Τρίτη 17 Μαΐου 2011

Η ιδιωτική εκπαίδευση καταστρέφει τη δημόσια

cynical


Όσοι και όσες προσπαθούν να επιβάλλουν το μοντέλο των αγορών στην εκπαίδευση, με το σκεπτικό ότι δια του ανταγωνισμού ανάμεσα στα ιδιωτικά και δημόσια πανεπιστήμια, θα ανέβει και το επίπεδο των σπουδών των δημοσίων, μάλλον δεν έχουν ιδέα για το τι μιλάνε. Δεν είναι μόνο ο κυνισμός που έρχεται μ’ ευκολία να εξισώσει το οποιοδήποτε καταναλωτικό προϊόν των malls και της λαϊκής με την εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά η άγνοια για τις ιδιαιτερότητες και τους μηχανισμούς της ίδιας της ιδιωτικής εκπαιδευτικής «αγοράς» όπως αυτή λειτουργεί σε άλλες χώρες, και την οποία ευαγγελίζονται να μεταφέρουν αυτούσια και στα δικά μας τα μέρη.

Η μονότονα πλέον επαναλαμβανόμενη φράση ότι ο ανταγωνισμός ρίχνει τις τιμές και βελτιώνει τις υπηρεσίες, δεν έχει καθολική εφαρμογή, πόσο μάλλον σε περιοχές της οικονομίας, όπως η εκπαίδευση, με τα εντελώς ιδιάζοντα «προϊόντα» της.

Ας αγνοήσουμε προς το παρόν την παράδοση και το κοινό αίσθημα, που θέλουν την εκπαίδευση δημόσιο αγαθό και όχι καταναλωτικό προϊόν, και ας μιλήσουμε με όρους αγοράς για να δούμε και στην πράξη πόσο καλά πληρούνται.

Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την αμερικανική αγορά ιδιωτικών πανεπιστημίων, που αποτελεί και το αρτιότερο μοντέλο, βλέπουμε ότι ο υποτιθέμενος ανταγωνισμός που εν τοις πράγμασι τη διατρέχει, δεν έχει κατορθώσει να εκπληρώσει τους δυο βασικούς του νόμους, δηλαδή 1) τη μείωση των τιμών του εκπαιδευτικού προϊόντος, και 2) τη βελτίωση του επιπέδου των παρεχόμενων εκπαιδευτικών υπηρεσιών στα δημόσια ιδρύματα.

Αν πάρουμε σαν παράδειγμα το «πουλάω κάλτσες», τότε ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε πολλές βιοτεχνίες καλτσών θα είχε επιφέρει, όπως λέει και η θεωρία, μείωση τιμών, διότι κάποιοι καλτσοβιοτέχνες είτε θα εισήγαγαν περισσότερα και νεώτερα μηχανήματα και θα αύξαναν την παραγωγή, είτε θα έκοβαν τους μισθούς στο μισό, ενέργειες οι οποίες θα ανάγκαζαν και τους γείτονες να κάνουν το ίδιο. Κι επειδή μόνο η τιμή δεν φτάνει, αν το προϊόν συνεχίζει να παραμένει σκάρτο, κάποιοι από δαύτους θα προσπαθούσαν να πλέξουν πιο γερές κάλτσες, γεγονός το οποίο θα συμπαρέσυρε προς το καλύτερο και τις κάλτσες του γείτονα, κ.ο.κ.

Αν η εκπαίδευση ήταν κάτι το ανάλογο, τότε σε περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση καλών ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, θα διαπίστωνε κανείς πτώση της τιμής του εκπαιδευτικού προϊόντος, δηλαδή πτώση των διδάκτρων, καθώς επίσης και άνοδο του επιπέδου των δημοσίων πανεπιστημίων της περιοχής, βάσει μιας απλουστευτικής εκδοχής της προσφιλούς δαρβινικής θεωρίας, περί της επιβίωσης του καταλληλότερου. Τα κακά δημόσια πανεπιστήμια, για να επιβιώσουν, θα αναγκάζονταν, όπως λέει η θεωρία να ανταγωνιστούν τα καλά ιδιωτικά.

Μια όμως προσεκτικότερη εξέταση της γεωγραφικής θέσης των αμερικανικών πανεπιστημίων δείχνει ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δηλαδή τα καλά δημόσια δεν γειτνιάζουν κατ’ ανάγκη, με τα καλά ιδιωτικά. Ενώ τα καλύτερα και ακριβότερα ιδιωτικά πανεπιστήμια, βάσει των διεθνών πινάκων κατάταξης, (στους οποίους αναφερθήκαμε με όχι ιδιαίτερη εκτίμηση σε προηγούμενο ποστ), βρίσκονται συγκεντρωμένα στη βορειοανατολική ακτή, τα καλύτερα δημόσια πανεπιστήμια βρίσκονται στην άλλη μεριά, στη δυτική, στην πολιτεία της Καλιφόρνιας, αλλά και διάσπαρτα σε τυχαίες περιοχές. Επιπλέον, το μόνο δημόσιο αμερικάνικο πανεπιστήμιο που βρίσκεται στις 20 πρώτες θέσεις του πίνακα κατάταξης είναι το πανεπιστήμιο του Michigan, μακριά από κάθε καλή γειτονιά, ενώ το πολιτειακό πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης στο Stony Brook, παρ’ ότι γειτνιάζει με ένα μεγάλο μπουκέτο καλών ιδιωτικών πανεπιστημίων, μετά βίας τα καταφέρνει να εξασφαλίσει την 78η θέση στις διεθνείς κατατάξεις.

Ο λόγος είναι ότι τα ιδιωτικά, απομυζώντας όλους τους πόρους, ανθρώπινους και οικονομικούς, καθιστούν τα διπλανά τους δημόσια ανίκανα ν’ ανθίσουν με αποτέλεσμα να μαραζώνουν. Δηλαδή αντί να συντηρούν τον ανταγωνισμό, τον καταστρέφουν, όπως θα έκανε, ας πούμε ένα μονοπώλιο.

Σχετικά τώρα με τα δίδακτρα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, αντί να μειώνονται, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει αν λειτουργούσε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός της αγοράς, αυτά αντιθέτως συνεχίζουν να απογειώνονται, γεγονός που επιτείνει τον μονοπωλιακό ή ολιγοπωλιακό τους χαρακτήρα.

Αν η εκπαίδευση συνέχιζε να αντιμετωπίζεται σαν δημόσιο αγαθό, όπως ο αέρας και το νερό, τότε η κατοχή του εκπαιδευτικού προϊόντος από τον έναν που θα ενδιαφερόταν να το αποκτήσει, δεν θα το στερούσε από τον άλλον, καθ’ όσον όλοι θα είχαν εξ ίσου την ίδια απεριόριστη πρόσβαση σ’ αυτό. Αντιθέτως, στην περίπτωση της ιδιωτικής εκπαίδευσης, και στο βαθμό που αυτή προσλαμβάνεται σαν προϊόν όπως όλα τα άλλα, η πρόσβαση επιτρέπεται μόνο σε περιορισμένο κοινό, για το λόγο ότι οφείλει να διατηρήσει την αξία του προϊόντος που παρέχει. Δηλαδή, όσοι λιγότεροι έχουν πρόσβαση στο προϊόν αυτό, τόσο και η αξία του ανεβαίνει στην αγορά, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η ψαλίδα ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια εκπαίδευση, όπου το «προϊόν» της τελευταίας, ως παρεχόμενο δωρεάν, καταλήγει να μην έχει ουσιαστικά καμιά οικονομική αξία.

Η άδεια λοιπόν λειτουργίας ιδιωτικών πανεπιστημίων παράλληλα με τα δημόσια, δεν επιδιώκει τη βελτίωση συνολικά της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπως διατείνεται, αλλά το ακριβώς αντίθετο, που είναι η περαιτέρω υποβάθμιση των δημοσίων, ο περιορισμός του αριθμού των πτυχιούχων, (τους οποίους έτσι κι αλλιώς ο σημερινός καταμερισμός εργασίας δεν χρειάζεται σε μεγάλες ποσότητες), καθ’ ότι η πλειονότητα που δεν θα μπορεί να πληρώσει δίδακτρα, θα αποθαρρύνεται και να σπουδάσει, και από την άλλη μεριά, η εξασφάλιση μεγαλύτερης αξίας εκπαιδευτικού προϊόντος σε μια μικρότερη κοινωνική μερίδα, η οποία και θα μπορεί, πληρώνοντας, να το αποκτήσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου