Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Γιατί επικράτησε ο Χίτλερ;

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Για το γεγονός ότι φασισμός και σοσιαλδημοκρατία παρά τις μεγάλες διαφορές όσον αφορά την ιστορική καταγωγή, τις ιδεολογικές αναφορές ως συνιστώσες του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν κοινό παρονομαστή την υπεράσπιση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, έχουν γραφτεί πολλά κατά καιρούς και στην εφημερίδα μας. Το Κόμμα μας, και σε αυτό το θέμα, συμβάλλει όχι μόνο με τις δικές του επεξεργασίες, αλλά και με την αναδημοσίευση και επανέκδοση παρόμοιων επεξεργασιών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στη συμβολή αυτή πρέπει να προσμετράται και η πληθώρα εντύπων της εποχής, που βρίσκονται στο κομματικό μας αρχείο και που η ΚΕ του ΚΚΕ έχει θέσει στη διάθεση του κάθε ενδιαφερόμενου, στο Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης». Ενα χαρακτηριστικό από αυτάαναδημοσιεύουμε και σήμερα από το μηνιαίο όργανο της ΚΕ της ΟΚΝΕ «Νέος Λενινιστής», αριθμός φύλλου 11/12 (Απριλίου - Μαΐου) 1933, με υπογραφή Ζ. Μπερλιόζ, κατά πάσα πιθανότητα του Γάλλου κομμουνιστή και καθηγητή Γερμανικών Ζοανί Μπερλιόζ (Joanny Berlioz 1892 - 1965), μέλους της ΚΕ του ΓΚΚ για πολλές δεκαετίες (1925 - 1959). Στο κείμενο, με εξαίρεση τη χρήση του μονοτονικού έχουν διατηρηθεί τόσο η ορθογραφία όσο και οι υπογραμμίσεις. Τα αρχιγράμματα, για διευκόλυνση στην ανάγνωση, είναι του «Ριζοσπάστη».


***
«Πρέπει να υποστηρίξουμε μια κυβέρνηση αντιφασιστική (το Μπρύνιγκ) όταν ξέρουμε ότι ύστερα απ' αυτήν θα 'ρθει στην εξουσία μια κυβέρνηση χειρότερη. Πρέπει επίσης να ψηφίζουμε για μια τέτοια κυβέρνηση, αν αυτό είναι αναγκαίο, για να εμποδίσουμε τη νίκη του φασισμού».


Μ' αυτά τα λόγια στις 11 Οχτώβρη 1931 το «Φόρβερτς», κεντρικό όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, καθώριζε τη θεωρία του «μικρότερου κακού» που έγινε η βάση της πολιτικής αυτού του κόμματος.

Και συνέχιζε σε ισχυρότερο τόνο: «Η κυβέρνηση που θα έρθει αύριο θα είναι χειρότερη από τη σημερινή. Το καθήκον λοιπόν της εργατικής τάξης είναι να ενισχύσει τη σημερινή μορφή της καπιταλιστικής κυριαρχίας για να εμποδίσει όσο το δυνατό περισσότερο το θρίαμβο μιας αγριότερης αντίδρασης». Η σοσιαλδημοκρατία έδωσε λοιπόν την ενίσχυσή της στον Μπρύνιγκ, ύστερα στον φον Πάπεν, έπειτα στον φον Σλάιχερ με διάφορους τρόπους (αποδοχή των αντιδραστικών μέτρων που ψήφιζε η βουλή, σαμποτάρισμα των απεργιών, εξαπάτηση των μαζών), με το πρόσχημα να ματαιωθεί η άνοδος των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία.

Παρ' όλα αυτά κάθε μια από τις κυβερνήσεις αυτές ήταν ένας σταθμός εξέλιξης προς τη φασιστική δικτατορία τόσο περισσότερο αναγκαίας στον γερμανικό καπιταλισμό, όσο δυναμώνει η κρίση και η εξαθλίωση των εργαζόμενων μαζών και μεγαλώνει γι' αυτόν (τον γερμ. καπιταλισμό) ο κίνδυνος της επαναστάσεως. Κάθε μέτρο των κυβερνήσεων αυτών: διατάγματα που περιόριζαν την ελευθερία του Τύπου και των κινητοποιήσεων, ελαττώσεις των επιδομάτων ανεργίας, των μισθών και των μεροκαμάτων, όλα αυτά ήταν ο τρόπος να καταργηθούν και τα τελευταία ίχνη της «δημοκρατίας», να γίνει η πλέρια υποδούλωση του προλεταριάτου και η προετοιμασία για την ανοιχτή διχτατορία. Αλλά η σοσιαλδημοκρατία ψήφιζε τα μέτρα αυτά στο Ράιχσταγ (γερμ. βουλή) ή διευκόλυνε την πρακτική τους εφαρμογή.

Η πιο ξεκάθαρη εκδήλωση της πολιτικής αυτής είνε η θερμή υποστήριξη της εκλογής του Χίντεμπουργκ ως προέδρου της Δημοκρατίας από τους Γερμανούς σοσιαλιστές αρχηγούς, τον Απρίλη του 1932. Ο στρατάρχης του Κάιζερ παρουσιάστηκε απ' αυτούς σαν το μόνο ικανό μέσο να εμποδίσει την άνοδο του Χίτλερ στο Ράιχ (γερμ. κυβέρνηση). Λίγους μήνες αργότερα, ο Χίντεμπουργκ καλούσε τον Χίτλερ στην κυβέρνηση.


Η Σοσιαλδημοκρατία έμεινε πιστή στη θεωρία της ως την τελευταία στιγμή. Οταν ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος η σοσιαλδημοκρατία προσπάθησε να αποδείξει ότι ήταν το «μικρότερο κακό» γιατί ανέβηκε στην εξουσία σύμφωνα με το σύνταγμα, δυνατά (!) περιοριζόμενος από τους υπουργούς εθνικογερμανούς που θα τον εμπόδιζαν να εφαρμόσει την αιματηρή τρομοκρατία!...



Παραχώρηση σε παραχώρηση οι αρχηγοί της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έγιναν δημιουργοί του φασισμού. Οταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάγγελνε τις προδοσίες τους και έκανε προτάσεις ενιαίου μετώπου, αυτοί απαντούσαν στερεότυπα: «Δεν είναι ακόμα καιρός ν' αρχίσουμε την πάλη μας». Την 31 του Γενάρη 1933, την άλλη μέρα της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, δήλωναν ακόμα:«Πρέπει να κάνουμε λογική χρησιμοποίηση της γενικής απεργίας. Η διατάραξη της τάξης σήμερα θα σήμαινε καταστροφή των δυνάμεων της εργατικής τάξης».

Οταν δεν θέλει κανείς να παλαίψει κατά της κεφαλαιοκρατίας, βρίσκει πάντα ότι, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, δεν ήρθε ακόμα η στιγμή να πάρουμε τα όπλα.
Το «κακό» που φοβόταν τόσο η σοσιαλδημοκρατία ήταν φυσικά η επαναστατική πάλη. Από το 1918, ο Εμπερτ, μέλος του Συμβουλίου των Επιτρόπων του Λαού, φώναζε: «Μισώ την επανάσταση όπως τις αμαρτίες μου». Αυτός και οι όμοιοί του έστρεψαν όλα τους τα χτυπήματα ενάντια στους Σπαρτακιστές και έσωσαν το σύστημα.

Από τη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ μέχρι τον τουφεκισμό των εργατών από το Ζέργκυμπελ την Πρωτομαγιά του 1929, μέχρι την απαγόρευση του Κόκκινου Αντιφασιστικού Μετώπου, από το Σέβεριγκ, μέχρι την προδοσία της τεράστιας απεργίας των εργατών μεταφοράς του Βερολίνου το Νοέμβρη του 1932, έχουμε μια αλυσίδα «σοσιαλιστικών» πράξεων, αντεπαναστατικών. Η υπεράσπιση της δημοκρατίας ήταν το πρόσχημα που σκέπαζαν το φόβο τους απ' την επανάσταση. Ο Οττο Βελς (ηγέτης της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας) δεν υπεράσπιζε την εκλογή Χίντεμπουργκ για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, για να εμποδίσει τον Χίτλερ, αλλά για να σώσει την καπιταλιστική Δημοκρατία από την εκλογή του σ. Ταίλμαν και απ' το ενιαίο επαναστατικό μέτωπο.


Τον Ιούλη του 1932, ο Σέβεριγκ, που είχε διωχτεί από την Κυβέρνηση της Πρωσσίας χωρίς να εξεγερθεί και ούτε να επιτρέψει την παραμικρότερη αντίσταση των μαζών στο πρώτο αυτό χτύπημα του φασιστικού Κράτους, κολακεύονταν γιατί «ποτέ δεν έτρεφε μίσος ενάντια στους εθνικοσοσιαλιστές και τους αρχηγούς των», γιατί διαπράττει με τ' αστυνομικά του όργανα «περισσότερους φόνους προς τ' αριστερά παρά προς τα δεξιά». Και ο εθνικιστικός Τύπος τον διαφήμιζε διακηρύσσοντας «την μεγάλη αξία πούχε αποχτήσει στην πάλη του κατά του κομμουνισμού».


Ο δρόμος για τη φασιστική διχτατορία ήταν το «μικρότερο κακό» μπροστά στο φόβο της προλεταριακής διχτατορίας.

Το σοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας καταβάλλοντας όλες του τις δυνάμεις για το μεγάλωμα της εξαθλίωσης του λαού και συνεργαζόμενο μ' ενθουσιασμό σ' όλα τα μέτρα της εφαρμογής της συνθήκης των Βερσαλλιών έδοσε στο Χίτλερ τα μέσα που του ήταν αναγκαία για την εξάπλωση της επιρροής του. Η δημαγωγία του αρχηγού των εθνικοσοσιαλιστών βασίζονταν στην «αδυναμία του μαρξισμού» δηλ. στη δόλια χρεωκοπία της σοσιαλδημοκρατίας που δεν έχει καμμιά σχέση με τον επαναστατικό μαρξισμό, διδασκαλία θεωρητική και πραχτική της κοινωνικής απελευθέρωσης του προλεταριάτου.

Ο Χίτλερ ωφελήθηκε θαυμάσια από την εξαπάτηση των εργατών, των χωρικών και των μικροαστικών στοιχείων που είχαν εμπιστοσύνη στη σοσιαλδημοκρατία. Η δυσπιστία που αυτή έσπερνε για το μαρξισμό που ήταν επόμενο ν' αντανακλάει επίσης εν μέρει απάνω στο Κομμουνιστικό Κόμμα μοναδικό διάδοχο του Καρλ Μαρξ κι έσπρωχνε χιλιάδες εργάτες στην πολιτική αδιαφορία.

Τα «Ντόϋτσε Φυρερμπρίφε», δημοσιογραφικό όργανο του μεγάλου βιομηχανικού και τραπεζιτικού κεφαλαίου, καθώρισαν θαυμάσια το ιστορικό καθήκον του σοσιαλφασισμού γράφοντας: «Λόγω του κοινωνικού χαραχτήρα του εργατικού κόμματος, της προέλευσής του, η σοσιαλδημοκρατία μπόρεσε παραλύοντας την επαναστατική δραστηριότητα της εργατικής τάξης να την αλυσοδέσει για καλά στο καπιταλιστικό κράτος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου