Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

Φιλοσοφική βιβλιοθήκη- Georg Wilhelm Friedrich Hegel


Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831), ελληνιστί Χέγκελ και ενίοτε (κάπως εξεζητημένα) Έγελος, υπήρξε η σημαντικότερη μορφή του γερμανικού ιδεαλισμού (δηλαδή της τριάδας Φίχτε – Σέλλινγκ – Χέγκελ), ίσως δε και ολόκληρης της νεότερης φιλοσοφίας. Η πολλαπλώς συκοφαντημένη έννοια του ιδεαλισμού δεν παραπέμπει βεβαίως εδώ σε άρνηση της πραγματικότητας και σε αναζήτηση ενός άλλου, δεύτερου, «ιδεατού» κόσμου. Ιδεαλισμός, αντίθετα, είναι κάθε θεώρηση που πιστεύει ότι η πραγματικότητα διέπεται από δομή και τάξη και αρθρώνεται γύρω από κατηγορίες και έννοιες, γύρω από ιδέες. Από αυτήν τη σκοπιά, θα επισημάνει ο ίδιος ο Χέγκελ, «κάθε φιλοσοφία είναι ουσιωδώς ιδεαλισμός, ή τουλάχιστον τον έχει ως αρχή της [...] Η αντίθεση μεταξύ ιδεαλιστικής και ρεαλιστικής φιλοσοφίας είναι άνευ σημασίας» (W 5, σ. 172) – δηλαδή, με άλλα λόγια: μια φιλοσοφική σκέψη που εξαντλείται στην επινόηση και χρήση αυτών ή άλλων παρόμοιων φιλοσοφικών ετικετών εκπίπτει σε φιλοσοφία των -ισμών και «των συρταριών» (Schubladendenken) και εντέλει αυτοακυρώνεται. Το πιο διάσημο στοιχείο της εγελιανής φιλοσοφίας είναι βεβαίως η «διαλεκτική», την οποία εγκυκλοπαίδειες και λεξικά εμφανίζουν να προάγεται βάσει του τριαδικού σχήματος «θέση-αντίθεση-σύνθεση». Εντούτοις, όσο εκπληκτικό κι αν ακουστεί τούτο στον ανυποψίαστο αναγνώστη, το σχήμα αυτό δεν εμφανίζεται σε κανένα σημείο των χιλιάδων σελίδων του εγελιανού έργου (αποτελεί, αντίθετα, δημιούργημα του Σέλλινγκ που αποδόθηκε στον Χέγκελ λίγο μετά το θάνατό του)· επιπλέον, παραμορφώνει την ουσία της διαλεκτικής κίνησης, εμφανίζοντάς την ως μια μηχανιστική διαδικασία ανάμιξης που παράγει «συνθέσεις» και επιδιώκει μια αδιατάρακτη στοχαστική γαλήνη.

Αυτό που στην πραγματικότητα κινεί την εγελιανή διαλεκτική είναι αντιθέτως η άρνηση – όχι ως απόρριψη και εκμηδένιση, όχι ως λήθη και αποποίηση, αλλά ως «προσδιορισμένη άρνηση» (bestimmte Negation), η οποία δεν ακυρώνει, αλλά ενσωματώνει το περιεχόμενο του αντικειμένου της. Όπως ήδη στον Πλάτωνα, έτσι και στον Χέγκελ, διαλεκτική δεν είναι μία ακόμη θέση, ένας ακόμη τρόπος θεώρησης, αλλά η συστηματική, μεθοδική και ολοκληρωμένη ενσωμάτωση κάθε θέσης και θεώρησης, με αναγνώριση των αξιώσεών τους και άρση της μονομέρειάς τους – διότι «αληθές» δεν είναι ποτέ το επιμέρους, το ιδιαίτερο και το μερικό, αλλά μόνο «το όλον» (W 3, σ. 24). Με αυτό το εγχείρημα συντάσσεται και η περίφημη έννοια της Aufhebung: η «αναίρεση» ή, καλύτερα, «άρση» (αλλά πάντως όχι «υπέρβαση», «κατάργηση» ή «ακύρωση»). Πρόκειται για το σύνθετο, τριπλό ενέργημα μιας διαδικασίας που εμπεριέχει συγχρόνως ένα tollere, ένα conservare και ένα elevare, δηλαδή: (α) «καταργώ, ακυρώνω, τερματίζω», (β) «διατηρώ, φυλάσσω», και (γ) «σηκώνω, ανυψώνω». Ο Χέγκελ πέρασε στην ιστορία της φιλοσοφίας ως ο μεγάλος στοχαστής της ιστορικό1 τητας. Η άχρονη και «αιώνια» ορθολογικότητα που αναζητούσε η παραδοσιακή μεταφυσική δίνει εδώ τη θέση της σε μια ορθολογικότητα που θεμελιώνεται στην ιστορική αυτοπαραγωγή της και νομιμοποιείται από αυτήν. Σε αντίθεση με τη φύση, στην οποία ο χρόνος λειτουργεί αρνητικά και καταστροφικά, στο πεδίο του πνεύματος ο χρόνος συνιστά ιστορία, δηλαδή διαρκή παραγωγή νέων μορφών. Το εγελιανό Geist («πνεύμα»/spirit, και όχι βέβαια «νους»/mind) δεν έχει τίποτε «πνευματιστικό», τίποτε μυστικιστικό ή... αποκρυφιστικό. Καταρχήν, το πνεύμα δηλώνει το σύνολο αυτού που θα μπορούσε να αποκληθεί πολιτισμική παραγωγή της ανθρωπότητας. Και βέβαια, ένα τέτοιο πνεύμα δεν βρίσκεται ποτέ σε κάποιο μυστηριώδες Επέκεινα, αλλά ανήκει ουσιωδώς στο Εντεύθεν: «δεν φανερώνει κάτι [άλλο από αυτό το ίδιο], αλλά προσδιορισμός και περιεχόμενό του είναι η ίδια η φανέρωσή» του (W 10, σ. 27), η μετάπλασή του σε αντικειμενικό κόσμο. Η πορεία της ιστορίας είναι έτσι μια πορεία αυτογνωσίας του πνεύματος μέσα από τα δημιουργήματά του – μια πορεία που, κατά τον Χέγκελ, ολοκληρώνεται μεν και πληρούται, χωρίς όμως και να διακόπτεται. 
                                                                     *
Το έργο του Χέγκελ εκτείνεται