Στρατιώτες στα χαρακώματα του πολέμου |
«Είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς το δοσμένο πόλεμο αν δεν καταλάβει την εποχή», έγραφε ο Λένιν τον Αύγουστο του 1916, δύο χρόνια μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.1 Μια εποχή, που ήδη από τα τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, χαρακτηριζόταν από το πέρασμα του καπιταλισμού στο ανώτατο, μονοπωλιακό του στάδιο, τον ιμπεριαλισμό. Η κυριαρχία των μονοπωλιακών ενώσεων στις οικονομίες των ανεπτυγμένων καπιταλιστικά κρατών, τα υπερκέρδη από την εξαγωγή κεφαλαίων και η ανάγκη εξασφάλισης πρώτων υλών και αγορών, όξυναν τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό για την κατάκτηση εδαφών και τη διεύρυνση των οικονομικών σφαιρών επιρροής. Πράγματι, έως το 1914 οι 6 ισχυρότερες καπιταλιστικές χώρες (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία) είχαν συγκεντρώσει υπό αποικιακή εκμετάλλευση το μισό σχεδόν των εδαφών του πλανήτη και το 1/3 περίπου του πληθυσμού του. Η «λεία» αυτή, ωστόσο, δεν ήταν ισομερώς κατανεμημένη. Οι αποικίες της «προπορευόμενης» Βρετανίας π.χ. ήταν τριπλάσιες απ’ ό,τι της Γαλλίας, 11πλάσιες απ’ ό,τι της Γερμανίας και 100πλάσιες απ’ ό,τι της Ιαπωνίας.2
Το γεγονός οφειλόταν στην ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού παγκοσμίως. Χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία και η Ιαπωνία, που ιστορικά εισήλθαν στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης αργότερα από ό,τι η Βρετανία και η Γαλλία, βρέθηκαν αντίστοιχα να έπονται στη διεκδίκηση εδαφών και αγορών. Η δυναμική όμως που απέκτησαν, καλύπτοντας με γοργούς ρυθμούς την απόσταση που τις χώριζε από τους «πρωτοπόρους», έκανε όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη (για τα δικά τους μονοπώλια) για την αναδιανομή των αγορών και σφαιρών επιρροής, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο συνεχώς μεταβαλλόμενο ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό δυνάμεων.
Απόρροια όλων των παραπάνω υπήρξε η εκδήλωση εντάσεων, όπως η πρώτη και δεύτερη μαροκινή κρίση (1905 – 1906 και 1911, αντίστοιχα) ή η βοσνιακή κρίση (1908 – 1909), καθώς και τοπικών – περιφερειακών συγκρούσεων, όπως ο Ισπανοαμερικανικός πόλεμος (1898), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899 – 1902), ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904 – 1905), ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911 – 1912) και βεβαίως οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912 – 1913).
Παράλληλα, διαμορφώνονταν και οι διεθνείς συμμαχίες των καπιταλιστικών κρατών, που σύντομα αποκρυσταλλώθηκαν σε δύο μεγάλους πολιτικοστρατιωτικούς συνασπισμούς. Προηγήθηκε το Σύμφωνο Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας (1879), στο οποίο κατόπιν προσχώρησε και η Ιταλία, συγκροτώντας την Τριπλή Συμμαχία – «Κεντρικές Δυνάμεις» (1882). Από την άλλη μεριά, οι «προαιώνιοι» ανταγωνιστές, Βρετανία και Γαλλία, αφού διευθέτησαν τις μεταξύ τους αποικιακές διαφορές (αγγλογαλλική Συμφωνία, 1904), συνασπίστηκαν με τη Ρωσία, συγκροτώντας την Τριπλή Εγκάρδια Συνεννόηση – «Αντάντ» (1907).
Τα καπιταλιστικά κράτη, βεβαίως, είχαν και έναν επιπλέον κίνδυνο να αντιμετωπίσουν, δυνητικά πολύ πιο επικίνδυνο από τους ανταγωνιστές τους. Και αυτός δεν ήταν άλλος από την ταξική πάλη που αναπτυσσόταν στο εσωτερικό τους, αλλά και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των καταπιεζόμενων λαών. Η αναχαίτιση-καταστολή των επαναστατικών διεργασιών που βρίσκονταν σε εξέλιξη στις γραμμές της παγκόσμιας εργατικής τάξης, αντικειμενικά γινόταν προτεραιότητα της διεθνούς καπιταλιστικής αντίδρασης.
Η διεθνής σοσιαλδημοκρατία και το ζήτημα του πολέμου
Το κρίσιμο ζήτημα της στάσης των σοσιαλιστών απέναντι στον πόλεμο βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων – αλλά και διαπάλης – στους κόλπους της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, ιδιαίτερα καθώς οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονταν και ο κίνδυνος ενός γενικευμένου πολέμου αυξανόταν συνεχώς.
Η επίσημη θέση της Β’ Διεθνούς, που διαμορφώθηκε με την καταλυτική συνδρομή των Λένιν και Λούξεμπουργκ στο Συνέδριο της Στουτγάρδης το 1907, όριζε πως «σε περίπτωση πολέμου η εργατική τάξη και οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποί της στις ενδιαφερόμενες χώρες είναι υποχρεωμένοι… να κάνουν ό,τι μπορούν για να εμποδίσουν την κήρυξη πολέμου με όλα τα μέσα που θεωρούν σκόπιμα, και που το είδος τους εξαρτάται από το βαθμό όξυνσης της ταξικής πάλης και της γενικής πολιτικής κατάστασης». Ομως, «σε περίπτωση που παρ’ όλα αυτά ο πόλεμος εκραγεί, αυτοί πρέπει… να επιδιώξουν μ’ όλα τα μέσα να χρησιμοποιήσουν την οικονομική και πολιτική κρίση που θα προκαλέσει ο πόλεμος, για να εξεγείρουν τις λαϊκές μάζες και να επιταχύνουν την πτώση της καπιταλιστικής ταξικής κυριαρχίας».3
Το Συνέδριο της Στουτγάρδης της Β’ Διεθνούς |
Η θέση αυτή ωστόσο υιοθετήθηκε μόνο στα λόγια. Στην πράξη, η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, που βρισκόταν σε μια πορεία γοργής αστικοποίησης, ακολουθούσε άλλη πολιτική γραμμή. Δεν ήταν λίγες οι φωνές, όπως π.χ. του Γερμανού σοσιαλδημοκράτη Ε. Ντάβιντ, που εκθείαζαν την αποικιοκρατία ως «αναπόσπαστο κομμάτι των γενικών εκπολιτιστικών σκοπών του σοσιαλιστικού κινήματος»! Αλλοι, όπως ο Χ. Βαν Κολ (Ολλανδία), ο Ε. Μπερνστάιν (Γερμανία), ο Ρ. Μακντόναλντ (Βρετανία) ή ο Α. Ρουανέ (Γαλλία), διατηρούσαν παρόμοιες απόψεις, ισχυριζόμενοι πως η αποικιοκρατία ήταν απλά κάτι το φυσιολογικό («όσο θα υπάρχει η ανθρωπότητα θα υπάρχουν και αποικίες») και πως αν ο «πολιτισμένος κόσμος» (δηλαδή οι αποικιοκράτες εκμεταλλευτές) αποσύρονταν από τις αποικίες εκείνες θα «διολίσθαναν» πίσω στη βαρβαρότητα.4
«Η αδυναμία και η έλλειψη μαχητικότητας στη ΙΙ Διεθνή φάνηκαν στην πορεία της μαροκινής κρίσης στα 1911. Στην πρόταση για τη σύγκληση μιας έκτακτης πλατιάς σύσκεψης του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου, για να εφαρμόσει το προλεταριάτο όλων των χωρών τις συμφωνημένες ενέργειες, η ηγεσία του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος απάντησε αρνητικά, με τη δικαιολογία πως οι ενέργειες αυτές και η αντιπολεμική προπαγάνδα είναι δυνατόν να βλάψουν την προεκλογική εκστρατεία του κόμματος».5 Στη σύγκληση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου αντιτάχθηκε και ο ηγέτης της αυστριακής σοσιαλδημοκρατίας Β. Αντλερ, ισχυριζόμενος πως «δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος [σ.σ. μετεξέλιξης της κρίσης σε πόλεμο] και πως η αστική διπλωματία είχε επιληφθεί της διασφάλισης ειρήνης».6
Η έκρηξη του πολέμου και η στάση της σοσιαλδημοκρατίας
Την αφορμή, για την ολομέτωπη ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο διαμορφωθέντων ιμπεριαλιστικών συνασπισμών, έδωσε στις 28 Ιούνη 1914 η δολοφονία του διαδόχου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του από Σέρβους εθνικιστές στο Σαράγεβο. Ενα μήνα μετά (28 Ιούλη) τα αυστροουγγρικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Σερβία, πυροδοτώντας σειρά αλυσιδωτών γεγονότων. Στις 31 Ιούλη η Ρωσία – σύμμαχος της Σερβίας – κήρυξε γενική επιστράτευση, προκαλώντας την αντίδραση της Γερμανίας, η οποία την επόμενη μέρα (1 Αυγούστου) της κήρυξε τον πόλεμο. Στις 3 Αυγούστου, η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο και στη Γαλλία, ενώ την επομένη η Βρετανία κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Προοδευτικά εντάχθηκαν στον πόλεμο 38 χώρες, που μαζί με τις αποικίες τους, κάλυπταν το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού του πλανήτη.
Στην πορεία του πολέμου, οι αντιμαχόμενοι ιμπεριαλιστικοί συνασπισμοί διευρύνθηκαν, ενώ άλλαξε και η σύνθεσή τους. Στις Κεντρικές Δυνάμεις εντάχθηκαν ακόμη η Οθωμανική Αυτοκρατορία (1914) και η Βουλγαρία (1915), ενώ η Ιταλία άλλαξε ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, περνώντας με τις δυνάμεις της Αντάντ (1915). Με την Αντάντ συντάχθηκαν επίσης η Ιαπωνία (1914), οι ΗΠΑ (1917), καθώς και οι περισσότερες από τις εμπόλεμες τελικά χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα (1917). Οι αντιθέσεις, πάντως, υπήρξαν οξύτατες και μεταξύ των «συμμάχων», όπως υποδηλώνουν οι συνεχείς διαβουλεύσεις, συμφωνίες και διαφωνίες, πρωτόκολλα και συνθήκες, που πραγματοποιούνταν και μεταβάλλονταν διαρκώς «πάνω» και «κάτω από το τραπέζι» γύρω από το μελλοντικό μοίρασμα της λείας σε περίπτωση νίκης.
Χάρτης των εμπόλεμων χωρών |
Τι στάση, όμως, κράτησε η διεθνής σοσιαλδημοκρατία; Παραμονές του πολέμου τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποτελούσαν μια καθ’ όλα υπολογίσιμη δύναμη, μετρώντας 3,4 εκατομμύρια μέλη και 7,4 εκατομμύρια εργάτες οργανωμένους στα συνδικάτα υπό την επιρροή τους. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν πρώτη πολιτική δύναμη στη Γερμανία και δεύτερη σε αρκετές άλλες από τις χώρες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο (Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Αυστρία, Ιταλία). Διέθετε, επομένως, και υπολογίσιμες δυνάμεις και τον ανάλογο σχεδιασμό (όπως αυτός είχε χαραχθεί κατά τα συνέδρια της Β’ Διεθνούς), ώστε να προβάλλει σοβαρά εμπόδια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την αλληλοσφαγή των εργαζομένων χάριν των κερδών των μονοπωλίων. Ωστόσο, τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει.
Τουναντίον, σχεδόν παντού, οι σοσιαλδημοκράτες συνηγόρησαν – και συμμετείχαν (με την ένταξή τους στις πολεμικές κυβερνήσεις) – στην αλληλοσφαγή της παγκόσμιας εργατικής τάξης, στοιχιζόμενοι με τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των «εθνικών» αστικών τους τάξεων. Επέδρασαν καταλυτικά στον ιδεολογικοπολιτικό παροπλισμό του σοσιαλιστικού – εργατικού κινήματος, αφαιρώντας του ταυτόχρονα και τις όποιες πρακτικές δυνατότητες να δράσει κατά του πολέμου (είτε τασσόμενοι ανοιχτά υπέρ του πολέμου είτε ισχυριζόμενοι πως απλώς δεν είχαν άλλη επιλογή). Συνέδραμαν τα μέγιστα στη δηλητηρίαση των εργατικών συνειδήσεων, υιοθετώντας τα σοβινιστικά επιχειρήματα των αστών («ντύνοντάς» τα κάποιες φορές με μαρξιστικοφανή επιχειρήματα, πως δήθεν επρόκειτο για πόλεμο αμυντικό – εθνικοαπελευθερωτικό, κ.λπ.). Στο πλαίσιο αυτό, προσπάθησαν «να δικαιολογήσουν με ευλογοφανή επιχειρήματα τόσο την ανικανότητά τους να προλάβουν το μακελειό, όσο και την ανάγκη γι’ αυτούς να πάρουν μέρος σ’ αυτό».7
Η στάση της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία», το προϊόν της προδοσίας μεμονωμένων ατόμων ή μεμονωμένων κομμάτων, αλλά το αποτέλεσμα της γενικότερης επικράτησης του οπορτουνισμού στις γραμμές της: «Η υπεράσπιση της συνεργασίας των τάξεων, η άρνηση της ιδέας της σοσιαλιστικής επανάστασης και των επαναστατικών μεθόδων πάλης, η προσαρμογή στον αστικό εθνικισμό, το γεγονός ότι ξεχνούν πως τα όρια της εθνότητας ή της πατρίδας είναι ιστορικά – μεταβατικά, η μετατροπή της αστικής νομιμότητας σε φετίχ, η άρνηση της ταξικής άποψης και της ταξικής πάλης από φόβο μήπως απομακρυνθούν οι “πλατιές μάζες του πληθυσμού” (διάβαζε: της μικροαστικής τάξης) – αυτές είναι αναμφισβήτητα οι ιδεολογικές βάσεις του οπορτουνισμού. Πάνω σ’ αυτήν τη βάση αναπτύχθηκαν οι σημερινές σοβινιστικές, πατριωτικές διαθέσεις της πλειοψηφίας των αρχηγών της ΙΙ Διεθνούς. Την ουσιαστική επικράτηση των οπορτουνιστών ανάμεσά τους την τόνισαν από καιρό πολλοί παρατηρητές από τις πιο διαφορετικές πλευρές. Ο πόλεμος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να αποκαλύψει εξαιρετικά γρήγορα και πολύ έκδηλα τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της επικράτησης… Η ΙΙ Διεθνής πέθανε, νικημένη από τον οπορτουνισμό».8
Η διάσπαση της Διεθνούς
Στον αντίποδα προς το πλειοψηφικό ρεύμα της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας βρέθηκε – πρώτα και κύρια – το κόμμα των Μπολσεβίκων (ΣΔΕΚΡ) της Ρωσίας, καθώς επίσης τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Βουλγαρίας («στενοί»), της Σερβίας και της Ρουμανίας, οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου των ΗΠΑ, καθώς και μια σειρά μειοψηφικές ομάδες (όπως αυτή του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με επικεφαλής τους Κ. Λίμπκνεχτ, Ρ. Λούξεμπουργκ, Κλ. Τσέτκιν και Φ. Μέρινγκ).
Κεντρικό καθήκον και βασική κατευθυντήρια γραμμή πάλης της ταξικά συνεπούς, επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, σε πόλεμο τάξης εναντίον τάξης, σε σοσιαλιστική επανάσταση.
Δύο δρόμοι ανοίγονταν μπροστά στο διεθνές προλεταριάτο: Η συστράτευση με τη «δική» του «εθνική» αστική τάξη και η συμμετοχή στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο υπό «ξένη» ταξικά σημαία ή η ένωση με τα ταξικά του αδέρφια των εμπόλεμων χωρών για την ανατροπή του πραγματικού εχθρού, των αστών, ανεξαρτήτως εθνικότητας. «Και οι δύο δρόμοι», σημείωνε ο Λένιν, είναι «δύσκολοι και απαιτούν θυσίες». Η επιλογή για την εργατική τάξη έγκειτο εντέλει σε αυτό: «Θέλει να προσφέρει αυτές τις θυσίες στην ιμπεριαλιστική αστική τάξη… και σε έναν από τους συνασπισμούς των μεγάλων Δυνάμεων ή στην υπόθεση της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό, από την πείνα, τους πολέμους; Το προλεταριάτο πρέπει να διαλέξει».9
Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες στο μέτωπο |
Σε αντίθεση, πάντως, με την πλειοψηφία της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, κάποια τμήματα της εργατικής τάξης έδειξαν πως διέθεταν ταξικά αντανακλαστικά και πως δεν είχαν δηλητηριαστεί πλήρως από το μικρόβιο του σοβινισμού (όπως ισχυρίστηκαν πολλοί, για να δικαιολογήσουν την προδοτική τους στάση απέναντι στον πόλεμο). Ογκώδεις και μαχητικές αντιπολεμικές συγκεντρώσεις πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στη Βρετανία, κ.α., έως και την ημέρα της κήρυξης του πολέμου. Το αρχικό μούδιασμα από την οπορτουνιστική προδοσία, καθώς και η σοβινιστική έξαρση που κυριάρχησε, τουλάχιστον την πρώτη περίοδο (με τη συνεπικουρία αστών και σοσιαλδημοκρατών), άρχισαν σιγά – σιγά να υποχωρούν σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι επαναστατικές δυνάμεις στο εργατικό – σοσιαλιστικό κίνημα άρχισαν και αυτές από τη μεριά τους να ανασυγκροτούνται και να οργανώνονται καλύτερα. Ηδη από τα τέλη του 1914 κιόλας Γερμανοί και Γάλλοι – Βρετανοί εργάτες στρατευμένοι του μετώπου προχώρησαν σε αυθόρμητες εκδηλώσεις συναδέλφωσης, ενώ εμφανίστηκαν και προκηρύξεις που διακήρυσσαν: «Ο κύριος εχθρός βρίσκεται στη δική μας τη χώρα».10
Η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο – ταξικό στη Ρωσία
Ο στρατηγικός στόχος της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας για μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο – ταξικό έγινε πραγματικότητα πρώτα στη Ρωσία, τον «αδύναμο κρίκο» της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, όπου και οι αντικειμενικές συνθήκες είχαν δημιουργήσει τους όρους της επαναστατικής κρίσης, αλλά και ο υποκειμενικός παράγοντας (το κόμμα της εργατικής τάξης) διέθετε την ανάλογη επαναστατική γραμμή.
Τον Απρίλη του 1917, ο Β. Ι. Λένιν παρουσίασε στο κόμμα των Μπολσεβίκων τις προγραμματικές θέσεις (που έμειναν στην Ιστορία ως «Θέσεις του Απρίλη»), όπου τίθετο άμεσα ο στόχος της εργατικής εξουσίας, η στρατηγική κατεύθυνση της σοσιαλιστικής επανάστασης – δίχως ενδιάμεσους «σταθμούς» και μεσοβέζικες «λύσεις». «Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση – αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη του 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου – και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία – έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης».11 Η υιοθέτηση των «Θέσεων του Απρίλη» από το κόμμα των Μπολσεβίκων – όχι χωρίς διαπάλη – αποτέλεσε πράγματι ορόσημο στην εξέλιξη του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία, αλλά και στη γενικότερη Ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Η προσωρινή αστική κυβέρνηση, υπό τον πρίγκιπα Λβοφ, δεν μπόρεσε να σταθεί για πολύ. Το Μάη του 1917, υπό το βάρος ενός νέου κύματος εργατικών κινητοποιήσεων (με κυρίαρχα συνθήματα «κάτω ο πόλεμος» και «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ»), αναγκάστηκε να ανασχηματιστεί, περιλαμβάνοντας στη σύνθεσή της περισσότερους υπουργούς προερχομένους από τη σοσιαλδημοκρατία (Α. Κερένσκι, Β. Τσερνόφ, Ι. Τσερετέλι, κ.ά.).
Από κοινού αστοί και σοσιαλδημοκράτες πάσχισαν να πείσουν το λαό πως ο πόλεμος έπαψε πλέον να είναι ιμπεριαλιστικός, αλλά πως πλέον διεξαγόταν για την υπεράσπιση της πατρίδας και της Φεβρουαριανής επανάστασης που ανέτρεψε τον τσάρο. Σε ενίσχυσή τους, ο ιμπεριαλιστικός συνασπισμός της Αντάντ έστειλε στη Ρωσία τους «καλύτερους» εκπροσώπους του. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Βρετανίας Α. Χέντερσον και Τζ. Τόμας, της Γαλλίας Α. Τομά, του Βελγίου Ε. Βαντερβέλντε, καθώς και εκπρόσωποι της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εργασίας: Ολοι έσπευσαν να πείσουν το ρωσικό λαό «να κάνει το χρέος του».
Ο Λένιν απευθύνεται στους εργάτες και στρατιώτες |
Ωστόσο, ούτε η πρωθυπουργοποίηση του Κερένσκι και οι συνεχώς ανακυκλούμενες υποσχέσεις για παραχωρήσεις – μεταρρυθμίσεις, ούτε η όξυνση της αντιμπολσεβικικής προπαγάνδας και η ένταση της καταστολής κατάφεραν να αποτρέψουν την πορεία των γεγονότων. Στις 6 προς 7 Νοέμβρη 1917 οι εργάτες και στρατιώτες, με επικεφαλής το κόμμα των Μπολσεβίκων, σήκωσαν τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης στην πρωτεύουσα, ενώ γρήγορα ο επαναστατικός πυρετός εξαπλώθηκε και στην υπόλοιπη χώρα, καθώς και στις μονάδες του στρατού και του στόλου. Ακολούθως, ξεκίνησε ένας πόλεμος ταξικός (εμφύλιος), ενάντια, τόσο στις εγχώριες δυνάμεις της αντεπανάστασης, όσο και στις δυνάμεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού που έσπευσαν να τις συνδράμουν. Ο πόλεμος αυτός, στον οποίο ρίχτηκαν με αυτοθυσία και ηρωισμό εκατομμύρια εργάτες και αγρότες, έληξε 5 χρόνια μετά με νίκη των επαναστατών και την εγκαθίδρυση του πρώτου προλεταριακού κράτους στον κόσμο.
Η λήξη του πολέμου: Ο απολογισμός για τους αστούς και τους προλετάριους
Η νικηφόρα πορεία της επανάστασης στη Ρωσία, η εξέγερση των ναυτών του γερμανικού στόλου στο Κίελο και η εξάπλωση του επαναστατικού πυρετού σ’ όλα τα προλεταριακά κέντρα της Γερμανίας (Νοέμβρης 1918), οι επαναστατικές εκδηλώσεις στους στρατούς και τα μετόπισθεν μιας σειράς ιμπεριαλιστικών χωρών (Γαλλία, Αυστροουγγαρία, κ.α.), επέσπευσαν τις διαδικασίες για τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ετσι, στις 11 Νοέμβρη 1918 στην Κομπιένη της Γαλλίας υπογράφτηκε ανακωχή μεταξύ της Γερμανίας και της Αντάντ, που ουσιαστικά σήμανε και το τέλος του πολέμου.
Το μοίρασμα της «λείας» μεταξύ των νικητριών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πραγματοποιήθηκε κατά τη «Διάσκεψη Ειρήνης» του Παρισιού, που άρχισε τις εργασίες της στις 18 Γενάρη 1919 και προϊόν της οποίας υπήρξε η Συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919). Η αναδιανομή του κόσμου, όπως προέκυψε από το λεγόμενο «Σύστημα των Βερσαλλιών» και επικυρώθηκε στη «Χάρτα» της νεοϊδρυθείσας Κοινωνίας των Εθνών, είχε ως εξής: Η Γερμανία απώλεσε το 1/8 των εδαφών της στην Ευρώπη, καθώς και όλες τις αποικίες της στην Αφρική, οι οποίες μοιράστηκαν κυρίως μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας. Οι κτήσεις της Γερμανίας στην Ασία περιήλθαν αντίστοιχα στην Ιαπωνία. Η Αυστροουγγαρία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαμελίστηκαν και διαλύθηκαν. Σε γενικές γραμμές, η Βρετανία διατήρησε την πρωτοκαθεδρία της στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Ιδιαίτερα ισχυρές, ωστόσο, αναδείχθηκαν και οι ΗΠΑ, που στο τέλος του πολέμου είχαν διπλασιάσει τις τοποθετήσεις κεφαλαίων τους στο εξωτερικό, ενώ είχαν συγκεντρώσει το 40% των παγκόσμιων αποθεμάτων σε χρυσό.
Το ιμπεριαλιστικό αυτό μοίρασμα του κόσμου παρέσυρε στη δίνη του πολέμου σχεδόν 1,5 δισεκατομμύρια ανθρώπους. Από τα 65 περίπου εκατομμύρια που επάνδρωσαν τους στρατούς των εμπόλεμων συνασπισμών, 8,52 εκατομμύρια σκοτώθηκαν στα πεδία των μαχών, 21,18 εκατομμύρια τραυματίστηκαν – έμειναν ανάπηροι, ενώ 7,75 εκατομμύρια έγιναν αιχμάλωτοι ή αγνοούμενοι. Επιπροσθέτως, 948 χιλιάδες άμαχοι έχασαν τη ζωή τους ως απευθείας αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων, ενώ άλλα 5,89 εκατομμύρια ως αποτέλεσμα των έμμεσων συνεπειών του πολέμου (πείνα, αρρώστιες, κ.ο.κ.). Κατά μέσο όρο 10.000 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους κάθε μέρα του πολέμου.
Οι εκατόμβες των νεκρών |
Την ίδια στιγμή που εκατομμύρια προλετάριοι έσβηναν στα πεδία των μαχών και στα εργοστάσια (όπου η εντατικοποίηση και εκμετάλλευση της εργασίας οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της «πολεμικής προσπάθειας»), οι αστοί – όλων των χωρών, νικητών και ηττημένων – αποκόμισαν ανεπανάληπτα κέρδη. «Τα κέρδη των αγγλικών μονοπωλίων στο χρονικό διάστημα του πολέμου αυξήθηκαν κατά 4 δισ. λίρες στερλίνες», ενώ τα «ετήσια έσοδα των αμερικανικών μονοπωλίων στα 1916 – 1918 ήταν κατά μέσο όρο 4,8 δισ. δολάρια μεγαλύτερα από ό,τι στα τρία τελευταία χρόνια πριν από τον παγκόσμιο πόλεμο».12
«Οι μετοχές ανεβαίνουν και οι προλετάριοι πέφτουν», σημείωνε χαρακτηριστικά η Ρ. Λούξεμπουργκ απ’ όταν ακόμα ο πόλεμος μαινόταν. «Και μαζί με καθέναν από αυτούς είναι ένας μελλοντικός αγωνιστής, ένας στρατιώτης της επανάστασης που κατεβαίνει στον τάφο. Αυτή η τρέλα, αυτή η ματωμένη κόλαση, θα πάψει να υπάρχει, από τη μέρα που οι εργάτες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ρωσίας θα βγουν επιτέλους από τη μέθη όπου σήμερα είναι βουτηγμένοι, θα τείνουν αδελφικά το χέρι, σκεπάζοντας ταυτόχρονα την κτηνώδικη κραυγή των θηρίων του ιμπεριαλιστικού πολέμου με την παλιά και δυνατή φωνή του πολέμου της εργασίας: Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!»13
Επίλογος
Ο Α’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος χαρακτηρίστηκε από πολλούς (μεταξύ αυτών και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γ. Ουίλσον) ως «ο πόλεμος που θα τερμάτιζε όλους τους πολέμους». Δύο μόλις δεκαετίες αργότερα, ο ισχυρισμός αυτός θα διαψευδόταν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, από την έκρηξη ενός νέου, ακόμα φονικότερου ιμπεριαλιστικού πολέμου (δίχως να συνυπολογίζουμε τους δεκάδες τοπικούς – περιφερειακούς πολέμους και ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις της μεσοπεριόδου). Και αυτό, βεβαίως, γιατί οι αιτίες που γέννησαν τον Πρώτο Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο δεν εξαλείφθηκαν. Ο πόλεμος στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν είναι απλώς ένα «ατυχές» γεγονός, αλλά αποτελεί οργανικό προϊόν του καπιταλισμού, αναπόφευκτη εκδήλωση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Ο Α’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος, όχι μόνο δεν «τερμάτισε όλους τους πολέμους», αλλά έθεσε και ο ίδιος το σπόρο του επόμενου, καθώς η αναδιανομή του κόσμου που επισφράγισε η Ειρήνη των Βερσαλλιών, «έκλεισε» μια σειρά προηγούμενους λογαριασμούς, αλλά «άνοιξε» και καινούργιους.
Ο Α’ Παγκόσμιος ιμπεριαλιστικός Πόλεμος έδειξε πως η εργατική τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να γίνεται βορά στα κανόνια των αντιμαχόμενων αστών. Εχθρός της δεν είναι ο ξένος προλετάριος, αλλά η δική της αστική τάξη, που εκμεταλλεύεται τον ιδρώτα και το αίμα της, τόσο σε καιρούς ειρήνης όσο και σε καιρούς πολέμου. Η πραγματική της απελευθέρωση, επομένως, έγκειται στην ανατροπή της αστικής εξουσίας.Στρατηγικός στόχος του κόμματος της εργατικής τάξης την περίοδο της παγίωσης και κυριαρχίας του καπιταλισμού, δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η επαναστατική κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, ο σοσιαλισμός – χωρίς «ενδιάμεσα» καθήκοντα, στόχους και στάδια. Η συμμαχία με τμήματα της αστικής τάξης (που μπορεί να βαφτίζονται «εθνικά», «πατριωτικά» ή άλλο), για τη διεκπεραίωση «αστικοδημοκρατικών», κ.λπ. σκοπών, οδηγεί αναπόφευκτα σε μετατροπή του κόμματος της εργατικής τάξης (και κατά προέκταση και των εργατικών μαζών που το ακολουθούν και το εμπιστεύονται) σε βαστάζο της αστικής εξουσίας, σε φτιασιδωτή και εν τέλει σε διασώστη της. Οπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές από την μακρόχρονη εμπειρία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, ο συμβιβασμός με την αστική τάξη και τα κόμματά της, ισοδυναμεί αυτομάτως με θυσία των ζωτικών συμφερόντων της εργατικής τάξης. Οι όποιες βραχυπρόθεσμες παραχωρήσεις και «οφέλη», δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν ή να ισοσκελίσουν τις μακροπρόθεσμες, στρατηγικές συνέπειες για το εργατικό κίνημα, που για ορισμένα ψίχουλα καλούνταν να παραδώσει συχνά έναν κόσμο ολόκληρο. Η συμμετοχή σε αστικές κυβερνήσεις σημαίνει εγκλωβισμό, ενσωμάτωση της εργατικής τάξης και του κινήματός της στη λογική και τις σκοπιμότητες της αστικής διαχείρισης. Εν τέλει, σημαίνει παροπλισμό και υποταγή της εργατικής τάξης στην αστική.
Το 1917 – 1919 η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο – ταξικό έγινε πραγματικότητα στη Ρωσία, στη Γερμανία, στη Φινλανδία και την Ουγγαρία. Ωστόσο, μόνο στην πρώτη είχε νικηφόρο αποτέλεσμα, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων, όπως οι αντικειμενικές και υποκειμενικές αδυναμίες των νεοϊδρυθέντων επαναστατικών κομμάτων της εργατικής τάξης (των Κομμουνιστικών Κομμάτων), ο αντεπαναστατικός ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας και βεβαίως οι εξωτερικές παρεμβάσεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Δυστυχώς, μια σειρά διδάγματα, που αντλήθηκαν κυριολεκτικά μέσα από φωτιά και σίδερο, όπως π.χ. γύρω από την αστικοποίηση και τον αντεπαναστατικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, παραγνωρίστηκαν έως και αγνοήθηκαν από το επαναστατικό εργατικό κίνημα τα επόμενα χρόνια. Ο διαχωρισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε «αριστερή» και «δεξιά» και η αναζήτηση συμμαχιών με τμήματα ή το σύνολό της – ιδιαίτερα στις παραμονές του Β’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου – είχε πολλαπλές συνέπειες για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, οδηγώντας σε απαράδεκτους ιδεολογικοπολιτικούς – οργανωτικούς συμβιβασμούς και οπισθοχωρήσεις, θέτοντας προσκόμματα στην ανάπτυξη και ευόδωση της επαναστατικής πάλης των λαών.
Ομοίως και ο μη-προσδιορισμός του χαρακτήρα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως ιμπεριαλιστικού: Γεγονός που καθόρισε τόσο το στρατηγικό στόχο των Κομμουνιστικών Κομμάτων, όσο και την πολιτική συμμαχιών τους. Ωστόσο, ο χαρακτήρας του πολέμου προσδιορίζεται αντικειμενικά από το χαρακτήρα της εποχής. Την εποχή, όπου ο καπιταλισμός έχει περάσει στο ανώτατο, μονοπωλιακό του στάδιο – τον ιμπεριαλισμό – ο πόλεμος δεν μπορεί παρά να έχει ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα. Το γεγονός αυτό είναι που με τη σειρά του καθορίζει και τη στάση της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, τόσο απέναντι στον πόλεμο γενικά, όσο και απέναντι στην αστική τάξη και το ζήτημα της εξουσίας.
Η ιστορική εμπειρία του Α’ Παγκοσμίου ιμπεριαλιστικού Πολέμου, ιδιαίτερα γύρω από το κομβικό ζήτημα της σχέσης μεταξύ του πολέμου και της πάλης για την εργατική εξουσία, αποτελεί σημαντική θεωρητική και πρακτική παρακαταθήκη για τους εργαζομένους όλου του κόσμου. Μιας παρακαταθήκης που καταγράφηκε και στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 19ο Συνέδριο, όπου τονίζονταν χαρακτηριστικά: «Σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί στην αυτοτελή οργάνωση της εργατικής – λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε αυτή να συνδεθεί με τον αγώνα για ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας».
Παραπομπές:
1. Β. Ι. Λένιν, «Προς τον Γκ. Ε. Ζηνόβιεφ», στα «Απαντα», τ. 49, σελ. 287.
2. Β. Ι. Λένιν, «Σοσιαλισμός και πόλεμος», στα «Απαντα», τ. 26, σελ. 320.
3. Β. Ι. Λένιν, «Παρατηρήσεις πάνω στην απόφαση του συνεδρίου της Στουτγάρδης “Για το μιλιταρισμό και τις διεθνείς συγκρούσεις”», και «Σημειώσεις», στα «Απαντα», τ. 16, σελ. 80 και 537.
4. Krivoguz I, The Second International, 1889-1914, εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 239 – 240.
5. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμος Ζ2, σελ. 701.
6. Krivoguz I, The Second International, 1889-1914, εκδ. «Progress», Moscow, 1989, σελ. 319.
7. Από άρθρο του Ιταλού σοσιαλιστή Zibordi στην Avanti, στο Β. Ι. Λένιν, Ο Ευρωπαϊκός Πόλεμος και ο διεθνής σοσιαλισμός, στα «Απαντα», τ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1973, σελ. 10.
8. Β. Ι. Λένιν, «Η κατάσταση και τα καθήκοντα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς», στα «Απαντα», τ. 26, σελ. 36-37 και 42.
9. Β. Ι. Λένιν, «Δώδεκα σύντομες θέσεις για την υποστήριξη από μέρους του Γκ. Γκρόιλιχ της υπεράσπισης της πατρίδας», στα «Απαντα», τ. 30, σελ. 335.
10. Β. Ι. Λένιν, «Σοσιαλισμός και πόλεμος», στα «Απαντα», τ. 26, σελ. 345.
11. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β’ τόμος, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 21.
12. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τ. Η, σελ. 116 και 145.
13. Ρ. Λούξεμπουργκ, «Η εργατική τάξη και ο πόλεμος», εκδ. «Κοροντζή», Αθήνα, σελ. 40-41.
Κείμενα: Αναστάσης ΓΚΙΚΑΣ
μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου