Δυο βραδυφλεγείς βόμβες με εντελώς διαφορετική εκρηκτική ύλη αλλά με κοινό πυροκροτητή την οικονομική κρίση εξεράγησαν τις τελευταίες ημέρες στην Τυνησία και την Αλγερία. Οι εκτεταμένες συγκρούσεις νεαρών με την αστυνομία και οι πυρπολήσεις κυβερνητικών κτηρίων αλλά και καταστημάτων ξένων εταιρειών έμοιαζαν να βγαίνουν από το ίδιο καλούπι της εξέγερσης των κολασμένων. Στην πραγματικότητα εκτυλίχτηκαν δυο διαφορετικά δράματα που όμως απειλούν από κοινού τη σταθερότητα καθεστώτων στη βόρεια Αφρική.
Αρκεί να εξετάσει κάποιος προσεκτικότερα τις αφορμές των δυο κοινωνικών εκρήξεων για να εντοπίσει τις ποιοτικές τους διαφορές. Στην Τυνησία όλα ξεκίνησαν όταν ο Μουχαμάντ Μπουαζίζι, ένας 26χρονος απόφοιτος πληροφορικής, απελπισμένος από την ανεργία που μαστίζει σχεδόν το 30% των νέων της χώρας θέλησε να στήσει ένα πάγκο μικροπωλητή. Όταν η αστυνομία διάλυσε τον παράνομο πάγκο και εξευτέλισε τον Μπουαζίζι αυτός αποφάσισε να αυτοπυρποληθεί. Η ιστορία έκανε σε λίγες ώρες το γύρο της Τυνησίας προκαλώντας αυθόρμητες εκρήξεις πολιτών που συγκρούονταν με την αστυνομία. Λίγο αργότερα ένας άλλος νεαρός έβαζε τέλος στη ζωή του ενώ κατά τη διάρκεια της κηδείας του Μπουαζίζι μια γυναίκα απειλούσε να αυτοκτονήσει μαζί με τα τρία παιδιά της. Καθώς οι αρχές απάντησαν με απίστευτη βαρβαρότητα και ολοκληρωτική φίμωση του Τύπου η εξέγερση φούντωνε στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας. Τα μεσαία στρώματα βρέθηκαν πολύ σύντομα στο πλευρό των άνεργων νέων. Περίπου οκτώ χιλιάδες δικηγόροι προχώρησαν σε απεργίες και συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ενάντια στην αστυνομική βαρβαρότητα ενώ σύντομα συνδικαλιστικές ενώσεις άρχισαν να κατεβάζουν χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους.Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποσχέθηκε άμεσα την χορήγηση 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει τη μεγαλύτερη κινητοποίηση που γνώριζε η χώρα στα 55 χρόνια της ανεξαρτησίας της από τη γαλλική αποικιοκρατία.
Αν επιχειρούσαμε μια εξαιρετικά παρακινδυνευμένη σύγκριση θα λέγαμε η εξέγερση της Τυνησίας δεν παραπέμπει στις εκρήξεις των κολασμένων του Παρισιού αλλά σε ένα μικρό Μάη του ‘68. Για τα δεδομένα τη Βόρειας Αφρικής η Τυνησία αποτελεί μια σχετικά εύπορη χώρα. Ένας στους δυο ανέργους είναι απόφοιτος πανεπιστημίου. Τέσσερα στα δέκα εκατομμύρια κατοίκων έχουν πρόσβαση στο Ιντερνετ ενώ 1.8 εκατομμύριο Τυνήσιοι έχουν τη δική τους σελίδα στο Facebook. Η οικονομική κρίση όμως, με τη συνακόλουθη μείωση του τουρισμού και κάθε ροής κεφαλαίων από την Ευρώπη, έφερε στο φως ένα βαθύ πολιτικό και κοινωνικό ρήγμα.
Από την ανεξαρτησία της μέχρι σήμερα η χώρα κυβερνήθηκε από δυο μόνο προέδρους που οικοδόμησαν ένα δυσώδες σύστημα διαφθοράς και οικογενειοκρατίας, το οποίο επιβίωνε χάρη σε ένα ιδιότυπο κοινωνικό συμβόλαιο παροχών. Όταν όμως ο πρόεδρος Μπεν Αλί θέλησε να προσδέσει την οικονομία της χώρας στο νεοφιλελεύθερο άρμα της Δύσης, προχωρώντας σε ιδιωτικοποιήσεις και διακόπτοντας την στήριξη σε τιμές προϊόντων, η «Ελβετία της Βόρειας Αφρικής» έδειξε τα σαθρά θεμέλιά της. Σύντομα αποδείχθηκε ότι τα 20 χρόνια εκρηκτικής τουριστικής ανάπτυξης είχαν δημιουργήσει θύλακες ευημερίας αλλά και τεράστιες εισοδηματικές ανισότητες. Το βασικό προϊόν που παρήγαγε ο πρόεδρος, δηλαδή η τάξη και η ασφάλεια, δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί.
Ενώ όμως στην Τυνησία ήταν οι άνεργοι πτυχιούχοι και τα μεσαία στρώματα που ζήτησαν το λόγο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα ολόκληρου του πολιτικού συστήματος στους δρόμους της Αλγερίας κατέβηκαν οι φτωχότεροι των φτωχών. Μια σειρά αλυσιδωτών ανατιμήσεων σε βασικά είδη διατροφής ήταν αρκετή για να μετατρέψει το κέντρο αρκετών πόλεων σε πεδίο μάχης. Μέσα σε λίγες ημέρες ένα κιλό ζάχαρης πήγε από τα 70 δηνάρια στα 150 ενώ σε άλλα βασικά ήδη η τιμή σχεδόν τριπλασιάστηκε.
Προκειμένου να προλάβει τα χειρότερα η κυβέρνηση της Τυνησίας διέταξε την αστυνομία να περιφρουρεί τα τζαμιά και τα γήπεδα της χώρας – τα μόνα σημεία δηλαδή στα οποία επιτρέπεται η νόμιμη συνάθροιση πολιτών με βάση το στρατιωτικό νόμο του 1992, που ισχύει μέχρι σήμερα.
Υπό αυτή την έννοια η Αλγερία αποτελεί πολύ χαρακτηριστικότερο παράδειγμα των κοινωνικών εκρήξεων που αναμένεται να σημειωθούν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στις φτωχότερες περιοχές ολόκληρου του πλανήτη. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ οι τιμές των τροφίμων ξεπέρασαν το Δεκέμβριο ακόμη και τα επίπεδα του 2008 – όταν ένα κύμα κερδοσκοπίας προκάλεσε αλυσιδωτές ανατιμήσεις και πολύνεκρες κοινωνικές εκρήξεις. Και αυτή τη φορά η εκτίναξη των τιμών δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, στην αυξημένη ζήτηση αλλά σε εξελιγμένες μορφές κερδοσκοπίας που δεν αφορούν πλέον μόνο τα τρόφιμα αλλά την αγορά καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Χρηματοπιστωτικοί κολοσσοί της Γουόλ Στριτ αλλά και της Ευρώπης επενδύουν δισεκατομμύρια σε εκτάσεις γης αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην παραγόμενη ποσότητα τροφίμων. Μόνο τους τελευταίους μήνες πιστεύεται ότι σε όλο τον κόσμο έχουν αγοραστεί εκτάσεις που αντιστοιχούν στο διπλάσιο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Γαλλίας. Η κερδοσκοπία, σε συνδυασμό με τις καταστροφές καλλιεργειών από τα ακραία καιρικά φαινόμενα που προκαλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου αλλά και την χρήση καλλιεργειών για βιοκαύσιμα, προκαλεί πρωτοφανείς στρεβλώσεις στην αγορά τροφίμων. Ακόμη και η Μέριλ Λίντς εκτιμούσε πρόσφατα ότι τα τρόφιμα πωλούνται σήμερα στην παγκόσμια αγορά κατά 50% ακριβότερα από τις τιμές που θα δημιουργούσε ο μηχανισμός προσφοράς και ζήτησης. Οι αυξήσεις αυτές αναμένεται να προκαλέσουν πολύ σύντομα εξεγέρσεις όπως αυτή που σημειώθηκε πριν από μερικούς μήνες στη Μοζαμβίκη με τουλάχιστον 13 νεκρούς. Όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση της τιμής του ψωμιού κατά 30% ο κόσμος βγήκε στους δρόμους. Και αυτή ήταν δυστυχώς μόνο η αρχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου