Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ο φόνος πριν από την απόπειρα

Στιγμιότυπο από τη δίκη για το προεκλογικό φονικό του 1932. Ο αστίατρος Σήφης Βαρδινογιάννης ακριβώς στο κέντρο | «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ»


Συντάκτης:Κώστας Φόβος*


«Η υπόθεσις μου είνε υπόθεσις Ντρέϋφους»
Ιωσήφ Βαρδινογιάννης, εφ. «Πατρίς», 9/6/1936

O Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν γνωστός ως ο άνθρωπος που αγαπήθηκε αλλά και μισήθηκε όσο κανείς άλλος. Είχε φανατικούς οπαδούς αλλά και θανάσιμους αντιπάλους, οι οποίοι προσπάθησαν αρκετές φορές να τον δολοφονήσουν. Η πιο γνωστή απόπειρα κατά της ζωής του έγινε στην Αθήνα, στη λεωφόρο Κηφισίας, στις 6 Ιουνίου 1933.

Τα πυρά των δραστών τραυμάτισαν τη σύζυγό του, Ελενα, και τον οδηγό του. Σκοτώθηκε ένας σωματοφύλακάς του και ο ίδιος σώθηκε από καθαρή τύχη. Δεν είναι ευρύτερα γνωστό όμως πως ο σχεδιασμός αυτής της απόπειρας, από τα πολύ υψηλά κλιμάκια των πολιτικών του αντιπάλων, αξιοποίησε το προσωπικό μίσος που είχε κατά των βενιζελικών και του Βενιζέλου ο τότε διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, Ιωάννης Πολυχρονόπουλος.

Ο αδερφός του οποίου, Γεώργιος Πολυχρονόπουλος, είχε σκοτωθεί μόλις τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους κατά τη διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στην Κοκκινιά από σφαίρες βενιζελικών μπράβων.

Στις 10 Μαρτίου 1933 ο Παναγής Τσαλδάρης, επικεφαλής του Λαϊκού Κόμματος και ηγέτης μέχρι τότε της αντιπολίτευσης, σχηματίζει κυβέρνηση με τον εκλογικό συνασπισμό «Ηνωμένη Αντιπολίτευση». Εχει κερδίσει τις εκλογές στις 5 Μαρτίου. Προτού όμως ακόμη σχηματίσει την κυβέρνησή του, διορίζει με προφορική εντολή τον Ιωάννη Πολυχρονόπουλο ως διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, ενώ εκείνος τον τελευταίο χρόνο είχε τη θέση του αστυνομικού διευθυντή στην Κέρκυρα.

Αυτή η αιφνίδια και... αλματώδης προαγωγή του προκαλεί πολλά ερωτήματα και δυσμενή σχόλια στους συναδέλφους του στην Αστυνομία Πόλεων. Είναι προφανές ότι διορίζεται σ’ αυτή τη θέση από τους πολιτικούς πάτρωνές του, ακριβώς επειδή τον αντιλαμβάνονται ως ένα χρήσιμο εργαλείο στα χέρια τους.

Είναι μεσσηνιακής καταγωγής και φιλοβασιλικός. Λόγω της δουλειάς του ξέρει να διαχειρίζεται τη βία, έχει γνωριμίες μέσα στον υπόκοσμο, μπορεί να κινεί τα νήματα παραμένοντας ουσιαστικά αόρατος και ζητάει να πάρει εκδίκηση για τον αδικοχαμένο αδελφό του. Εχει επιλεγεί ως ο καταλληλότερος άνθρωπος για να φέρει εις πέρας τη δολοφονία του Βενιζέλου και πράγματι, μέσα σε μόλις τρεις μήνες από την ανάληψη των νέων του καθηκόντων, πραγματοποιεί την ηχηρότερη απόπειρα κατά της ζωής του, χρησιμοποιώντας γι’ αυτή την ενέργεια άτομα του κοινού ποινικού δικαίου αλλά και εν ενεργεία αστυνομικούς υπαλλήλους, με επικεφαλής της ομάδας των δολοφόνων τον (πρώην) λήσταρχο Καραθανάση.

Σύμφωνα με το τελεσίδικο βούλευμα του Συμβουλίου των Εφετών,
με το οποίο παραπέμφθηκε σε δίκη, ο Πολυχρονόπουλος έδρασε «ωθούμενος πρωτίστως υπό προσωπικού μίσους και εχθρότητος κατά του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων, διότι προ έτους περίπου κατά την τότε ενεργηθείσαν επαναληπτικήν δημοτικήν εκλογήν Πειραιώς, εφονεύθη ο πολύτιμος αδελφός του Γεώργιος, διά το χυθέν αίμα του οποίου αυτός και η οικογένειά του έπνεον εκδίκησιν».


↳ Οι αδελφοί Πολυχρονόπουλοι. Αριστερά, ο σκοτωμένος απότακτος λοχαγός Γεώργιος. Στο κέντρο και δεξιά, ο διοικητής της Γενικής Ασφάλειας Ιωάννης (μελλοντικό στέλεχος του ελληνικού εθνικοσοσιαλισμού και των κατοχικών υπηρεσιών ασφαλείας) στο γραφείο του και ενώ «ερευνά» τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου που ο ίδιος διοργάνωσε.



Εκλογική πόλωση στην Κοκκινιά

Το 1931 ο βενιζελικός δήμαρχος Πειραιά, Τάκης Παναγιωτόπουλος, κατηγορήθηκε για καταχρήσεις στα οικονομικά του δήμου και προφυλακίστηκε. Για την αντικατάστασή του ορίζονται εκλογές στις 28 Φεβρουαρίου 1932, αλλά ενώ ο υποψήφιος του Λαϊκού Κόμματος, γιατρός Σωτήριος Στρατήγης, παίρνει περισσότερες ψήφους (12.723) από τους άλλους δύο βενιζελικούς υποψηφίους (Μεταξάς 7.986 και Βαρδόπουλος 6.938), οι εκλογές επαναλαμβάνονται στις 10 Απριλίου επειδή δεν έχει πιάσει το απαραίτητο τότε ποσοστό του 40% των ψήφων.

Εκ των πραγμάτων η Κοκκινιά, ως τόπος υποδοχής και διαβίωσης Μικρασιατών προσφύγων, αναδεικνύεται σ’ αυτές τις εκλογές ως το βασικότερο πεδίο αντιπαράθεσης αλλά και διεκδίκησης ανάμεσα στους εκλογικούς συνδυασμούς. Σε όλες τις άλλες συνοικίες του Πειραιά τα «κουκιά» ήταν μοιρασμένα. Ετσι, σ’ αυτές τις εκλογές οι δύο αντίπαλες παρατάξεις έριξαν ιδιαίτερο βάρος στη διεκδίκηση της προσφυγικής ψήφου, αφού αυτή φαινόταν πως θα κρίνει το αποτέλεσμα.

Το σαρανταήμερο που μεσολαβεί μέχρι να γίνουν οι επαναληπτικές εκλογές, η αντιπαράθεση ανάμεσα στις αντίπαλες παρατάξεις κορυφώνεται. Το Κόμμα Φιλελευθέρων συνειδητοποιεί ότι το να ξανακατεβάσει τον Αγγελο Μεταξά, έναν επιχειρηματία ποτοβιομήχανο (του γνωστού μπράντι) ως υποψήφιό του σε μια προσφυγομάνα πόλη όπως ο Πειραιάς θα αποδειχτεί μοιραίο.

Ετσι, καινούργιος υποψήφιος ορίζεται ο «λευκός ναύαρχος», ο άσπιλος Αθανάσιος Μιαούλης − ναύαρχος του Πολεμικού Ναυτικού εν αποστρατεία, γόνος της γνωστής υδραίικης οικογένειας, τέως υπουργός των Ναυτικών και βουλευτής με το Κόμμα των Φιλελευθέρων.

Χάρη στα δημοσιεύματα των εφημερίδων ότι δήθεν ο Βενιζέλος είπε πως θα παραιτηθεί από την πρωθυπουργία αν χάσει το Κόμμα Φιλελευθέρων τον δήμο του Πειραιά, τις τελευταίες είκοσι μέρες πριν από τη δημοτική εκλογή ο προεκλογικός αγώνας υιοθετεί όλα τα μέσα: τη σπίλωση, τη λασπολογία, την εξαγορά, την απειλή, τις υποσχέσεις, ακόμα και τις βαφτίσεις!

Ο Ελ. Βενιζέλος και άλλα υψηλά στελέχη του κόμματός του (υπουργοί, βουλευτές κ.λπ.) κατηγορούνται πως, ενώ ο λαός πεινάει, εκείνοι όλο και πιο συχνά κάνουν τις βόλτες τους στο λιμάνι και μοναδικό τους μέλημα είναι να καταφέρουν να κερδίσουν τις δημοτικές εκλογές.

Πριν από ομιλία του Στρατήγη στην Κοκκινιά στις 8 Απριλίου 1932, φανατικοί βενιζελικοί πυροβολούν εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους, προκειμένου να τρομοκρατήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Νεκροί πέφτουν από τις σφαίρες τους δύο άνθρωποι, ενώ τραυματίζονται τουλάχιστον άλλοι τέσσερις.

«Ενοπλοι μπράβοι πάλι, σκότωσαν -έστω και χωρίς να αποβλέπουν ευθέως σε φόνο, μόνο με τρομοκρατικούς πυροβολισμούς- τον Γ. Πολυχρονόπουλο, αδελφό του αστυνομικού διευθυντού Ι. Πολυχρονόπουλου. Ο φόνος έγινε στην Κοκκινιά, σε προεκλογική συγκέντρωσι, κατά την επαναληπτική εκλογή δημάρχου Πειραιώς. Κατηγορήθηκε δε ως υπεύθυνος ο γιατρός Βαρδινογιάννης», διαβάζουμε στην «Ελληνική Δημοκρατία» του Φοίβου Ν. Γρηγοριάδη (τ. 3ος, Αθήνα 1972, σελ. 264).


Οι εφημερίδες κάθε πλευράς φρόντισαν να ρίξουν την ευθύνη των αιματηρών επεισοδίων στους αντιπάλους. Τα θύματα «έτυχε» όμως να είναι σχεδόν αποκλειστικά από την αντιβενιζελική πλευρά
 |

Οι Κρητικοί του Πειραιά στρατεύονται στην υπόθεση της νέας δημαρχιακής εκλογής μέσα από τις λέσχες Φιλελευθέρων και τα δύο σωματεία τους, κυρίως την «Αδελφότητα Κρητών Πειραιώς “H Ομόνοια”», το ισχυρότερο τότε προπύργιο του βενιζελισμού εκτός Κρήτης, το κτίριο της οποίας είναι δωρεά του Βενιζέλου στο σωματείο.

Πρόεδρος της «Ομόνοιας» είναι ο αστίατρος Πειραιά του υπουργείου Υγιεινής, Ιωσήφ Π. Βαρδινογιάννης. Ατυπος κομματάρχης του Κόμματος των Φιλελευθέρων στον Πειραιά, προσωπικός φίλος και προστατευόμενος του βουλευτή Πειραιά Κυριάκου Βενιζέλου, που κατηγορείται από τον αντιπολιτευόμενο Τύπο ότι «πρωτοστατεί ως γνωστόν εις όλες τις βενιζελικές βρωμοδουλειές» («Η Βραδυνή», 9/4/1932).

Μια εβδομάδα πριν από την Κυριακή των εκλογών, η εφημερίδα «Ελεύθερος Ανθρωπος» (κατεξοχήν εκπρόσωπος του κιτρινισμού) τον κατηγορεί πως είχε συστήσει ομάδα στον Πειραιά που διέθετε πολλά χρήματα και εξαγόραζε εκλογικά βιβλιάρια για λογαριασμό του Κόμματος Φιλελευθέρων. Διαβάζουμε μάλιστα πως η Αστυνομία Πόλεων συνέλαβε πέντε άτομα επ’ αυτοφώρω και βρήκε επάνω τους δεκαεννιά βιβλιάρια.

«Οι συλληφθέντες άπαντες ωμολόγησαν την πράξιν των, καταθέσαντες ότι παρεκινήθησαν εις ταύτην υπό τινός ιατρού ονομαζομένου Βαρδινογιάννη, ο οποίος είνε επίσημος εκπρόσωπος του κυβερνητικού κόμματος εις τον Πειραιά, έχει αναλάβει δε την όλην οργάνωσιν της προεκλογικής κινήσεως του κ. Μιαούλη, όπως είχεν αναλάβει κατά τας προγενεστέρας εκλογάς και την προπαγάνδαν υπέρ του κ. Μεταξά» («Ελεύθερος Ανθρωπος», 3/4/1932).

Ταυτόχρονα καταγγέλλεται ότι κυβερνητικοί παράγοντες προσπαθούν να συγκαλύψουν την υπόθεση πριν αυτή οδηγηθεί στη Δικαιοσύνη. Ο Βαρδινογιάννης ισχυρίζεται πως οι κατηγορίες που του προσάπτουν είναι ψέματα και απειλεί τους πάντες με μηνύσεις, όμως οι συλληφθέντες παραπέμπονται σε τακτικό ανακριτή και η υπόθεση παίρνει τον δρόμο για τα δικαστήρια.

Τη Δευτέρα 4 Απριλίου το απόγευμα, ο Μιαούλης επισκέφθηκε τη συνοικία Κρητικά, όπου είχε την έδρα της η «Ομόνοια» και οι ψηφοφόροι κρητικής καταγωγής υπερτερούσαν αριθμητικά. Ως τοπικοί άρχοντες τον υποδέχτηκαν και εκφώνησαν λόγους ένας Κρητικός πρώην βουλευτής των Φιλελευθέρων και ο γιατρός Βαρδινογιάννης.

Φαίνεται όμως ότι η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν και τόσο αυθόρμητη και πως «η χθεσινή αποθεωτική αποδοχή εις τα Κρητικά» («Σφαίρα», 5/4/1932) πραγματοποιήθηκε κατόπιν διαταγής του κρητικής καταγωγής προσωπάρχη του ΟΛΠ.

Σύμφωνα με την αντιπολιτευόμενη «Πρωία» (6/4/1932), όλοι οι εργάτες του ΟΛΠ, μετά τη λήξη της βάρδιας τους, εξαναγκάστηκαν να παρευρεθούν στην περιοδεία του Μιαούλη στη συγκεκριμένη συνοικία.

Η ατμόσφαιρα αρχίζει να μυρίζει μπαρούτι όταν το επόμενο βράδυ «ομάς πολυάριθμος παλληκαράδων βενιζελικών» επιτίθεται με πέτρες στο εκλογικό κέντρο του Στρατήγη στην Κοκκινιά (που στεγαζόταν στο καφενείο του Αλεξιάδη, στην πλατεία Αγίου Νικολάου), σπάζοντας όλα τα τζάμια και τρομοκρατώντας τη γειτονιά. Δεν συλλαμβάνεται κανείς.

Την επόμενη ημέρα εμφανίζεται στον Τύπο χειρόγραφο σημείωμα που φέρεται να απευθυνόταν σε κάποιον από τους δράστες, ο οποίος όμως το έχασε έξω από το σπασμένο εκλογικό κέντρο. Τέλειωνε ως εξής: «πάρε τα κουμπούργια σου κι’ έλα. Εχουμε ανάγκη από πολλούς παληκαράδες» («Η Πρωία», 6/4/1932).

Γίνονται καταγγελίες σε βάρος ψηφοφόρων του Μιαούλη πως ήδη έχουν προσεγγίσει εκλογικούς αντιπροσώπους και τους έχουν προτείνει έναντι πολλών χρημάτων να καθυστερήσουν την καταμέτρηση των ψήφων, έτσι ώστε αυτή να ολοκληρωθεί την επόμενη μέρα των εκλογών.

Οσο πλησιάζει η Κυριακή της ψηφοφορίας, η λέξη «αίμα» αναφέρεται όλο και πιο συχνά απ’ όλους. Ο «Ελεύθερος Ανθρωπος» προβλέπει στον τίτλο ενός από τα χαρακτηριστικότερα άρθρα του «κίνδυνον αιματοκυλισμού» (7/4/1932), ενώ η βενιζελική «Πατρίς» προειδοποιεί (8/4/1932) πως «απειλούνται σήμερον έκτροποι σκηναί εις την Κοκκινιάν».

Οι εφημερίδες προαναγγέλλουν τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν στον Πειραιά και τα οποία τα επόμενα χρόνια θα αναφέρονται στερεότυπα στον Τύπο ως «αι αιματηραί σκηναί της Κοκκινιάς».


«Ο Βαρδουλογιάννης χτυπάει»


Πάνω, τα εκλογικά κέντρα των μονομάχων Μιαούλη και Στρατήγη στην πλατεία Αγίου Νικολάου της Κοκκινιάς και η σύλληψη του γιατρού Βαρδινογιάννη, όπως αποτυπώθηκε στις στήλες του αντιβενιζελικού «Ελεύθερου Ανθρώπου». | «ΠΑΤΡΙΣ», 10/4/1932 | «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», 9/4/1932 | «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ», 10/4/1932

Για τις 8 Απριλίου, ημέρα Παρασκευή, είχε οριστεί ο μεν Μιαούλης να πραγματοποιήσει τη μεγάλη προεκλογική του συγκέντρωση στο εκλογικό του κέντρο, στην Αγία Τριάδα του Πειραιά, ο δε υποψήφιος των Λαϊκών, Στρατήγης, να εκφωνήσει προεκλογική ομιλία στην πλατεία Αγίου Νικολάου στην Κοκκινιά, όπου και το εκλογικό του κέντρο στη συνοικία.

Επειτα από τα γεγονότα των προηγούμενων ημερών και τις βάσιμες ανησυχίες για κορύφωση της βίας, η αστυνομία είχε λάβει έκτακτα μέτρα για την τήρηση της τάξης. Στην Κοκκινιά, ανάμεσα στα εκλογικά κέντρα των δύο συνδυασμών, που βρίσκονταν αντικριστά μεν αλλά περιμετρικά της πλατείας, με λιγότερα από εκατό μέτρα να τα χωρίζουν, αναπτύσσεται αστυνομική δύναμη εκατόν σαράντα αστυφυλάκων, που υποτίθεται πως δεν θα επιτρέψει στους θερμόαιμους οπαδούς να συγκρουστούν. Εχει καταφτάσει και μια ίλη ιππικού με εξήντα έφιππους, που έχει σταθμεύσει σ’ ένα δρομάκι κάτω απ’ την πλατεία, επίσης για την αποτροπή συγκρούσεων.

Ο Στρατήγης θα έφτανε στην Κοκκινιά περίπου στις 7 το απόγευμα. Κατά τις 6 μ.μ. το εκλογικό κέντρο του έχει αρχίσει να πλημμυρίζει από κόσμο. Περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι έχουν μαζευτεί για να τον ακούσουν. Αλλά και στο εκλογικό κέντρο των μιαουλικών υπάρχει κινητικότητα. Εχουν συγκεντρωθεί μερικές εκατοντάδες άτομα, χωρίς να έχει ζητηθεί άδεια από την Αστυνομική Διεύθυνση για την πραγματοποίηση αυτής της ταυτόχρονης προεκλογικής συγκέντρωσης.

Ελλείψει εξέδρας, στελέχη από το επιτελείο του Μιαούλη, κομματάρχες και πολιτευτές ανεβαίνουν ένας ένας επάνω σε καρέκλα και βγάζουν λόγους που φανατίζουν το κοινό τους. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, σε καρέκλα ανεβαίνει και ο γιατρός Βαρδινογιάννης -κατά δήλωσή του, «αντιπρόσωπος του κέντρου του ναυάρχου Μιαούλη» («Πατρίς», 9/4/1932)- και βγάζει πύρινο λόγο στο ακροατήριό του.

Σύμφωνα με τον αντιβενιζελικό Τύπο της επομένης, άρχισε προτρέποντας τους ακροατές του «να κτυπήσουν στο σταυρό διότι αυτό ζητεί η Δημοκρατία» και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Μη λυπηθήτε κανένα πρόσφυγες! Θα πάρετε και αποζημίωσι!» (αναφερόμενος προφανώς στις προσφυγικές αποζημιώσεις που έταζε για χρόνια το ελληνικό κράτος στους πρόσφυγες) και «Πρόσφυγες! Την Κυριακήν κινδυνεύει η Δημοκρατία. Βάλτε φωτιά στους άτιμους!» («Η Ελληνική», 9/4/1932).

Ειδικά αυτή η τελευταία του φράση φέρεται να φανάτισε τόσο το κοινό του, που πλέον έμοιαζε με καζάνι έτοιμο να εκραγεί.

Επειτα στην καρέκλα ανέβηκε ένας βουλευτής του Πειραιά, ο οποίος συνέχισε με την προτροπή να διώξουν από την Κοκκινιά τους αντιφρονούντες. Τέλειωσε δε τον λόγο του ως εξής: «Είμαστε οι πολλοί και είνε οι ολίγοι, τι τους φυλάτε; Βαράτε τους!», με τον Βαρδινογιάννη να συμπληρώνει: «Βαράτε τους! Τι τους φυλάτε;» («Η Ελληνική», 15/4/1932).

Η ώρα είχε ήδη πάει 7 παρά τέταρτο. Ενώ στο εκλογικό κέντρο του Στρατήγη προσπαθούσαν να φτιάξουν τη μικροφωνική, μια ομάδα λίγων δεκάδων αντρών με επικεφαλής τον Βαρδινογιάννη αποσπάται από το κέντρο του Μιαούλη και διασπά τον αστυνομικό κλοιό βαδίζοντας προς το αντίπαλο εκλογικό κέντρο. Τη στιγμή που κάποιος επάνω από την εξέδρα αναγγέλλει από το μικρόφωνο την άφιξη του Στρατήγη, ξεσπάει καταιγισμός πυροβολισμών από το κέντρο της πλατείας προς το εκλογικό κέντρο των Λαϊκών.

Οι αυτόπτες μάρτυρες -παρουσιάζονται μερικές δεκάδες- αναγνωρίζουν τον Ιωσήφ Βαρδινογιάννη ως τον πρώτο που πυροβόλησε και ως φυσικό αυτουργό της δολοφονίας του Πολυχρονόπουλου.

Σύμφωνα με τις περιγραφές τους, μόλις άρχισαν οι πυροβολισμοί, ο κόσμος άρχισε να τρέχει αλλόφρων προς όλες τις κατευθύνσεις, να μπαίνει μέσα σε καταστήματα και σπίτια για να προφυλαχθεί. Οι περισσότεροι τραυματίες ποδοπατήθηκαν από τον όχλο. Οι αστυφύλακες έτρεξαν κι αυτοί να κρυφτούν ή έπεσαν κάτω για να γλιτώσουν από τις σφαίρες.

Οταν πια η ίλη του ιππικού αποφάσισε να επέμβει, ήταν πολύ αργά. Οι πυροβολισμοί είχαν σταματήσει και στην πλατεία είχαν απομείνει μοναχά οι σκοτωμένοι, οι τραυματίες και ό,τι αφήνει συνήθως πίσω της η άτακτη διάλυση του πλήθους: «Ολος ο δρόμος ήταν στρωμένος με παλτά, ρούχα, τραγιάσκες, καπέλα, παπούτσια του κόσμου που έτρεχε για να γλυτώσει από τους δολοφόνους» («Ελεύθερος Ανθρωπος», 10/4/1932).

Ενας πρόσφυγας, που κατά τύχη βρέθηκε στο επίκεντρο των γεγονότων, «είδε κάποιον κρατούντα ρεβόλβερ και πυροβολούντα. Τότε ήκουσε κάποιον να λέγη, ότι “ο Βαρδουλογιάννης χτυπάει”» («Ακρόπολις», 9/4/1932).


Σκηνές από την επαναληπτική εκλογή του 1932 στον Πειραιά. Θωρακισμένα στην πλατεία Δημοτικού Θεάτρου για την αποφυγή νέου γύρου αιματηρών επεισοδίων | «ΠΑΤΡΙΣ», 11/4/1932 | «Η ΠΡΩΪΑ», 11/4/1932

Το πανδαιμόνιο κράτησε μερικά λεπτά, στη διάρκειά του όμως ρίχτηκαν πάνω από πενήντα πυροβολισμοί από διαφόρων ειδών όπλα. Ο τραγικός απολογισμός ήταν δύο νεκροί και τέσσερις τραυματίες από τις σφαίρες, μερικοί μαχαιρωμένοι και αρκετές δεκάδες τραυματίες από το ποδοπάτημα, με σπασμένα χέρια και πόδια.

Παρών στο περιστατικό ήταν και ο αδελφός του ενός σκοτωμένου, ο αστυνομικός διευθυντής Κέρκυρας Ιωάννης Πολυχρονόπουλος. Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στο δικαστήριο την 1η Ιουνίου 1936, μετά το πέρας των επεισοδίων και καθώς επιβιβαζόταν στο αμάξι που μετέφερε τη σορό του σκοτωμένου αδελφού του, τον πλησίασε ο Βαρδινογιάννης και του είπε από ένα μισάνοιχτο παράθυρο «Ετσι τάθελες κι’ έτσι τάπαθες Γιάννη...» («Η Βραδυνή», 1/6/1936).

Οι δυο τους γνωρίζονταν πολύ καλά, εξαιτίας της προηγούμενης θητείας του Πολυχρονόπουλου ως αστυνομικού διευθυντή Πειραιά. «Από δεκαετίας συνδέομαι διά στενής φιλίας μετά του κ. Πολυχρονόπουλου», είχε δηλώσει ο Βαρδινογιάννης σε συνέντευξή του το ίδιο βράδυ των γεγονότων («Πατρίς», 9/4/1932).

Ο Βαρδινογιάννης διαφεύγει πάντως τη σύλληψη, παρόλο που η αστυνομία συλλαμβάνει πολίτες για παράνομη οπλοφορία.

Τις επόμενες ώρες διαρρέουν πληροφορίες πως ο Πολυχρονόπουλος έχει συστήσει απόσπασμα και ψάχνει να βρει τον αστίατρο για να τον σκοτώσει, ενώ πολίτης καταγγέλλει στην Αστυνομική Διεύθυνση πως «ο κ. Κυριάκος Βενιζέλος ετηλεφώνησε από την Τράπεζαν Αθηνών προς την αστυνομίαν, να τεθή υπό την προστασίαν της ο φερόμενος ως συναυτουργός των σκηνών κ. Βαρδινογιάννης»(«Ακρόπολις», 9/4/1932).

Εξαιτίας των γεγονότων, αργά το βράδυ γίνεται σύσκεψη υπουργών στο υπουργείο Εσωτερικών, στην οποία εκτός από τουλάχιστον έξι υπουργούς παρευρίσκεται και ο πρόεδρος της Βουλής Θεμιστοκλής Σοφούλης, ενώ ο Ελ. Βενιζέλος λείπει σε ταξίδι στο εξωτερικό. Κατά τις 10 το βράδυ, κι ενώ είχε ήδη βγει ένταλμα σύλληψης εις βάρος του από την Εισαγγελία Πειραιά, «κατέφθασεν ασθμαίνων, σκονισμένος και κάθιδρως ο ιατρός Βαρδινογιάννης συνοδευόμενος υπό δεκάδος μπράβων, όστις [...] εκλήθη και μετέσχε της υπουργικής συσκέψεως» («Πολιτεία», 9/4/1932).

Μετά από δύο ώρες και προτού φύγει από το υπουργείο, ο Βαρδινογιάννης έδωσε συνέντευξη σε δημοσιογράφο της κυβερνητικής εφημερίδας «Πατρίς» ως απλός αυτόπτης μάρτυρας των περιστατικών, ρίχνοντας φυσικά την ευθύνη για το φονικό στους υποστηρικτές του Στρατήγη. Καθώς αποχωρούσε, τον ξεπροβόδισαν οι ιδιαίτεροι γραμματείς των υπουργών. Ενας, μάλιστα, φέρεται να του είπε: «Τα καταφέραμε. Μη φοβάσαι τίποτε» («Πολιτεία», 10/4/1932).

Οι σκοτωμοί όμως είχαν γίνει μπροστά σε πάρα πολλούς ανθρώπους και το όνομα του Βαρδινογιάννη ως δολοφόνου ήταν στα χείλη όλων. Ετσι, το ίδιο βράδυ συλλαμβάνεται στο σπίτι του στα Κρητικά, ανάμεσα σε απειλές και βρισιές και αφού πρώτα απειλήθηκε ένοπλη συμπλοκή ανάμεσα στους φίλους και συμπατριώτες του (που είχαν αναλάβει τη φύλαξή του) και την αστυνομία.

«Να το ξέρετε καλά ότι σε μια βδομάδα θα διαλύσω την Αστυνομία Πόλεων. Εχω τη δύναμι και θα το κάνω!» φέρεται να τους φώναζε, καθώς τον έπαιρναν κρατούμενο («Ελεύθερος Ανθρωπος», 10/4/1932).

Περιμένοντας τη δίκη


ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ - ΑΡΧΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

↳ Ενα από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου οι βενιζελικοί μπράβοι του Πειραιά να αντιμετωπιστούν με επιείκεια στο δικαστήριο ήταν οι πολιτικές τους γνωριμίες. Εδώ, ο επιστολογράφος ζητάει από τον ιδιαίτερο γραμματέα του Ελ. Βενιζέλου, Τάσο Κεραμειανίδη, «να λάβη γνώση ο κ. Πρόεδρος και να φροντίση διά την καλή έκβαση της υποθέσεως καθ’ όσον ο κ. Βαρδινογιάννης είναι εκ των πολυτιμοτέρων φίλων του Προέδρου»

Στις εκλογές που ακολούθησαν, δήμαρχος του Πειραιά αναδείχτηκε ο Αθανάσιος Μιαούλης. Στα 7 τμήματα της Κοκκινιάς, ο Μιαούλης απέσπασε συνολικά 3.654 ψήφους, έναντι 373 του Στρατήγη και 161 του κομμουνιστή Μανωλέα. Για τη δολοφονική επίθεση της 8ης Απριλίου κατηγορήθηκαν και προφυλακίστηκαν τέσσερα άτομα, ανάμεσά τους ως πρωταίτιος και ο γιατρός Σήφης Βαρδινογιάννης.

Μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης τους μεσολάβησαν έξι βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, η παλινόρθωση της μοναρχίας και τουλάχιστον τρία κινήματα για την ανατροπή της εκάστοτε κυβέρνησης. Ως απάντηση στα γεγονότα της Κοκκινιάς ήρθε τον επόμενο χρόνο η απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στη Κηφισίας, η δε βενιζελική παράταξη ανταπάντησε με το κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935.

Από τις αρχές του 1936 μέχρι τον Μάιο που η δίκη μπήκε στην τελική της ευθεία, το πολιτικό σκηνικό φάνηκε να αλλάζει δραματικά. Μέσα σ’ αυτούς τους πέντε μήνες πέθαναν όλα τα πρόσωπα που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο είχαν ηγηθεί του Διχασμού.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Παναγής Τσαλδάρης και ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης ήταν νεκροί από φυσικά αίτια. Πρωθυπουργός έχει διοριστεί από τον βασιλιά ο Ιωάννης Μεταξάς, μέχρι τότε υπουργός των Στρατιωτικών, προετοιμάζοντας τη δικτατορία που θα κηρύξει στις 4 Αυγούστου.

Ενδιαφέρον έχει πως, ενώ τα γεγονότα της Κοκκινιάς προηγήθηκαν χρονικά και της απόπειρας κατά του Βενιζέλου και του κινήματος του ’35, όταν η υπόθεση τελικά φτάνει στο ακροατήριο, οι άλλες δύο υποθέσεις έχουν ήδη εκδικαστεί.

Ο Βαρδινογιάννης παρέμεινε προφυλακισμένος στις φυλακές Συγγρού μέχρι τις 26 Ιουνίου 1934 (σχεδόν 27 μήνες), οπότε και αποφυλακίστηκε τελευταίος, ως ο πιο επικίνδυνος, με εγγύηση 15.000 δραχμών· οι υπόλοιποι τρεις κατηγορούμενοι είχαν ήδη αποφυλακιστεί στις 2 Απριλίου 1934, με εγγύηση 5.000 δραχμών ο καθένας (το εργατικό μεροκάματο κυμαινόταν από 30 έως 80 δραχμές).

Μέσα σε τέσσερα χρόνια η δίκη αναβλήθηκε τουλάχιστον δέκα φορές, τη μια με υπαιτιότητα του εντολέα της πολιτικής αγωγής, τέως διοικητή της Γενικής Ασφάλειας Ι. Πολυχρονόπουλου (αποταγμένου από την αστυνομία εξαιτίας της ανάμιξής του στην απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου), την άλλη κατόπιν προσπαθειών του κατηγορούμενου Ι. Βαρδινογιάννη. Τη μία απουσίαζαν μάρτυρες, την άλλη δεν προσέρχονταν ένορκοι. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα η δίκη, από «δίκη διά τας αιματηράς σκηνάς της Κοκκινιάς», μετονομάζεται στον ημερήσιο Τύπο σε «αναβαλλομένη δίκη» και τέλος σε «δίκη του Βαρδινογιάννη».
«Ο Ελληνας Ντρέυφους»

Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε στο Κακουργιοδικείο Αθηνών τη Δευτέρα 25 Μαΐου 1936 και η απόφαση εκδόθηκε το Σάββατο 13 Ιουνίου, μετά από τρεις εβδομάδες. Στη διάρκειά της αναδείχτηκαν η συστηματική εξαγορά και ο εκφοβισμός των μαρτύρων κατηγορίας.

Καταγγέλθηκαν απόπειρες εξαγοράς εκ μέρους του γιατρού Βαρδινογιάννη, που όμως δεν ευδοκίμησαν, ιδιαίτερες προσκλήσεις του μέσα από τη φυλακή σε μάρτυρες για να συναντηθούν και να τους προτείνει άλλου τύπου ανταλλάγματα εκτός από οικονομικά (όπως διορισμό στο Δημόσιο ή στον δήμο του Πειραιά).

Ενας συμβολαιογράφος, αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Πολυχρονόπουλου (ίσως ο βασικότερος), ο οποίος από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκε στην αστυνομία και κατέθεσε όλα όσα είδε, πυροβολείται και τραυματίζεται από δύο άγνωστά του πρόσωπα, σαράντα μόλις ημέρες πριν από την έναρξη της δίκης. Στο δικαστήριο ανασκευάζει και διαψεύδει όλα όσα είχε καταθέσει τα προηγούμενα χρόνια.

Οι ψευδομάρτυρες υπεράσπισης οργιάζουν. Ενας απ’ αυτούς ορκίζεται πως την ώρα των πυροβολισμών συνάντησε τον Βαρδινογιάννη στα γραφεία ενός τοπικού ποδοσφαιρικού συλλόγου. Την ίδια ώρα, ένας άλλος πως βρισκόταν μαζί του μέσα σ’ ένα κουρείο και μίλησαν, ενώ ένας τρίτος κατέθεσε πως τον είδε να κάθεται σ’ ένα καφενείο («Η Βραδυνή», 8/6/1936).

Ο ίδιος στην απολογία του ισχυρίστηκε πως, ενώ μέχρι τότε βρισκόταν μέσα στο εκλογικό κέντρο του Μιαούλη, τη στιγμή του μεγάλου πανικού κρύφτηκε σ’ ένα δρομάκι ακριβώς από πίσω και συμπλήρωσε: «η υπόθεσίς μου είνε υπόθεσις Ντρέυφους» («Πατρίς», 9/6/1936).

Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του επισημαίνει τα στοιχεία και τις καταθέσεις που αποδεικνύουν την ενοχή των κατηγορουμένων. Ιδιαίτερα στέκεται στην περίπτωση του Βαρδινογιάννη, τον οποίο χαρακτηρίζει «αρχιμπράβο» και «αρχιμαγκουροφόρο» και ισχυρίζεται πως δεν θα είχε προβεί σ’ αυτές τις εγκληματικές πράξεις αν δεν είχε ισχυρούς προστάτες και τη διαβεβαίωσή τους πως θα τη γλιτώσει.

«Ουδεμία χωρεί αμφιβολία ότι ο Βαρδινογιάννης είνε ο φονεύς του Πολυχρονοπούλου», λέει, και στο τέλος ζητάει την ενοχή όλων χωρίς κανένα ελαφρυντικό, με προβλεπόμενη ποινή τα είκοσι χρόνια για τον καθένα («Ελεύθερος Ανθρωπος», 10/6/1936).

Οπως και στη δίκη του Ιωάννη Πολυχρονόπουλου για την απόπειρα κατά του Βενιζέλου, τον τελευταίο λόγο τον έχουν οι ένορκοι, οι οποίοι ξανά -και πέρα από κάθε προσδοκία- αθωώνουν όλους τους κατηγορούμενους. «Κατάπληξις εκ της περιέργου αποφάσεως», είναι την επομένη ο τίτλος του «Ελληνικού Μέλλοντος» (14/6/1936).

Οξύμωρη ωστόσο υπήρξε η καταδίκη του γιατρού από το ίδιο δικαστήριο σε είκοσι ημέρες φυλάκιση, εξαγοράσιμες προς 40 δραχμές την ημέρα και 300 δραχμές χρηματικό πρόστιμο για παράνομη οπλοφορία («Εθνος», 13/6/1936). Δεδομένου ότι πριν από τη δίκη είχε προτείνει σε μάρτυρα κατηγορίας να αλλάξει την κατάθεσή του έναντι 55.000 δραχμών, πράγμα που εκείνος αρνήθηκε, μάλλον την έβγαλε πολύ φτηνά!
Το μέλλον

Δύο εβδομάδες προτού ξεκινήσει η δίκη για τα γεγονότα της Κοκκινιάς, είχαμε τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, με τη δολοφονία των εξεγερμένων απεργών εργατών από την αστυνομία. Τα επιτελεία των αστικών κομμάτων και των σωμάτων ασφαλείας είχαν αρχίσει από καιρό να διαβλέπουν τον νέο εσωτερικό εχθρό: τους κομμουνιστές.

Το ίδιο απόγευμα, μετά τη λήξη της δίκης και την αθώωση των κατηγορουμένων, ο Πολυχρονόπουλος εμφανίζεται με την παρέα του σε καφενείο στη Θήβα. Εκφράζει μεγαλόφωνα τις απόψεις του: «Τώρα που πέθαναν ο Βενιζέλος και ο Τσαλδάρης δεν μας χωρίζει τίποτε», «πρέπει να ενωθούμε για να αντιμετωπίσουμε τον κοινό μας εχθρό, τον κομμουνισμό. [...] Μόνο με μια δικτατορία θα καταπνίξουμε τον κομμουνισμό» («Ριζοσπάστης», 15/6/1936).

Εβλεπε το μέλλον. Σε δυο μήνες ο Μεταξάς θα επισημοποιήσει τη δικτατορία του και στις επόμενες δεκαετίες τα «χρήσιμα εργαλεία» θα βιοποριστούν και θα χτίσουν τις καριέρες τους επάνω στον αντικομμουνισμό.


Την Κυριακή 10 Απριλίου 1932, η εφημερίδα «Η Βραδυνή» έχει στο πρωτοσέλιδό της τη στήλη του γνωστού ευθυμογράφου Πωλ Νορ (Νίκου Νικολαΐδη), αυτή τη φορά με τίτλο «Πατριωτική ποίησις». Από τις δεκαπέντε στροφές του σατιρικού αυτού ποιήματος εδώ παρουσιάζονται μόνο οι τέσσερις, που όμως σχολιάζουν καυστικά τα γεγονότα της Κοκκινιάς.

Από κρότον κουμπούρας βουίζει
του Στρατήγη το κέντρο αντικρύ,
πέφτουν μόνο πέντ-έξη νεκροί
και η γη κοκκινίζει!

Κι’ έτσι μαθαίνει ο ντουνιάς
τη γη της Νέας Κοκκινιάς.

Μπαμ! Ηκούσθη στον αέρα,
λεν πως ήταν για φοβέρα,
μα το κέντρο το καϋμένο
στέκει αιματοβαμμένο!

Σε λευτέρωσαν οι κλέφτες
κ’ οι καταχραστές κ’ οι ψεύτες,
που τους νόμους αψηφάνε
όπως πάνε θα σε φάνε,
μπράβοι και βαρδινογιάνναι!

*ιστορικός ερευνητής

efsyn

ΥΓ(Εδώ κ τώρα): Ο Σήφης   εκτελέστηκε από την ΟΠΛΑ τον Σεπτέμβριο του 1944 ως συνεργάτης των Γερμανών. Υπήρχε η πεποίθηση ότι είχε συμμετοχή και στο μπλόκο της Κοκκινιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου