης του ασθενούς.

Συνταξιούχοι

Πολύ σημαντική ήταν η προσπάθεια φροντίδας της ευαίσθητης ομάδας των συνταξιούχων. Δινόταν έμφαση στο να έχουν οι ηλικιωμένοι μια δραστήρια ζωή (πολιτισμό, αθλητισμό, διακοπές κ.λπ.), που τους προφύλασσε από διαφόρων ειδών παθήσεις. Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, ότι όποιος συνταξιούχος ή ζευγάρι συνταξιούχων το επιθυμούσε, μπορούσε να ζήσει σε γηροκομείο έχοντας εξασφαλισμένα τα πάντα (διαμονή, φροντίδα, φαγητό, γιατρό). Το κόστος για την παραμονή του εκεί έφτανε στο 30% της κατώτατης σύνταξης. Είναι αυτονόητο το πόσο καλύτερο έλεγχο και προστασία μπορείς να παρέχεις σε ευπαθείς ομάδες σε συνθήκες πανδημίας, όταν έχεις τέτοιες δομές, σε σύγκριση με την αναρχία που επικρατεί σήμερα.
Οι πιέσεις προς την καπιταλιστική Γερμανία

Επακόλουθο όλων των παραπάνω ήταν να ασκείται μια συνεχής και αυξανόμενη πίεση προς τις καπιταλιστικές χώρες και κυρίως προς την καπιταλιστική Ομοσπονδιακή Γερμανία, που αντιπροσώπευε και το πρώτο μέτωπο της αντιπαράθεσης. Η σύγκριση μεταξύ των δύο συστημάτων ήταν αναπόφευκτη για τους Γερμανούς και αυτόματα αναδεικνυόταν η υπεροχή του σοσιαλιστικού συστήματος. Την ίδια στιγμή, ολόκληρη σειρά κυβερνώντων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης πιέζονταν να εξασφαλίζουν κάποιες παροχές, έτσι ώστε να εξαγοράζουν τις συνειδήσεις των εργατών και να τους ρίχνουν στάχτη στα μάτια για τον, δήθεν καλό, καπιταλισμό, βλ. Γερμανία, Δανία κ.λπ.

Μετά τις αντεπαναστάσεις

Μετά τις αντεπαναστάσεις η πορεία των δημόσιων συστημάτων Υγείας ενοποιήθηκε και πήρε την κατιούσα όσον αναφορά τις παροχές. Προφανώς δεν ήταν, και ούτε είναι, ίδια η κατάσταση στην Ιταλία, στην Ελλάδα ή στη Γερμανία. Ηταν και είναι, όμως, ενιαία η πορεία συνεχιζόμενης επιδείνωσης, η πορεία μετατροπής των παροχών Υγείας σε ακριβό εμπόρευμα, η πορεία περικοπής των χρηματοδοτήσεων των δημόσιων συστημάτων Υγείας, η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεών τους, της αντιμετώπισης πλέον της Υγείας ως εμπορεύματος. Προφανώς, παρατηρούνται άλλοι ρυθμοί στις περικοπές. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, το πρώτο κομμάτι που θυσιάζεται στο βωμό των κερδών είναι εκείνο της Πρόληψης, με συνέπεια είτε οι λαοί να χρειάζεται να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη προκειμένου να κάνουν κάποιες προληπτικές εξετάσεις, είτε να περιμένουν πολλούς μήνες για να εξυπηρετηθούν από τις λιγοστές δομές δημόσιας Υγείας που έχουν απομείνει.

Ας δούμε συγκεκριμένα τη Γερμανία. Το γερμανικό σύστημα Υγείας δεν είναι στην ευθύνη του κράτους, αλλά βασίζεται σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες δημοσίου Δικαίου (που λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και με βάση το κέρδος), καθώς και σε καθαρά ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Ο εργαζόμενος υποχρεούται από το κράτος να είναι ασφαλισμένος σε κάποια ασφαλιστική της επιλογής του και οι κρατήσεις για τις εταιρείες δημοσίου Δικαίου γίνονται απευθείας από το μισθό του (περίπου στο 7%), ενώ για τις καθαρά ιδιωτικές ασφαλιστικές οι κρατήσεις είναι ανάλογες με το συμβόλαιο παροχών. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος χρειαστεί κάποιον γιατρό, επισκέπτεται κάποιο από τα χιλιάδες ιδιωτικά ιατρεία που υπάρχουν και η ασφαλιστική του εταιρεία αναλαμβάνει το κόστος, το οποίο δεν μπορεί να υπερβεί κάποιο συγκεκριμένο ποσό. Ανάλογα με τις εξετάσεις που θα χρειαστούν, μπορεί να ζητηθεί να βάλει ο ασφαλισμένος το χέρι βαθιά στην τσέπη, καθώς δεν καλύπτονται από τις ασφαλιστικές: Π.χ. γυναικολογικές εξετάσεις κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης ή προληπτικό τεστ για καρκίνο του προστάτη κ.λπ. Ως γνήσιες καπιταλιστικές εταιρείες, οι ασφαλιστικές προσπαθούν να πάρουν όσο περισσότερα χρήματα μπορούν από τον εργαζόμενο και να πληρώσουν όσο λιγότερα γίνεται.

Αντίστοιχα, όλα τα νοσοκομεία της Γερμανίας λειτουργούν με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Περίπου το 29% (28,8%) από αυτά χρηματοδοτείται απευθείας από το Δημόσιο και το 34% συντηρείται από ενορίες, ιδρύματα ή ενώσεις (μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί), ενώ το 37% είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Ολα τα νοσοκομεία, δημόσια, εκκλησιαστικά ή ιδιωτικά, χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, εφόσον έχουν χαρακτηριστεί αναγκαία. Ωστόσο, αυτή η χρηματοδότηση δεν αφορά το προσωπικό και τη μισθοδοσία του, αλλά μονάχα τις υποδομές. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια αυτή η χρηματοδότηση έχει μειωθεί, με τον ανάλογο αντίκτυπο σε ελλείμματα στις υποδομές. Τα γερμανικά νοσοκομεία δεν είναι παρά επιχειρήσεις που προσπαθούν να κερδίσουν εκμεταλλευόμενοι τόσο τους εργαζομένους τους (γιατρούς, νοσηλευτικό και εργαστηριακό προσωπικό, υπαλλήλους καθαριότητας κ.λπ.), όσο και τους ασθενείς, επιβάλλοντας περικοπές σε υλικοτεχνική υποδομή και σε προσωπικό και ρίχνοντας, ταυτόχρονα, το επίπεδο των παροχών τους.

Σημαντικό ρόλο έχει παίξει σε αυτό και η εισαγωγή των «διαγνωστικά ομοειδών ομάδων» (DRG - Diagnosis Related Groups) τα τελευταία χρόνια, με διακηρυγμένο στόχο τη μείωση των εξόδων για τις ασφαλιστικές εταιρείες και την αύξηση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα νοσοκομεία. Σύμφωνα με τα DRGs, το νοσοκομείο αμείβεται για κάθε ασθενή με ένα σταθερό νοσήλεο (ανάλογα με τη νοσοκομειακή πράξη), ανεξάρτητα από τον πραγματικό χρόνο νοσηλείας. Αυτό έχει ως συνέπεια τα «γρήγορα» εξιτήρια, τη μείωση του προσωπικού με την ταυτόχρονη αύξηση της εντατικοποίησης στις κλινικές, την αύξηση της γραφειοκρατίας, αλλά και την άρνηση κλινικών να διατηρήσουν τμήματα για ασθένειες που δεν έχουν καλό (συμφέροντα) συντελεστή DRGs.

Μάλιστα, από το καλοκαίρι του 2019 έχει ξεκινήσει μια καμπάνια, κυρίως από το Ιδρυμα Μπέρτελσμαν, με στόχο τη συγκεντροποίηση νοσοκομείων σε επικερδή υπερ-νοσοκομεία κεντρικά ανά περιοχή, ώστε να κλείσουν τα μικρότερα, μη ανταγωνιστικά, νοσοκομεία. Σύμφωνα με αυτά τα σχέδια, τα νοσοκομεία της Γερμανίας θα πρέπει να μειωθούν από 1.900 σήμερα σε 330!! Αυτή η τάση έχει αρχίσει να καθορίζει την κρατική και κρατιδιακή πολιτική. Ετσι, για παράδειγμα, η κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας έστειλε στα νοσοκομεία του κρατιδίου στις 30 Σεπτέμβρη του 2019 ένα γράμμα ενημερώνοντάς τα ότι «υπάρχει ένα ποσό 500 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό για επιδότηση του κλεισίματος νοσοκομείων και ότι οι αιτήσεις θα έπρεπε να γίνουν μεταξύ 01.10.2019 και έως 03.03.2020».

Ας σκεφτούμε τι θα είχε συμβεί, αν πραγματικά είχαν προχωρήσει αυτά τα σχέδια, ενόσω πλησίαζε η επιδημία του κορονοϊού.

Χαρακτηριστικό της κατάστασης που επικρατεί στο δημόσιο σύστημα Υγείας είναι η δήλωση, το 2014, της τότε υπουργού Υγείας της Βόρειας Ρηνανίας - Βεστφαλίας, που αποτελεί και την κύρια περιοχή κρουσμάτων κορονοϊού στη Γερμανία σήμερα. Συγκεκριμένα, η Μπάρμπαρα Στέφενς, από το κόμμα των Πρασίνων, είχε δηλώσει ότι υπάρχουν πολλά νοσοκομεία σε πολλές περιοχές, αλλά λίγοι γιατροί, ανακοινώνοντας πως «δεν θα έχουμε τόσους γιατρούς, ώστε να διατηρήσουμε τα νοσοκομεία ένα προς ένα» και πως οι πολίτες θα «πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν θα μπορούν στο μέλλον να έχουν ένα νοσοκομείο για βασικές παθήσεις έξω από την πόρτα τους». Δεν είναι τυχαίο που τα τελευταία 17 χρόνια ο αριθμός των νοσοκομείων μειώθηκε κατά 20%.

Από την άλλη, οι γιατροί φτάνουν να δουλεύουν έως και 80 ώρες τη βδομάδα, σε πολύ εντατικοποιημένες συνθήκες. Ο πρόεδρος του Γερμανικού Ιατρικού Συλλόγου, Frank Ulrich Montgomery, αναφέρει ότι «οι συνθήκες εργασίας έχουν εντατικοποιηθεί δραστικά τα τελευταία χρόνια, ο κάθε γιατρός πρέπει να εργάζεται περισσότερο σε όλο και λιγότερο χρόνο (...) όλοι προσπαθούν να βγάλουν περισσότερη δουλειά από τους υπαλλήλους τους, αυξάνοντας το φόρτο εργασίας, για να εξοικονομήσουν χρήματα ή να δημιουργήσουν κέρδη». Αποτέλεσμα της παραπάνω εντατικοποίησης της εργασίας των γιατρών και ειδικά των νοσηλευτών ήταν η μαζική μετανάστευση από τη Γερμανία προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως Σκανδιναβικές. Στη Γερμανία κάποιες λίγες κενές θέσεις καλύπτουν τα τελευταία χρόνια οι γιατροί και νοσηλευτές από τις χώρες που χτυπήθηκαν πιο έντονα από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση: Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, Ρουμανία κ.λπ.

Ενα, λοιπόν, από τα σημαντικότερα προβλήματα των γερμανικών νοσοκομείων είναι η έλλειψη προσωπικού. Τους τελευταίους 12 μήνες έκλεισαν όχι μόνο κρεβάτια αλλά ακόμα και τμήματα ολόκληρα, λόγω έλλειψης προσωπικού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 86,5% των νοσοκομείων δεν βρίσκει νοσηλευτικό προσωπικό.

Μπροστά στον Covid-19

Με βάση το Ινστιτούτο Υγείας της Γερμανίας (Robert Koch - RKI), καλείται το κάθε νοσοκομείο να αυξήσει ή, μάλλον, να διπλασιάσει τις κλίνες στην Εντατική. Κάτι που οι περισσότεροι νοσοκομειακοί γιατροί θεωρούν μη ρεαλιστικό. Αλλά ακόμα και να πραγματοποιηθεί αυτό, δεν λύνεται το πρόβλημα, αφού υπάρχει μεγάλη έλλειψη σε αναπνευστήρες. Αντίστοιχα, έρχονται συνέχεια στο φως σοβαρές ελλείψεις σε μάσκες, γάντια και αντισηπτικά, τα οποία είναι πλέον κλειδωμένα σε ειδικά δωμάτια φύλαξης και βγαίνουν μόνο με ειδική εντολή. Ελλείψεις εντοπίζονταν ήδη πριν το ξέσπασμα της επιδημίας και στο αναισθητικό παρασκεύασμα Προποφόλ (του οποίου η τιμή μέσα σε λίγες μέρες εικοσαπλασιάστηκε).

Γιατροί εκτιμούν ότι με την πανδημία του κορονοϊού η Εντατική Ιατρική στη Γερμανία θα φτάσει μέσα σε λίγες μόνο μέρες στα όριά της. Ο εκπρόσωπος της Γερμανικής Εταιρείας Αναισθησιολογίας και Εντατικής Ιατρικής υποστήριξε ότι η καμπύλη του αριθμού των ασθενών τις επόμενες μέρες θα συνεχίσει να ανεβαίνει βαθμιαία, αλλά πολύ σύντομα η άνοδος θα είναι αλματώδης. Ιδιαίτερα οι μεγάλες κλινικές είναι ήδη από τώρα πολύ επιβαρυμένες και στις αμέσως επόμενες βδομάδες θα φτάσουν στα ανώτατα όριά τους. Μάλιστα, υπάρχουν διευθυντές κλινικών και νοσοκομείων που μπροστά στη μεγάλη έλλειψη προσωπικού που αντιμετωπίζουν, έχουν απαγορεύσει στους γιατρούς τους να κάνουν το τεστ, σε υποψία αναπνευστικής λοίμωξης, και τους καλούν σε περίπτωση πυρετού και βήχα να μείνουν σπίτι μέχρι να περάσει ο πυρετός! Και μετά να επιστρέψουν στην εργασία τους. Ενώ κάποια νοσοκομεία, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το οξυμένο πρόβλημα του προσωπικού, αποφάσισαν να κληθούν συνταξιούχοι γιατροί και νοσηλευτές, οι οποίοι όμως αντικειμενικά, λόγω ηλικίας, ανήκουν και οι ίδιοι στις ευπαθείς ομάδες. Από την άλλη, δεν έχει ακόμα παρθεί απόφαση να κληθούν οι ιδιώτες γιατροί στον αγώνα κατά του αόρατου εχθρού.

Σύμφωνα με πηγές του Ομοσπονδιακού υπουργείου Υγείας της Γερμανίας, θεωρούν ότι πριν από τον κορονοϊό οι ΜΕΘ είχαν πληρότητα 80%, τώρα με τη μείωση π.χ. εγχειρήσεων που δεν επείγουν, μπορεί να φτάσει στο 50%. Με διάφορα υπολογιστικά μοντέλα τα όρια του συστήματος βρίσκονται στο σημείο που όταν τα καθημερινά νέα κρούσματα θα ξεπεράσουν τα 40.000, τότε πια δεν θα αρκούν οι ΜΕΘ και μπορεί να υπάρξει ανάλογη κατάσταση με την Ιταλία. Αυτό μπορεί να γίνει και σχετικά γρήγορα σε μερικές βδομάδες, αν δεν αποδώσουν τα μέτρα.

Αναδεικνύεται λοιπόν ότι μια απλή σύγκριση π.χ. Γερμανίας - Ελλάδας και ένα δήθεν επιστημονικοφανές συμπέρασμα απλά θολώνουν τα νερά και προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια. Αλήθεια που οι εργαζόμενοι στην Υγεία σε κάθε χώρα ξέρουν καλύτερα από όλους. Ας αφήσουν λοιπόν από μέρους τις κολακείες (Μέρκελ) ή τα χειροκροτήματα (Μητσοτάκης) προς τους υγειονομικούς και να λύσουν τώρα άμεσα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία, που λίγο - πολύ είναι παρόμοια σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου