Δώρα Μόσχου |
Το θέμα της παρούσας εισήγησης είναι οπωσδήποτε τεράστιο και πολύπλοκο και μακριά από μας η σκέψη ότι θα μπορούσαμε να το αναπτύξουμε σε όλες τις διαστάσεις του. Θα ήθελα από την αρχή να ξεκαθαρίσω ορισμένα ζητήματα της ορολογίας που χρησιμοποιώ, και που κατά τη γνώμη μου διευκρινίζουν αρκετά από τα ζητήματα της μεθοδολογίας μου και των παραμέτρων που παίρνω υπ' όψη μου, όσον αφορά το σχηματισμό του ελληνικού έθνους.
Οταν αναφέρομαι στην έννοια έθνος δεν εννοώ την εθνότητα, αλλά τη σύγχρονη έννοια, σύμφωνα με την οποία το έθνος καθορίζεται από τη συμβίωση σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο, την κοινή οικονομική δραστηριότητα, την κοινή γλώσσα και την κοινή παράδοση και συνείδηση. Οι διαδικασίες αυτές, όσον αφορά το ελληνικό έθνος και το σχηματισμό του, συντελούνται μέσα σε ιδιότυπες συνθήκες και αυτές θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε, κάτω όμως από το πρίσμα των «ανατολικών» και «δυτικών» στοιχείων που αποτυπώθηκαν στη φυσιογνωμία του. Επίσης, πρέπει να διευκρινίσω ότι παρακάτω, όπου χρησιμοποιώ τον όρο «Ελληνας» ή «ελληνικός», όταν αναφέρομαι στις περιόδους πριν από το 18ο αιώνα, εννοώ το μη μουσουλμάνο κάτοικο του ελλαδικού χώρου, κατά τεκμήριο ορθόδοξο και, σε πολύ μεγάλο βαθμό ελληνόφωνο, που βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης ενιαίας συνείδησης.
Οταν αναφέρομαι στην έννοια έθνος δεν εννοώ την εθνότητα, αλλά τη σύγχρονη έννοια, σύμφωνα με την οποία το έθνος καθορίζεται από τη συμβίωση σε ενιαίο γεωγραφικό χώρο, την κοινή οικονομική δραστηριότητα, την κοινή γλώσσα και την κοινή παράδοση και συνείδηση. Οι διαδικασίες αυτές, όσον αφορά το ελληνικό έθνος και το σχηματισμό του, συντελούνται μέσα σε ιδιότυπες συνθήκες και αυτές θα προσπαθήσουμε να ιχνηλατήσουμε, κάτω όμως από το πρίσμα των «ανατολικών» και «δυτικών» στοιχείων που αποτυπώθηκαν στη φυσιογνωμία του. Επίσης, πρέπει να διευκρινίσω ότι παρακάτω, όπου χρησιμοποιώ τον όρο «Ελληνας» ή «ελληνικός», όταν αναφέρομαι στις περιόδους πριν από το 18ο αιώνα, εννοώ το μη μουσουλμάνο κάτοικο του ελλαδικού χώρου, κατά τεκμήριο ορθόδοξο και, σε πολύ μεγάλο βαθμό ελληνόφωνο, που βρίσκεται σε διαδικασία διαμόρφωσης ενιαίας συνείδησης.
Η διαμόρφωση του ελληνικού έθνους συντελείται μέσα στις ιδιάζουσες συνθήκες της κυριαρχίας του ελλαδικού χώρου από ξενικές δυνάμεις. Μία σχετικά εύκολη, αλλά σχηματική ανάγνωση της διαδικασίας αυτής, θα μπορούσε να την εντάξει σε ένα σχήμα που εμπεριέχει, με τη σειρά του, σπέρματα αλήθειας αλλά και τον κίνδυνο της μηχανιστικής απλοποίησης. Τι θέλουμε να πούμε με τούτο: το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται ανάμεσα σε ανατολή και δύση όπου οι όροι δεν έχουν μόνο τη γεωγραφική αλλά κυρίως την κοινωνική - οικονομική τους διάσταση. Σε μια τέτοια ανάγνωση της ιστορίας, η ανατολή κατά το πέρασμα από τους μέσους στους νεότερους, αλλά και κατά τους νέους χρόνους, χαρακτηρίζεται από μια σχετική καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και από μία ανάλογη καθυστέρηση (ενίοτε και από έντονες παλινδρομήσεις) στη διαδικασία της μετάβασης από τον ένα κοινωνικο - οικονομικό σχηματισμό στον επόμενο, στην περίπτωσή μας από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Η εμπλοκή του ελλαδικού χώρου και των πληθυσμών του σε αυτό το σχήμα οριοθετείται από δύο παραμέτρους που, κατά τη γνώμη μας, έχουν άνισο ειδικό βάρος σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους: η μία σχετίζεται με το ότι οι κυριαρχίες στον ελλαδικό χώρο έχουν αντιδιαμετρική γεωγραφική προέλευση και φέρνουν μαζί τους ορισμένα από τα στοιχεία που καθορίζουν το κοινωνικό σύστημα του κυρίαρχου, (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το σύστημα «εμφυτεύεται» από πάνω στον κατακτημένο χώρο) αλλά και τα αντίστοιχα πολιτισμικά στοιχεία. Η δεύτερη παράμετρος - πολύ πιο ισχυρή κατά τον 18ο αιώνα - σχετίζεται με τη διαμόρφωση εθνικής ιδεολογίας και εθνικών αιτημάτων, καθώς και με τους συνολικούς ιδεολογικούς προσανατολισμούς των κοινωνικών φορέων που απαιτούν τη δημιουργία έθνους - κράτους στον ελλαδικό χώρο.
Ο ελλαδικός χώρος βρέθηκε στο κέντρο της διαίρεσης του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό. Η τελική πολιτική του ένταξη στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον ενσωμάτωσε στους δικούς της ρυθμούς μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο. Υπαινίσσομαι εδώ την πιο μακροχρόνια, σε σχέση με τη Δύση, διαδικασία περάσματος από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό σύστημα. Οι ρήξεις ανάμεσα στο βυζαντινό και στο φραγκικό - λατινικό κόσμο που κορυφώνονται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 βρίσκουν το μεν Βυζάντιο σε μια διαδικασία ολοκλήρωσης του φεουδαρχικού συστήματος, τη δε Δύση σε μια διαδικασία γένεσης πρώιμων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στις ιταλικές πόλεις του Βορρά. Ωστόσο, η κατοχή μεγάλων τμημάτων του ελλαδικού χώρου από τους Δυτικούς δε συνοδεύεται και από τη μεταφύτευση των νέων αυτών σχέσεων παραγωγής. Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κατακτημένου χώρου αποδίδεται στους Φράγκους ηγεμόνες, των οποίων τα κρατίδια βιώνουν ακόμα σε καθεστώς αμιγούς φεουδαρχίας. Ομως, τα κομβικά, από οικονομικής πλευράς, σημεία του (λιμάνια, νησιά, σημεία ελέγχου των εμπορικών δρόμων) περνούν στον έλεγχο των πραγματικών κατακτητών της Κωνσταντινούπολης, των Βενετών. Συνολικά, η φραγκική κατάκτηση λειτουργεί σε μια κατεύθυνση παραπέρα εδραίωσης του φεουδαρχικού συστήματος, με την εφαρμογή των «Ασσιζών της Ρωμανίας» (του δυτικού δηλαδή φεουδαρχικού κώδικα, προσαρμοσμένου στο βυζαντινό χώρο), πράγμα το οποίο έχει δύο επιπτώσεις: μία στη βάση (όπου ανακόπτεται η όποια πορεία ανάπτυξης στοιχείων πρώιμου αστισμού) και μία στο εποικοδόμημα: ο ήδη διάχυτος αντιλατινισμός και αντιδυτικισμός του λαϊκού στοιχείου τονώνεται όλο και περισσότερο, ενδεδυμένος κυρίως το ένδυμα του αντικαθολικισμού.
Η διαδικασία κατάκτησης του βυζαντινού χώρου ολοκληρώνεται το 1453. Αυτή τη φορά, ο κατακτητής έρχεται από την Ανατολή. Εάν δούμε το γεωγραφικό σχήμα της κατάκτησης κατά το 16ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται και πιο ολοκληρωμένο, μπορούμε να το περιγράψουμε ως εξής: ο κορμός της Ελλάδας ανήκει εξ ολοκλήρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκτός από ορισμένες παράλιες πόλεις που παίζουν αρκετά σημαντικό ρόλο στο εμπόριο (π.χ. Μεθώνη και Κορώνη στην Πελοπόννησο). Ο νησιωτικός κόσμος της Ελλάδας όμως είναι λατινικός: οι Κυκλάδες ανήκουν σε Βενετούς άρχοντες, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στους Γενουάτες, η Κέρκυρα στη Βενετία από το 1387, τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά στους Τόκκους και στους Ανδεγαυούς, μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Βενετούς. Την εποχή για την οποία μιλάμε, η Κρήτη είναι εδώ και τρεις αιώνες (και θα παραμείνει για έναν ακόμη) βενετική.
Ο ελλαδικός χώρος βρέθηκε στο κέντρο της διαίρεσης του ρωμαϊκού κράτους σε ανατολικό και δυτικό. Η τελική πολιτική του ένταξη στη Βυζαντινή αυτοκρατορία τον ενσωμάτωσε στους δικούς της ρυθμούς μετάβασης από το ένα κοινωνικό σύστημα στο άλλο. Υπαινίσσομαι εδώ την πιο μακροχρόνια, σε σχέση με τη Δύση, διαδικασία περάσματος από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό σύστημα. Οι ρήξεις ανάμεσα στο βυζαντινό και στο φραγκικό - λατινικό κόσμο που κορυφώνονται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 βρίσκουν το μεν Βυζάντιο σε μια διαδικασία ολοκλήρωσης του φεουδαρχικού συστήματος, τη δε Δύση σε μια διαδικασία γένεσης πρώιμων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στις ιταλικές πόλεις του Βορρά. Ωστόσο, η κατοχή μεγάλων τμημάτων του ελλαδικού χώρου από τους Δυτικούς δε συνοδεύεται και από τη μεταφύτευση των νέων αυτών σχέσεων παραγωγής. Βεβαίως, πρέπει να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κατακτημένου χώρου αποδίδεται στους Φράγκους ηγεμόνες, των οποίων τα κρατίδια βιώνουν ακόμα σε καθεστώς αμιγούς φεουδαρχίας. Ομως, τα κομβικά, από οικονομικής πλευράς, σημεία του (λιμάνια, νησιά, σημεία ελέγχου των εμπορικών δρόμων) περνούν στον έλεγχο των πραγματικών κατακτητών της Κωνσταντινούπολης, των Βενετών. Συνολικά, η φραγκική κατάκτηση λειτουργεί σε μια κατεύθυνση παραπέρα εδραίωσης του φεουδαρχικού συστήματος, με την εφαρμογή των «Ασσιζών της Ρωμανίας» (του δυτικού δηλαδή φεουδαρχικού κώδικα, προσαρμοσμένου στο βυζαντινό χώρο), πράγμα το οποίο έχει δύο επιπτώσεις: μία στη βάση (όπου ανακόπτεται η όποια πορεία ανάπτυξης στοιχείων πρώιμου αστισμού) και μία στο εποικοδόμημα: ο ήδη διάχυτος αντιλατινισμός και αντιδυτικισμός του λαϊκού στοιχείου τονώνεται όλο και περισσότερο, ενδεδυμένος κυρίως το ένδυμα του αντικαθολικισμού.
Η διαδικασία κατάκτησης του βυζαντινού χώρου ολοκληρώνεται το 1453. Αυτή τη φορά, ο κατακτητής έρχεται από την Ανατολή. Εάν δούμε το γεωγραφικό σχήμα της κατάκτησης κατά το 16ο αιώνα, οπότε εμφανίζεται και πιο ολοκληρωμένο, μπορούμε να το περιγράψουμε ως εξής: ο κορμός της Ελλάδας ανήκει εξ ολοκλήρου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκτός από ορισμένες παράλιες πόλεις που παίζουν αρκετά σημαντικό ρόλο στο εμπόριο (π.χ. Μεθώνη και Κορώνη στην Πελοπόννησο). Ο νησιωτικός κόσμος της Ελλάδας όμως είναι λατινικός: οι Κυκλάδες ανήκουν σε Βενετούς άρχοντες, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στους Γενουάτες, η Κέρκυρα στη Βενετία από το 1387, τα υπόλοιπα Ιόνια νησιά στους Τόκκους και στους Ανδεγαυούς, μέχρι την οριστική κατάληψή τους από τους Βενετούς. Την εποχή για την οποία μιλάμε, η Κρήτη είναι εδώ και τρεις αιώνες (και θα παραμείνει για έναν ακόμη) βενετική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου