Ο Θεός είναι νεκρός. Ο Θεός παραμένει νεκρός. Και τον έχουμε σκοτώσει εμείς.
Friedrich Nietzsche, Χαρούμενη επιστήμη, #125, "Ο τρελός"
Πριν μιλήσει κανείς για το τι σημαίνει η διάσημη φράση "ο Θεός είναι νεκρός" είναι αναγκασμένος να αποσαφηνίσει πώς αντιλαμβάνεται τη λέξη "Θεός". Τι εννοεί ο Νίτσε με τη λέξη; Η απάντηση "τον Θεό, όπως καταλαβαίνουμε όλοι την έννοια Θεός, τον Θεό ως δημιουργό του κόσμου, αιώνιο, παντογνώστη, παντοδύναμο, πανταχού παρόντα" είναι εμφανώς ανεπαρκής. Αν ο "Θεός" του Νίτσε ήταν παντοδύναμος, δεν θα μπορούσαμε να τον σκοτώσουμε. Αν ήταν αιώνιος, δεν θα ήταν νεκρός. Αν ήταν πανταχού παρών, δεν θα ήταν τώρα απών. Αν ήταν παντογνώστης, θα γνώριζε τον κίνδυνο που διατρέχει από εμάς. Αν ήταν ο δημιουργός του κόσμου, ο κόσμος δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς αυτόν εφόσον αυτή η δημιουργία ήταν η αφετηρία και πηγή κάθε δημιουργίας, η μοναδική, κατ' εξαίρεση πράξη ενός μοναδικού και κατ' εξαίρεση όντος, κάτι εξ ορισμού αδύνατο να επαναληφθεί, κάτι που δεν έχει νόημα χωρίς την ύπαρξη του όντος αυτού.
Όλοι αυτοί οι κατηγορικοί προσδιορισμού του Θεού αδυνατούν λοιπόν να προσδιορίσουν το τι σημαίνει "Θεός" μέσα στην πρόταση "ο Θεός είναι νεκρός."
Υπάρχει όμως μια διαφορετική προσέγγιση στο θείο, η οποία δεν συνίσταται τόσο στις ιδιότητές του όσο στη δομική λειτουργία του μέσα στον κόσμο. Ο Θεός, από αυτή την οπτική, είναι απλώς το όνομα της αρχής διαμεσολάβησης της ύπαρξης. Η ύπαρξη δεν είναι τυχαία, οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και των πλασμάτων δεν είναι χαώδεις και χωρίς σχέδιο, επειδή διαμεσολαβούνται από μια ανώτερη αρχή. Ο "Θεός" είναι η εγγύηση, το εγγυητικό θεμέλιο των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ ανθρώπων και φύσης. Είναι η αόρατη κόλλα που συγκροτεί μια τάξη στον κόσμο, δομεί μια ιεραρχία, καθορίζει θέσεις για τα υποκείμενα και για τα πράγματα. Είναι αυτό που εγγυάται ότι υπάρχουν καν υποκείμενα ως κάτι διαφορετικό από τα πράγματα. Είναι επομένως αυτό που ταυτόχρονα διαχωρίζει τα όντα (όπως κάνει ο μυθικός Θεός στη Γένεση, διαχωρίζοντας γη και θάλασσα, γη και ουρανό, φώς και σκοτάδι, κλπ) και τα συνδέει, που τα συνδέει διαχωρίζοντάς τα, καθώς τα όντα δεν θα μπορούσαν να συνδέονται αν πρώτα δεν διαχωρίζοντουσαν. Ο Θεός είναι αυτό που εγγυάται ότι τα όντα δεν αντικρίζουν το ένα το άλλο απευθείας, γυμνά και αδιαμεσολάβητα, αλλά κοιτούν το ένα το άλλο όντας και τα δύο κάτω από ένα τρίτο βλέμμα. Χωρίς αυτό το τρίτο, το έδαφος μιας σχέσης δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί, καθώς η σχέση δεν θα είχε καμία συγκροτητική αρχή, καμία δυνατότητα επιδιαιτησίας, και κανένα σημείο από το οποίο να μπορεί να αναπαρασταθεί ως σχέση. Και αυτό δεν αφορά απλώς τη σχέση ανάμεσα σε έναν και κάποιον άλλο (αλλά τι θα ήταν ο "ένας" και ο "κάποιος άλλος" χωρίς ένα τρίτο σημείο αναφοράς;) αλλά και τη σχέση ανάμεσα στον ένα και τον εαυτό του, όπως δείχνει ξεκάθαρα ο Ροβινσώνας Κρούσος του Ντεφό, που "ανακαλύπτει" ή ακριβέστερα εφευρίσκει το Θεό ακριβώς όταν μένει μόνος του στον κόσμο, και άρα όταν αναγκάζεται από τις περιστάσεις να δομήσει και να συντηρήσει μια σχέση με τον εαυτό του που να μην οδηγεί στην τρέλα.
Αυτός λοιπόν είναι ο Θεός που "είναι νεκρός" και "παραμένει νεκρός" γιατί ήταν πάντα θνητός -- και ήταν τέτοιος επειδή ήταν, φυσικά, δημιούργημα του νου, λογικό εύρημα. Ο Θεός ήταν --αυτό είναι κρίσιμο-- λογικό εύρημα, αποτύπωση μιας λογικής αναγκαιότητας. Τα μυθολογικά του στοιχεία --η γενειάδα του, τα αποκαθαρκτικά του εγκλήματα, η εκδικητικότητά του, οι μικρές του ή μεγάλες του αντιφάσεις, η ακατανόητη βιογραφία του, όλα τούτα αποτελούν στοιχεία συσκότισης της κρυστάλλινης λογικής της αναγκαιότητάς του ως προϋπόθεσης της κοινωνικής οργάνωσης της ζωής, που με τη σειρά της προϋποθέτει μια αρχή εδραίωσης ή θεμελίωσης των κοινωνικών σχέσεων -- εξισωτικών ή άνισων, αυτό ήταν ιστορικά αδιάφορο για τον Θεό ή τους θεούς που προηγήθηκαν αυτού, και που δεν έτυχε ποτέ στην διάρκεια της ζωής τους να κάνουν άλλο από το να συντηρούν τη μορφή των σχέσεων που υποτίθεται πως δημιούργησαν.
Πώς πέθανε ο Θεός; Από τι σκοτώθηκε; Τι θα έδειχνε μια βιοψία στο άψυχο κορμί του για τα αίτια και τα μέσα του θανάτου του; Η απάντηση ότι ο Θεός πέθανε εξαιτίας της ανάπτυξης και αυτονόμησης της τεχνολογίας είναι συσκοτιστική αν δεν εκτεθεί στο φως της ανάλυσης μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για το τι είναι "τεχνολογία." Ο Θεός δεν πέθανε επειδή ανακαλύφθηκε η ατμομηχανή. Δεν τον σκότωσε ο ηλεκτρισμός. Ούτε καν η θεωρία της εξέλιξης των ειδών. Ο Θεός πέθανε επειδή δεν ήταν πια αναγκαίος ως διαμεσολαβητική αρχή, εγγύηση της σταθερότητας των ανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων των ανθρώπων με τα ζώα και με τη φύση. Ο Θεός πέθανε επειδή αντικαταστάθηκε από κάτι άλλο, κάτι που ο ίδιος ο Νίτσε δεν μπορεί να δει καθαρά ή να ονομάσει με το όνομά του.
Από τι αντικαταστάθηκε ο Θεός; Αντικαταστάθηκε από τις συμβασιακές σχέσεις ως αποκρυσταλλώσεις των σχέσεων που απορρέουν από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Οι σχέσεις αυτές είναι πάνω από όλα αυτοματικές: καθορίζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις, επιβάλλουν συνέπειες, ενσαρκώνουν μια νέα εξουσία της μοίρας χωρίς να είναι απαραίτητη η προσφυγή σε μια υποκειμενική μορφή της απόφασης. Μόνο με αυτή την έννοια είναι η "τεχνολογία" το αίτιο του θανάτου του Θεού: μόνο στο βαθμό που "τεχνολογία" σημαίνει "αυτοματισμός", και μόνο στον βαθμό που ο "αυτοματισμός" είναι συνώνυμος με την α-νόητη, απάνθρωπη αλλά και υπεράνθρωπη (Übermensch!) λειτουργικότητα του κόσμου, τη λειτουργικότητα χωρίς προσφυγή --και χωρίς καν τη δυνατότητα προσφυγής-- στην απόφαση, στην ηθική, στη σφαίρα του καλού και του κακού (Πέρα απ' το καλό και το κακό!)
Στον βαθμό που ξεριζώνει και καταστρέφει κάθε μυθικό στοιχείο, κάθε μυθικό μέσο εκλογίκευσης του χαρακτήρα των ανθρώπινων σχέσεων και των σχέσεων ανθρώπου και φύσης, ο καπιταλισμός αναλαμβάνει το ρόλο του ριζοσπαστικού μηδενισμού: ξεγυμνώνει την βία που εκλογίκευε ο διαμεσολάβηση της θεϊκής αρχής, αναδεικνύει όλη την κρυφή κτηνωδία της εκμετάλλευσης κάτω από την επιφάνεια της ιεροποίησης, αποκαλύπτει το τρομακτικό πρόσωπο της λυκανθρωπίας, το βασίλειο του homo hominis lupus κάτω απ' τις σεπτές τελετουργίες και την ψεύτικη σοφία του κόσμου.
Αλλά στο σημείο ακριβώς αυτό, στο σημείο της μέγιστης έκθεσης της απόλυτης αυθαιρεσίας ως μοναδικού υφιστάμενου θεμελίου του κοινωνικού δεσμού, ο καπιταλισμός υψώνει ένα νέο, εκδικητικά μυθικό είδωλο στη θέση του νεκρού Θεού: τη μηχανή, όχι ως παραγωγικό μέσο αλλά ως αρχή λειτουργίας της κοινωνίας. Η ζωή δεν αυτοματοποιείται με τη γελοία έννοια ότι έχουμε μίξερ ή ασανσέρ, αλλά με την έννοια ότι σταματά να υπόκειται στη Θεοδικία, στην απόφανση μιας ανώτερης αρχής που μπορεί να καταστρέφει επειδή μπορεί επίσης να δημιουργεί. Τα παιδιά εξακολουθούν να πεθαίνουν, αλλά αυτό αφορά απρόβλεπτες μεταλλάξεις στην μετοχική αξία κάποιων εταιριών τροφίμων στις αγορές· οι άνθρωποι χάνουν το ψωμί τους, αλλά αυτό αφορά τις επιπτώσεις του αποπληθωρισμού· οι ελευθερίες εξαφανίζονται, αλλά αυτό έχει να κάνει με τις πιέσεις του ανταγωνισμού για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Το όνομα του αυτόματου μηχανισμού που διαμεσολαβεί και ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις μετά τον θάνατο του Θεού είναι οικονομία. Αλλά αν και παίρνονται συχνά ανθρώπινες αποφάσεις για την οικονομία, για την οικονομική πολιτική, οι αποφάσεις αυτές είναι ολοκληρωτικά ανίσχυρες μπροστά στις βουλές της ίδιας της οικονομίας, γυρίζουν συχνά μπούμεραγκ, δημιουργούν περισσότερα προβλήματα από όσα λύνουν, κλπ. Υπάρχουν μεν οικονομολόγοι και οικονομικοί αναλυτές όπως υπήρχαν θεολόγοι και ιερείς, αλλά σε τελική ανάλυση είναι κανείς αναγκασμένος να αποδεχτεί ότι οι μηχανισμοί της οικονομίας είναι τόσο πολύπλοκοι, η λειτουργία της καθορίζεται από ένα τέτοιο ασύλληπτο αριθμό παραγόντων, ώστε κανείς να μην μπορεί πραγματικά να τιθασεύσει ή να ελέγξει τον μηχανισμό, ο οποίος είναι αυθεντικά αυτόματος ακριβώς επειδή οι ανθρώπινες παρεμβάσεις δεν τον ελέγχουν πραγματικά, δεν μπορούν να τον στρέψουν στη μία ή την άλλη κατεύθυνση, κλπ.
Ενώ ο σύγχρονός του Φόιερμπαχ ασχολούνταν ακόμη με τη φιλοσοφική αποδόμηση της θρησκείας, ο Μαρξ έγινε αυτό που έγινε εν μέρει γιατί είχε ήδη προχωρήσει στο επόμενο στάδιο, το στάδιο που ο Νίτσε κατέγραψε με αρκετά χρόνια καθυστέρηση: το στάδιο που, γνωρίζοντας ήδη ότι ο Θεός είναι νεκρός, δεν έβλεπε πλέον ως προτεραιότητα της σκέψης την έκδοση των πιστοποιητικών θανάτου του, αλλά την κριτική αποδόμηση αυτού που τον αντικατέστησε. Το Κεφάλαιο, η Κριτική της πολιτικής οικονομίας, είναι ένα εγχειρίδιο αποδόμησης του Θεού μετά τον θάνατο του Θεού: αυτό που ρίχνει από τον θρόνο είναι αυτό που διαδέχτηκε τον Θεό, δηλαδή η ιδέα του υπεράνθρωπου και ανεξέλεγκτου --και συνάμα αναμφισβήτητου και ρυθμιστικού-- αυτοματισμού της πολιτικής οικονομίας. Ο σοσιαλισμός, κατά βάση, είναι η απάντηση στην προκριμένη απάντηση στον θάνατο του Θεού.
Δεν είναι μια απάντηση αντιδραστική, μια απάντηση που συνίσταται στην νοσταλγία για τον Θεό και στην επιθυμία για την παλινόρθωση του Θεού. Αυτό είναι σαφέστατο στην άγρια χαρά με την οποία το Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιγράφει τον μηδενιστικό θρίαμβο του κεφαλαίου απέναντι στην παλιά κοινωνική ζωή, την ορμή με την οποία διέλυσε κάθε απομεινάρι παραδοσιακά δομημένων κοινωνικών σχέσεων. Αλλά δεν είναι επίσης μια απάντηση μηδενιστική με την καπιταλιστική έννοια. Ο σοσιαλισμός λέει "ναι" στον θάνατο του Θεού, λέει όμως "όχι" στον θάνατο της Ιδέας. Και βέβαια, αυτό σημαίνει ότι λέει επίσης όχι στον θάνατο του Θεού, στον βαθμό που ο Θεός είναι η Ιδέα (αυτό το κατανοούσε ιδιαίτερα ξεκάθαρα ο Χέγκελ). Το "ζήσε χωρίς Ιδέα" του καπιταλισμού είναι ένα πρόσταγμα που, συντρίβοντας και τα τελευταία απομεινάρια του ανθρωποποιήσιμου θείου (και συγκεκριμένα του θείου ως εγγύησης της δυνατότητας της αυτο-υπέρβασης του ανθρώπου, της δυνατότητας του ανθρώπου να είναι εγχείρημα του εαυτού του -- βλ. ντε λα Μιραντόλα, "Για την αξιοπρέπεια του ανθρώπου"), οδηγεί στην θεοποίηση του αυτόματου, γιατί το να ζεις χωρίς Ιδέα είναι το να ζεις αυτοματικά, χωρίς σκέψη, δηλαδή ως ζώο με την Καρτεσιανή έννοια (για τον Ντεκάρτ, το ζώο είναι ένα αυτόματο, το αυτόματο είναι κατά βάση το ζώο).
Ο σοσιαλισμός, κατ' αντιπαράθεση, αρνείται τον Θεό διαλεκτικά, τον διατηρεί δηλαδή ζωντανό μέσα από την άρνησή του, υπό τη μορφή ακριβώς της Ιδέας ως δύναμης αποκλειστικά εξαρτώμενης από τον άνθρωπο (τον κάθε άνθρωπο), και άρα ως δύναμης ατέρμονα ευάλωτης, και συνάμα ως δύναμης ατέρμονα υπερ-άνθρωπης, δύναμης που μπορεί να εξυψώσει τον άνθρωπο πάνω απ' το να είναι "απλώς" άνθρωπος (Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο!), δηλαδή αυτόματο επιβίωσης, lupus homini. Η Ιδέα του σοσιαλισμού, η Ιδέα πάνω στην οποία βασίζεται η ανθρώπινη εξύψωση, είναι η ανθρώπινη ισότητα: ο άνθρωπος παύει να είναι απλώς ζώο από τη στιγμή που αποδέχεται τις συνέπειες που εκπορεύονται από την αξιωματική παραδοχή της ισότητάς του με όλους τους άλλους. Ή αλλιώς (και αντίστροφα), η αποκτήνωση του ανθρώπου είναι συνώνυμη με την αποδοχή των συνεπειών που απορρέουν από την αποδοχή του αυτοματικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ανισότητας. "Εκείνος δε που δε μπορεί να ζει μέσα στην κοινωνία με τους άλλους ή αυτός που δεν έχει ανάγκη από τίποτε, αυτός δεν έχει καμιά θέση στην πόλη, γιατί είναι ή θηρίο ή θεός", έγραφε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά, 1253a). Ο καπιταλισμός όμως, έχοντας σκοτώσει τον Θεό, δεν μπορεί να κάνει "αυτόν που δεν έχει ανάγκη από τίποτε" (τον κυρίαρχο) παρά μόνο "θηρίο", και από την άλλη, να μετατρέψει το θηρίο αυτό σε ένα ολοκληρωτικά ανήμπορο πλάσμα, φιγούρα της απόλυτης υποτέλειας, της απόλυτης εξάρτησης: το αριστοτελικό "ή θηρίο ή Θεός" έγινε "θηρίο και δούλος" -- θηρίο στον βαθμό που η απόρριψη της Ιδέας της ανθρώπινης ισότητας, της κομμουνιστικής Ιδέας, αυτοματοποιεί, με την αυτοματοποίηση αυτή να είναι σύνωνυμη της βίας απέναντι στον εαυτό και στον άλλο, δούλος στον βαθμό που η αυτοματοποίηση αυτή είναι συνώνυμη επίσης της απόλυτης ενσωμάτωσης της υποτέλειας σε έναν τρίτο, στην μηχανή της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ως υπέρτατης ενσάρκωσης του αυτομάτου.
Η κομμουνιστική Ιδέα, είπαμε, είναι ταυτόχρονα ατέρμονα ευάλωτη και ατέρμονα υπερ-άνθρωπη: είναι το διαρκώς επαπειλούμενο θεμέλιο ενός αλλιώς αδιανόητου ηρωϊσμού του υποκειμένου. Επιβιώνει ως κυνηγημένο σκυλί, γιατί ο κόσμος στον οποίο υφίσταται είναι απόλυτα εχθρικός προς αυτή, εχθρικότερος από ό,τι θα μπορούσε να είναι ο κόσμος πριν τον θάνατο του Θεού. Οι φορείς της εμφανίζονται στον κατεστραμμένο κόσμο ως φορείς κάποιου ιού, κάποιας ασθένειας· ως χρήζοντες θεραπείας, απομόνωσης, καραντίνας, βιολογικού καθαρισμού. Η Ιδέα είναι ανάθεμα για τον κόσμο που οργανώνεται πάνω στο θεμέλιο του αυτοματισμού, γιατί η Ιδέα είναι απόλυτη, και ο αυτοματικός κόσμος γνωρίζει μόνο ποσότητες, μετρήσεις, ρυθμίσεις, προσαρμογές. Ο αυτοματικός κόσμος έχει χώρο μόνο για μεταρρύθμιση, γιατί το υπέρτατο αγαθό του είναι η διατήρηση των ισορροπιών ως προϋπόθεση της λειτουργικότητας της κεφαλαιοκρατικής μηχανής. Η Ιδέα είναι επαναστατική. Γι αυτό η Ιδέα διώκεται, όχι μόνο από το Κράτος, όχι μόνο από τους μηχανισμούς του, όχι μόνο από τους άλλους ανθρώπους, αλλά μέσα σε κάθε άνθρωπο. "Ζήσε χωρίς Ιδέα", χωρίς τον ιό που απειλεί τον αυτοματικό κόσμο, είναι μια φράση που ακούγεται μέσα σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε στιγμή. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι η μόνιμη επωδός της εμπειρίας της ήττας και της απογοήτευσης, της πικρίας, της απόγνωσης και της απελπισίας. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι αυτό που τραγουδά μελίρρητα ο "σκεπτικισμός", που είναι βέβαια "σκεπτικιστικός" μόνο απέναντι στην Ιδέα, μόνο απέναντι σε ό,τι ανθίσταται στην παθητική προσαρμογή στον αυτοματισμό, και ποτέ απέναντι στην εύγλωττη προφάνεια της αναγκαιότητας του αυτοματισμού, ποτέ απέναντι σε ό,τι, επειδή δεν μπορεί να ειπωθεί πως είναι το αποτέλεσμα σκέψης, δεν είναι επίσης ευάλωτο και στην καχυποψία απέναντι στην σκέψη. "Ζήσε χωρίς Ιδέα" είναι το τραγούδι ενός θνησιγενούς κόσμου, που γεννοβολά πεθαίνοντας, που σαπίζει βγάζοντας διαρκώς νέα παρακλάδια, νέες ρίζες, νέα προσωπεία, νέες λέξεις, νέες ιδεολογικές εκλογικεύσεις (αλλά η "ιδεολογία" δεν είναι η Ιδέα, είναι μάλλον το αντίθετο της Ιδέας, ένα Συμβολικό που επιτρέπει την απονεύρωση μπροστά στο Πραγματικό).
Σε τελική ανάλυση, την Ιδέα την υπερασπίζεται κάποιος με τη ζωή του, γιατί δεν μπορεί να την υπερασπιστεί κανείς παρά με τη ζωή του, δεν υπάρχουν άλλα μέσα για την υπεράσπιση της Ιδέας. Αλλά αυτός που υπερασπίζεται την Ιδέα, το κομμάτι του Θεού που δεν πέθανε γιατί επέστρεψε στον άνθρωπο, δεν υπερασπίζεται παρά τη ζωή του, τη ζωή ως διαλεκτική άρνηση και υπέρβαση της επιβίωσης.