ενα παλιότερο πολύ καλό άρθρο απο cynical
Εδώ και δεκαετίες γίνεται αρκετή συζήτηση
1) Για τις ιδιότητες που χαρακτηρίζουν ένα σύστημα γνώσεων και μεθοδολογιών σαν επιστημονικό ή αντίστοιχα ψευδοεπιστημονικό,
2) για τα όρια ανάμεσα στα δύο αυτά συστήματα,
3) για το αν είναι δυνατόν να καθοριστούν τέτοια όρια, και ακόμα
4) για το αν η επιστημονική γνώση αποκαλύπτει πράγματι βασικές αλήθειες για την πραγματικότητα.
Ειδικά στις μέρες μας, η σύγχυση μεγενθύνεται εξ αιτίας των επίμονων και συντονισμένων προσπαθειών καραμπινάτων ανορθολογισμών, (δεν θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω κάθε φορά), να ενδυθούν τον μανδύα του επιστημονικού και να καταστούν, όπως νομίζουν, έγκυροι στα μάτια των αφελών. (π.χ. ομοιοπαθητική, αστρολογία, ενεργειακή ιατρική, κ.α.).
Επομένως θεωρώ επιτακτική την ανάγκη να προσπαθήσω να βάλω στη σειρά ορισμένα απ’ αυτά που νομίζω ότι αποτελούν τα πρωτεύοντα χαρακτηριστικά γνωρίσματα πρώτα του επιστημονικού και κατ’ αντιδιαστολή του ψευδοεπιστημονικού συστήματος γνώσεων.
ΜΙΑ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΠΕΡΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ.
Όπως ανέφερα και σε προηγούμενο σημείωμά μου είναι διάχυτη η αντίληψη ότι η Επιστήμη δεν είναι παρά ένα άλλο σύστημα Πίστης και ότι ο Επιστήμονας δεν είναι παρά ένας άλλος πνευματικός εξουσιαστής.
Ένα μικρό μόνο δείγμα της τεράστιας ζημιάς που έκανε στην εικόνα της Επιστήμης ο σχετικισμός του Paul Feyerabend φαίνεται στο παρακάτω απόσπασμα από το διάσημο βιβλίο του «Ενάντια στη Μέθοδο»:
«... Η Επιστήμη είναι πολύ κοντύτερα στο Μύθο, απ’ ότι η φιλοσοφία της Επιστήμης είναι πρόθυμη να δεχτεί. Είναι ένας από τους πολλούς τύπους σκέψεις που έχουν αναπτυχθεί από τον άνθρωπο και όχι αναγκαστικά ο καλύτερος. Είναι κακόγουστος, θορυβώδης, αυθάδης, αλλά εκλαμβάνεται σαν ανώτερος μόνον από εκείνους οι οποίοι έχουν ήδη αποφασίσει γιαυτό, στα πλαίσια μιας κάποιας ιδεολογίας ή που τον έχουν αποδεχτεί χωρίς ποτέ να μπουν στον κόπο να εξετάσουν τα πλεονεκτήματα και τα όριά του...».
Κοντολογίς, σύμφωνα με την άποψη του Feyerabend η Επιστήμη δεν είναι παρά ίδια με τη Θρησκεία, διότι εδράζεται σε συγκεκριμένα δόγματα που δεν μπορούν λογικά να δικαιολογηθούν.
Το θεμελιακό παράπτωμα στη περίπτωση αυτή είναι η εξομοίωση της Πίστης με την Εμπιστοσύνη, δηλαδή με την εμπιστοσύνη που δείχνουμε στα συμπεράσματα της Επιστήμης. Ο εφησυχασμός που νοιώθουμε, για παράδειγμα, όταν ανεβαίνουμε στο αεροπλάνο δεν πηγάζει από την πίστη ότι μας προστατεύει ο θεός, η παναγία και ένα τάγμα αγγέλων, αλλά από την εμπιστοσύνη που έχουμε στην εκπαίδευση των πιλότων, την τεχνική υποστήριξη του αεροσκάφους, κ.λ.π. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα πορίσματα όσων συστημάτων εντάσσονται στο σώμα της Επιστήμης.
Μου φαίνεται εντελώς αφελής η αρκετά διαδεδομένη απόψη,
ότι εφ’ όσον δεν μπορούμε να βάλουμε τα χέρια μας «επί τον τύπον των ήλων», δηλαδή να έχουμε άμεση εποπτεία της διαδικασίας παραγωγής των επιστημονικών γνώσεων, δεν μπορύμε να τα υιοθετήσουμε κι όλας. Η στάση αυτή αφορά κυρίως, για να πάρουμε ένα παράδειγμα, στην Δαρβίνεια θεωρία της εξέλιξης. Ένας δε από τους λόγους για τους οποίους τής καταλογίζεται αναξιοπιστία, είναι η αδυναμία της να αναπαραστήσει στο εργαστήριο, πειραματικά, τα στάδια της εξελικτικής διαδικασίας. Πρόκειται προφανώς περί ευτελούς αγυρτείας και χυδαίας σοφιστίας, διότι ναι μεν η εγκυρότητα των συμπερασμάτων μιας θεωρίας αποκαθίσταται μέσω της πειραματικής κάθαρσης, αλλά εξ ίσου αποκαθίσταται και όταν τα παρατηρούμενα φαινόμενα μπορούν να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στον εξηγητικό μηχανισμό της θεωρίας, ο οποίος και τα προβλέπει.
Συγκεκριμένα για τη θεωρία της Εξέλιξης ναι μεν δεν είναι δυνατόν να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία της εξέλιξης με πειράματα στο εργαστήριο διότι η εξελικτική διαδικασία χρειάζεται κάποια εκατομμύρια χρόνια για να δώσει απτά αποτελέσματα, αλλά έχουμε
1. τα απολιθώματα που πιστοποιούν παλιότερα είδη,
2. τις χημικές και ανατομικές ομοιότητες σχετιζόμενων μορφών ζωής,
3. τη γεωγραφική κατανομή ομοειδών ειδών, καθώς επίσης και
4. τις καταγεγραμμένες γενετικές αλλαγές σε ζωντανούς οργανισμούς στη διάρκεια πολλών γενεών.
Σήμερα η μόνη αμφισβήτηση της θεωρίας αυτής γίνεται από θεολόγους και όχι από άλλους επιστήμονες, παρά μόνον περιθωριακά. Αυτό κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη να διασαφηνίσουμε τον τρόπο λειτουργίας της Επιστήμης.
Ένα παρόμοιο σόφισμα που κυκλοφορούσε παλιά στο διαδίκτυο και το οποίο ξαναείδα να κυκλοφορεί και πρόσφατα, και να αναπαράγεται μάλιστα από την κατά τα άλλα σοβαρή Εφημερίδα «Ναυτεμπορική», "Συγκρουσιακή συνομιλία με εκλεκτή συλλογιστική" 23/11/2007, είναι αυτό που αναφέρεται στον διάλογο ενός καθηγητή με έναν φοιτητή, που σαν δόλωμα ο συντάκτης τον κατονομάζει Αϊνστάιν. Προφανώς για να μας αποτρέψει να τολμήσουμε να κρίνουμε τις ανοησίες του, (του συντάκτη). Φυσικά αν ο Αϊνστάιν σκεπτόταν με τον τρόπο που φέρεται να σκέπτεται στο εν λόγω σημείωμα, τότε δεν θα είχε προχωρήσει και πολύ στη ζωή του και ούτε καν θα τον γνωρίζαμε. Το ρεζουμέ της ιστορίας είναι ότι η αποδοχή της επιστημονικής γνώσης απαιτεί την Πίστη, διότι υποτίθεται ότι η επιστήμη δεν μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τους τρόπους με τους οποίους παράγει τη γνώση. Ε!, τι να κάνουμε εδώ χρειάζεται και κάποια ...γνώση για να απαιτούμε να γνωρίζουμε πώς παράγεται η ...γνώση. Και ίσως αυτό να είναι που ενοχλεί και ίσως γιαυτό να ομιλούν περί «Ιερατείου». Φαντάζομαι, ότι στα κάθε είδους Ιερατεία οι πόρτες είναι διπλοαμπαρτωμένες και η πρόσβαση σαυτά αδύνατη για τους κοινούς θνητούς. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τα ερευνητικά κέντρα είναι ανοιχτά στον καθένα, στον οποιονδήποτε διαθέτει στοιχειώδη ευφυία, μεράκι, επιμονή, θέληση και διάθεση για σκληρή και σχετικά κακοπληρωμένη δουλειά. Voila λοιπόν....
Η περίπτωση αυτή φέρνει στο νου συνειρμικά τη σύγχυση που είχε προκύψει πριν από μερικά χρόνια με τις αστυνομικές ταυτότητες. Όλος ο καυγάς ήταν επειδή είχε εξομοιωθεί (υποβολιμαία φυσικά) στην συνείδηση η κατάργηση της αναγραφής της θρησκευτικής πεποίθησης στην αστυνομική ταυτότητα, με την κατάργηση της Ταυτότητας, της ιδιοσυστασίας δηλαδή, του ατόμου, θέμα ιερό και ταμπού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έτσι και στην περίπτωση της επιστήμης η ιδίου τύπου εξομοίωση που επιχειρείται (Εμπιστοσύνη με Πίστη) δεν βασίζεται παρά σε ένα παιχνίδι της γλώσσας, υπό τύπον δολώματος, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι.
Φυσικά, η Επιστήμη δεν είναι Θεολογία και θεωρώ ότι η διάκριση αυτή είναι πολύ κοινή και τετριμμένη ώστε να αναλωθώ αναλύοντας και διαχωρίζοντας τα δύο αυτά συστήματα. Αυτό που θεωρώ όμως ότι έχει νόημα είναι να παρουσιάσω την επιστημονική μεθοδολογία, όσο πιο αναλυτικά μπορώ με τελικό σκοπό φυσικά να πείσω ότι δεν υπάρχει καλύτερο μεθοδολογικό εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας, για όσους φυσικά πιστεύουν ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Για τους άλλους, λυπάμαι αλλά θα παραμείνουν αβοήθητοι και σε αιώνια σύγχυση.
Religion is about Faith; Science is about Doubt. (Richard Feynmann)
Επομένως, θεωρώντας προσφορότερη την πραγμάτευση του ερωτήματος «σε τι συνίσταται η Επιστημονική Μεθοδολογία;», από το ερώτημα «τί είναι Επιστήμη;» θα προχωρήσω στην:
Ένα παρόμοιο σόφισμα που κυκλοφορούσε παλιά στο διαδίκτυο και το οποίο ξαναείδα να κυκλοφορεί και πρόσφατα, και να αναπαράγεται μάλιστα από την κατά τα άλλα σοβαρή Εφημερίδα «Ναυτεμπορική», "Συγκρουσιακή συνομιλία με εκλεκτή συλλογιστική" 23/11/2007, είναι αυτό που αναφέρεται στον διάλογο ενός καθηγητή με έναν φοιτητή, που σαν δόλωμα ο συντάκτης τον κατονομάζει Αϊνστάιν. Προφανώς για να μας αποτρέψει να τολμήσουμε να κρίνουμε τις ανοησίες του, (του συντάκτη). Φυσικά αν ο Αϊνστάιν σκεπτόταν με τον τρόπο που φέρεται να σκέπτεται στο εν λόγω σημείωμα, τότε δεν θα είχε προχωρήσει και πολύ στη ζωή του και ούτε καν θα τον γνωρίζαμε. Το ρεζουμέ της ιστορίας είναι ότι η αποδοχή της επιστημονικής γνώσης απαιτεί την Πίστη, διότι υποτίθεται ότι η επιστήμη δεν μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τους τρόπους με τους οποίους παράγει τη γνώση. Ε!, τι να κάνουμε εδώ χρειάζεται και κάποια ...γνώση για να απαιτούμε να γνωρίζουμε πώς παράγεται η ...γνώση. Και ίσως αυτό να είναι που ενοχλεί και ίσως γιαυτό να ομιλούν περί «Ιερατείου». Φαντάζομαι, ότι στα κάθε είδους Ιερατεία οι πόρτες είναι διπλοαμπαρτωμένες και η πρόσβαση σαυτά αδύνατη για τους κοινούς θνητούς. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι τόσο τα πανεπιστήμια όσο και τα ερευνητικά κέντρα είναι ανοιχτά στον καθένα, στον οποιονδήποτε διαθέτει στοιχειώδη ευφυία, μεράκι, επιμονή, θέληση και διάθεση για σκληρή και σχετικά κακοπληρωμένη δουλειά. Voila λοιπόν....
Η περίπτωση αυτή φέρνει στο νου συνειρμικά τη σύγχυση που είχε προκύψει πριν από μερικά χρόνια με τις αστυνομικές ταυτότητες. Όλος ο καυγάς ήταν επειδή είχε εξομοιωθεί (υποβολιμαία φυσικά) στην συνείδηση η κατάργηση της αναγραφής της θρησκευτικής πεποίθησης στην αστυνομική ταυτότητα, με την κατάργηση της Ταυτότητας, της ιδιοσυστασίας δηλαδή, του ατόμου, θέμα ιερό και ταμπού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Έτσι και στην περίπτωση της επιστήμης η ιδίου τύπου εξομοίωση που επιχειρείται (Εμπιστοσύνη με Πίστη) δεν βασίζεται παρά σε ένα παιχνίδι της γλώσσας, υπό τύπον δολώματος, όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι.
Φυσικά, η Επιστήμη δεν είναι Θεολογία και θεωρώ ότι η διάκριση αυτή είναι πολύ κοινή και τετριμμένη ώστε να αναλωθώ αναλύοντας και διαχωρίζοντας τα δύο αυτά συστήματα. Αυτό που θεωρώ όμως ότι έχει νόημα είναι να παρουσιάσω την επιστημονική μεθοδολογία, όσο πιο αναλυτικά μπορώ με τελικό σκοπό φυσικά να πείσω ότι δεν υπάρχει καλύτερο μεθοδολογικό εργαλείο για την κατανόηση της πραγματικότητας, για όσους φυσικά πιστεύουν ότι υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα. Για τους άλλους, λυπάμαι αλλά θα παραμείνουν αβοήθητοι και σε αιώνια σύγχυση.
Religion is about Faith; Science is about Doubt. (Richard Feynmann)
Επομένως, θεωρώντας προσφορότερη την πραγμάτευση του ερωτήματος «σε τι συνίσταται η Επιστημονική Μεθοδολογία;», από το ερώτημα «τί είναι Επιστήμη;» θα προχωρήσω στην:
Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Ένα σύστημα έρευνας και παραγωγής γνώσης (και εδώ θα έχω κατά νου κυρίως τις φυσικές επιστήμες), θεωρείται επιστημονικό και ταυτοχρόνως έγκυρο, όταν βασίζεται σε εμπειρικά, παρατηρούμενα και μετρήσιμα δεδομένα για τη διατύπωση υποθέσεων, εξηγητικών μηχανισμών και συγκρότηση θεωριών, οι οποίες όχι μόνο να ΕΞΗΓΟΥΝ αλλά και να ΠΡΟΒΛΕΠΟΥΝ, και των οποίων τα συμπεράσματα οφείλουν:
1. να είναι επαναλήψιμα, δηλαδή να αναπαράγονται από οποιαδήποτε εργαστήριο ή υπολογισμό, κάτω από τις ίδιες συνθήκες,
2. να επιβεβαιώνονται απ’ όλους, να μην υπάρχει δηλαδή το στοιχείο της υποκειμενικότητας, να συγκρίνονται με πειραματικά δεδομένα,
3. να είναι ανοιχτά σε διερεύνηση από κάθε ενδιαφερόμενο,
4. να συνοδεύονται από τα περιθώρια σφάλματος και το βαθμό αξιοπιστίας τους και
5. να είναι ανασκευάσιμα. Για παράδειγμα, η πρόταση «αύριο μπορεί να βρέξει ή να μη βρέξει» όπως και η «υπάρχει θεός» δεν είναι επιστημονικές, καθ’ ότι δεν μπορούν να διαψευσθούν. Ενώ η πρόταση π.χ. «τώρα βρέχει», ενώ έξω έχει λιακάδα είναι επιστημονική διότι μπορεί πάραυρτα ν’ αποδειχθεί ψευδής.
Για ν’ απαντήσω στις δοξασίες περί «Ιερατείου», τα αποτελέσματα μιας έρευνας για να καταστούν έγκυρα πρέπει να τεθούν υπ’ όψιν της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας (της σχετικής με το αντικείμενο προφανώς), η οποία και θα αποφανθεί. Αυτό γίνεται είτε με το θεσμό των συνεδρίων και της κατά μέτωπον αντιπαράθεσης, (ή συμφωνίας) είτε με τη δημοσίευσή τους σε έγκυρα, εξειδικευμένα και ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά του χώρου. Για να δημοσιευτεί μια εργασία περνάει από την κρίση ενός ή τριών κριτών, οι οποίοι μπορεί να είναι οι οποιοιδήποτε, προφανώς όμως οι πλεόν σχετικοί με το εκάστοτε υπό κρίση αντικείμενο, και για ευνόητους λόγους, ανώνυμοι. Παρά τη δημοσίευσή τους όμως, τα συμπεράσματα των εκάστοτε εργασιών δεν γίνονται αυτόματα και καθολικώς αποδεκτά, παρά μόνον όταν έχει «ωριμάσει το κλίμα». Τί σημαίνει αυτό;
Κάθε επί μέρους επιστημονικό πεδίο αποτελεί αντικείμενο έρευνας πολλών ερευνητών διασκορπισμένων σε διαφορετικά κέντρα και το πιο πιθανόν σε διαφορετικές χώρες. Καθ’ ένα εργαστήριο αντιμετωπίζει το ίδιο θέμα με διαφορετικό τρόπο, με διαφορετική προσέγγιση. Τα φυσικά φαινόμενα στις πλείστες των περιπτώσεων είναι εξαιρετικά πολύπλοκα ώστε να περιγραφούν επακριβώς μέσω μιας καλώς καθορισμένης θεωρίας. Ή μπορεί μια καλή θεωρία όντως να υπάρχει, όπως η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, η Κλασική Μηχανική και η Κβαντική Μηχανική, αλλά η επίλυση των βασικών τους εξισώσεων, όπως οι εξισώσεις Αινστάιν στην πρώτη και η εξίσωση του Schroedinger στην τελευταία, να μην μπορούν να επιλυθούν επακριβώς για ΟΛΑ τα συστήματα, παρά μόνον προσεγγιστικά, κι αυτό λόγω των μεγάλων απαιτήσεων σε υπολογιστική ισχύ ή λόγω αδυναμίας εύρεσης αναλυτικών λύσεων παρά μόνον για έναν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων.
Έτσι κάθε εργασία συμβάλλει κι από λίγο στην περιγραφή και κατανόηση της πραγματικότητας και γιαυτό το λόγο είναι επιτακτική η ανάγκη της συνεχούς ανταλλαγής απόψεων και σύγκρισης αποτελεσμάτων με άλλα ομοειδή εργαστήρια. Η ετημυγορία της πραγματικότητας εκφράζεται φυσικά από το πείραμα, το οποίο και αυτό δεν είναι ένα και μοναδικό αλλά υπάρχουν πολλές πειραματικές προσπάθειες μέτρησης μιας ποσότητας, με όσους τρόπους επιτρέπει η φαντασία καθενός. Όταν όλοι όσοι εμπλέκονται στην ίδια προσπάθεια βρίσκουν επανειλημμένα το ίδιο αποτέλεσμα, τότε υπάρχει γενική συναίνεση για την τιμή της συγκεκριμένης φυσικής ποσότητας, η οποία και υιοθετείται.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω τη σπουδαιότητα της αλληλεπίδρασης της θεωρίας με το πείραμα. Οι μεγάλες Θεωρίες που προανέφερα, καθώς και άλλες όπως η Κβαντική Θεωρία Πεδίου, η Ηλεκτροδυναμική, (Κβαντική και Κλασική), η Στατιστική Μηχανική, η Θεωρία του Χάους η Χρωμοδυναμική, παρέχουν το ευρύτερο πλαίσιο για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων μέσω απλουστευμένων, σχηματοποιημένων και με εσωτερική συνέπεια μαθηματικών κατασκευών που ονομάζονται Μοντέλα και από τα οποία αξιώνουμε
1) την ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ υπαρχόντων πειραματικών δεδομένων και
2) την ΠΡΟΒΛΕΨΗ νέων φαινομένων.
Τα μοντέλα κατασκευάζοται έτσι ώστε να γίνει κατανοητός ο ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ που υπάρχει πίσω από το υπό εξέταση φυσικό φαινόμενο, μέσα από τη μαθηματική καταγραφή αυστηρών αιτιωδών σχέσων. Στο βαθμό που η επίλυση ενός μοντέλου (στα πλαίσια πάντα μιας μεγάλης θεωρίας από αυτές που προανέφερα), δίνει τιμές κοντά ή ίδιες με τις πειραματικές, τότε υιοθετείται. Φυσικά στις περισσότερες των περιπτώσεων το μοντέλο μπορεί να επιβεβαιώνει ορισμένες πειραματικές μετρήσεις, άλλες όμως να αποτυχαίνει να τις αναπαράγει. Η ΑΝΑΛΥΣΗ των λόγων που κάνουν το συγκεκριμένο μοντέλο να αστοχεί οδηγεί σε περαιτέρω προσπάθειες βελτίωσής του, όπως η ενσωμάτωση στις εξισώσεις περισσοτέρων παραμέτρων και των μεταξύ τους αλληλεξαρτήσεων. Αν όλες οι προσπάθειες αποβούν άκαρπες τότε το μοντέλο εγκαταλείπεται, δηλαδή εγκαταλείπονται είτε οι αρχικές υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε, είτε η μαθηματική μέθοδος επίλυσης και υιοθετούνται άλλες. Εγκατάλειψη Μοντέλου δεν σημαίνει και εγκατάλειψη της υπερκείμενης Θεωρίας. Για να συμβεί αυτό χρειάζονται επανειλημμένες αστοχίες πολλών προτεινόμενων μοντέλων. Είναι πολύ διδακτικό να δούμε βήμα-βήμα πώς οι επιστήμονες, μέσα από ποια αδιέξοδα οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη του εξηγητικού μηχανισμού της κλασσικής μηχανικής και στην εισαγωγή της Κβαντικής Θεωρίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Σκοπεύω να το κάνω κάποια στιγμή.
Για να υπάρξει καθολική συναίνεση ως προς την εγκυρότητα του μοντέλου από την επιστημονική κοινότητα θα πρέπει και οι διαφορετικές άλλες προβλέψεις του να συμφωνούν με αντίστοιχες πειραματικές τιμές, ή αν δεν υπάρχουν να δίνουν το κίνητρο για τη διεξαγωγή νέων πειραμάτων. Έτσι με συνεχείς μικρές και διορθωτικές κινήσεις βελτιώνονται τα μοντέλα, μετά οι θεωρίες και έτσι πορεύεται γενικώς η Επιστήμη. Οι Θεωρίες δεν εγκαταλείπονται εν μια νυχτί. Λυπάμαι, αλλά εδώ θα διαφωνήσω με τον T.S. Kuhn. Ούτε οι καινούργιες θεωρίες αποτελούν τομή με τις παλιές. Η Κβαντομηχανική δεν ξεπήδησε από το πουθενά, η εξίσωση του Schroendinger δεν είναι παρά ανάλογη της κλασικής κυματικής εξίσωσης, η δε Θεωρία του Χάους πατάει γερά πάνω στην κλασική μηχανική και τα αξιώματά της.
Η κατοχύρωση των ευρημάτων γίνεται μετά από συσσώρευση αδιάσειστων ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΝ ότι έτσι όντως συμβαίνει. Φυσικά, κανείς δεν αποκλείει το γεγονός να γίνει κάποιο πείραμα που ν’ αποδεικνύει ότι το οικοδόμημα από κάπου μπάζει. Και τότε αρχίζει ένας καινούργιος κύκλος πειραμάτων, υποθέσεων και υπολογισμών μέχρις ότου υπάρξει η μέγιστη δυνατή ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ, εάν φυσικά υπάρξει.
Για παράδειγμα, όταν το 1989 ανακοινώθηκαν δημοσίως πειράματα που είχαν επιτύχει υπεραγώγιμη συμπεριφορά σε θερμοκρασία δωματίου, εύρημα πολύ αεροπλανικό που δεν προέκυπτε από τα μέχρι τούδε επιστημονικά δεδομένα ξεσηκώθηκε, όπως ήταν φυσικό, μεγάλος σάλος. Παρά το εξωτικόν της ανακοίνωνσης όμως, όλοι έσπευσαν να την διερευνήσουν και ν’ αποφανθούν. Όταν μετά από ένα μεγάλο κύκλο συζητήσεων, συνεδρίων και προσπαθειών πολλών εργαστηρίων να επαναλάβουν το πείραμα, η πραγματικότητα αποδείχτηκε διαφορετική από την εξαγγελθείσα, τότε κανένας δεν ξαναμίλησε πια γιαυτό. Αναφέρθηκα στο επισόδειο αυτό για να δείξω την αντίδραση της επιστημονικής κοινότητας σε μη αναμενόμενα γεγονότα, η οποία κάθε άλλο παρά διατίθεται να θάβει τις αποτυχίες και τα ξεστρατίσματά της.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ :
Η επιστημονική γνώση παράγεται μέσα από τα εξής βήματα:
1) Συλλογή εμπειρικών δεδομένων.
2) Συσχετισμός των δεδομένων αυτών βάσει κάποιου σχήματος υποθέσεων που ήδη υπάρχουν στο μυαλό του ερευνητή σαν μια πρώτη προσέγγιση εκμεταλλευόμενος προηγούμενη εμπειρία ή απλώς οδηγούμενος από ένστικτο. Η διαφορά με την ψευδοεπιστημονική διαδικασία είναι ότι δεν μένει μόνο εκεί. Αυτό είναι μόνο η σπίθα, το έναυσμα.
3) Κατασκευή μαθηματικού μοντέλου για το τί μπορεί να συμβαίνει και επίλυση αυτού στα πλαίσια κάποιας δοκιμασμένης θεωρίας.
4) Σύγκριση των προβλέψεων του μοντέλου με τα πειραματικά δεδομένα, ανάλυση των παραγόντων συμφωνίας ή διαφωνίας όπως και ανάλυση του μηχανισμού του φυσικού φαινομένου.
5) Αν η αναπαραγωγή των συγκεκριμένων πειραματικών δεδομένων είναι επιτυχής τότε η εργασία στέλνεται για δημοσίευση και κριτική.
6) Αν όχι υιοθετείται διαφορετικό μοντέλο ή μέθοδος επίλυσης του αρχικού μοντέλου και τα βήματα 4) και 5) επαναλαμβάνονται.
Με όσα έχω παραθέσει στα προηγούμενα νομίζω ότι έχω καταστήσει σαφές ότι:
1) τα συμπεράσματα της επιστήμης έχουν βγει μετά από μεγάλο βάσανο και τη μέγιστη δυνατή συναίνεση,
2) ότι είναι συνεχώς ανοιχτά σε αναθεώρηση όχι με διακηρύξεις και μεγάλα λόγια αλλά μέσα από επαναλαμβανόμενες πειραματικές διαδικασίες και επαληθεύσεις,
3) ότι δεν καταγράφεται απλώς η πραγματικότητα αλλά ΕΠΕΞΗΓΕΙΤΑΙ μέσω από ένα λογικό ειρμό αιτιωδών σχέσεων,
4) ότι οι προτεινόμενες θεωρίες αξιολογούνται κυρίως από την ΠΡΟΒΛΕΠΤΙΚΗ τους ικανότητα σε αντίθεση με τις ψευδο-επιστημονικές οι οποίες τρέχουν πάντα πίσω από τα γεγονότα,
5) ότι κανενός ο λόγος δεν χρησιμοποιείται σαν θέσφατο όσα βραβεία Νόμπελ και να έχει πάρει. Η κοινότητα έχει τα αντανακλαστικά είτε να τον δεχτεί είτε να τον απορρίψει ανάλογα με το πόσο συμφωνεί με την πραγματικότητα,
6) οι έννοιες είναι σαφώς διασαφηνισμένες καθώς και όλα τα βήματα της διαδικασίας ώστε να μην χωρούν παρερμηνείες.
Σε επόμενο κείμενο θα αναπτύξω τα συστατικά στοιχεία των ψευδο-επιστημονικών συστημάτων και τις διαφορές τους από τα επιστημονικά. Η διάκριση αυτή, πέρα από το φιλοσοφικό της ενδιαφέρον έχει τεράστια σημασία τόσο ηθική όσο και πολιτική αν σκεφτεί κανείς τις ψευδοεπιστημονικές θεωρίες περί ευφυίας, ράτσας, εγκληματικής προδιάθεσης αλλά και αυτές περί εναλλακτικής ιατρικής και τη ζημιά την οποία επιφέρουν.
Σε επόμενο κείμενο θα αναπτύξω τα συστατικά στοιχεία των ψευδο-επιστημονικών συστημάτων και τις διαφορές τους από τα επιστημονικά. Η διάκριση αυτή, πέρα από το φιλοσοφικό της ενδιαφέρον έχει τεράστια σημασία τόσο ηθική όσο και πολιτική αν σκεφτεί κανείς τις ψευδοεπιστημονικές θεωρίες περί ευφυίας, ράτσας, εγκληματικής προδιάθεσης αλλά και αυτές περί εναλλακτικής ιατρικής και τη ζημιά την οποία επιφέρουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου