Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΡΗΓΑΣ Η αρχαία δουλοκτητική δημοκρατία








«Ο σ. Θανάσης Παπαρήγας αποτελεί υπόδειγμα συνείδησης για την αξία της γνώσης, στο απέραντο πεδίο της οποίας εντρύφησε ολόκληρη τη ζωή του, μέχρι και το άδικο τέλος του. Ισως να είναι αυτή και η καλύτερη υποθήκη που αφήνει στις νέες γενιές».Ετσι έκλεινε η λιτή ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τον Θανάση Παπαρήγα, που «έφυγε» με τραγικό τρόπο ένα χρόνο πριν. Και πραγματικά σ' αυτές τις λίγες αράδες συμπυκνώνεται ολόκληρη η προσωπικότητα του Θανάση Παπαρήγα. Του Κομμουνιστή που δεν ξεχώριζε η ζωή του από το δημιουργικό του έργο, και που ήταν γι' αυτό αφοσιωμένος στην υπόθεση της εργατικής τάξης, συμβάλλοντας μ' όλες του τις δυνάμεις στην εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής. Η πολύπλευρη δημιουργική μαχητική πορεία του Θανάση Παπαρήγα μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ μπορεί να ανακόπηκε βίαια μα ο σύντροφος Θανάσης είναι πάντα μαζί μας, δίπλα μας, αφού η πνευματική κληρονομιά που μας άφησε, ως δημοσιογράφος, ιστορικός, ερευνητής και συγγραφέας, είναι από τα πιο πολύτιμα εφόδια στη δράση μας.



Τόσο με την αρθρογραφία και τα ρεπορτάζ στο «Ριζοσπάστη», τα άρθρα και τις μελέτες του στην ΚΟΜΕΠ, όσο και με τα βιβλία που είτε μετέφρασε, είτε επιμελήθηκε, όπως «Πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» και «Αντι-Ντίρινγκ» του Ενγκελς, που εξέδωσε η «Σύγχρονη Εποχή», είτε έγραψε ο ίδιος, όπως «Το Μεξικό, η επανάσταση και το σήμερα» και «Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Σκέψεις».

Πνεύμα ανήσυχο, ερευνητικό, συγκροτούσε μια πολύπλευρα καλλιεργημένη προσωπικότητα, και αυτό αποτυπωνόταν και στον προφορικό και στο γραπτό του λόγο. Ποτέ δεν έμενε στην επιφάνεια του ζητήματος που πραγματευόταν. Η διεισδυτικότητά του, οι ευφυείς επισημάνσεις του, οι προβληματισμοί που αναδείκνυε, ακόμα και όταν διαφωνούσες μαζί του, δεν μπορούσαν να αποκρύψουν ή να μειώσουν τις εκτιμήσεις αυτές για το βάθος της σκέψης του Παπαρήγα. Τα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, την επίδρασή τους στις εξελίξεις, τα αποτύπωνε έτσι όπως λίγοι μπορούν. Δεν ενδιαφερόταν μόνο γι' αυτά που παρατηρούσε ή κατέγραφε για να μείνουν στην ιστορία. Αυτά έπρεπε να 'ναι δεμένα με τη ζωή και τη δράση των απλών ανθρώπων του μόχθου στην ιστορική κίνησή της, την εξέλιξή της, στη δυναμική της. Στο λόγο του συνυπήρχαν η πολιτική ιστορία, η κοινωνιολογία, η εθνολογία, μαζί με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της στιγμής, όλα ιδωμένα από τη σκοπιά της προοπτικής για την εργατική τάξη και το κίνημά της.





Σήμερα, στον ένα χρόνο από τότε που «έφυγε» για το στερνό του ταξίδι, από τούτη δω τη στήλη του «Ριζοσπάστη» παρουσιάζουμε δύο κεφάλαια («Το κράτος και ο χαρακτήρας του» και «Το τρυφερόν ήμισυ») από την ιστορική μελέτη του Θανάση Παπαρήγα στο Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, με αφορμή τα 2.500 χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, που εκδόθηκε πρόσφατα από τη «Σύγχρονη Εποχή». Τίτλος, «Η αρχαία δουλοκτητική δημοκρατία».


Το κράτος και ο χαρακτήρας του

Στην αρχαία Αθήνα, βλέπουμε καθαρά ένα σημαντικό ιστορικό φαινόμενο: Στις συνθήκες ενός ακόμη χαμηλού επιπέδου ιστορικής εξέλιξης και ενώ ακόμη οι παραδόσεις της πρωτόγονης κοινωνίας, έστω και σαν απλά «ιστορικά ράκη», είναι πολύ ζωντανές, προβάλλει σιγά σιγά και σταθεροποιείται το Κράτος, σαν δημόσιος μηχανισμός κυριαρχίας στην υπηρεσία της κυρίαρχης τάξης ή του συνασπισμού των κυρίαρχων τάξεων.

Ακριβώς, όμως, στην Αθήνα, προβάλλει ανάγλυφα το γεγονός ότι το Κράτος δεν εμφανίζεται ποτέ και πουθενά μόνο του. Προϋπόθεση της εμφάνισής του, όπως ακριβώς στην Αθήνα, είναι η εμφάνιση των κοινωνικών αντιθέσεων που δημιουργεί η συσσώρευση του πλούτου, ακριβέστερα η πρώτη συσσώρευση του πλούτου, δηλαδή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που οδηγεί στην κοινωνική διαφοροποίηση και στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.
Η βάση όλων αυτών είναι οι εμπορευματονομισματικές σχέσεις και η ανταλλαγή. Ετσι, στην αρχαία Αθήνα, βλέπουμε ολοκάθαρα (ήδη οι σύγχρονοι το είχαν διακρίνει) ότι η βαθμιαία τελειοποίηση του κρατικού χαρακτήρα της αθηναϊκής κοινωνίας συμβαδίζει - σε μια αξεχώριστη αλληλεπίδραση - με την τελειοποίηση των εμπορευματικών σχέσεων.

Ενα τέτοιο δείγμα βλέπουμε και στον Θεμιστοκλή. Αυτός προτείνει και επιτυγχάνει μια χαρακτηριστική καινοτομία: Οι Αθηναίοι να καταργήσουν το ως τότε ισχύον καθεστώς της διανομής των προσόδων από τα ορυχεία του Λαυρίου μεταξύ των πολιτών και να αποδώσουν αυτές τις προσόδους σε ειδικό ταμείο για τη ναυπήγηση στόλου. Ετσι, βλέπουμε το χαρακτηριστικό συνδυασμό:



«Ελληνίδων έργα κατ' οίκον». Η αθηναϊκή δημοκρατία δεν εξίσωσε τη γυναίκα...(Κλασικιστική αναπαράσταση του 19ου αι. από τον J. Buhlmann)


- Η πρόοδος των μέσων παραγωγής φέρνει την πρώτη απομάκρυνση του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής (στις σκληρές και, μάλιστα, επικίνδυνες συνθήκες του ορυχείου του Λαυρίου δε δούλευαν, βέβαια, οι ίδιοι οι Αθηναίοι πολίτες και αυτοί που δούλευαν δε δούλευαν για τον εαυτό τους και δεν έπαιρναν σχεδόν απολύτως τίποτε).



- Η πρώτη αυτή εξέλιξη απαιτεί αφ' εαυτής τη δημιουργία δημοσίων θεσμών καταναγκασμού, που, από τη μια, συγκρατούν και, από την άλλη, οδηγούν τις αντιθέσεις που αυτή δημιουργεί. Ο δημόσιος (δηλαδή ο«κρατικός») στόλος είναι ο μόνος τρόπος συντήρησης και ανάπτυξης του κοινωνικού σώματος, καθώς αποτελεί το κυριότερο μέσο αρπαγής λείας αλλά και ζωντανής λείας (δούλων) μέσω πολέμων και υπεράσπισης των κεκτημένων από αντίπαλους. Ετσι, η παραδοσιακή διανομή (παραλλαγμένη εξέλιξη της πρωτόγονης ίσης διανομής) καταργείται προς όφελος της εμπέδωσης του κρατικού χαρακτήρα της νέας κοινωνίας.

Στην αρχαία Αθήνα, λοιπόν, έχουμε μια κοινωνία στην οικονομική φυσιογνωμία της οποίας κυριαρχούν οι εμπορευματονομισματικές σχέσεις. Ωστόσο, εδώ χρειάζεται μια διευκρίνιση: Πρόκειται για μια αρχέγονη μορφή των σχέσεων αυτών και όχι για μια μορφή ανεπτυγμένη, όπως, ας πούμε, στην καπιταλιστική κοινωνία. Η σχέση είναι κάπως πολύπλοκη διότι, αν, στην αρχαία Αθήνα, το στάδιο των σχέσεων αυτών παραμένει αρχέγονο, επίσης αλήθεια είναι ότι, μέσα στα πλαίσια αυτού του σταδίου, οι σχέσεις αυτές παρουσιάζουν στην αρχαία Αθήνα υψηλό βαθμό ανόδου και τελειοποίησης.





Σε συνάρτηση με αυτό, βλέπουμε να προβάλλει (στην αρχαία Αθήνα, μάλιστα, με κλασική μορφή και ιδιαίτερα έντονα) και μια άλλη αντίθεση της ταξικής κοινωνίας: Η αντίθεση πόλης και χωριού. Καθώς πρόκειται για ένα επίπεδο εξέλιξης συνολικά κατώτερο, το «κατώτερο μέσα στο κατώτερο» πλησιάζει πολύ έντονα το πρωτόγονο παρελθόν. Γι' αυτό, σε συνάρτηση και με τις ιδιαίτερες δυσχέρειες των χερσαίων συγκοινωνιών στην εποχή εκείνη, βλέπουμε την ύπαρξη ενός πλατιού τομέα κλειστής φυσικής οικονομίας. Ετσι, έχουμε:



- Από τη μια μεριά, τον Περικλή, μεσαίο γαιοκτήμονα, για τον οποίο ο Πολύβιος λέει ότι η περιουσία του στηριζόταν στη διάθεση των προϊόντων των κτημάτων του στην αγορά.

- Από την άλλη μεριά, τον Αριστοφάνη, ο οποίος, στουςΑχαρνής, εξυμνεί την κλειστή και αυτάρκη ζωή του πρωτόγονου χωριού, «όπου δε λείπει τίποτε και δε χρειάζεται να αγοράσεις τίποτε».

Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι ο Αριστοφάνης, με όλη του τη διαυγή και αντιφατικά μεγαλοφυή διεισδυτικότητα, φαίνεται να σχετίζει (και, μάλιστα, πολύ σαφώς) τους πολέμους, τις λεηλασίες και τις καταστροφές που προκαλούν με την «παραβίαση» της αυτάρκειας της κλειστής κοινωνίας που εξυμνεί. Παράλληλα, παρουσιάζει και κάτι που ο ίδιος δε φαίνεται να καταλαβαίνει: Οτι η κοινωνική ζωή που εξυμνεί είναι μια ζωή απλής επιβίωσης, από την οποία τα πολιτιστικά επιτεύγματα της νέας (στην εποχή του Αριστοφάνη της ταξικής) κοινωνίας φαίνονται να απουσιάζουν τελείως ή και να αντιμετωπίζονται με φόβο.


Η αγορά των Αθηναίων






Ταξική κοινωνία και Κράτος σημαίνουν, στην πραγματικότητα, ταξικό χαρακτήρα του Κράτους. Το κράτος της αρχαίας Αθήνας είναι κράτος που θεμελιώνει την κυριαρχία μιας τάξης και υποστηρίζει τα συμφέροντά της.



- Ποιας τάξης; Των μεγάλων εφοπλιστών, των μεγάλων τραπεζιτών, των μεγάλων δουλεμπόρων και δουλοκτητών, των μεσαίων γαιοκτημόνων. Ηδη ο Πλάτων παρατηρεί ότι ο πλούτος δίνει την εξουσία. Αυτό φαίνεται και στη συγκεκριμένη οργάνωση του κράτους. Τα πιο σημαντικά αξιώματα (όπως το σπουδαιότατο για τις αρμοδιότητές του συμβούλιο των 10 στρατηγών) ήταν μεν αιρετά, αλλά χωρίς καμιά αμοιβή. Ετσι, μπορούσαν να τα καταλάβουν μόνο όσοι δεν είχαν βιοτικά προβλήματα. Δεν είναι τυχαίο ότι, με το αξίωμα των στρατηγών, συνδέονται τόσο πολλά πρόσωπα «μεγάλης οικονομικής επιφάνειας» (ο Περικλής, που ήταν - δίκαια - ο πιο διάσημος, ο Νικίας κλπ.). Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κίμων προσπάθησε να στερεώσει και να προωθήσει την πολιτική του σταδιοδρομία «με ένα πλούσιο γάμο» κλπ. Ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους και, γενικότερα, της κοινωνίας φαίνεται και στον ιδεολογικό τομέα: Ο γνωστός τραγικός Ευριπίδης δέχτηκε άγριες επιθέσεις με την κατηγορία ότι η μητέρα του ήταν «λαχανού», σαν αυτό το έντιμο, απολύτως αναγκαίο και, άλλωστε, πλατιά διαδεδομένο στην αρχαία Αθήνα επάγγελμα να ήταν έγκλημα.


Παράσταση σιδηρουργείου (πάνω) και εργαστηρίου υποδηματοποιού (κάτω) από αμφορείς του 6ου αι. π.Χ.





Μπορούμε, όμως, να περιορίσουμε τη μελέτη της ιστορικής φύσης του αρχαίου αθηναϊκού κράτους στον ταξικό του χαρακτήρα;



Οπωσδήποτε, όχι. Γιατί, στο κράτος αυτό, βλέπουμε όχι μόνο ταξικά αλλά και έντονα καστικά χαρακτηριστικά. Και πρέπει να πούμε ότι οι δυο αυτές ομάδες χαρακτηριστικών καθόλου δεν αλληλοσυμπληρώνονταν. Αντίθετα, αλληλοτέμνονταν.

Τα ελεύθερα πρόσωπα με πλήρη πολιτικά και αστικά δικαιώματα, οι «ελεύθεροι πολίτες», ανήκαν στην ανώτατη και κυρίαρχη κάστα. Δεν ήταν καθόλου ομοιογενείς μεταξύ τους και δεν είχαν καθόλου την ίδια σχέση με τα μέσα παραγωγής. Ανάμεσά τους, μπορούσε κανείς πολύ εύκολα να βρει ένα πλούσιο τραπεζίτη και ένα τελείως αδέκαρο απόκληρο. Εκείνο που ξεχώριζε το σύνολο των ελεύθερων ήταν η από κοινού κατοχή των πολιτικών δικαιωμάτων και η δυνατότητα ανάδειξης στα κρατικά αξιώματα. Ηταν μια κατάσταση, μεταξύ άλλων, κληρονομική, αν και όχι σε ατομική ή οικογενειακή βάση αλλά μόνο με την έννοια της μεταβίβασής της από τους γονείς στα παιδιά στα πλαίσια του συνόλου όλων των ελεύθερων. Αυτό έδειξε και ο νόμος του Περικλή, που όριζε ότι μόνο το παιδί ζεύγους ελεύθερων ήταν ελεύθερο και όχι ζεύγους όπου μόνο ο ένας ήταν ελεύθερος. Ο νόμος αυτός οδήγησε και τον ίδιο τον Περικλή σε μια πολύκροτη και μισοσκανδαλώδη υπόθεση με το γιο του από την Ασπασία, που δεν ήταν Αθηναία.

Αποφασιστικό ρόλο στη διατήρηση της συνοχής των μελών αυτής της κάστας αλλά και στη διατήρηση της ίδιας της κάστας έπαιζε το γεγονός ότι ήταν οι μόνοι που είχαν πρόσβαση και στο δημόσιο ταμείο μέσω κοινωνικών παροχών και άλλων ωφελημάτων.

Εκτός από αυτούς, υπήρχαν και οι μέτοικοι (όρος που εμείς θα μεταφράζαμε «μετανάστες»). Ο ίδιος ο όρος δείχνει ότι επρόκειτο για ανθρώπους που θεωρούνταν ότι είχαν έρθει από αλλού. Η ερμηνεία είναι, ίσως, σωστή αλλά πολλοί την αμφισβητούν. Ολα δείχνουν ότι αυτή η κατηγορία υπήρχε από αρκετά παλιά, πριν ακόμη η Αθήνα αποκτήσει τη φήμη μεγάλου οικονομικού κέντρου. Εκτός αυτού, ανάλογη κατηγορία συναντάμε και στη Σπάρτη, που δεν ήταν τέτοιο κέντρο, αλλά, αργότερα, και στη Ρώμη. Ισως, πρόκειται για φαινόμενο που σχετίζεται με το ίδιο το φαινόμενο της διαδικασίας του σχηματισμού της αρχαίας πόλης. Πάντως, πρέπει να πούμε ότι πολλοί Αθηναίοι μέτοικοι που γνωρίζουμε είχαν βεβαιωμένη ξένη καταγωγή.

Οι μέτοικοι είχαν ιδιοκτησιακά και μερικά αστικά δικαιώματα. Μπορούσαν να κινηθούν στο εμπόριο και στη βιοτεχνία (πράγμα που ξέρουμε ότι πολλοί έκαναν), αλλά δεν μπορούσαν να αγοράσουν γη -ένδειξη της προσπάθειας διατήρησης σε «ημέτερα» χέρια του βασικού κεφαλαίου της εποχής. Οι μέτοικοι δεν είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα και δεν μπορούσαν ούτε να παρασταθούν οι ίδιοι προσωπικά στις δικαστικές τους υποθέσεις. Γι' αυτό μπορούσαν και ήταν υποχρεωμένοι να προσλάβουν έναν ελεύθερο για να τους εκπροσωπεί. Για να μπορούν να μείνουν στην Αθήνα, πλήρωναν ειδικό φόρο. Δεν μπορούσαν ποτέ να γίνουν ελεύθεροι πολίτες. Είναι γνωστό ότι ο γνωστός λογογράφος Λυσίας, που ανήκε σε οικογένεια μετοίκων, δεν έγινε, τελικά, ελεύθερος πολίτης, παρά τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Αθήνα.

Τα παιδιά των μετοίκων μπορούσαν να γίνουν ελεύθερα, αν προέρχονταν από γάμο με ελεύθερους, πράγμα που δείχνει ότι, κατ' αρχήν, ο γάμος με ελεύθερους ήταν δυνατός. Μετά το νόμο του Περικλή, οι «μιγάδες» αποκλείονται.

Οι μέτοικοι ασχολούνταν, όπως είπαμε, με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Φτωχοί μέτοικοι θα πρέπει να ήταν μάλλον κάτι το σπάνιο γιατί, καθώς η θέση τους ήταν ολοφάνερα ταπεινωτική, θα πρέπει να μην είχαν κανένα λόγο να μένουν στην Αθήνα, όπου το να μην είσαι ελεύθερος και να είσαι και φτωχός σήμαινε, κατά κανόνα, να μην έχεις κανένα πόρο ζωής.

Οι μέτοικοι ήταν πολυάριθμοι. Υπολογίζεται ότι, τον 5ο αιώνα, ήταν το 35% του πληθυσμού της πόλης της Αθήνας και τον 4ο αιώνα το 50%.

Καθόλου λίγοι δεν ήταν οι μέτοικοι που είχαν παίξει σοβαρό ρόλο στα αθηναϊκά πράγματα. Ο πολύς Θεμιστοκλής, π.χ., ανήκε σε οικογένεια μετοίκων και η μητέρα του καταγόταν από την Καρία της Μικράς Ασίας. Οι σαφέστατες σχέσεις του με τα στρώματα και τις δυνάμεις του εμποροναυτικού κεφαλαίου εξηγούνται και από τη μετοικιακή του καταγωγή.

Οι σχέσεις της Πολιτείας με τους μετοίκους φαίνεται ότι ακολούθησαν την εξής πορεία: Στη διάρκεια της ανόδου και της παρακμής, οι καστικοί περιορισμοί ήταν, γενικά, χαλαρότεροι και αρκετοί μέτοικοι πήραν ex officio δικαιώματα, με τον πρωτοφανή στόχο της αύξησης του πληθυσμού. Αυτό συνέβη, π.χ., με τις Κλεισθένειες μεταρρυθμίσεις. Αυτό συνέβη και μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Αντίθετα, στις συνθήκες της ακμής, η συστηματική προσπάθεια ήταν προσανατολισμένη προς την όσο το δυνατόν πιο δύσκολη «όσμωση» μεταξύ ελεύθερων και μετοίκων. Ο δρακόντειος νόμος του Περικλή, π.χ., ψηφίστηκε ακριβώς στην περίοδο της αποκορύφωσης της ακμής, στο λεγόμενο «Χρυσό Αιώνα». Ο λόγος αυτής της αναντιστοιχίας είναι σχετικός επίσης με τον αριθμό των πολιτών: Στις συνθήκες της μεγάλης ακμής, η ιδιότητα του ελεύθερου σήμαινε μια σειρά πολύ σημαντικών υλικών πλεονεκτημάτων. Πλεονεκτημάτων, που θα μειώνονταν εάν ο αριθμός των ελεύθερων πολιτών αυξανόταν με τη συρροή μετοίκων. Ετσι, ο νόμος αναλάμβανε να τακτοποιήσει την κατάσταση.

Αυτό, μεταξύ άλλων, δείχνει και τα όρια της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά αυτό είναι ένα θέμα στο οποίο θα αναφερθούμε αλλού.

Τελειώνοντας αυτό το κεφάλαιο, θα αναφέρουμε τα παρακάτω στοιχεία:

α) Η σχέση μεταξύ τάξης και κάστας στην Αρχαία Αθήνα ήταν ένα θέμα πολύπλοκο.

Ενας βαθύπλουτος μέτοικος τοκογλύφος και ένας βαθύπλουτος Αθηναίος τοκογλύφος ανήκαν, αναμφίβολα, στην ίδια τάξη και, μάλιστα, στην κυρίαρχη τάξη. Ωστόσο, η συμμετοχή του μετοίκου στην κυρίαρχη τάξη μειωνόταν σημαντικά και, ως ένα βαθμό, καταργούνταν τελείως λόγω της απουσίας του από την κυρίαρχη κάστα των ελεύθερων και της συνακόλουθης έλλειψης πολιτικών δικαιωμάτων.

Αντίθετα, ένας άπορος ελεύθερος πολίτης δεν ανήκε στην κυρίαρχη τάξη. Ωστόσο, η θέση του άλλαζε πολύ σημαντικά γιατί συμμετείχε, μαζί με το σημαντικότερο τμήμα της κυρίαρχης τάξης, στην κυρίαρχη κάστα, κατέχοντας σημαντικά πολιτικά δικαιώματα και προνόμια, που δε διέθεταν ούτε οι πλουσιότεροι μέτοικοι. Η κατοχή πολιτικών δικαιωμάτων, από την άλλη μεριά, άλλαζε την κοινωνική του θέση και λόγω του «προνομιακού» της χαρακτήρα, αλλά κυρίως γιατί σήμαινε δυνατότητα πρόσβασης στο δημόσιο ταμείο.

Η αρχαία Αθηναϊκή πολιτεία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το ότι δεν μπορεί να υπάρχουν «καθαρές» ταξικές σχέσεις και αντιθέσεις, που δε συμπλέκονται και με ιεραρχικούς, εθιμικούς, τοπικιστικούς και παρόμοιους παράγοντες.

β) Ενώ η νομική κατοχύρωση του ταξικού χαρακτήρα του αρχαίου Αθηναϊκού κράτους (που γινόταν κυρίως μέσω της κωδικοποίησης «ομάδων εισοδημάτων», όπως θα λέγαμε σήμερα) ήταν μάλλον χαλαρή και αποδείχτηκε ανίκανη να αντισταθεί στις πιέσεις, η νομική κατοχύρωση του καστικού χαρακτήρα του αποδείχτηκε πολύ πιο αλύγιστη και ανθεκτική στις αλλαγές.

γ) Η παράδοση - και, προπάντων, η πρακτική - που θέλουν, στην Αθήνα αλλά και στα υπόλοιπα αρχαιοελληνικά κράτη, τον ξένο ουσιαστικά εκτός νόμου, αποτελούν μια διπλή ένδειξη:
της «κρατικοποίησης» της πόλης-κράτους
του αρχαίου κράτους σαν ακόμη αρχέγονης και ανεξέλικτης βαθμίδας κράτους.

Το τρυφερόν ήμισυ

Ωστόσο, οι μέτοικοι δεν ήταν το μόνο στοιχείο του πληθυσμού που δεν είχε δικαιώματα. Υπήρχε και ένα άλλο στοιχείο: Οι γυναίκες.

Πράγματι, στην Αθήνα, οι γυναίκες, ΟΛΕΣ οι γυναίκες, δεν είχαν κανένα απολύτως πολιτικό δικαίωμα και σχεδόν κανένα αστικό. Μια ελεύθερη (με την πολιτική έννοια) γυναίκα δεν μπορούσε να ψηφίζει ούτε να παίρνει μέρος στις πολιτικές διαδικασίες (να «βουλεύεται», όπως έλεγαν τότε). Τα αστικά της δικαιώματα ήταν πολύ περιορισμένα σε σχέση με του αδελφού, του συζύγου, του πατέρα, του γιου της, και στο βαθμό που η νομική διαδικασία δεν ήταν σαφώς απαγορευτική, το κενό κάλυπτε η κοινωνική σύμβαση.

Υπάρχει, π.χ., το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κίμωνα, τον οποίο, κάποια στιγμή, η σύζυγός του Ισονίκη αποφάσισε να χωρίσει. Σημειώνουμε ότι το αττικό δίκαιο αναγνώριζε το δικαίωμα αίτησης διαζυγίου και στις συζύγους. Ομως, η αίτηση έπρεπε να υποβληθεί, σε κάθε περίπτωση, από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο αυτοπροσώπως. Ο Κίμων, μαθαίνοντας ότι η γυναίκα του πήγαινε να υποβάλει αίτηση διαζυγίου, την πρόλαβε στο δρόμο, την άρπαξε από το χέρι (και, πιθανότατα, από τα μαλλιά) και την έσυρε στη συζυγική οικία όπου ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και, όπως μας παραδίδει ο Πλούταρχος, κανείς δε σκέφτηκε να τον εμποδίσει, αφού η γυναίκα ήταν δική του και την έκανε ό,τι ήθελε.

Οι Αθηναίοι ποτέ δεν απαλλάχτηκαν τελείως από κάποιο αίσθημα φόβου απέναντι στις γυναίκες τους. Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το πιο φοβερό πράγμα που κατόρθωσε να συλλάβει ο Αριστοφάνης για να «ταρακουνήσει», όπως έλπιζε, τους συμπολίτες του, ήταν μια Εκκλησία του Δήμου από γυναίκες. Οι τελευταίες, για να περάσουν το τέχνασμά τους μεταμφιέζονται σε άνδρες (Εκκλησιάζουσαι). Στο έργο αυτό, οι ακόμη πρόσφατες παραδόσεις της πρωτόγονης ισότητας και οι πραγματικές ανάγκες της νέας, της ταξικής κοινωνίας καταλήγουν, μέσω της ιδιοφυίας του συγγραφέα, σε ένα αποτέλεσμα ακραίας αντιφατικότητας: Ο συγγραφέας μεγαλοφυώς σχετίζει, αν και παρωδιακά, την ισοτιμία των γυναικών και τη σεξουαλική απελευθέρωση με τον κομμουνισμό, τον οποίο απορρίπτει με φρίκη. Παράλληλα, υποστηρίζει την κοινωνία των πλουσίων και των φτωχών, δείχνοντας τις επικίνδυνες αντιφάσεις που περιέχουν οι ουτοπικές κομμουνιστικές θεωρίες. Και όλα αυτά ο σπινθηροβόλος κωμωδιογράφος τα παριστάνει μέσω εκρήξεων πραγματικά γυναικείας κακίας.

Το ίδιο συναίσθημα φόβου, από την αντίθετη άποψη, φαίνεται να δείχνει και η διαβόητη Λυσιστράτη. Εδώ, ο συγγραφέας, στην απόγνωσή του, εναποθέτει όλες τις ελπίδες του στην «παθητική επιθετικότητα», στην πεισματική διαβρωτική ικανότητα των γυναικών.

Στην τραγωδία, ο φόβος είναι γυμνός, χωρίς τα ιλατροτραγικά του καλύμματα. Η παράδοξη διαβεβαίωση του Ευριπίδη στη Μήδεια ότι «καμιά Ελληνίδα δε θα έκανε κάτι τέτοιο» θεωρήθηκε από πολλούς σαν έπαινος προς τις Ελληνίδες. Αυτό ήταν, άραγε, ή μήπως μια προσπάθεια διασκέδασης της τρομακτικής εντύπωσης που θα πρέπει να προκάλεσε στο κοινό αυτή η όντως τρομακτική εκδήλωση γυναικείας ανταρσίας;

Οι αρχαίοι Αθηναίοι -τουλάχιστον συγγραφείς-φαίνονται να είχαν πλήρη συναίσθηση ότι η κατάσταση δεν ήταν πάντα έτσι. Αφθονούσαν, άλλωστε, οι μύθοι που έδειχναν ότι, πριν μερικές γενεές ακόμη, οι γυναίκες είχαν πολιτικά δικαιώματα και η θέση τους ήταν σεβαστή. Από πολύ καιρό έχει παρατηρηθεί ότι, στην αρχαία φιλολογική και λογοτεχνική παράδοση, οι φυσιογνωμίες που πραγματικά ξεχωρίζουν είναι σχεδόν αποκλειστικά γυναικείες. Στην κοινωνική ζωή, στη σφαίρα της τελετουργίας πολύ σαφής είναι η υφέρπουσα πεποίθηση ότι οι πιο σημαντικές ιερουργικές εκδηλώσεις είναι αυτές που γίνονται από γυναίκες, παρ' όλο που η ουσιαστική τους σημασία είναι ασήμαντη. Συνδεδεμένες με αγροτικές ιερουργικές λατρείες, που όλοι θεωρούν πανάρχαιες, είναι απαγορευμένες στους άνδρες, συχνά με ποινή θανάτου. ΣτιςΘεσμοφοριάζουσες, ο Αριστοφάνης αντιστρέφει το θέμα του: Τώρα, ο ήρωάς του ντύνεται γυναίκα, για να κατορθώσει να διεισδύσει στα θεσμοφόρια χωρίς να γίνει αντιληπτός.

Πίσω από όλα αυτά, κρύβεται το ιστορικό γεγονός ότι η άνοδος του πολιτισμού οδηγεί στη σύγκρουση των δύο φύλων και στην υποταγή της γυναίκας. Η ανταλλαγή ενδυμάτων μεταξύ των δύο φύλων, αλλά και άλλα μυθολογικά γεγονότα (γυναικεία ντύθηκε ακόμη και ο «ωκύπους Αχιλλεύς», ενώ πολλά σχόλια είχε προκαλέσει, από την αρχαιότητα κιόλας, η παράδοση της υποταγής του Ηρακλή στην Ομφάλη), στην πραγματικότητα, αντανακλούν την παράδοση μιας εξέλιξης που οι ρίζες της φθάνουν στις ανώτερες φάσεις της πρωτόγονης κοινωνίας: Καθώς η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής δυναμώνει τον καταμερισμό εργασίας και, συνεπώς, την κοινωνική διαφοροποίηση, δημιουργώντας, παράλληλα, και το μηχανισμό που, σιγά - σιγά, θα γίνει το Κράτος, η θέση της γυναίκας υπονομεύεται. Μέσα σε μια κοινωνία που γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστική, εκείνη προσπαθεί να συγκρατήσει τη θέση αυτή, πράγμα που αποτελεί την πηγή πολλών παραδόσεων, άλλοτε τραγικών και άλλοτε κωμικών.

Σημειώνουμε ότι πρόκειται για γενικό φαινόμενο, που διαπερνά πασιφανέστατα όχι μόνο τον κλασικό αρχαιοελληνικό ή τον αιγαιακό πολιτισμό αλλά τον παγκόσμιο.

Στην αρχαία Αθήνα, πίσω από τη γενική αλλοτρίωση των πολιτικών και άλλων δικαιωμάτων, η ταξική θέση αναμφίβολα βάρυνε πολύ στη θέση των διαφόρων κατηγοριών γυναικών. Στα πιο εύπορα ελεύθερα στρώματα, η υλική άνεση αμβλύνει τις αντιθέσεις των δύο φύλων. Στους κύκλους αυτούς, κυριαρχεί η πλήρης υποταγή της γυναίκας, η ζωή του γυναικωνίτη. Αντίθετα, στα κατώτερα ελεύθερα στρώματα, αυτή η ασφαλιστική δικλείδα παίζει μικρότερο ρόλο. Οπως είπαμε παραπάνω, ο Ευριπίδης είχε κατηγορηθεί ότι η μητέρα του ήταν «λαχανού». Στην κλίμακα της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι, στη μικρή αγροτική οικονομία, η οικιακή χρήση της γυναικείας εργασίας ήταν πλατιά διαδεδομένη. Το ίδιο θα πρέπει λογικά να συνέβαινε και στους άλλους τομείς όπου απασχολούνταν τα οικονομικά ασθενέστερα ελεύθερα στρώματα. Ετσι, η αρχαία παράδοση μας παρουσιάζει και μια λιγότερο υποτακτική εικόνα. Οι γυναίκες που παρουσιάζει ο Αριστοφάνης (γυναίκες κυρίως «μικροελεύθερων») δε μοιάζουν καθόλου με την εικόνα της γαλήνιας και γλυκομίλητης υποταγμένης συζύγου. Μάλλον μοιάζουν με τίγρεις που παραμονεύουν ως τη στιγμή που θα ορμήσουν στο λαιμό του θύματός τους. Στην οικογένεια του φτωχού Σωκράτη, η ησυχία ήταν κάτι το άγνωστο. Η σύζυγός του Ξανθίππη - που, και αν δεν ήταν, έγινε νευρική - του έψηνε κυριολεκτικά το ψάρι στα χείλη, απαιτώντας από αυτόν να δουλέψει για να ζήσει την οικογένειά του, αντί να περνά τον καιρό του με αφηρημένες φιλοσοφικές συζητήσεις και αναζητήσεις.

Ειδικοί μελετητές έχουν από καιρό επισημάνει ότι, κατά τρανταχτή ειρωνεία της Ιστορίας, υπήρχε μια απροσδόκητη κατηγορία γυναικών που είχε κρατήσει την παλιά αξιοσέβαστη θέση της πρωτόγονης γυναίκας. Και αυτή ήταν ο κύκλος εκείνος των γυναικών (μήπως, άραγε, θα έπρεπε να πούμε «κύκλωμα»;) που κινούνταν στο χώρο που εμείς θα αποκαλούσαμε «αριστοκρατική πορνεία». Ηταν οι λεγόμενες εταίρες. Γυναίκες πλατιών γνωριμιών και σχέσεων παντός είδους, πολύ συχνά αξιόλογης μόρφωσης (ξέρουμε, σε μια κάπως μεταγενέστερη εποχή, για τη σχολή του Επίκουρου, όπου φοιτούσαν διάφορες εταίρες), οι γυναίκες αυτές συγκέντρωναν γύρω τους πραγματικές ανδρικές αυλές, κυρίως από εκείνους που αναζητούσαν - συχνά, με αγωνία - τη γυναικεία συντροφιά έξω από τους ασφυκτικούς τοίχους του πατριαρχικού σπιτιού.

Εδώ, πρέπει να αποκαταστήσουμε και μια ιστορική αδικία. Από τότε κιόλας, ο Περικλής κατηγορήθηκε κατά κόρον για τις σχέσεις του, που άρχισαν όταν ήταν ήδη από χρόνια παντρεμένος και με μεγάλα παιδιά, με την Ασπασία. Μα, ας σκεφτούμε λίγο: Ο Περικλής ήταν μια επιφανής προσωπικότητα, με πλατείς και πολυσχιδείς ορίζοντες και με ολόπλευρη, για την εποχή του, μόρφωση. Πώς θα ήταν δυνατόν να αισθάνεται σαν δική του τη συντροφιά (;) της συζύγου του, μιας συνηθισμένης γυναίκας της τάξης του και της κάστας του, συνεπώς ασύγκριτα κατώτερής του σε όλα όσα τον ενδιέφεραν; Πώς να τον κατηγορήσουμε γιατί αιχμαλωτίστηκε από μια γυναίκα όχι μόνο, σύμφωνα με τις πηγές, πολύ όμορφη αλλά και αρκετά ικανή, ώστε να συζητά μαζί της διπλωματικά θέματα και αρκετά μορφωμένη, ώστε πολλοί να τη θεωρούν σαν τον πραγματικό συγγραφέα του Επιταφίου; Αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, «δόξαν είχε το γύναιον επί ρητορική πολλοίς Αθηναίοις ομιλείν». Το πόσο ο ένδοξος πολιτικός του «Χρυσού Αιώνα» είχε ταυτιστεί με «το γύναιον» φαίνεται και από το γεγονός ότι όταν η Ασπασία κατηγορήθηκε για ασέβεια, κατηγορία που θα μπορούσε να επισύρει την ποινή του θανάτου, ο Περικλής δε δίστασε να παρέμβει ο ίδιος για να τη σώσει, «αφείς υπέρ αυτής εις δάκρυα και δεηθείς υπέρ αυτής».

Παράλληλα, ο θόρυβος που ξεσήκωσε η υπόθεση της Ασπασίας φωτίζει και τη θέση των γυναικών και των μετοίκων. Η ανάδειξή της αποτελούσε πράξη περιφρόνησης προς το καθεστώς αποκλεισμού των γυναικών, αλλά και προς το καθεστώς περιθωριοποίησης των μετοίκων (η Ασπασία ήταν από τη Μίλητο της Μικράς Ασίας).

Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, δεν μπορούμε να μην κάνουμε μια σύγκριση ανάμεσα στα δυο επιφανέστερα κράτη της κλασικής ελληνικής περιόδου, την Αθήνα και τη Σπάρτη, στον τομέα αυτόν.

Στην Αθήνα, μεγάλο οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό κέντρο, κέντρο συσσώρευσης μεγάλου πλούτου και έδρα ενός λαμπρού πολιτισμού, η γυναίκα είναι πλήρως αποκλεισμένη από την πολιτική και κοινωνική ζωή.

Στη Σπάρτη, έναν περίπου μισοάγριο καταυλισμό, όπου οι πρωτόγονες παραδόσεις αντέχουν στο χρόνο, όπου οι εμπορευματονομισματικές σχέσεις αργούν πολύ στην ανάπτυξή τους, όπου τα πολιτιστικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα (πράγμα, που εξηγεί και το γεγονός ότι η ίδια η πόλη έχει σήμερα πλήρως εξαφανιστεί), η θέση της γυναίκας είναι πολύ ξεχωριστή και η ελευθεροστομία της απέναντι στους άνδρες (πολύ περισσότερο, παρατηρούσαν σκανδαλισμένοι οι Αθηναίοι, στους άνδρες της) είχε από τότε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.

Το μυστικό βρίσκεται στο γεγονός, που, άλλωστε, πιστοποιείται και από τον «παράλληλο βίο» των δύο κοινωνιών, ότι, με την άνοδο του πολιτισμού, οξύνεται η σύγκρουση των δύο φύλων και παγιώνεται η υποταγή της γυναίκας. Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι η διαμόρφωση και η παγίωση του «σύγχρονου» δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα συνοδεύτηκε όχι από μικρότερη αλλά, αντίθετα, από μεγαλύτερη περιθωριοποίηση των γυναικών.

Η Ιστορία μπορεί, πράγματι, να είναι πολύ σκληρή, καμιά φορά...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου