Δευτέρα 13 Αυγούστου 2012

Μικροαστισμός, κοινωνικότητα και ενσωμάτωση


Lenin Reloaded


Καμιά πράξη επανάστασης, εξέγερσης, ρήξης και ανατροπής δεν είναι υπερβολικά μεγαλεπίβολη για την μικροαστική φαντασίωση. Ο μικροαστός ρίχνει την Βαστίλη και τα χειμερινά ανάκτορα στην καθισιά του, και για αυτό τον λόγο οι κοπιαστικές, πολυδάπανες, αργές και φτωχές νίκες του εργατικού κινήματος, αν και όποτε συμβαίνουν, του φαίνονται το αντίστοιχο ερασιτεχνικού ντοκιμαντέρ μπροστά στον Μπεν Χουρ ή τον Τιτανικό που έχει σκηνοθετήσει στο μυαλό του. Ούτε τα κανόνια, ούτε οι βόμβες, ούτε κανένα άλλο όπλο δεν κάμπτει την φρενήρη φαντασία του μικροαστού, που εκφωνεί λόγους πάνω σε οδοφράγματα και αψηφά, με τα στήθη γυμνά και αναψοκοκκινισμένα από την ένταση, το σύστημα, την κοινωνία, το χρήμα, την εξουσία, Θεούς, δαίμονες, και το σύμπαν ολάκερο.


Εκεί που ο μικροαστός δυσκολεύεται πολύ περισσότερο από ότι στο να γράφει παγκόσμια ιστορία στο σιωπηλό θέατρο του μυαλού του είναι στην καθημερινότητα. Όλο του το θάρρος τον εγκαταλείπει όταν το ζήτημα γίνεται η σύγκρουση για ιδέες, για την ηθική και το δέον με τους ανθρώπους που έχει γύρω του: στο σπίτι του, στη δουλειά, στο κοινωνικό του περιβάλλον. Όλη η μεγαλοθυμία του κάνει την εμφάνισή της όταν το διακύβευμα είναι η σύγκρουση με κάποιον που γνωρίζει αντί για αφαιρέσεις και νεφελώματα· ξάφνου, αρχές και πεποιθήσεις γραμμένες στον γρανίτη σβήνονται σα γράμματα στην άμμο. Ο διευθυντής είναι μεγάλος μαλάκας που απέλυσε τον συνάδελφο αναμφισβήτητα, αλλά από την άλλη άνθρωπος είναι και αυτός, τι να του πεις. Ο φίλος που κυκλοφορεί σε ομάδες φασιστών; Παρασύρθηκε, είχε κι αυτός τα προβλήματά του, κάποια φορά στο μέλλον που θα ναι καλύτερα τα πράγματα θα του εξηγήσει δυο πράγματα ο ήρωάς μας. Ο φίλος του στην εφορία είναι γνωστό πως λαδώνεται, αλλά κατά βάθος είναι καλή ψυχή, περνάει μια κρίση μέσης ηλικίας. Η φίλη του η δημοσιογράφος αναμφισβήτητα γράφει ένα κάρο ψέμματα, αλλά έχει κάνει σοβαρές σπουδές, αυτό δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Και γενικώς, εφόσον ο μικροαστός γνωρίζει κάποιον προσωπικά, δεν του κάνει καμία καρδιά να συγκρουστεί για τις ιδέες και τα πιστεύω για τα οποία συνηθέστερα αρέσκεται να ζητά οργίλος το λογαριασμό από τα κόμματα, που είναι βολικές και συνήθως πιο απόμακρες αφαιρέσεις.


Η μεγαλοθυμία βέβαια αυτή, η ανεξήγητη υποχωρητικότητα απέναντι σε οτιδήποτε έχει σάρκα και οστά και μπορεί να σε κοιτάξει από κοντινή απόσταση, δεν είναι ακριβώς μεγαλοθυμία. Ο μικροαστός θίγεται όταν θίγονται "οι φίλοι" και οι "γνωστοί" του, καταπίνει την αντίθεσή του όταν λένε ή κάνουν κάτι που αντιτίθεται στις διακηρυγμένες αρχές του, όχι επειδή είναι γενναιόδωρος άνθρωπος --με τις αφαιρέσεις είναι τρομερά τσιγκούνης στην ανεκτικότητα-- αλλά επειδή γνωρίζει πως τους έχει ανάγκη. Η κοινωνικότητά του είναι μια ωραία λέξη για τις εξαρτήσεις του, τα δίκτυα απ' τα οποία συναρτά την κοινωνική του ύπαρξη. Και αυτή είναι μια καίρια διαφορά του από τον προλετάριο, με τον οποίο δεν έχει παρά σποραδικές και καχύποπτες σχέσεις, γιατί ο προλετάριος δεν έχει καθόλου την ίδια εξάρτηση από την "κοινωνικότητα." Γιατί; Για έναν απλό αλλά ανομολόγητο από τους μικροαστούς λόγο. Η εργασία που κάνει ο προλετάριος δεν θεωρείται από κανέναν αξιοζήλευτη. Και συνεπώς είναι μια εργασία για την οποία δεν χρειάζονται "διασυνδέσεις", "δίκτυα", "φίλοι που θα πούνε μια καλή κουβέντα."


Στην απόλυτη εξάρτησή του λοιπόν από την μισθωτή εργασία για να ζήσει, ο προλετάριος βρίσκει επίσης και μια παράδοξη ελευθερία από την "κοινωνικότητα." Η τάση του είναι να κατανοεί την επιβίωσή του ως απλό αποτέλεσμα της προθυμίας του να κάνει αυτό που δεν θέλουν να κάνουν οι άλλοι, και άρα να φυλάει την κοινωνικότητά του για όποιους γουστάρει ο ίδιος, όταν και όποτε τους γουστάρει, και με τους όρους που τους γουστάρει. Ο μικροαστός, αντίθετα, είναι αδύνατο να δει την εργασία του ως ανεξάρτητη πηγή της επιβίωσής του: αν δουλεύει σε γραφείο ή υπηρεσία, χρειάστηκε η μεσολάβηση ενός αριθμού ανθρώπων (έννομη ή έκνομη) για να καταλήξει εκεί. Αν έχει μαγαζί, η πελατεία του εξαρτάται και από τις σχέσεις που διατηρεί με αυτούς που το επισκέπτονται, το κατά πόσο ελέγχει τη συμπεριφορά του απέναντί τους αποφεύγοντας τις άβολες καταστάσεις ή συγκρούσεις. Αν είναι καλλιτέχνης ή συγγραφέας, το βιός του εξαρτάται από την καλή του εικόνα και τις καλές του σχέσεις με συγκεκριμένους κύκλους. Ακόμα και αν κατέληξε κάπου χωρίς να εκμεταλλευτεί καμία διασύνδεση, είναι βέβαιος ότι όλοι οι άλλοι το έκαναν, το κάνουν και θα το κάνουν, και άρα δεν μπορεί να ρισκάρει συγκρούσεις που μπορεί να τον εκπαραθυρώσουν ή να τον περιθωριοποιήσουν άμεσα ή σε ανύποπτο χρόνο. Και αυτού του είδους τη φοβική κοινωνικότητα είναι αναγκασμένος, μέσω ενός αναγωγικού αυτοματισμού, να την επεκτείνει παντού: στους συγγενείς της συζύγου του, στους γείτονες στον χώρο που παραθερίζει, στον ταμία του τοπικού υποκαταστήματος τραπέζης, στο κομματικό στέλεχος που γνωρίζει από τα νιάτα και τις σπουδές του.


Κάθε φορά που ο Σάντσο Πάντσα μας κάνει το λάθος να υψώσει ανάστημα φωναχτά στη λάθος κατεύθυνση, εμφανίζεται άμεσα ο ένας ή ο άλλος από το περιβάλλον του και του λέει φιλικά να χαμηλώσει τους τόνους, να το ξανασκεφτεί, να το θέσει σε άλλη βάση, να το αφήσει γιατί δεν έχει νόημα. Αλλά και ο ίδιος κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα με τους άλλους Σάντσο Πάντσα. Όλοι μαζί οι Σάντσο Πάντσα φτιάχνουν μια κοινότητα όπου γιορτάζεται η ατομική ελευθερία σε ό,τι αφορά τη γνώμη, γελοιοποιείται αφορά όμως σε ό,τι αφορά την συλλογική δράση. Η κοινωνικότητα είναι το αντίδοτο στη συλλογικότητα που προσέφερε στην αστική εξουσία ο μικροαστισμός. Γιατί ο μεγαλοαστός, όπως και ο εργάτης, δεν είναι ούτε τυφλά ούτε εξαρτημένα κοινωνικός. Δεν φοβάται ούτε την σύγκρουση, ούτε την αποξένωση των "φίλων" όταν το συμφέρον του τού την επιτάσσει. Και δεν εξαρτά την αυτοεικόνα του με την ίδια δουλικότητα από την έγκριση και τον "καλό λόγο" του περιβάλλοντός του, γιατί, όσο κι αν δεν είναι φεουδαλικού τύπου αφέντης, ωστόσο είναι αφέντης και γνωρίζει την ανεξαρτησία του αφέντη και την περιφρόνησή του για όσους βρίσκονται από κάτω. Υπάρχουν λίγοι επιχειρηματίες που να έχουν τόσο κακό όνομα σήμερα στην Ελλάδα όσο ο Μάνεσης, για παράδειγμα. Αλλά αυτό δεν άλλαξε σε τίποτε την αποφασιστικότητα του Μάνεση να αρπάξει αυτό που θεωρεί δικό του ανοιχτά και απροκάλυπτα, αδιαφορώντας για την γνώμη των Σάντσο Πάντσα για το ποιον του.


Αλυσοδεμένος στην κοινωνικότητά του, ο Σάντσο Πάντσα ασφυκτιά. Γνωρίζει ότι είναι απλώς ένας Σάντσο Πάντσα. Και για αυτό μισεί, αλλά μισεί μόνο βολικά και χωρίς ρίσκο για τον ίδιο. Και για αυτό ονειρεύεται, στήνει παραστάσεις όπου το ανήμπορο μίσος του αυτοαναγορεύεται σε μηχανή της ιστορίας, σε κοσμοϊστορικό κίνητρο. Ο φασισμός μπορεί να του δώσει μια καλή ευκαιρία να εκδικηθεί τις εξαρτήσεις και τις λυκοφιλίες που ανέχτηκε με ταπείνωση μια ζωή: τον αχώνευτο θείο της γυναίκας του, τον ηλίθιο ξάδελφό του, τον τυραννικό του συνάδελφο, τον συμφοιτητή που δεν έπαψε τόσα χρόνια να τον ειρωνεύεται. Ο κομμουνισμός, από την άλλη, δεν κρατά για τον ίδιο κανενός είδους υποσχέσεις και δεν υπόσχεται καμιά ανταμοιβή που να τον αφορά: καμία παρηγοριά στην ισότητα ως αντίδοτο για το φαρμάκι της εξάρτησης. Τον εχθρεύεται λοιπόν, κι επειδή η έχθρα αυτή είναι ή κρίνεται ασφαλής, δεν διστάζει να την εξωτερικεύει και να την κοινοποιεί. Οι άλλοι Σάντσο Πάντσα επικροτούν. Η κοινωνικότητα ενισχύεται με θριαμβική ιλαρότητα, και πάνω από όλα, παραμένει ασφαλής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου