της Ροζας Λουξεμπουργκ
Η γιορτινή ατμόσφαιρα που βασίλευε στην πρωτεύουσα του Ράιχ ταράχθηκε
απότομα. Οι τρόφιμοι ενός δημοτικού νυχτερινού ασύλου έπεσαν θύματα
μαζικής δηλητηρίασης: ο εμποροϋπάλληλος Γιόζεφ Γκάιχε, 21 ετών· ο
εργάτης Καρλ Μέλχιορ, 47 ετών· ο Λουσιάν Στσυπτιερόβσκι, 65 ετών. Κάθε
μέρα ο κατάλογος μεγάλωνε. Ο θάνατος τους βρήκε παντού: στο άσυλο, στη
φυλακή, απλώς πεσμένους στον δρόμο ή κουβαριασμένους σε κάποια αποθήκη.
Πριν προλάβουν οι κωδωνοκρουσίες να αναγγείλουν την είσοδο του νέου
έτους, 150 άστεγοι ξεψυχούσαν, 70 είχαν ήδη εγκαταλείψει αυτόν τον
κόσμο.
Ποια ήταν λοιπόν η αιτία αυτών των μαζικών δηλητηριάσεων; Επρόκειτο
για επιδημία ή για δηλητηρίαση που προεκλήθη από την κατανάλωση
χαλασμένων τροφών; Η αστυνομία έσπευσε να καθησυχάσει τους πολίτες: δεν
επρόκειτο για μεταδοτική ασθένεια. Οι καθώς πρέπει άνθρωποι δεν
διέτρεχαν ουδένα κίνδυνο. Αυτή η εκατόμβη δεν ξεπερνούσε τον κύκλο των
“συνήθων τροφίμων του νυχτερινού ασύλου”, χτυπούσε μόνον εκείνους που
είχαν αγοράσει για τα Χριστούγεννα φτηνές παστές ρέγκες ή νοθευμένη
ρακή. Αλλά από πού τις πήραν αυτοί οι άνθρωποι τις σάπιες ρέγκες; Τις
είχαν αγοράσει από κάποιον παράνομο έμπορο ή τις μάζεψαν στην κεντρική
αγορά, απ’ τα σκουπίδια; Αυτή η υπόθεση απορρίφθηκε εξαιτίας ενός
αναντίρρητου λόγου: στην Δημόσια Κεντρική Αγορά τα κατάλοιπα δεν
αποτελούν επουδενί, όπως φαντάζονται τα επιφανειακά πνεύματα που
στερούνται οικονομικής παιδείας, ένα εγκαταλελειμμένο αγαθό, που ο
πρώτος τυχών άστεγος μπορεί να ιδιοποιηθεί. Αυτά τα απορρίμματα
συγκεντρώνονται και πωλούνται σε μεγάλες επιχειρήσεις εκτροφής χοίρων.
Οι επαγρυπνούσες υπηρεσίες της Αγορανομίας καταβάλλουν προσπάθειες ώστε
να μην μπορεί οποιοσδήποτε αλήτης να υπεξαιρέσει παρανόμως από τα
γουρούνια την τροφή τους για να την καταβροχθίσει. Επομένως, η Αστυνομία
αναζητεί τον “παράνομο ιχθυοπώλη” ή τον κάπελα που πούλησε στους
αστέγους τη δηλητηριασμένη ρακή.
Όσο ήταν ζωντανοί ο Γιόζεφ Γκάιχε, ο Καρλ Μελχιόρ ή ο Λουσιάν
Στσυπτιερόβσκι, οι ταπεινές υπάρξεις τους δεν είχαν αποτελέσει ποτέ
αντικείμενο τέτοιας προσοχής. Τώρα, ιατρικές κορυφές εντρυφούν στα
σπλάχνα τους. Το περιεχόμενο του στομαχιού τους, για το οποίο ο κόσμος
αδιαφορούσε παντελώς μέχρι σήμερα, το εξετάζουν προσεκτικά και το
συζητούν στις εφημερίδες. Δέκα επιστήμονες εργάζονται για να απομονώσουν
τον βάκιλο που ευθύνεται για τον θάνατό τους. Ο Λουσιάν Στσυπτιερόβσκι
έγινε ξαφνικά μια σημαντική προσωπικότητα: σίγουρα θα φούσκωνε από
ματαιοδοξία αν δεν κείτονταν, αηδιαστικό πτώμα, στο τραπέζι του
νεκροτομείου. Ως κι ο Κάιζερ ενημερώθηκε, ενώ η ευγενής σύζυγός του
ζήτησε να εκφράσουν τα συλλυπητήριά της στον Δήμαρχο, ο οποίος χαίρει
άκρας υγείας, αλλά, τέλος πάντων, σε ποιον θέλετε να διατυπωθούν τα
συλλυπητήρια, αφού κανείς δεν γνωρίζει τις πενθούσες οικογένειες; Πώς να
τις ψάξουμε στα καταγώγια, στα ορφανοτροφεία, στα εργοστάσια ή στα
ορυχεία; [...]
Όλη αυτή η υπόθεση αποτέλεσε μια εξόφθαλμη παραφωνία. Συνήθως η
κοινωνία μας δείχνει να σέβεται την ευπρέπεια: κηρύσσει την αξιοπρέπεια,
την τάξη και τα χρηστά ήθη. Ασφαλώς, δεν είναι όλα τέλεια στην
λειτουργία του κράτους, αλλά κι ο ήλιος ακόμα έχει κηλίδες! Οι ίδιοι οι
εργάτες –ειδικώς αυτοί που παίρνουν τους υψηλότερους μισθούς, που
αποτελούν μέλη μιας οργάνωσης– πιστεύουν πως, σε τελική ανάλυση, τόσο η
ύπαρξη όσο και ο αγώνας του προλεταριάτου εξελίσσονται μέσα στον σεβασμό
των κανόνων της αξιοπρέπειας και της ορθότητας. Κανείς δεν αγνοεί πως
υπάρχουν άσυλα, ζητιάνοι, πόρνες, μυστική Αστυνομία, εγκληματίες και
άνθρωποι που προτιμούν το σκοτάδι από το φως. [...] Αλλά ανάμεσα στους
τίμιους εργάτες και αυτούς τους αποκλεισμένους ορθώνεται ένα τείχος, και
σπάνια σκέφτεται κανείς την αθλιότητα που σέρνεται στη λάσπη από την
άλλη μεριά. Και ξαφνικά συμβαίνει ένα γεγονός που αναστατώνει τα πάντα.
Ξαφνικά, το τρομαχτικό φάντασμα της αθλιότητας τραβάει από το πρόσωπο
της κοινωνίας μας την μάσκα της αξιοπρέπειας και αποκαλύπτει πως αυτή η
ψευτοαξιοπρέπεια δεν είναι παρά το κοκκινάδι μιας πουτάνας. Ξαφνικά,
κάτω από τα επιπόλαια και μεθυστικές προσχήματα του πολιτισμού μας
ανακαλύπτουμε τη χαίνουσα άβυσσο της βαρβαρότητας και της κτηνωδίας.
Ανθρώπινα πλάσματα ψάχνουν τους σκουπιδοντενεκέδες, κουλουριάζονται από
τους πόνους ψυχορραγώντας, ξεψυχούν αφήνοντας την τελευταία μολυσμένη
πνοή τους.
Ποιοι είναι αυτοί οι τρόφιμοι του ασύλου, τα θύματα της χαλασμένης
ρέγκας; Ένας υπάλληλος, ένας οικοδόμος, ένας μηχανικός: εργάτες,
εργάτες, μόνον εργάτες. Δεν υπάρχει εργάτης ασφαλής απέναντι στο
ενδεχόμενο του ασύλου, της χαλασμένης ρέγκας, της νοθευμένης ρακής.
Έτσι κλείνει ο κύκλος της ύπαρξης του προλετάριου μέσα στην
καπιταλιστική κοινωνία. Ο προλετάριος είναι αρχικά ένας εργάτης ικανός
και ευσυνείδητος, που, από τα παιδικά του χρόνια, κοπιάζει υπομονετικά
για να καταβάλλει την καθημερινή του συνεισφορά στο κεφάλαιο. Οι
εργάτες, γκρίζα, σιωπηλή, σκοτεινή μάζα, βγαίνουν κάθε βράδυ από τα
εργοστάσια όπως ακριβώς μπήκαν το χάραμα: αιωνίως άθλιοι, κουβαλώντας
αιωνίως κάθε πρωί στην αγορά το μόνο αγαθό που κατέχουν: το σώμα τους.
Πότε-πότε ένα ατύχημα, μια έκρηξη, τους θερίζει ανά δεκάδες ή
εκατοντάδες στα βάθη ενός ορυχείου — ένα άρθρο στις εφημερίδες, ένα
αριθμός που δηλώνει την καταστροφή. Σε λίγες μέρες έχουν ξεχαστεί, σε
λίγες μέρες δεκάδες ή εκατοντάδες εργάτες έχουν πάρει τη θέση τους κάτω
από τον ζυγό του κεφαλαίου.
Πότε-πότε έρχεται μια κρίση: βδομάδες και μήνες ανεργίας,
απελπισμένου αγώνα ενάντια στην πείνα. Κι ύστερα, ο εργάτης καταφέρνει
να ξαναχωθεί στα γρανάζια, ευτυχισμένος που μπορεί πάλι να τεντώσει τους
μυς και τα νεύρα του για το κεφάλαιο.
Αλλά σιγά-σιγά οι δυνάμεις του τον προδίδουν. Μια μεγαλύτερη περίοδος
ανεργίας, ένα ατύχημα, τα γεράματα — κι αναγκάζεται να αρπάξει όποια
δουλειά του τύχει. Η ύπαρξη του προλετάριου εξαρτάται πια από την τύχη. Ο
αυτοσεβασμός του φθίνει — και να τον μπροστά στην πόρτα του νυχτερινού
ασύλου ή της φυλακής.
Έτσι, κάθε χρόνο, χιλιάδες υπάρξεις γλιστράνε έξω από τις κανονικές
συνθήκες ζωής του προλεταριάτου για να πέσουν στη νύχτα της αθλιότητας.
Πέφτουν σιωπηλά, σαν λάσπη που κατακάθεται στα βάθη της κοινωνίας:
στοιχεία φθαρμένα, άχρηστα, από τα οποία το κεφάλαιο δεν έχει πια ούτε
σταγόνα να στραγγίξει, ανθρώπινα απορρίματα που τα σαρώνει μια σιδερένια
σκούπα.
“Τόσο οι άνεργοι όσο και οι εργαζόμενοι εργάτες”, λέει ο Καρλ Μαρξ
στο Κεφάλαιο, “είναι εξίσου απαραίτητοι, αυτές οι δύο κατηγορίες
ρυθμίζουν την ύπαρξη της καπιταλιστικής παραγωγής και την ανάπτυξη του
πλούτου. [...] Αλλά όσο περισσότερο αυτό το απόθεμα των ανέργων
αυξάνεται συγκριτικά με τον ενεργό στρατό της εργασίας τόσο αυξάνεται ο
υπερπληθυσμός των φτωχών. Να ο γενικός απόλυτος νόμος της καπιταλιστικής
συσσώρευσης”.
Ο Λούσιαν Στσυπτιερόβσκι, που τελείωσε τη ζωή του στον δρόμο,
δηλητηριασμένος από μια σάπια ρέγκα, είναι μέρος του προλεταριάτου
ακριβώς όπως και οποιοσδήποτε ειδικευμένος εργάτης που αμείβεται τόσο
καλά ώστε να αγοράζει ευχετήριες κάρτες για τη νέα χρονιά και μία
επίχρυση αλυσίδα για το ρολόι του. Το νυχτερινό άσυλο για τους άστεγους
και οι έλεγχοι της αστυνομίας είναι στύλοι της σημερινής κοινωνίας, όπως
ακριβώς η Καγκελαρία του Ράιχ και η Ντόυτσε Μπανκ. Οι κύριοι ιατρικοί
σύμβουλοι μπορούν να ψάχνουν όσο θέλουν στο μικροσκόπιο το θανατηφόρο
μικρόβιο μέσα στα σπλάχνα των δηλητηριασμένων: ο πραγματικός βάκιλος που
προκάλεσε τον θάνατο των τροφίμων του βερολινέζικου ασύλου είναι η
καπιταλιστική κοινωνική τάξη.
Κάθε μέρα, άστεγοι καταρρέουν, νικημένοι από την πείνα και το κρύο.
Κανείς δεν συγκινείται, το μόνο που τους μνημονεύει είναι το βιβλίο
συμβάντων της Αστυνομίας. Αυτό που έκανε αίσθηση τούτη τη φορά στο
Βερολίνο ήταν ο μαζικός χαρακτήρας του φαινομένου. Ο προλετάριος δεν
μπορεί να τραβήξει πάνω του την προσοχή της κοινωνίας παρά ως μάζα που
σέρνει το βάρος της αθλιότητάς της.
Την επομένη των οδοφραγμάτων της 18ης Μαρτίου 1848, οι βερολινέζοι
εργάτες σήκωσαν τα πτώματα των νεκρών της εξέγερσης και τα μετέφεραν
μπροστά στα Ανάκτορα, εξαναγκάζοντας τον δεσποτισμό να δείξει τον
σεβασμό του στα θύματα. Σήμερα πρέπει να υψώσουμε τα δηλητηριασμένα
πτώματα των άστεγων του Βερολίνου, που είναι σάρκα από τη σάρκα και αίμα
από το αίμα μας, πάνω σε χιλιάδες χέρια προλεταρίων, και τα μεταφέρουμε
σ’ αυτή την νέα χρονιά αγώνων φωνάζοντας: Κάτω το αισχρό κοινωνικό
καθεστώς που γεννά τέτοια φρίκη!
μετάφραση: Έλενα Πατρικίου
Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου