Aνατολικά της Εδέμ
Αφιερωμένο σε σένα αγαπημένη μου Ζ. Σ. που με κοίταζες με κείνα τα μεγάλα μάτια που έλαμπαν και γέμιζαν την οθόνη κάποτε, με κείνα τα γεμάτα πίστη και δύναμη μάτια. Και μου έλεγες: «Ν’ αγαπάς τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είσαι εσύ».
Πρέπει να ‘ναι ένας εφιάλτης. Αυτό το φουσκωμένο ποτάμι που βλέπω μπρος στα μάτια μου. Ένα ποτάμι φουσκωμένο από λάσπη, μίσος, βία, αμορφωσιά και ανθρώπινη μανία. Τη μανία του όχλου. Τα νερά φουσκώνουν και πιέζουν με ορμή τα φράγματα. Τα φράγματα που είναι έτοιμα να σπάσουν. Το ποτάμι από στιγμή σε στιγμή θα ξεχειλίσει και θα πνίξει ό, τι βρεθεί στο πέρασμά του: περιουσίες, σπίτια, ανθρώπους, ζωές.
Δεκάδες εικόνες σπασμένες ανακατεύονται στο ποτάμι του μίσους, εικόνες άτακτα ριγμένες, αμοντάριστες, δεν ξέρω αν είναι από ταινίες ή απ’ το πέρασμα της ιστορίας. Από το πέρασμά της εδώ ή αλλού.
Βλέπω ανθρώπους με μάτια που στάζουν αίμα, να ουρλιάζουν κρατώντας πυρσούς ή πέτρες, μαχαίρια και αυτοσχέδια όπλα να ξεστομίζουν κατάρες και να ‘χουν πάρει στο κατόπι άλλους ανθρώπους.
Βλέπω ανθρώπους με άσπρες μυτερές κουκούλες κι αναμμένους δαυλούς μέσα στη νύχτα, να καίνε σπίτια με τους κατοίκους τους μέσα. Κι ύστερα να κυνηγούν ένα μαύρο άντρα με πιτζάμες που τους ξέφυγε και τρέχει να σωθεί στις καλαμιές στην όχθη του βάλτου. «Πιάστε τον αράπη», φωνάζουν.
Βλέπω μαύρους να κυνηγούν ένα κάτασπρο παιδί για να του κόψουν ένα κομμάτι απ’ το κρέας του για να το πάνε στο μάγο του χωριού να τους φτιάξει φυλαχτό.
Άνθρωποι με πυρσούς ξεχύνονται πίσω από μια γυναίκα με κουρελιασμένα ρούχα φωνάζοντας «μάγισσα», τη φτάνουν και τη ρίχνουν στη φωτιά. Έπειτα κάνουν το σταυρό τους.
Κι άλλους με πυρσούς να τρυπώνουν στον καταυλισμό λαμπαδιάζοντας τις παράγκες, φωνάζοντας «τουρκόσποροι», για να ξεβρομίσουν τον τόπο τους απ’ τους ανεπιθύμητους "πρόσφυγκες".
Το ποτάμι φουσκώνει απ’ το μίσος, οι εικόνες ταξιδεύουν στο χώρο και στο χρόνο, ανάκατα.
Τώρα οι άνθρωποι λιθοβολούν μια γυναίκα πεσμένη καταμεσής του δρόμου, ουρλιάζοντάς «πόρνη» ή «μοιχαλίδα», δεν ξεχωρίζω καλά. Ένας άνθρωπος μπαίνει στη μέση, σηκώνει τα χέρια ψηλά κοιτάζοντας το αγριεμένο πλήθος και λέει με αυστηρή, βαθιά φωνή: «Ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλλέτω».
Οι άνθρωποι τον κοιτούν για λίγο έκπληκτοι και μετά συνεχίζουν το έργο τους, μέχρι η γυναίκα να πάψει να σπαράζει κάτω στο έδαφος.
Βλέπω κυνηγούς κεφαλών να σκαρφαλώνουν στο βουνό κι ύστερα να επιστρέφουν θριαμβευτικά με τα κομμένα κεφάλια στα χέρια, να τα επιδεικνύουν με καμάρι στην κάμερα, πριν πάνε να εισπράξουν την αμοιβή. Για τους επικηρυγμένους. Κι έπειτα βλέπω τα κομμένα κεφάλια παλουκωμένα στην πλατεία για μέρες, μέχρι να βρωμίσουν, ο κόσμος να περνά να τα φτύνει, σχολεία με παιδάκια να έρχονται εκδρομή για να δουν το θέαμα προς παραδειγματισμό. Κάποιοι απ’ το πλήθος φωνάζουν «συμμορίτες».
Τα πλάνα αμοντάριστα μπερδεύονται με το φουσκωμένο ποτάμι, άλλοτε ξεχωρίζω τις κραυγές κι άλλοτε όχι, χρειάζομαι υπότιτλους. Το μόνο που καταλαβαίνω καθαρά είναι το μίσος.
Βλέπω ανθρώπους με δαυλούς πάλι να ψάχνουν να ανακαλύψουν μαγαζιά και σπίτια με το κίτρινο άστρο κολλημένο στην εξώπορτα.
Νιώθω την ανάσα τους στο πρόσωπό μου. Ακούω φωνές, ακούω κραυγές και συνθήματα: «Σκουλήκια», «Θα μας πάρουν τις δουλειές», «θα μας πάρουν τις γυναίκες», «συμμορίτες», «τουρκόσποροι», «μάγισσα», «πουτάνα», «αράπηδες», «εκδίκηση», «Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν», «κάνουν θυσίες στα είδωλα», «κάνουν θυσίες στα είδωλα», «παγανιστές», «αντίχριστοι».
Μέσα απ’ τα ουρλιαχτά ακούγεται κάτι ρυθμικό: είναι ο εθνικός ύμνος ή το «Πάτερ υμών»...
Το μίσος φουσκώνει, το ποτάμι ξεχύνεται, ξεσπά. Τα παρασέρνει όλα.
Κανείς δεν έκανε τίποτα να το σταματήσει.
Πιο μικρά γράμματα δε μπορούσες να βάλεις;
ΑπάντησηΔιαγραφήΔε διαβάζονται!!!