(ημερίδα ΚΜΕ-Οκτώβρης 2000 με θέμα¨: Ανατολή-Δύση)
Το ελληνικό έθνος μεγάλωσε «ανάμεσα στην Πόλη και τη Βενετιά». Η ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, στις οποίες αναλυτικά αναφέρθηκα, υπήρξε ο πρώτος όρος της συγκρότησής του. Ομως, το ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, αρχίζει και η συνειδητή διαφοροποίηση των ελληνικών πληθυσμών από τις διοικήσεις στις οποίες υπάγονται. Βασικό στοιχείο της διαφοροποίησης αυτής είναι η θρησκεία ή το δόγμα: στον οθωμανοκρατούμενο χώρο, οι ορθόδοξοι υπάγονται στην εξουσία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, κάτι που ταυτόχρονα τους ενιαιοποιεί αλλά και τους ξεχωρίζει από το μουσουλμανικό περίγυρο. Στις βενετοκρατούμενες χώρες, το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο είναι και πάλι το ορθόδοξο δόγμα, σε σχέση με το καθολικό της διοίκησης και των αρχόντων. Μόνο που εδώ, η μάλλον ήπια πολιτική της Βενετίας σε θρησκευτικά ζητήματα οδήγησε και σε απροσδόκητα αποτελέσματα: πολλές ευγενείς βενετικές οικογένειες προσχωρούν στην Ορθοδοξία. Αρκεί να αναφέρουμε ανάμεσά τους τους Σολωμούς και τους Καποδίστριες.
Η γλώσσα είναι άλλο ένα, πολύ ισχυρό, ενοποιητικό στοιχείο των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου. Παρά τις ισχυρές επιβιώσεις άλλων γλωσσών (όπως, για παράδειγμα, τα αρβανίτικα, πολύ ζωντανά και στον αιώνα μας, τα βλάχικα, ή οι σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας), η παλαιότητα και το ειδικό πολιτισμικό βάρος της ελληνικής γλώσσας την κατέστησαν «Linguafranca» της περιοχής. Ιδιάζουσα σημασία έχει το γεγονός ότι η λαϊκή ελληνική γλώσσα αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε πλουσιότερα και φυσιολογικότερα στις βενετοκρατούμενες χώρες: Οχι γιατί - όπως κακώς συνηθίζουμε να λέμε - υπήρχε πλουσιότερη παιδεία (κάτι τέτοιο δεν πιστοποιείται από καμία πηγή) αλλά γιατί γλώσσα της διοίκησης ήταν τα ιταλικά και εμποδίστηκε, με αυτό τον τρόπο, η διγλωσσία που ταλάνισε τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, με την προσκόλληση των εκκλησιαστικών κυρίως κύκλων σε παλιότερες γλωσσικές μορφές.
Ωστόσο, δεν μπορεί κανείς να αφαιρέσει, από το βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο, το γεγονός ότι, ιδιαίτερα (ίσως και μόνο) η Κρήτη από το σύνολο των εδαφών που συναπετέλεσαν αργότερα το ελληνικό κράτος γνώρισε Αναγέννηση. Αυτή η Αναγέννηση δεν αποτελούσε μόνο αντανάκλαση των αντίστοιχων διαδικασιών της Δυτικής Ευρώπης: Κατά τη γνώμη μας, υπήρξε κυρίως απότοκη των ίδιων των ιδιότυπων δομών της κρητικής κοινωνίας, μέχρι το 1669, μιας κοινωνίας που αποτύπωσε μοναδικά την ώσμωση των πολιτισμικών στοιχείων της «ανατολής» και της «δύσης». Η γλώσσα της κρητικής ποίησης και του κρητικού θεάτρου, γλώσσα λαϊκή, ελληνική, με ορισμένους (όχι πολλούς, αλλά χαρακτηριστικούς) ιταλισμούς (βενετισμούς, θα έλεγα καλύτερα), τα θέματα, τα μοτίβα και τα πρότυπα, όλα αυτά αποτυπώνουν έναν κόσμο που βρίσκεται στο μεταίχμιο των κόσμων, των χώρων και των κοινωνικών συστημάτων. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο Ερωτόκριτος: Ενα, κατά βάση, ιπποτικό μυθιστόρημα, που όμως διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, μεταφέροντας εκεί συμπεριφορές και συνήθειες του Μεσαίωνα. Σε αυτό το, κατ' επιφάνεια, αντιφατικό σχήμα, ενσωματώνονται πολιτικές επιθυμίες των Βενετοκρητικών του 17ου αιώνα: Ο Κρητικός Χαρίδημος στο κονταροχτύπημα κατατροπώνει τον «Καραμανίτη» Ασιάτη Σπιθόλιοντα, την ίδια εποχή κατά την οποία, στην πραγματική ζωή, Βενετοί και Τούρκοι αλληλοσκοτώνονταν κάτω από τα τείχη του Χάνδακα. Στο ίδιο σχήμα ενσωματώνονται και ευρύτερα κοινωνικά και ηθικά αιτήματα της Αναγέννησης: Η ταύτιση έρωτα και γάμου, που διεκδικεί το ζευγάρι Αρετούσας και Ερωτόκριτου, έρχεται σε καταφανή αντίθεση με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές πρακτικές.
Πριν κλείσω αυτό το κεφάλαιο, θα ήθελα να επισημάνω τούτο το, καθόλου ασήμαντο κατά τη γνώμη μου, γεγονός: Ο ελλαδικός χώρος δεν ήταν γυμνός από μνήμες και παρελθόν. Στη διαδικασία της διαμόρφωσης ενιαίας συνείδησης των πληθυσμών του, αυτοί μπολιάστηκαν τόσο με τα πολλαπλά στοιχεία που έφεραν μαζί τους τα φύλα που εγκαταστάθηκαν, σε αυτόν, όσο και οι φορείς των κατά καιρούς διοικήσεών του. Ομως, δεδομένης αυτής ακριβώς της ισχυρής πολιτιστικής κληρονομιάς, τα στοιχεία αυτά ενσωματώθηκαν οργανικά σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «νεοελληνικός πολιτισμός» και που αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της συνείδησης του ελληνικού έθνους. Ηχοι (γλωσσικοί και μουσικοί), χρώματα, λέξεις, συμπεριφορές συγχωνεύτηκαν σε μια οργανική σύνθεση και αποτέλεσαν μια, εν πολλοίς, ενιαία αλλά πολύχρωμη κουλτούρα που κινείται ανάμεσα στο «Δυτικό» Ερωτόκριτο με το λαγούτο του (αλλά και τον επίσης «Δυτικό» Σολωμό, που αποτελεί μετεξέλιξή του) και στους ήχους της βυζαντινής μουσικής (και τις δικές της μετεξελίξεις που φτάνουν μέχρι τον αιώνα μας). Αυτή η πολυπλοκότητα του πολιτισμού μας αντανακλά και συνδέει οργανικά την «ανατολή» με τη «δύση» χλευάζοντας τη μονομέρεια όσων αναγνωρίζουν στο συλλογικό μας υποσυνείδητο μόνο τη μια πλευρά του τραγουδιού μας, τη μια πλευρά της συμπεριφοράς μας, τη μια πλευρά της καρδιάς μας.
Η Επανάσταση του '21 και το ελληνικό κράτος
Το ελληνικό κράτος, που προέκυψε από τη μεγάλη Επανάσταση των Ελλήνων του 1821 ήταν ένα κράτος αστικό, όσον αφορά τους στόχους του και τις προϋποθέσεις συγκρότησής του (χωρίς βέβαια να παραγνωρίζω την ύπαρξη επιβιώσεων και από το προηγούμενο κοινωνικό σύστημα). Ηταν επίσης ένα κράτος με «δυτικό» προσανατολισμό: τόσο με την έννοια της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όσο και σε επίπεδο συνταγμάτων και διακηρύξεων της Επανάστασης, κειμένων σαφώς επηρεασμένων από τα αντίστοιχα κείμενα της Γαλλικής Επανάστασης. Ηταν δυτικό και ως προς ένα άλλο, ιδιαίτερης σημασίας κατά τη γνώμη μου, σημείο: ως προς την πολύ στενή οικονομική σχέση της αστικής του τάξης με την ισχυρότερη καπιταλιστική δύναμη της εποχής, τη Μεγάλη Βρετανία. Επρόκειτο για μια σχέση ετεροβαρή, δεδομένης της διαφοράς στην οικονομική δυναμικότητα των δύο αστικών τάξεων, της οποίας εξ άλλου ο ετεροβαρής χαρακτήρας επιτάθηκε λόγω της σύναψης δανείων από τη Μεγάλη Βρετανία, στην οποία προέβησαν οι επαναστατικές κυβερνήσεις. Δανείων που, με τη σειρά τους βοήθησαν τη διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίων από την πλευρά της ελληνικής αστικής τάξης. Η θέση λοιπόν του ελληνικού κράτους (μικρού εδαφικά, με μικρή εσωτερική αγορά και σε στρατηγική γεωπολιτική θέση) στο καπιταλιστικό σύστημα και στη νέα εποχή είναι εξ αρχής δυσχερής και εξαρτημένη. Η θέση αυτή καθιστά την Ελλάδα πολύ ευάλωτη στις πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων που γίνονται φανερές ήδη από τη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κράτους, με την επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος τριεθνούς «προστασίας» από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Η προϊστορία αυτή αντανακλάται και στις κατά καιρούς επιλογές διακρατικών συμμαχιών από την άρχουσα τάξη της Ελλάδας και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν, ενώ ερμηνεύει και την ένταξη της χώρας μας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα σε μια θέση εξαρτημένη, υποδεέστερη και ενδιάμεση.
Μέχρι τώρα, έχω χρησιμοποιήσει τους όρους «Ανατολή» και «Δύση» στη γεωγραφική τους διάσταση, αλλά και με την «ιστορική», σύμφωνα με την οποία σε αδρές γραμμές, η γεωγραφική διάκριση ανταποκρίνεται και σε ένα συγκεκριμένο τύπο μετάβασης από τον ένα οικονομικό - κοινωνικό σχηματισμό στον επόμενο. Εδώ κυρίως εντοπίζω και τα «ανατολικά» ή «δυτικά» στοιχεία που οδήγησαν στη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους. Εάν είπα προηγουμένως ότι η Ελλάδα μεγάλωσε «ανάμεσα στην Πόλη και τη Βενετιά» το έκανα για να το τονίσω ακριβώς αυτό το στοιχείο. Δεν πιστεύω όμως - τονίζω για μια ακόμη φορά - ότι οι δύο διοικήσεις επέβαλαν από τα πάνω οποιοδήποτε σύστημα στον ελλαδικό χώρο. Απλώς λειτούργησαν ως καταλύτες, άλλοτε προωθώντας και άλλοτε επιβραδύνοντας τις φυσικές διαδικασίες εξέλιξης του χώρου. Πάντως, ιδιαίτερα στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο κατακτημένος ελλαδικός χώρος αποτελούσε οργανικό τμήμα της και δε νομίζω ότι μπορούμε να διαφοροποιήσουμε τις εξελίξεις στα πλαίσια του ελληνικού κόσμου από τις συνολικότερες της αυτοκρατορίας. Αντίθετα, στην περίπτωση των Βενετών, νομίζω ότι λειτουργεί περισσότερο το σχήμα «μητρόπολη - αποικία», για τούτο και αναφέρθηκα συχνά στην αντανάκλαση στην Κρήτη ή στα Ιόνια νησιά των εξελίξεων στη Μητρόπολη.
Θα ήθελα να κλείσω με ένα συμπέρασμα που σχετίζεται με την προηγούμενη ανάπτυξή μου, αλλά και αυτονομείται από αυτήν, μια και αναφέρεται στο σήμερα. Δεν παραγνωρίζω το στοιχείο του πολιτισμού. Στον πολιτισμό στηρίζονται και πολλές θεωρίες για το αν «είμαστε Ανατολή» ή «Δύση», θεωρίες οι οποίες κάποτε συνεπάγονται και συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις ή προτάσεις. Νομίζω ότι επιχείρησα μια απάντηση στην περί πολιτισμού παρέκβασή μου, λίγο πιο πάνω. Ομως, ξεφεύγοντας λίγο από τη λογική του αν εμείς, ως Ελληνες είμαστε «Ανατολή» ή «Δύση», θα πρόσθετα το εξής: δεν είναι τα συγκεκριμένα στοιχεία του εποικοδομήματος - μ' όλη τη σημασία που έχουν για την ψυχοσύνθεση ενός λαού - εκείνα που θα πρέπει να καθορίσουν τους στόχους ή τις συμμαχίες του στο σύγχρονο κόσμο, αλλά τα πραγματικά συμφέροντα των καταπιεζόμενων σήμερα τάξεων. Αυτές οι τάξεις, που ανήκουν σε διαφορετικά έθνη - κράτη, με διαφορετικές ιστορικές και πολιτισμικές καταβολές, κουβαλάνε μαζί τους την πολύχρωμη κουλτούρα και ιδιαίτερη φυσιογνωμία του χώρου τους. Ολες αυτές οι κουλτούρες - «ανατολικές» ή «δυτικές», «βόρειες» ή «νότιες», στο βαθμό που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη λαϊκότητα, πλουτίζουν την πολυμορφία του σύγχρονου κόσμου και είναι όχι μόνο αποδεκτές, αλλά χρήσιμες και αναγκαίες σε μια διαδικασία επικοινωνίας των λαών και συντονισμού της δράσης και του αγώνα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου