Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Το «βαθύ κράτος» του Ισραήλ στηρίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους

the press project

Το «βαθύ κράτος» του Ισραήλ στηρίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους


του Άρη Χατζηστεφάνου

Στο χώρο της διπλωματίας, ο καλύτερος τρόπος για να συνειδητοποιήσεις ότι...
 
 μια κίνησή σου είναι λανθασμένη είναι να δεις την ικανοποίηση να διαγράφεται στα πρόσωπα των αντιπάλων σου. Και ίσως καμία άλλη κίνηση της Παλαιστινιακής Αρχής να μην προκάλεσε τόσο ενθουσιώδη σχόλια από πολιτικούς αντιπάλους των Παλαιστινίων, όσο η απόφαση του προέδρου Μαχμούντ Αμπάς να καταθέσει στα Ηνωμένα Έθνη αίτημα για την απόκτηση καθεστώτος πλήρους μέλους για την Παλαιστίνη. Παρά τις επίσημες και ομολογουμένως σφοδρές αντιδράσεις του Ισραήλ αλλά και των ΗΠΑ, ισχυρότατοι παράγοντες στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής και των δύο χωρών υποστήριζαν εδώ και ημέρες ότι ενδεχόμενη αναγνώριση της Παλαιστίνης θα αποτελούσε θείο δώρο τόσο για το Τελ Αβίβ όσο και για την Ουάσιγκτον. «Το Ισραήλ πρέπει να ψηφίσει υπέρ της παλαιστινιακής ανεξαρτησίας», αναφερόταν σε βαρυσήμαντο άρθρο του περιοδικού Foreign Affairs – η «Βίβλος» της αμερικανικής διπλωματίας. Το συγκεκριμένο κείμενο θα μπορούσε να φέρει την υπογραφή κάποιου συντηρητικού σχολιαστή, όπως, λόγου χάρη, οι ακαδημαϊκοί Στίβεν Γουόλ και Τζον Μερσχάιμερ, οι οποίοι, μέσω μιας καθαρά ρεαλιστικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων, ασκούν συχνά κριτική ως προς την επιρροή του Τελ Αβίβ στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Η υπογραφή, όμως, ανήκε στον Ισραηλινό Ισαάκ Χέρζογκ, μέλος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων και Άμυνας της Κνέσετ (Σ.Σ.: της ισραηλινής Βουλής), ο οποίος μόνο αντι-Ισραηλινός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Στο ίδιο μήκος κύματος, και η διπλωματική επιθεώρηση Foreign Policy προέβλεπε ότι ένα νέο παλαιστινιακό κράτος θα θυμίζει τον Χάμπντι Ντάμπτι – τον αβγοκέφαλο ήρωα από το παραμύθι Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Αυτή τη φορά, φαρδιά πλατιά κάτω από το κείμενο βρισκόταν η υπογραφή του Ααρόν Ντέιβιντ Μίλερ, συμβούλου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το Μεσανατολικό επί προεδρίας Μπους αλλά και σε πέντε ακόμη αμερικανικές κυβερνήσεις.
Σχόλια όπως αυτά θα έπρεπε να έχουν κάνει και τους πλέον καλόπιστους Παλαιστίνιους διαπραγματευτές να ανησυχούν για τις επόμενες κινήσεις τους. Η δήλωση, όμως, που θα έπρεπε να τους προκαλέσει πραγματικό πανικό δεν γράφτηκε σε κάποια διπλωματική επιθεώρηση, αλλά ειπώθηκε από τον περιβόητο Εφρέμ Χαλέβι, πρώην διευθυντή της Μοσάντ και επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Ισραήλ. Η καλύτερη δυνατή εξέλιξη για το Τελ Αβίβ, φέρεται να είπε ο Χαλέβι, θα ήταν ο ΟΗΕ να αναγνωρίσει το παλαιστινιακό κράτος με προσωρινά σύνορα και έτσι το Ισραήλ να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις σε διμερές, διακρατικό επίπεδο. Παρόμοιες θέσεις εξέφρασε και ο Ισραηλινός πρώην επιτελάρχης και σημερινός πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων, Σαούλ Μοφάζ.
Ο Χαλέβι και ο Μοφάζ δεν αποτελούν δύο τυχαία πρόσωπα στον κρατικό μηχανισμό του Ισραήλ. Ο πρώτος αποτελεί σάρκα από τη σάρκα των μυστικών υπηρεσιών και βρέθηκε για πολλά χρόνια στο πλευρό του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Ο δεύτερος θεωρείται ένας από τους πιο σκληρούς αξιωματούχους που πέρασαν από τις ισραηλινές Ένοπλες Δυνάμεις, έχοντας στο βιογραφικό του τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, του Γιομ Κιπούρ, την εισβολή του Λιβάνου αλλά και τη σφαγή της Τζενίν.
Γιατί, όμως, η «καρδιά» του ισραηλινού αλλά και του αμερικανικού κατεστημένου ζητούσε τόσο επίμονα την αναγνώριση της Παλαιστίνης ως πλήρους μέλους των Ηνωμένων Εθνών;

Η εικονική πραγματικότητα της Παλαιστίνης

Την απάντηση έδωσε πριν από μερικές εβδομάδες ο διακεκριμένος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Γκάι Γκούντγουιν Τζιλ, ο οποίος, αφού ανέλυσε εξονυχιστικά τις επιπτώσεις που θα έχει για τους Παλαιστίνιους η αναγνώριση κρατικής υπόστασης υπό τις παρούσες συνθήκες, έστειλε το πόρισμά του στον ίδιο τον πρόεδρο Αμπάς – από τον οποίο ουδέποτε έλαβε απάντηση. Η μεγαλύτερη «παγίδα», σύμφωνα με το Βρετανό καθηγητή, βρίσκεται στο γεγονός ότι, σε περίπτωση αναγνώρισης, η ιστορική Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) παύει να αποτελεί συνομιλητή της διεθνούς κοινότητας και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει η Παλαιστινιακή Αρχή. Υπό τη σημερινή μορφή της, όμως, η Παλαιστινιακή Αρχή έχει χάσει όχι μόνο την ηθική και πολιτική της νομιμοποίηση, αφού ο Μαχμούντ Αμπάς αρνείται να προχωρήσει σε δημοκρατικές εκλογές, αλλά έχει μείνει να εκπροσωπεί μόνο ένα ελάχιστο κλάσμα των Παλαιστινίων που ζουν στη Δυτική Όχθη. Ενώ, δηλαδή, η PLO μιλά εξ ονόματος του παλαιστινιακού έθνους, το οποίο βρίσκεται διάσπαρτο σε όλες τις γειτονικές χώρες, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν θα έχει το δικαίωμα να εκπροσωπεί ούτε καν τους Παλαιστίνιους της Γάζας και σίγουρα δεν θα μπορεί να θέσει το ζήτημα της επιστροφής των προσφύγων. Ουσιαστικά, λοιπόν, οι Παλαιστίνιοι χάνουν με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης, ενώ αναγνωρίζουν ως τετελεσμένο το καθεστώς που δημιούργησε το Ισραήλ με σειρά επεκτατικών πολέμων, εποικισμών και εκτοπίσεων.
Απέναντι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, έγραφε ο Ισραηλινός αναλυτής Σέφι Ρατσλέβσκι, «οι Ισραηλινοί θα έπρεπε να πανηγυρίζουν στους δρόμους και να γίνουν οι πρώτοι που θα αναγνωρίσουν το νέο παλαιστινιακό κράτος».
Αποτελεί ειρωνεία της τύχης το ότι ο Αμπάς ονόμασε την εκστρατεία για την αναγνώριση «Παλαιστίνη 194» –επειδή φιλοδοξεί να αποτελέσει το 194ο μέλος του ΟΗΕ–, ξεχνώντας ότι τον ίδιο αριθμό έφερε και η απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών για το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων που εκτοπίστηκαν βίαια από το Ισραήλ το 1948.
Τα προβλήματα, όμως, για τους Παλαιστίνιους, σύμφωνα με τον Γκάι Γκούντγουιν Τζιλ, δεν σταματούν εδώ. Το μόρφωμα που θα προέκυπτε από τη διαδικασία αυτή δεν πληροί σχεδόν καμία από τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη δημιουργία κράτους. Χωρίς σταθερά σύνορα και κυριαρχία μέσα σε αυτά, το νέο «κράτος» θα θυμίζει, στην καλύτερη περίπτωση, ένα αυτοδιοικούμενο ελβετικό καντόνι. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι δεν θα διαθέτει Ένοπλες Δυνάμεις αλλά ούτε καν πρόσβαση σε υδάτινους πόρους, θα βρίσκεται ανά πάσα στιγμή υπό τον απόλυτο έλεγχο του Ισραήλ.
Και η ίδια η διαδικασία της αναγνώρισης, όμως, απειλεί να δυναμιτίσει την εύθραυστη προσπάθεια επαναπροσέγγισης μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς, η οποία ελέγχει τη Γάζα. Σε περίπτωση δημιουργίας ενιαίου κράτους με τη συμμετοχή στις δομές της εξουσίας και της Χαμάς –όπως είναι φυσικό να συμβεί, αφού η οργάνωση κέρδισε τις μόνες δημοκρατικές εκλογές, προτού ανατραπεί πραξικοπηματικά από τον Αμπάς–, το κράτος αυτό θα ενταχθεί αυτομάτως στη λίστα των «κρατών που υποθάλπουν την τρομοκρατία» από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και την ΕΕ. Εάν, όμως, με πρόσχημα τη Χαμάς, δεν συμπεριληφθεί η Γάζα, το νέο «κράτος» θα αντιστοιχεί στο περίπου 10% των εδαφών που ιστορικά αποτελούσαν την περιοχή της Παλαιστίνης. Ουσιαστικά, αυτό που θα προκύψει θα θυμίζει δηλαδή περισσότερο ζώνη ελεύθερης επιχειρηματικής δραστηριότητας, στην οποία θα μπορεί να δραστηριοποιείται η παλαιστινιακή αστική τάξη της Δυτικής Όχθης, η οποία όλα αυτά τα χρόνια στηρίζει το καθεστώς του Μαχμούντ Αμπάς.
Επιπροσθέτως, σημείωναν τις τελευταίες ημέρες διακεκριμένοι ακαδημαϊκοί και αναλυτές, το ενδεχόμενο δημιουργίας ενός τέτοιου, θνησιγενούς κρατικού μορφώματος θα στερούσε από τους Παλαιστίνιους και ένα ηθικό πλεονέκτημα: Ενώ μέχρι σήμερα αντιμετωπίζονται από όλο τον κόσμο ως ένας λαός υπό στρατιωτική κατοχή, στο μέλλον οι διαφορές τους θα αντιμετωπίζονται ως διακρατική αντιπαράθεση.
Αν, όμως, φίλοι και εχθροί των Παλαιστινίων υποστηρίζουν ότι ο μόνος ωφελημένος από την αναγνώριση ενός κράτους, στις παρούσες συνθήκες, θα είναι το Ισραήλ, για ποιο λόγο η Παλαιστινιακή Αρχή προχώρησε σε αυτή την κίνηση;

Το βέτο των ΗΠΑ

Θεωρητικά, το βασικό πλεονέκτημα που θα προσέφερε η αναγνώριση της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ θα ήταν το ότι θα έδινε στην πολιτική ηγεσία των Παλαιστινίων τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν τα θεσμικά όργανα του Οργανισμού για να καταγγέλλουν την παράνομη πολιτική του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Πρακτικά, όμως, όπως εξηγούσε και ο Τζόζεφ Μάσαντ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ, οι Παλαιστίνιοι είχαν αυτό το δικαίωμα από το 1947, αλλά ουδέποτε κατάφεραν να το χρησιμοποιήσουν με αποτελεσματικό τρόπο για μια σειρά λόγων. Καταρχάς, διότι κάθε σημαντική απόφαση για την καταδίκη του Ισραήλ ακυρωνόταν αυτομάτως στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τις ΗΠΑ. Η Ουάσιγκτον έχει ασκήσει τουλάχιστον σαράντα δύο φορές το δικαίωμα βέτο σε περιπτώσεις όπου σχεδόν σύσσωμη η διεθνής κοινότητα καταδίκαζε την πολιτική του ισραηλινού κράτους. Την τελευταία φορά, μάλιστα, η Αμερικανίδα πρέσβης στον ΟΗΕ, Σούζαν Ράις, ήταν η μόνη από τα δεκαπέντε μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας που σήκωσε το χέρι για να μπλοκάρει απόφαση που καταδίκαζε τους παράνομους εβραϊκούς εποικισμούς – παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι και η δική της κυβέρνηση είχε ζητήσει τον τερματισμό τους.
Τα τελευταία χρόνια, όμως, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ που μπλοκάρουν το έργο του ΟΗΕ, αλλά και η ίδια η Παλαιστινιακή Αρχή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2004 η Παλαιστινιακή Αρχή αγνόησε τις αποφάσεις του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, που καταδίκαζε το Ισραήλ για τους παράνομους εποικισμούς κατοικημένων περιοχών, όπως και για το λεγόμενο «τείχος της ντροπής», που οικοδομούσε η ισραηλινή κυβέρνηση. Μερικά χρόνια αργότερα, όπως αποκαλύφθηκε από απόρρητα έγγραφα, ο Μαχμούντ Αμπάς προσπάθησε να «θάψει» την περίφημη έκθεση Γκολντστόουν του ΟΗΕ, η οποία καταδίκαζε το Ισραήλ για εγκλήματα πολέμου και πιθανά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, μετά την επιδρομή στη Γάζα, το 2008. Εάν, όμως, η Παλαιστινιακή Αρχή ήδη κινείται σε περισσότερο «φιλοϊσραηλινή» γραμμή ακόμη και από το δυσκίνητο ΟΗΕ, προς τι να πιστέψει κανείς ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν μετά τη δημιουργία του παλαιστινιακού κράτους;
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι ενδεχόμενη αποδοχή της Παλαιστίνης στους κόλπους του ΟΗΕ μόνο συμβολικά πλεονεκτήματα θα προσέφερε, ενώ θα είχε σαφώς αρνητικές συνέπειες στη διαπραγματευτική θέση των Παλαιστινίων, αρκετοί αναλυτές έθεσαν εύλογα το ερώτημα γιατί το Τελ Αβίβ κινητοποίησε το σύνολο του διπλωματικού του μηχανισμού για να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο και, κυρίως, γιατί η Ουάσιγκτον απειλούσε και πάλι με άσκηση βέτο. Η Ουάσιγκτον εμφανίζεται για μια ακόμη φορά δέσμια των πιέσεων της ισραηλινής κυβέρνησης, η οποία, με τη σειρά της, φαίνεται να λειτουργεί υπό την πίεση των πλέον ακραίων στοιχείων της και ιδίως του ακροδεξιού υπουργού Εξωτερικών, Άβιγκντορ Λίμπερμαν. Η πολιτική αυτή, προειδοποιούν αρκετοί Ισραηλινοί αναλυτές, όχι μόνο έρχεται σε σύγκρουση με τα πραγματικά συμφέροντα του Τελ Αβίβ και της Ουάσιγκτον, αλλά ενισχύει την απομόνωση του Ισραήλ στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
Απαριθμώντας τους παράγοντες που εντείνουν την απομόνωση του Ισραήλ σε διεθνές επίπεδο, ο Ρίτσαρντ Κλαρκ, πρώην στέλεχος του αμερικανικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, αναφέρθηκε στην εχθρική πλέον στάση της Τουρκίας, στην ένταση των σχέσεων με την Αίγυπτο, στη διαρκή αντιπαράθεση με το Ιράν και τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο αλλά και στη ραγδαία υποχώρηση της αμερικανικής ισχύος σε παγκόσμιο επίπεδο. Σε ένα τέτοιο σκηνικό, το ενδεχόμενο ένταξης της Παλαιστίνης στον ΟΗΕ ήταν ένα δώρο, το οποίο το Τελ Αβίβ δεν θέλησε ποτέ να παραλάβει. 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Επίκαιρα: 22/09/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου