Η αφήγηση για το τι αντιπροσωπεύει η παρούσα ευρωπαϊκή κρίση έχει πάρει τη μορφή ενός ηθικού δράματος: ελεεινολογούμε την σπατάλη περιφέρεια – ιδίως την Ελλάδα και την Ιρλανδία – και δοξολογούμε τον υπεύθυνο πυρήνα – προπαντός τη Γερμανία. Αυτός ο μύθος έχει χαραχτεί τόσο βαθιά στα μυαλά των Ευρωπαίων που επιτρέπει στη Γερμανία να παίζει τον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση των πολιτικών για την αντιμετώπιση της κρίσης και να αποδίδει όλη την έμφαση στη δημοσιονομική σύσφιξη και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις της περιφέρειας. Όλα θα λυθούν με τη δημοσιονομική σύσφιξη των σπάταλων και κάποια – περιορισμένη – χρηματοδότηση από πλευράς των συνετών.
Η εικόνα αυτή είναι σίγουρα αληθής: η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία υιοθέτησαν μη βιώσιμες πολιτικές και έζησαν πολύ πέρα από τα μέσα τους. Δεν αντιπροσωπεύει όμως το σύνολο της αλήθειας: το ευρώ είναι καλό για τη Γερμανία και ιδίως για τις γερμανικές εξαγωγές επειδή είναι ασθενέστερο από ό,τι θα ήταν το γερμανικό μάρκο – ακριβώς επειδή περιλαμβάνει την Ελλάδα και την Ιρλανδία. Το κύριο ερώτημα συνεπώς είναι: πού θα ήταν το γερμανικό μάρκο πριν την κρίση και πού θα ήταν σήμερα αν δεν υπήρχε το ευρώ; Είναι γεγονός ότι αν έλειπε το ευρώ η γερμανική οικονομία δεν θα εμφάνιζε φέτος 4% ανάπτυξη.
Πρέπει επίσης να έχουμε κατά νου ότι η Γερμανία πάντα νοιάζονταν πολύ για τις εξαγωγές της και πάντα επιδίωκε να μη χάσει εξαγωγική ισχύ προς όφελος άλλων χωρών. Ο οικονομολόγος της ανάπτυξης Άλμπερτ Χίρσμαν, σε ένα από τα πρώτα του έργα, έκανε μια επισκόπηση της ιστορίας των πολιτικών συζητήσεων για το γερμανικό εμπόριο από τα τέλη του 19ου αιώνα και επισήμανε ότι οι εξαγωγές πάντα θεωρούνταν ζωτικές για τον οικονομικό δυναμισμό της χώρας. Οι διακανονισμοί του ευρώ, στην πράξη, ίσως και στον σχεδιασμό τους, υποστηρίζουν αυτό το δυναμισμό.
Αν αυτά τα οφέλη αναγνωριστούν ρητά είναι εύκολο να πετύχουμε μια εξισορρόπηση της αφήγησης για την κρίση που θα επιτρέψει την ενίσχυση της συμβολής της Γερμανίας στην επίλυσή της. Αυτή μπορεί να γίνει μέσα από δυο τρόπους που θα βοηθήσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας και θα την ανακουφίσουν από το μεγάλο βάρος του χρέους της.
Η εμπειρία του υπερπληθωρισμού της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κληροδότησε στους Γερμανούς μια αταβιστική ανάγκη για σταθερότητα των τιμών που ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά και δέχεται ως δεδομένο. Αλλά η χώρα προσχώρησε σε μια νομισματική ένωση και ως εκ τούτου έχουμε μια κεντρική τράπεζα που πρέπει να ορίζει τον πληθωρισμό στόχο για το σύνολο της νομισματικής περιοχής. Αυτό σημαίνει ότι όταν άλλες χώρες πρέπει να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους – όπως όλοι γνωρίζουμε ότι πρέπει να κάνει η Ελλάδα – οι ισχυρότεροι εταίροι, δηλαδή η Γερμανία, πρέπει να προχωρήσουν σε ταχεία επέκταση της εγχώριας ζήτησης και να δεχτούν μεγαλύτερο πληθωρισμό απ’ αυτόν που ιδανικά θα ήθελαν.
Στην παρούσα φάση η Ελλάδα παίρνει τον χειρότερο δυνατό κόσμο. Πληρώνει όλο το πολιτικό και οικονομικό κόστος της λιτότητας δίχως να κερδίζει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και να διαφαίνεται φως στην άκρη του τούνελ. Είναι στην εντατική χρηματοπιστωτικής υποστήριξης και τείνει να γίνει η κηδεμονευόμενη της Ευρώπης. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων υποδεικνύουν ότι η ελληνική χρεοκοπία είναι σχεδόν σίγουρη και αυτό δεν μπορεί παρά να εκμηδενίζει κάθε προοπτική επενδύσεων στη χώρα. Αυτή η παρατεταμένη αβεβαιότητα για την χρηματοοικονομική κατάσταση της Ελλάδας απορρέει εν μέρει από την απροθυμία της Γερμανίας (αλλά και της Γαλλίας) να αναγνωρίσουν την ανάγκη εκκαθάρισης των τοξικών ελληνικών τίτλων από τους ισολογισμούς των τραπεζών τους.
Ένας εύκολος τρόπος για την ενίσχυση της υποστήριξης προς την Ελλάδα είναι η υιοθέτηση της ιδέας του λεγόμενου ‘μπλε ομολόγου’, κατά τις πρόσφατες προτάσεις των Ζακ Ντελπλά και Τζέικομπ φον Βάιζακερ του Ινστιτούτου Μπρύγκελ. Όπως υποστήριξαν, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή της Ευρωζώνης μπορούν κάλλιστα να συγκεντρώσουν και να χρηματοδοτήσουν από κοινού ένα μέρος του εθνικού χρέους τους – ίσως το 60%, αν και μπορεί και πιο λίγο – με ένα ενιαίο ευρωπαϊκό ομόλογο ανώτατης εξασφάλισης που θα διαθέτει κοινές και ποικίλες εγγυήσεις. Αυτή η επιλογή θα μας δώσει ένα χρεόγραφο που θα αποτιμάται σε ευρώ και που οι άλλες χώρες θα θέλουν να κρατήσουν – κι έτσι το ευρώ θα γίνει πραγματικό αποθεματικό νόμισμα και θα οδηγηθούμε στη μείωση του συλλογικού κόστους δανεισμού της Ευρώπης. Ο περιορισμός της εξυπηρέτησης του κόστους ενός σημαντικού μέρους του ελληνικού χρέους θα βοηθήσει πραγματικά την Ελλάδα.
Ο Πολ ντε Γκράου κατέθεσε πιο πρόσφατα μια τροποποιητική πρόταση για τα μπλε ομόλογα, κατά τρόπο που θα διασφαλίσει οικονομικά οφέλη και για τη Γερμανία. Η πρόταση αυτή περιλαμβάνει διαφοροποιήσεις στις συμβολές των χωρών στο κόστος εξυπηρέτησης των μπλε ομολόγων, έτσι ώστε χώρες με χαμηλότερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ να συμβάλουν λιγότερο. Η πρόταση ανταποκρίνεται σε μια απολύτως κατανοητή γερμανική αντίρρηση στην πρόταση των απλών μπλε ομολόγων. Αν η Γερμανία καταφέρει να δει ευρύτερα το συμφέρον της και τη σημασία της διατήρησης του σχεδίου του ευρώ μπορεί να υιοθετήσει την πρόταση του μπλε ομολόγου. Αλλά απαιτείται και η ενίσχυση της γερμανικής συμβολής – πιο επιθετική επέκταση της εγχώριας ζήτησης και αποδοχή ενός εθνικού πληθωρισμού υψηλότερου από τον πληθωρισμό στόχο της Ευρωζώνης – προκειμένου να αποζημιώσει την Ελλάδα για τη συμβολή της στην γερμανική ανταγωνιστικότητα, τις γερμανικές εξαγωγές και την γερμανική ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου