Κυριακή 12 Μαΐου 2013

ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ: Η ιστορία του φασόν συνεχίζει να γράφεται με το αίμα των εργαζομένων

ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ

Τα κέρδη των καπιταλιστών θρέφονται με αίμα


Περισσότεροι από 1.000 νεκροί, 2.500 τραυματίες, άγνωστο πόσοι ακόμα αγνοούμενοι είναι ο τελικός απολογισμός του εγκλήματος στα κάτεργα του φασόν της βιομηχανίας ρούχων, στο Μπαγκλαντές. Λίγο πριν οι μπουλντόζες σαρώσουν τα ερείπια του «Ράνα Πλάζα», την Παρασκευή, κανείς δεν ήταν σε θέση να πει πόσοι άνθρωποι βρίσκονταν - τελικά - στο οκταώροφο κτίριο που στέγαζε πέντε εργοστάσια ρούχων, γράφοντας με αίμα ακόμα μία τραγική σελίδα στην ιστορία της παγκόσμιας βιομηχανίας και περιγράφοντας με τον πιο τραγικό τρόπο, πόσο ασήμαντη θεωρείται η ανθρώπινη ζωή, απέναντι σε ένα μπλουζάκι των δύο ευρώ. Η πλειοψηφία των θυμάτων γυναίκες και ανήλικα κορίτσια, που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εργατών του φασόν στα περισσότερα από 4.500 κάτεργα του του είδους στο Μπαγκλαντές.

Τη δική τους τραγωδία ζουν οι οικογένειες των θυμάτων, που αναζητούν τους δικούς τους ανθρώπους μεταξύ των σορών που βρίσκονται πλέον σε προχωρημένη κατάσταση αποσύνθεσης και η αναγνώριση καθίσταται δυνατή μόνο μέσω κάποιων προσωπικών αντικειμένων και εξέτασης DNA. Τα σωστικά συνεργεία που συμμετείχαν στις έρευνες περιγράφουν την κατάσταση με το χειρότερο τρόπο, λέγοντας ότι σε κάθε μετακίνηση μπάζων βρίσκονται μπροστά και σε νέους νεκρούς.



Σωρεία παραβιάσεων
Από τις διαδηλώσεις των εργαζομένων
Το «Ράνα Πλάζα» είχε κατασκευαστεί με σωρεία παραβιάσεων των κανόνων ασφαλείας, ενώ την κατάσταση του κτιρίου επιβάρυναν ιδιαίτερα τα εργοστάσια που λειτουργούσαν σε αυτό. Οι τέσσερις μεγάλες γεννήτριες στους πάνω ορόφους του κτιρίου, λόγω του βάρους και των κραδασμών, καταπόνησαν ακόμα περισσότερο την οικοδομή, η οποία είχε αρχίσει να παρουσιάζει ρωγμές και ραγίσματα στις κολώνες μέρες πριν συμβεί τελικά το μοιραίο, με τις προειδοποιήσεις να αγνοούνται από τον ιδιοκτήτη, αλλά και τους διευθυντές των εργοστασίων, οι οποίοι υποστήριζαν ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας και καλούσαν τους εργάτες να μπουν στον τάφο τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι είναι «ασφαλείς».

Η κατάρρευση του κτιρίου και οι εκατόμβες νεκρών που προκάλεσε οδήγησαν σε νέες μαζικές διαδηλώσεις των εργατών στα εργοστάσια του φασόν, οι οποίοι βιώνουν τη φτώχεια, την εξαθλίωση και την εκμετάλλευση, συνθήκες στις οποίες βασίζεται η βιομηχανία ρούχων στο Μπαγκλαντές, αξιοποιώντας τα μεροκάματα πείνας και τη νομοθεσία που στηρίζει την κερδοσκοπία του κεφαλαίου, προκειμένου να παράγει για πολυεθνικούς κολοσσούς ενδύματα και άλλα είδη φασόν με ελάχιστο κόστος.

Οι εργαζόμενοι με κινητοποιήσεις που κράτησαν για περισσότερο από μία βδομάδα απαίτησαν εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας, τιμωρία των υπευθύνων και θανατική ποινή για τον ιδιοκτήτη του «Ράνα Πλάζα», κατηγορώντας ξεκάθαρα το κράτος για συγκάλυψη των εγκλημάτων στη βιομηχανία του φασόν και στήριξη των ιδιοκτητών. Η αστυνομία απάντησε με βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων, αλλά και υποσχέσεις από την πλευρά της κυβέρνησης για καλύτερη εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας και ελέγχους στα εργοστάσια του φασόν.

Το ΚΚ Μπαγκλαντές σε ανακοίνωσή του υπογράμμισε τη στήριξή του στους εργαζόμενους απαιτώντας από την κυβέρνηση εφαρμογή των κανόνων ασφαλείας και τιμωρία των υπεύθυνων για την τραγωδία, τόσο του ιδιοκτήτη του κτιρίου, Σοχέλ Ράνα, όσο και των ιδιοκτητών των εργοστασίων, καταδικάζοντας τις πολιτικές της συγκάλυψης που συντηρούν τη συγκεκριμένη κατάσταση εδώ και χρόνια.
Τρομοκρατία εναντίον των εργαζομένων

Οι μεγαλύτερες κινητοποιήσεις στον κλάδο, των τελευταίων χρόνων έγιναν το 2010, με συνεχείς απεργίες και διαδηλώσεις που απαιτούσαν αυξήσεις στα εξευτελιστικά τους μεροκάματα. Οι εργαζόμενοι ρισκάρουν τη ζωή τους, χωρίς να καταφέρνουν στο τέλος της μέρας να εξασφαλίσουν ούτε καν την τροφή τους, αφού τα χρήματα δεν καλύπτουν το κόστος ζωής και τελικά καταλήγουν να κοιμούνται στο δρόμο ή να νοικιάζουν χώρο για ύπνο σε σπίτια μαζί με δεκάδες άλλους.

Την ανοχή του κράτους, που βρίσκεται πάγια στο πλευρό των ιδιοκτητών, τους μισθούς πείνας και τους ανύπαρκτους κανόνες ασφαλείας εκμεταλλεύονται οι πολυεθνικές που συρρέουν στο Μπαγκλαντές το οποίο έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο σκλαβοπάζαρο και χαρακτηρίζεται το βασίλειο του φασόν. Οι εργάτες αναγκάζονται να δουλεύουν περισσότερες από 10 - 16 ώρες, έξι μέρες τη βδομάδα, δεμένοι ακόμα και με αλυσίδες, κλειδωμένοι στα κάτεργα, για να εξασφαλιστεί ότι δε θα εγκαταλείψουν τη θέση τους για κανένα λόγο και δε θα χαθεί λεπτό από το χρόνο παραγωγής.

Τα συγκεκριμένα εργοστάσια ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια παντού, χωρίς προϋποθέσεις. Μπορεί να στεγαστούν σε παράγκες, υπόγεια, πολυκατοικίες, χωρίς υποδομή να αντέξουν βαριά μηχανήματα, όπως το «Ράνα Πλάζα», κάνοντας τα ατυχήματα, όπως αυτό, αλλά και την πυρκαγιά του περασμένου Νοέμβρη, που οδήγησε 112 εργαζόμενους στο θάνατο, καθεστώς και όχι εξαίρεση. Οι κυβερνητικές υποσχέσεις δεν έλειψαν και τότε, ωστόσο όταν ξεχάστηκε το θέμα, το κέρδος τέθηκε ξανά επικεφαλής της πολιτικής και τα «ατυχήματα» συνεχίστηκαν να «καταγράφονται», χωρίς να λαμβάνεται καμία πρόνοια για την πρόληψή τους.

Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα και της στάσης της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης που ακολουθεί η κυβέρνηση της Σεϊχ Χασίνα, προασπιζόμενη την εργοδοσία είναι ότι με βάση τα στοιχεία του 2011 η βιομηχανία του φασόν αποφέρει το 80% των κερδών του Μπαγκλαντές από τις εξαγωγές, με το συνδικαλισμό και την οργάνωση των εργαζομένων να καθίσταται επί της ουσίας απαγορευμένη, προκειμένου να αποφεύγονται οι αντιδράσεις και να διασφαλίζεται ο εκβιασμός. Τον περασμένο Ιούνη περισσότερα από 300 εργοστάσια ρούχων, που λειτουργούν ως φασόν για τις δυτικές πολυεθνικές ανέστειλαν τη λειτουργία τους επ' αόριστον, με τις διοικήσεις τους να επικαλούνται παρατεταμένη «ανομία και καθεστώς φόβου» στο οποίο δεν μπορούν να λειτουργήσουν, μετά από πέντε μέρες απεργιακών κινητοποιήσεων...

Οι εργοστασιάρχες μίλησαν για εξαιρετικά «βίαιες» κινητοποιήσεις των εργαζομένων και υποστήριξαν ότι τα αιτήματά τους θα τους οδηγούσαν στο κλείσιμο, με την αστυνομία, όπως και τώρα, να προχωρά σε βίαιη καταστολή των κινητοποιήσεων και να υποχρεώνονται οι εργαζόμενοι να επιστρέψουν στη δουλειά χωρίς καμία κατάκτηση. Η δολοφονία μάλιστα του συνδικαλιστή Αμινούλ Ισλάμ, επικεφαλής του Κέντρου Αλληλεγγύης των Εργατών του Μπαγκλαντές (Bangladesh Centre for Worker Solidarity - BCWS) και της Ομοσπονδίας Εργατών Ενδύματος και Βιομηχανικών Εργατών, ο οποίος τόλμησε να καταγγείλει δημόσια τις συνθήκες εργασίας στα κάτεργα του φασόν, έδωσε σαφές μήνυμα για τις προθέσεις τόσο της κυβέρνησης όσο και των εργοδοτών.
Υποσχέσεις χωρίς αντίκρυσμα

Το μέγεθος της τραγωδίας που προκάλεσε το νέο εργοδοτικό έγκλημα, στα φασόν του Μπανγκλαντές - το έκτο, πλέον πολύνεκρο, της παγκόσμιας βιομηχανίας από το 1900 μέχρι σήμερα - και η σειρά αντιδράσεων θορύβησαν τις πολυεθνικές που χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα κάτεργα, που άρχισαν να ασκούν πιέσεις στην κυβέρνηση, καθώς βλέπουν κίνδυνο μείωσης των πωλήσεών τους. Αρχικά οι αρχές της χώρας έκλεισαν 18 εργοστάσια σε σύνολο 4.500 και πλέον βιομηχανικών μονάδων υφαντουργίας, με υποσχέσεις για σκλήρυνση των μέτρων, σε μία προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις και η ασυδοσία να επιστρέψει από το... παράθυρο, όταν καλμάρει η δημοσιότητα. Η κατάρρευση του «Ράνα Πλάζα» χαρακτηρίστηκε ως «σύμβολο της αποτυχίας του κράτους», ενώ η κυβέρνηση εξακολουθεί να προστατεύει τα εργοστάσια, τα οποία λειτουργούν υπό αστυνομική προστασία, δείχνοντας ότι επί της ουσίας δεν έχει καμία πρόθεση για αλλαγές.

Αλεξάνδρα ΦΩΤΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου