Η κρίση στην Ουκρανία κάνει πολλούς να ανατρέξουν σε ιστορικές πηγές ή "πηγές", για να βρουν στοιχεία και πληροφορίες. Για τους περισσότερους η κλασσική "πηγή" είναι το wikipedia, το οποίο πράγματι σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί χρήσιμη πηγή πληροφοριών. Στην περίπτωση της ιστορίας όμως τα πράγματα γίνονται περίεργα... Και στην περίπτωση της Ουκρανίας και της Κριμαίας όταν κανείς ρίξει ματιές στο wikipedia θα το βρει γεμάτο από "πληροφορίες' που με απόλυτη βεβαιότητα μιλάνε για διωγμούς εθνοτήτων επί Στάλιν, και φυσικά διωγμούς Ελλήνων και Τατάρων.
Φυσικά όλα αυτά έχουν απαντηθεί κάπου, κάποτε... αλλά καλό είναι να τα ξαναβρίσκουμε και να τα ξαναθυμόμαστε.
Για παράδειγμα σε πολλές σελίδες του wikipedia βρίσκουμε το "αναμφίβολο" ότι έγιναν διωγμοί εναντίον και των ελλήνων και ότι "Τα σχολεία που δίδασκαν την ελληνική γλώσσα έκλεισαν..." κλπ.
Η αλήθεια όμως, και μάλιστα ειπωμένη από τα δικά τους στόματα λέει άλλα:
"Ενώ το 1924, σ' όλη τη Γεωργία, τα ελληνικά σχολεία είναι 24, το 1938 φτάνουν τα 133 (βλ. Αγτζίδη Β. "Ποντιακός Ελληνισμός...", σελ. 167). Μόνο μέσα σε τρία χρόνια (1930-33) εκδόθηκαν 117 τίτλοι βιβλίων στα ελληνικά (στο ίδιο, σελ.184).
Είναι τόσο φανερή η πολιτιστική ανάπτυξη των Ποντίων, που ακόμη και ο συγγραφέας (αυτή τη φορά) παραδέχεται:
"Στην ΕΣΣΔ ανθίζει στο μεσοπόλεμο ένας ιδιότυπος ελληνοποντιακός πολιτισμός, που προστατεύεται και ενισχύεται από το νέο σοβιετικό περιβάλλον".
Φυσικά όλα αυτά έχουν απαντηθεί κάπου, κάποτε... αλλά καλό είναι να τα ξαναβρίσκουμε και να τα ξαναθυμόμαστε.
Για παράδειγμα σε πολλές σελίδες του wikipedia βρίσκουμε το "αναμφίβολο" ότι έγιναν διωγμοί εναντίον και των ελλήνων και ότι "Τα σχολεία που δίδασκαν την ελληνική γλώσσα έκλεισαν..." κλπ.
Η αλήθεια όμως, και μάλιστα ειπωμένη από τα δικά τους στόματα λέει άλλα:
"Ενώ το 1924, σ' όλη τη Γεωργία, τα ελληνικά σχολεία είναι 24, το 1938 φτάνουν τα 133 (βλ. Αγτζίδη Β. "Ποντιακός Ελληνισμός...", σελ. 167). Μόνο μέσα σε τρία χρόνια (1930-33) εκδόθηκαν 117 τίτλοι βιβλίων στα ελληνικά (στο ίδιο, σελ.184).
Είναι τόσο φανερή η πολιτιστική ανάπτυξη των Ποντίων, που ακόμη και ο συγγραφέας (αυτή τη φορά) παραδέχεται:
"Στην ΕΣΣΔ ανθίζει στο μεσοπόλεμο ένας ιδιότυπος ελληνοποντιακός πολιτισμός, που προστατεύεται και ενισχύεται από το νέο σοβιετικό περιβάλλον".
(Ο κ.Αγτζίδης είναι μια από τις βασικές πηγές της γνωστής σταλινολογίας...)
Ειναι παράξενο πάντως το ότι για τους πολλούς που δέχονται χωρίς δεύτερη σκέψη όλα αυτά, η κοινή λογική τους λέει πολλά.
Δεν τους βάζει ποτέ όμως μερικά απλά λογικά ερωτήματα:
Ειναι ο καπιταλισμός εχθρός του σοσιαλισμού και επομένως και αυτού που γνωρίσαμε ή όχι;
Πόσο πιθανό θα ήταν άραγε η οπτική γωνία των καπιταλιστών να είναι φιλική προς τον σοσιαλισμό και την οικοδόμησή του τότε;
Μήπως είναι φως φανάρι ότι έχει κάθε λόγο να διαστρέφει την αλήθεια και να τον κατασυκοφαντεί, ειδικά σήμερα που το έδαφος τρέμει κάτω από τα πόδια του;
Εκτός κι αν καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός προστατεύεται από αγγέλους και ότι οι δαίμονες βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Τότε όμως θα πρέπει να κάνει άμεσα μια αποτοξίνωση από τη Δυτική προπαγάνδα.
Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)...
Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ' ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».
Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;
Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;
Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ' ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».
Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;
Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;
Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε - πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) - που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.
Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας»v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές. Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές. Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»: «Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ενωση». Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως «απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος»vi.
Ισως γι' αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών». Αναφέρει, τέλος - και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία - πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».
ΥΓ: Προτείνουμε φυσικά να διαβάσετε όλο το άρθρο πηγαίνοντας στο λινκ του Ριζοσπάστη αλλά και άλλες πηγές. Πραγματικές πηγές όμως...
... πολύ διαφωτιστικό Γιώργο!
ΑπάντησηΔιαγραφή