Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Τα κεραμίδια στάζουν

σφυροδρέπανο


Τα κεραμίδια στάζουν όμορφες ανθρώπινες ιστορίες στις σελίδες του χρόνη, που εξατμίζονται με τη θέρμη του αναγνώστη και ενσταλάζουν μέσα του, για να ξαναπάρουν υγρή μορφή και να γίνουν οι χυμοί της ζωής, που σε μεθάνε όσο τους γεύεσαι και κολυμπάς μέσα τους. Αρκεί να τις διαβάσεις στη σωστή ηλικία, όπως είπε σοφά ο νεαρός κομμάντο. Γιατί αν τις ξαναπιάσεις μεγάλος –και πιο ώριμος θεωρητικά- ίσως σου φανούν ξερές και κρύες, χωρίς ροή για να διεισδύσουν στους πόρους της ψυχής σου και να την (στρ)αγγίξουν. Δε βρίσκεις καν κάποια υποψία κλονισμού, που σου είχαν προκαλέσει την πρώτη φορά, και την αναμέτρηση για την οποία είχες προετοιμαστεί ψυχολογικά.

Πολλοί σύντροφοι λοιπόν διάβασαν χρόνη μίσσιο στη σωστή ηλικία, όταν ήταν μικρότεροι, και τους σημάδεψε. Αυτό για τη δική μου γενιά σημαίνει χοντρικά πριν από καμιά δεκαριά χρόνια, πολύ μετά δηλ από την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του και τον αντίκτυπο που προκάλεσε στην εποχή του. Αν είχα ζήσει εκείνη την περίοδο,
πιθανότατα θα είχα κι εγώ την ίδια αντίδραση με τους συντρόφους που θεωρούν το μίσσιο ανάξιο λόγου και το έργο του προσβολή στο παρελθόν του και τη γενιά της αντίστασης συνολικά. Επειδή ωστόσο δεν ανήκω σε αυτήν τη γενιά, ένιωθα ότι υπάρχουν ανοιχτοί λογαριασμοί και μια αναμέτρηση που εκκρεμμούσε με τον χρόνη και τα βιβλία του.

Τι θα μπορούσε όμως να βρει ένας κνίτης πχ στα βιβλία του μίσσιου και να τον κερδίσει; Άβυσσος η ψυχή του συντρόφου. Γνωρίζω πχ μια φίλη και συντρόφισσα, που διαβάζοντας σε μικρή ηλικία το «καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς», αγάπησε το κόμμα και οργανώθηκε αργότερα στην κνε. Εγώ πάλι διαβάζοντας φαντάρος «τα κεραμίδια στάζουν» (που δεν το βρήκα στη βιβλιοθήκη του στρατού, όπως κάποιος άλλος σφος αναγνώστης), προσωρινά κλονίστηκα: λες να έχει δίκιο ότι (ξε)χάσαμε το συναίσθημα και προβάλλαμε μόνο υλικούς-οικονομικούς στόχους και αιτήματα; Και χρειάστηκε να διαβάσω σε ένα βιβλίο του ρούση(!) για την κοινωνική ατομικότητα και την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας στον κομμουνισμό, όπου κάθε μέρα θα ‘ναι σαν κυριακή, για να ξανάρθω στα ίσια μου και να ανακτήσω ηθικό.

Ο σύντροφος θα μπορούσε επίσης να γοητεύσει την αναρχική πλευρά του που κρύβει μέσα του. Να ζηλέψει την (ατομική και ψευδεπίγραφη) ελευθερία να μην χρειάζεται να πείσεις κανέναν για τίποτα. Να νιώσει τον ορισμό της μοναξιάς, όταν κάποιος έχει πολλά να δώσει, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τα πάρει. Να προβληματιστεί για τη σχέση μας με τη φύση και τον τρόπο ζωής μας γενικότερα. Ή να κλονιστεί από εκείνο το απόσπασμα για τις ώρες που χωρίζουν σαν πτώμα τη μέρα και φεύγουν κούφιες κι αδιάφορες.

Μπορεί να γελάσει πικρά με την ιστορία του τραμπούκου που χτυπούσε τους κρατούμενους και τους φώναζε: πανανθρώπινη δεν την ήθελες ρε (σσ: τη λευτεριά); Να «κολλήσει» με την κριτική στο κόμμα και την απαξίωση για την ηγεσία, χάρη στο μοναδικό μαζοχισμό του κομμουνιστή να ρουφάει σα σφουγγάρι οτιδήποτε μας ασκεί πολεμική και «μας τη λέει», για να ‘χει προσωπική άποψη και να μπορεί να το αντικρούσει. Ή να ταυτιστεί με το σύντροφο που ‘χε αϋπνίες κι είχε κρύψει το εγχειρίδιο της κομματικής σχολής, για να το διαβάζει τα βράδια και να τον παίρνει ο ύπνος στην πρώτη σελίδα.

Η απομυθοποίηση του χρόνη επέρχεται σταδιακά, από βιβλίο σε βιβλίο. Κάθε καινούρια προσπάθεια σου αφήνει την αίσθηση πως είναι ελαφρώς χειρότερη από την αμέσως προηγούμενη και εν μέρει επαναλαμβάνεται. Στο τέλος της διαδρομής μπορεί να δει κανείς πώς ξετυλίγεται το νήμα της σκέψης του συγγραφέα για να φτάσει ως τις τελικές του συνέπειες.

Στο πρώτο βιβλίο (καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς) ακούμε το πικρό τραγούδι της ήττας με τις εξίσου στυφές αναμνήσεις από φυλακές κι εξορείς και τα πικρόχολα σχόλια για τα λάθη και τις ανεπάρκειες του κινήματος. Και από εκεί στο χαμογέλα ρε τι σου ζητάνε, όπου το μοτίβο είναι παρεμφερές, αλλά ο μίσσιος χαμογελά αναδρομικά και συμφιλιώνεται με τους βασανιστές του, ενώ συμπεραίνει πως η επανάσταση είναι προσωπική υπόθεση.

Ήδη στο δεύτερο βιβλίο αχνοφαίνεται η τομή σε ύφος και περιεχόμενο που θα ακολουθήσει στο επόμενο (τα κεραμίδια στάζουν). Εκεί η σκέψη του χάνεται στα παιδικά του χρόνια και το κοινοτικό κεκτημένο που εξαφανίζεται, αναπολώντας μέχρι και το μπουρδέλο της γειτονιάς του που τον μύησε στην τέχνη του έρωτα. Διακηρύσσει με το δικό του τρόπο –εν έτει 1991- το τέλος των ιδεολογιών, της πολιτικής και των κομμάτων και τα αντικαθιστά με τα χάδια και τον έρωτα, γιατί η επανάσταση δεν είναι εξέγερση, αλλά διέγερση. Λέει ότι ο σοσιαλισμός κατέρρευσε σα δεινόσαυρος αφήνοντας πίσω του μια μαύρη τρύπα, για να καταλήξει στο εμβριθές συμπέρασμα ότι το εαμικό κίνημα έχασε επειδή πρόδωσε τον πόθο και την ελπίδα του λαού για σεξουαλική απελευθέρωση.

Γράφει ότι η βία είναι η μαμή της εξουσίας. Ότι ο μαρξ πηδούσε κρυφά την υπηρέτριά του και δεν κατάφερε να απελευθερώσει ούτε τον εαυτό του. Και λυπάται για τον όουεν, τον προυντόν και τον μπακούνιν, που δεν τους αφήσαμε να φέρουν στην επανάσταση το άρωμα της ευαισθησίας και της φαντασίας. Θεωρεί ότι ο πολιτισμός γεννιέται από τις ανάγκες ανεξάρτητων παραγωγών (με άλλα λόγια σε καπιταλιστικά πλαίσια) κι όχι ενταγμένων σε πλάνα παραγωγής. Αλλού υποστηρίζει ότι η μόνη πηγή πολιτισμού είναι ο έρωτας, αλλά τις περισσότερες φορές τον θεωρεί πηγή καταστροφής και δυστυχίας, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους το αναρχικό σύνθημα «επιστροφή στη φύση».

Κι έτσι περνάει στο τέταρτο βιβλίο του (το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι) και μας παρουσιάζει την αναρχική του ευτοπία, όπου βρίσκουν δικαίωση τα ιδανικά που περιγράφει. Οι ήρωες του βιβλίου –μεταξύ άλλων κι ο μαοϊκός με ισχυρά παλαιοκομμουνιστικά κατάλοιπα, που τον εμποδίζουν να χαρεί όπως οι άλλοι τη ζωή και τον έρωτα- ζουν ευτυχισμένοι σε κάποια παραδεισένια νησίδα, και πίνουν διάφορα μαντζούνια με μαγικές ιδιότητες, για να καταπολεμήσουν το γήρας, την απληστία της πολυεθνικής άρπα-κόλα και τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.

Η μυθοπλασία του μίσσιου αρχίζει να κινείται στα όρια της μεταφυσικής, γιατί δε μπορεί να πιάσει πουθενά το νήμα της πραγματικότητας. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος εξάλλου στην κρατική τηλεόραση, σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, σταμάτησε να γράφει βιβλία, γιατί δεν έβλεπε πουθενά ένα μέρος για να τοποθετήσει τους ήρωές του. Κι αυτό γίνεται εμφανές στο τελευταίο του βιβλίο, που χλευάζει το τελευταίο επίτευγμα των επιστημόνων να παρασκευάσουν ντομάτα με γεύση μπανάνας, υποκαθιστώντας τη φύση, αλλά δεν έχει την έμπνευση των προηγούμενων.

Παράλληλα γίνονται φανερά τα όρια και οι αντιφάσεις του μίσσιου. Η αγάπη του για τον άνθρωπο και τους χυμούς της ζωής, τον οδήγησε να εγκαταλείψει τα κοινά και να γίνει τρόπον τινά ερημίτης στο καπανδρίτι, σε μια τυπική –και όχι διαλεκτική- άρνηση του πολιτισμού ως πηγής δυστυχίας, που θα έλεγε κι ο φρόιντ –αν και όχι με απόλυτη συνέπεια, καθώς η κυρά-ρηνιώ του είχε πάρει ένα κινητό για να μπορεί να τον βρίσκει...
Κι η σεξουαλική επανάσταση ήρθε χωρίς να απελευθερώσει τον άνθρωπο ούτε απ’ τον πουριτανισμό ούτε από τη συναισθηματική αποξένωση και τις δομές του συστήματος, στις οποίες ενσωματώθηκε με χαρακτηριστική ευκολία.

Ο μίσσιος ομολογεί οικειοθελώς την χρεοκοπία των ιδανικών που οι βασανιστές του τον πίεζαν να αποκηρύξει. Καταλήγει να πει με το δικό του τρόπο «ευτυχώς ηττηθήκαμε σύντροφοι» κι ότι αυτός ο αγώνας έγινε για ένα πουκάμισο αδειανό. Οι απολίτικες αλήθειες του δεν απειλούν το σύστημα. Είναι εύκολες, ρηχές, στρογγυλεμένες, τόσο ώστε να χωράνε ακόμα και στην τελευταία ταινία του παπακαλιάτη.

Αυτό ωστόσο ουδόλως φαίνεται να απασχολεί τους διάφορους υμνητές του, που αντί να σκεφτούν ότι κάτι πάει στραβά όταν σε επαινεί ο αντίπαλός σου, αναγνωρίζουν ως τέτοιο το ριζοσπάστη και το κκε. Κι επαινούν με τη σειρά τους το μίσσιο, απλά και μόνο εξαιτίας της αναφοράς του ρίζου στο θάνατό του. Η οποία παρά την χοντροκομμένη της διατύπωση, δε λέει παρά μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι ο μίσσιος δεν πίστευε στην ταξική πάλη.

Τα ίδια τα βιβλία του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα για του λόγου το αληθές. Κι είναι κάτι που θα το παραδεχόταν κι ο ίδιος. Και πρέπει να το αναγνωρίσουν όλοι όσοι ομνύουν στην ταξική πάλη και την αναγκαιότητά της, ανεξαρτήτως αν γοητεύτηκαν κάποτε από την αναρχική αύρα του χρόνη. Αν δεν το κάνουν, κρύβονται απλώς πίσω από το δάχτυλό τους και το υψώνουν προκλητικά στην κοινή λογική και τη νοημοσύνη μας.

Όχι ο νεκρός δε δεδικαίωται πάντα. Ιδίως όταν με το έργο του ακυρώνει –όχι τόσο τις «κομματικές γραφειοκρατίες», όπως θα πίστευε- αλλά τη στάση ζωής όσων αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν. Κι ανάμεσα σε αυτές και τη δική του, σε πρώτη φάση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου