Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012

Υπέροχη διήγηση της Δόμνας Σαμίου -Η μουσική, ο Σ.Καρράς, τα Δεκεμβριανά 44

Από το domnasamiou.gr (Μια ζωή σαν παραμύθι)


Η Δόμνα μεγαλώνει. Η οικογένεια Ζάννου και ο Σίμων Καράς
 
Τα χρόνια περνούσανε, έβγαλα το δημοτικό σχολείο αλλά δεν μ’ άρεσαν πολύ τα γράμματα. Έβλεπα την οικονομική στενοχώρια του σπιτιού και η επιθυμία μου ήτανε μόλις τελειώσω το σχολείο να πάω να δουλέψω για να φέρω και γω στο σπίτι μου κάτι, να προσφέρω.
Αμέσως λοιπόν μόλις τέλειωσα το δημοτικό σχολείο, το καλοκαίρι του ’40, έπιασα δουλειά σε ένα ραφτάδικο. Με στέλναν εδώ, με στέλναν εκεί σε δουλειές και έπαιρνα δέκα δραχμές την ημέρα. Το πρώτο βδομαδιάτικο που πήρα, εξήντα δραχμές τότε, η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάω να πάρω ένα ψωμί κι ένα καρπούζι και να πάω στο σπίτι μου φορτωμένη, ότι κι εγώ βοηθάω και συνεισφέρω. Αλλά μετά από λίγο αρχίζει ο πόλεμος, παίρνουν το αφεντικό μου στρατιώτη και σταματώ πια να δουλεύω. Μετά έρχεται η Κατοχή, επιστρέφει αυτός από το μέτωπο, ανοίγει πάλι το μαγαζί αλλά δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές και σταμάτησα να δουλεύω πια εκεί. Η μητέρα μου η καημένη για να βοηθήσει τον πατέρα μου ήταν αναγκασμένη να δουλεύει σε διάφορα πλούσια σπίτια, μπουγάδες να βάζει, να κάνει παρκέτα, να καθαρίζει... Και ευτυχώς είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε μια πολύ καλή οικογένεια, όπου μόλις τελείωσα εγώ να δουλεύω στο ραφτάδικο, η κυρία Ζάννου, -ο Θεός να της δίνει χρόνια αυτής της γυναίκας-, είχε και τρία παιδιά, με πήρε στο σπίτι της στο Κολωνάκι. Γιατί αρχίζει η Κατοχή, όπως είπαμε, πείνα τρομερή, πεθαίνει ο πατέρας μου το ’41 από πείνα και με παίρνει στο σπίτι της να τρώγω ένα πιάτο φαΐ για να μην πεθάνω κι εγώ, και βεβαίως να βοηθάω μέσα στο σπίτι.
Ενώ εγώ δούλευα και ή σκούπιζα ή ξεσκόνιζα ή έστρωνα τα κρεβάτια, τραγουδούσα κι έψελνα, γιατί εμένα η αγάπη μου ήταν αυτού του είδους η μουσική -θυμάμαι έβλεπα στον ύπνο μου ότι είμαι στο ψαλτήρι και ψέλνω. Με άκουγε λοιπόν η κυρία Ζάννου που τραγουδούσα  και, άλλη τύχη αγαθή, είχε γαμπρό τον κύριο Ανδρέα Βουρλούμη το ζωγράφο, που είχε μεγάλη φιλία με τον Σίμωνα τον Καρά. Κι εδώ είναι ένας σταθμός στη ζωή μου. Του λέει η κυρία Ζάννου, «βρε Αντρέα μου, αυτό το παιδί κοιμάται, σηκώνεται, δουλεύει και τραγουδάει και ψέλνει -ήξερε ότι ο Καράς είχε το Σύλλογο και τη χορωδία- να το πάμε το παιδί αυτό εκεί πέρα».
Όπου μου ανακοίνωσαν μια μέρα ότι «θα πας σ’ έναν κύριο, τον κύριο Καρά, και θα τραγουδάς και θα ψέλνεις». Για μένα ήτανε σαν ν’ άνοιξε ο ουρανός! Και τι ήμουνα, δεκατριών χρονών ήμουνα. Και όντως με πήρε ο κύριος Βουρλούμης, με πήγε στον δάσκαλό μου τον Καρά, στην οδό Λέκκα 26 ήταν το σχολείο του. Αυτός ακριβώς ήθελε νέα παιδιά μέσα στην χορωδία του και μ’ έβαλε να τραγουδήσω, με ρωτούσε «τι ξέρεις να μου πεις;» Εγώ μούγκα, ντρεπόμουνα. «Πες μου, παιδί μου, τι ξέρεις;» Εγώ τίποτα. Και τι βρήκα να του πω του ανθρώπου;« Ένα ταγκό». Σε ποιον; Στο Σίμωνα Καρά! Μετά, αργότερα, όταν κατάλαβα τι εστί Σίμων Καράς... τα φράγκικα, για τον Καρά αυτά είναι φράγκικα! «Ε, άντε μου λέει, πες το ταγκό». Ε, του είπα μια φράση εκεί, ήθελε ο άνθρωπος να δει αν είμαι σωστή ή όχι. «Αύριο, μου λέει, θα έρθεις εδώ ν’ αρχίσεις μάθημα». Δεν άφησε να περάσει ούτε μία μέρα.
Εγώ πια να πετώ στον ουρανό από τη χαρά μου και την επόμενη πάω στον Καρά και μου αρχίζει ο άνθρωπος νι πα βου γα δι κε ζο νι, αυτές είναι οι νότες της βυζαντινής μουσικής. Εγώ δεν είχα ιδέα, πού να ξέρω από βυζαντινή μουσική, σαν να μου μίλαγε άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν ο Καράς, «παιδί μου, δεν φτάνουν τα γράμματα του δημοτικού σχολείου που έκανες, θα πρέπει να πας τώρα και γυμνάσιο». Κεραμίδα! Να πάω στο σχολειό, δεν μου άρεσε. «Θα πας σχολείο, μου λέει, χωρίς γράμματα δεν μπορείς να κάνεις μουσική». Έτσι λοιπόν το πρωί δούλευα, το απόγευμα πήγαινα στον Καρά και μάθαινα μουσική και το βράδυ πήγαινα νυκτερινό γυμνάσιο. Καταλαβαίνετε λοιπόν τι ζωή έκανα, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα από όλα αυτά.


 Άστεγη στα Δεκεμβριανά


Αυτό το πράγμα εξακολούθησε χρόνια: δουλειά, μουσική και σχολείο.Όλη την ημέρα  ήμουνα απασχολημένη, τα νιάτα μου τα πέρασα έτσι. Έμενα στο Κολωνάκι τότε, από το ’41 μέχρι το ’45 ήμουνα στο Κολωνάκι, οι υπόλοιποι τρεις στην Καισαριανή.
Θυμάμαι ότι 12 Οκτωβρίου, που είναι και η μέρα των γενεθλίων μου και είναι μέρα σημαδιακιά, ξεχυθήκαμε στους δρόμους η κυρία Ζάννου, η Λία, η Βαλή, ο Αλέξης ο Στεφάνου κι εγώ -έχω μια φωτογραφία ακριβώς εκείνη την ημέρα στην οδό Πανεπιστημίου. Αφήσαμε το σπίτι, κλείσαμε την πόρτα και πεταχτήκαμε όλοι. Η Αθήνα ήτανε γεμάτη από κόσμο και τα τελευταία αυτοκίνητα και τανκς των Γερμανών κατεβαίνανε την Πανεπιστημίου και φεύγανε, το θυμάμαι αυτό πολύ καλά.
Εγώ λοιπόν μένω στο Κολωνάκι, ο πατέρας μου έχει πεθάνει το ’41 από την πείνα, η αδερφή μου πεθαίνει το ’44 από φυματίωση σε έξι μήνες, σε ηλικία είκοσι χρονών και μένει μόνη της η μητέρα μου στην Καισαριανή. Το ’44 κάηκε η παράγκα. Η φωτιά έγινε στα Δεκεμβριανά.
Θυμάμαι εκείνη την Κυριακή του Δεκέμβρη με το συλλαλητήριο. Το απόγευμα αυτής της Κυριακής πήγα στο σπίτι μου. Την επόμενη μέρα που ήταν Δευτέρα θα ερχόταν η μητέρα μου να κάνει μπουγάδα. Μου λέει λοιπόν η κυρία Ζάννου, «πάρε την μητέρα σου και φέρτην να μείνει εδώ το βράδυ». Την παίρνω όπως ήταν η γυναίκα, χωρίς πράγματα, μόνο τα ρουχαλάκια της σε μια τσαντούλα και τη φέρνω στο σπίτι. Αρχίζει η ιστορία των Δεκεμβριανών και μένει πια μαζί μας. Μετά από λίγες ημέρες που ήταν του αγίου Νικολάου, μου λέει «εγώ θα πάω στο σπίτι μου να δω τι γίνεται». Φεύγει και πάει, ανέβαινε την Φορμίωνος και πρόλαβε κι έστριψε και ακούει πίσω της ένα μπαμ και σκάει ένας όλμος, ευτυχώς είχε στρίψει στη γωνία. Πάει με τα πολλά στη γειτονιά, νεκρή η γειτονιά, να μην υπάρχει κανείς, είχανε μπει στην εκκλησία. Κάτω από το παράθυρό μας ένας νεκρός. Αγριεύτηκε η γυναίκα, τα χάνει, μπαίνει μέσα βρίσκει τρύπες σ’ όλη την παράγκα, πεσμένη μια εταζερίτσα με ό,τι είχε επάνω... Και από τη σαστιμάρα της, τι να πάρει, τι να πάρει, και πήρε ένα κιούπι αλάτι. Γύρισε πίσω κατατρομαγμένη μ’ ένα κιούπι χοντρό αλάτι.
Παραμονή Χριστουγέννων είδα από το μπαλκόνι τον καπνό. Είχα επισημάνει πού ήταν το νοσοκομείο του Συγγρού, πού ήταν η εκκλησία και δίπλα οι παράγκες, και όταν είδα τον καπνό και τις φλόγες εγώ λέω, «αυτές είναι οι παράγκες μας» και φωνάζω την κυρία Ζάννου για να μην πω τίποτα στη μητέρα μου, «κοιτάξτε, καίγεται η γειτονιά μου». Την άλλη μέρα ήταν Χριστούγεννα και διαδόθηκε ότι ελευθερώθηκε η Καισαριανή. Λέω στη μάνα μου, «πάμε να δούμε τι γίνεται το σπίτι». Ενώ εγώ ήξερα από πριν ότι δεν υπήρχε πια, έλεγα μέσα μου ότι μπορεί να κάνω και κάποιο λάθος και να μην είναι καμένο. Και ήτανε η γειτονιά μου. Θυμάμαι πρώτον την εικόνα, που μόλις στρίψαμε ένα δρομάκι που υπάρχει ακόμα, ήταν «τα χτιστά» τα λεγόμενα πιο πάνω από μας, και ήτανε μια τρύπα σ’ έναν τοίχο μάλλον από όλμο κι ήταν ένα καμιόνι της εθνοφρουράς, γεμάτο πτώματα, και βγάζαν εκείνη την ώρα με φορείο έναν ελασίτη προφανώς, δεν είχε στολή ο άνθρωπος, ήταν τα μαλλιά του κολλημένα από το αίμα και το χέρι του κοκαλιασμένο και τον πετάξανε πάνω στα άλλα πτώματα. Πρώτο θέαμα ήταν αυτού του ανθρώπου, ταράχτηκα φοβερά και στρίβουμε να πάμε προς τα κάτω και δεν υπήρχε τίποτα, μόνο στάχτη. Να είναι εκεί οι γειτόνισσες με τα κλάματα, σκυμμένες και να σκαλίζουν τις στάχτες... Να προσπαθείς να εντοπίσεις πού ήταν η παράγκα και πού η δική μου και πού η δική σου και πού του αλλουνού...
Έτσι μένουμε η μητέρα μου κι εγώ χωρίς ούτε ένα κεραμίδι. Μέχρι τότε είχαμε την παράγκα, από τότε και μετά ούτε αυτή δεν είχαμε και αναγκαζόμαστε να μένουμε σ’ ένα σπίτι από δω, σ’ άλλο σπίτι από κει. Καταφέρνω πάλι με τη βοήθεια της κυρίας Ζάννου το ’47 να πάρω από το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο στη Νέα Σμύρνη, εδώ που μένω τώρα. Μου δίνει λοιπόν το Υπουργείο Προνοίας αυτό το οικόπεδο και σιγά σιγά με τη μητέρα μου καταφέραμε και κάναμε ένα δωματιάκι και μια κουζίνα.

Ολη η διήγηση της ζωής της από την ίδια εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου