(απόσπασμα από το γνωστό βιβλίο του Λουντο Μαρτενς)
Μισώντας το σοσιαλισμό, η αστική τάξη αρέσκεται να υπογραμμίζει τον «αναγκαστικό» χαρακτήρα της εκβιομηχάνισης. Όσοι όμως έζησαν ή παρακολούθησαν τη σοσιαλιστική εκβιομηχάνιση από τη μεριά των εργαζόμενων μαζών υπογραμμίζουν τα εξής χαρακτηριστικά της: τον ηρωισμό στην εργασία, τον ενθουσιασμό και τη μαχητικότητα.
Στη διάρκεια του πρώτου πενταετούς προγράμματος, η Άννα Λουίζα Στρονγκ, νεαρή Αμερικανίδα δημοσιογράφος που είχε προσληφθεί στη σοβιετική εφημερίδα Τα Νέα της Μόσχας, διέσχισε τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη. Όταν, το 1956, ο Χρουστσόφ εξαπέλυσε την ύπουλη επίθεσή του κατά του Στάλιν, εκείνη θεώρησε σκόπιμο να υπενθυμίσει ορισμένα σημαντικά γεγονότα. Αναφερόμενη στο πρώτο πενταετές πρόγραμμα, διατύπωσε την ακόλουθη κρίση: «Ποτέ στην ιστορία δεν πραγματοποιήθηκε τέτοια πρόοδος τόσο γρήγορα.» ·
Το 1929, χρονιά που ξεκίνησε το πρόγραμμα, ο ενθουσιασμός των εργαζόμενων μαζών είναι τέτοιος που, ακόμα και ένας ειδικός του παλιού καθεστώτος της Ρωσίας, που το 1918 είχε ξεράσει όλο του το μίσος ενάντια στους μπολσεβίκους, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι η χώρα ήταν αγνώριστη. Ο δρ. Έμιλ Τζόζεφ Ντίλον έζησε στη Ρωσία από το 1877 ως το 1914 και δίδαξε σε διάφορα ρωσικά πανεπιστήμια.
Αναχωρώντας το 1918, γράφει:
«Στο κίνημα των μπολσεβίκων δεν υπάρχει ίχνος δημιουργικών ή κοινωνικών ιδεών. Ο μπολσεβικίσμός είναι ο τσαρισμός από την ανάποδη. Μεταχειρίζεται τόσο άσχημα τους καπιταλιστές όσο οι τσάροι τους δουλοπάροικούς τους».
Όταν όμως ο Ντίλον επιστρέφει στη Ρωσία δέκα χρόνια αργότερα, δεν πιστεύει στα μάτια του:
«Παντού ο λαός σκέπτεται, εργάζεται, οργανώνεται, πραγματοποιεί ανακαλύψεις
στους τομείς της επιστήμης και της παραγωγής. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξαμε μάρτυρες παρόμοιου φαινομένου, κάτι ανάλογου ως προς την ποικιλία, την ένταση, την αφοσίωση στα ιδεώδη. Το επαναστατικό μένος σαρώνει κολοσσιαία εμπόδια και συγχωνεύει ετερογενή στοιχεία σε έναν και μόνο μεγάλο λαό. Πράγματι, δεν πρόκειται για ένα έθνος με την έννοια του παλιού κόσμου, αλλά για έναν ισχυρό λαό, συμπαγή χάρη στο σχεδόν θρησκευτικό ενθουσιασμό του. Οι μπολσεβίκοι πραγματοποίησαν πολλά από εκείνα που είχαν εξαγγείλει και περισσότερα απ’ όσα φαίνονταν πραγματοποιήσιμα από οποιαδήποτε ανθρώπινη οργάνωση στις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες αναγκάστηκαν να δράσουν. Κινητοποίησαν πάνω από 150.000.000 ανθρώπους απαθείς, ζωντανούς νεκρούς, και τους εμφύσησαν ένα νέο πνεύμα».
Η Αννα Λουίζα Στρονγκ θυμάται πώς πραγματοποιήθηκαν τα θαύματα της εκβιομηχάνισης:
«Το εργοστάσιο παραγωγής τρακτέρ του Χάρκοβο είχε ένα πρόβλημα. Είχε κατασκευαστεί “εκτός πλάνου”. (Το 1929), οι αγρότες προσχωρούσαν στα συνεταιριστικά αγροκτήματα πιο γρήγορα απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατό να ικανοποιηθούν οι ανάγκες τους σε τρακτέρ. Το Χάρκοβο, υπερήφανα ουκρανικό, κατασκεύαζε το δικό του εργοστάσιο εκτός πλάνου. Όλος ο χάλυβας, οι πλίνθοι, το τσιμέντο, η εργατική δύναμη είχαν ήδη κατανεμηθεί στα πέντε επόμενα χρόνια. Το Χάρκοβο δεν μπορούσε να αποκτήσει το χάλυβα που του χρειαζόταν παρά μόνο αναγκάζοντας ορισμένες σιδηρουργικές επιχειρήσεις να παράγουν “εκτός πλάνου”. Για να καλυφθεί η έλλειψη χεριών, δεκάδες χιλιάδες απλών ανθρώπων, υπαλλήλων, φοιτητών, καθηγητών, πρόσφεραν εθελοντική εργασία τις ελεύθερες μέρες τους.“Κάθε πρωί στις εξίμισι”, έλεγε ο Μ. Ράσκιν, ο Αμερικανός μηχανικός που ήταν υπεύθυνος για το Χάρκοβο, “βλέπουμε να έρχεται το έκτακτο τρένο. Έρχονται με σημαίες και τραγούδια, κάθε μέρα μια διαφορετική ομάδα, αλλά πάντοτε χαρούμενοι.” Η μισή δουλειά ανειδίκευτου εργάτη έγινε από εθελοντές».
Το 1929, καθώς η κολεκτιβοποίηση πήρε απρόβλεπτες διαστάσεις, το εργοστάσιο παραγωγής τρακτέρ του Χάρκοβο δεν είναι η μόνη «διόρθωση» στο πλάνο. Το εργοστάσιο Πουτίλοφ του Λένινγκραντ είχε παραγάγει 1.115 τρακτέρ το 1927 και 3.050 το 1928. Έπειτα από έντονες συζητήσεις στο εργοστάσιο, αποφασίζεται ένα πλάνο 10.000 τρακτέρ για το 1930! Και τελικά παραδίδονται 8.935.
Το θαύμα της εκβιομηχάνισης σε μια δεκαετία επηρεάστηκε πράγματι από τις ανακατατάξεις που γίνονταν στις καθυστερημένες επαρχίες, αλλά και από την εντεινόμενη απειλή του πολέμου.
Για τη χαλυβουργία του Μαγκνιτογκόρσκ είχε προβλεφθεί παραγωγή 656.000 τόνων. Τ ο 1930, μπαίνει ένα πλάνο για την παραγωγή 2.500.000 τόνων.9 Όμως, πολύ γρήγορα τα πλάνα παραγωγής χάλυβα αναθεωρούνται και πάλι προς τα πάνω: το 1931, ο ιαπωνικός στρατός καταλαμβάνει τη Μαντζουρία και απειλεί τα σιβηρικά σύνορα! Τον επόμενο χρόνο, οι ναζί, που έχουν ανέβει στην εξουσία στο Βερολίνο, προβάλλουν τις βλέψεις τους στην Ουκρανία. Ο Τζον Σκοτήταν ένας Αμερικανός μηχανικός που εργαζόταν στο Μαγκνιτογκόρσκ. Ανακαλεί στη μνήμη του τις ηρωικές προσπάθειες των εργαζομένων και την καθοριστική τους σημασία για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης.
«Το 1942, η βιομηχανική περιοχή των Ουραλίων έγινε η καρδιά της σοβιετικής αντίστασης. Τα ορυχεία, τα εργοστάσια, οι δεξαμενές, οι αγροί και τα δάση της προμήθευαν στον Κόκκινο Στρατό τεράστιες ποσότητες στρατιωτικού υλικού και όλα τα απαραίτητα προϊόντα για τη συντήρηση των μηχανοκίνητων μεραρχιών του Στάλιν. Στο κέντρο της τεράστιας Ρωσίας, ένα τετράγωνο 800 χιλιομέτρων περιείχε τεράστια κοιτάσματα σιδήρου, γαιάνθρακα, χαλκού, αλουμινίου, μολύβδου, αμιάντου, μαγγανίου, ανθρακικού καλίου, χρυσού, αργύρου, λευκόχρυσου, ψευδαργύρου και πετρελαίου. Πριν από το 1930, οι θησαυροί αυτοί είχαν μείνει σχεδόν ανεκμετάλλευτοι. Μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, κατασκευάστηκαν εργοστάσια, που δεν άργησαν να μπουν σε λειτουργία.Όλα αυτά οφείλονταν στην πολιτική οξύνοια του Ιωσήφ Στάλιν, στην υπομονή και στο πείσμα του. Είχε συντρίψει κάθε αντίσταση για να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά του παρά τις μυθικές δαπάνες και τις ανήκουστες δυσκολίες που του είχε στοιχίσει. Θέλησε πρώτα απ’ όλα να δημιουργήσει βαριά βιομηχανία. Την εγκατέστησε στα Ουράλια και στη Σιβηρία, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα πιο κοντινά σύνορα, μακριά από τις επιθετικές ενέργειες οποιουδήποτε εχθρού. Επιπλέον, η Ρωσία δε θα χρειαζόταν πια να εξαρτάται από το εξωτερικό για σχεδόν ολόκληρο τον εφοδιασμό της σε καουτσούκ, χημικά προϊόντα, εργαλεία, τρακτέρ κλπ. Θα μπορούσε πλέον να τα παράγει όλα αυτά μόνη της, διασφαλίζοντας έτσι την τεχνική και στρατιωτική της ανεξαρτησία.
Ο Μπουχάριν και κάμποσοι άλλοι βετεράνοι μπολσεβίκοι δεν ήταν αυτής της γνώμης. Προτού ξεκινήσει ένα πρόγραμμα υπέρμετρης εκβιομηχάνισης, ήθελαν να εξασφαλίσουν τον επισιτισμό του λαού. Ο ένας μετά τον άλλον, οι αντιφρονούντες αυτοί αναγκάστηκαν να σιωπήσουν. Η γνώμη του Στάλιν υπερίσχυσε. Το 1932, 56% του εθνικού προϊόντος της Ρωσίας διατέθηκε γι’ αυτές τις μεγάλες δαπάνες. Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσπάθεια. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, εβδομήντα χρόνια πριν, δεν είχε επενδυθεί στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις παρά μόνο το 12% του ετήσιου εθνικού προϊόντος, ενώ, κατά τα άλλα, η Ευρώπη είχε χορηγήσει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων, και η Κίνα, η Ιρλανδία, η Πολωνία κ.ά. είχαν εξαγάγει το εργατικό δυναμικό. Η σοβιετική βιομηχανία δημιουργήθηκε σχεδόν χωρίς καταφυγή στο ξένο κεφάλαιο».
Η σκληρή ζωή, οι θυσίες που απαιτούσε η εκβιομηχάνιση έγιναν αποδεκτές από ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων με πεποίθηση και με πλήρη συνείδηση. Μοχθούσαν σκληρά, αλλά μοχθούσαν για λογαριασμό τους, για ένα μέλλον αξιοπρέπειας και ελευθερίας για όλους τους εργαζομένους. Ο Χιροάκι Κουρομίγια κάνει το εξής σχόλιο:
«Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, η έντονη συσσώρευση δεν ήταν μόνο πηγή στερήσεων και προβλημάτων, αλλά και σοβιετικού ηρωισμού. Στη δεκαετία του ’30, η σοβιετική νεολαία ένιωσε τον ηρωισμό μέσα από την εργασία στα εργοτάξια και στα εργοστάσια, όπως στο Μαγκνιτογκόρσκ και το Κουζνέτσκ».
«Η γρήγορη εκβιομηχάνιση του πρώτου πενταετούς πλάνου συμβόλιζε το μεγαλοπρεπή και δραματικό στόχο της οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας. Με φόντο την κρίση και τη μαζική ανεργία στη Δύση, η πορεία προς την εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης έφερνε στο νου ηρωικές, ρομαντικές, ενθουσιώδεις και “υπεράνθρωπες” προσπάθειες. “Η λέξη ενθουσιασμός, όπως πολλές άλλες, είχε υποτιμηθεί λόγω των υπερβολικών διαστάσεων που είχε πάρει το ίδιο το φαινόμενο”, έγραψε ο Ιλια Έρενμπουργκ, “κι ωστόσο, δεν υπάρχει άλλη λέξη για να περιγραφούν οι μέρες του πρώτου πενταετούς πλάνου. Ο ενθουσιασμός απλά και μόνο ενέπνεε στους νέους καθημερινές και όχι πομπώδεις πράξεις γενναιότητας”.
Σύμφωνα με έναν άλλο σύγχρονο, οι μέρες αυτές ήταν “πραγματικά μια ρομαντική και μεθυστική εποχή. (...) Οι άνθρωποι δημιουργούσαν με τα χέρια τους ό,τι προηγουμένως φαινόταν όνειρο και ήταν πεισμένοι ότι αυτά τα ονειρικά σχέδια ήταν κάτι το απόλυτα πραγματοποιήσιμο"».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου