Αυγή (16/6/2011) Της Μαρίκας ΦραγκάκηΗ Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι ο θεματοφύλακας της σταθερότητας του ενιαίου νομίσματος, του ευρώ. Αντίθετα με άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως είναι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η Τράπεζα της Αγγλίας κ.λπ., η ΕΚΤ χαρακτηρίζεται από δύο βασικά γνωρίσματα, τα οποία την καθιστούν το πλέον νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα κεντρικής τράπεζας. Τα γνωρίσματα αυτά είναι τα εξής: (α) ο μονοσήμαντα προσδιοριζόμενος στόχος της πολιτικής της, που δεν είναι άλλος από την τήρηση του πληθωρισμού στο όριο του 2%, και (β) η "ανεξαρτησία" της από τις πολιτικές αρχές και, βεβαίως, η μη λογοδοσία της σε αυτές.Τη δεκαετία του 2000, πρώτη δεκαετία ύπαρξης του ευρώ, ο πληθωρισμός πράγματι κρατήθηκε σε χαμηλό επίπεδο κατά μέσο όρο στην Ευρωζώνη. Αυτό θεωρήθηκε ένδειξη επιτυχίας της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ. Την ίδια περίοδο, η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος υπονομεύτηκε από τις διάφορες ‘φούσκες’ των τιμών των μετοχών, των ακινήτων κ.λπ. Ο συσχετισμός μεταξύ της σταθερότητας των τιμών καταναλωτή και των τιμών των διαφόρων χρηματοπιστωτικών προϊόντων δεν απασχόλησε ούτε την ΕΚΤ, αλλά ούτε και άλλες ευρωπαϊκές αρχές, αφού το οικοδόμημα της Ευρωζώνης δεν το προβλέπει.
Έτσι φτάσαμε στη χρηματοπιστωτική κρίση τον Αύγουστο 2007, που έγινε παγκόσμια τον Σεπτέμβριο 2008 και εξελίχθηκε σε κρίση του δημοσίου χρέους το 2010 στην Ευρωζώνη, ξεκινώντας από την Ελλάδα και φτάνοντας μέχρι την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.Από τον Οκτώβριο 2008, η ΕΚΤ παρείχε άφθονη χρηματοδότηση στις τράπεζες της Ευρωζώνης, με επιτόκιο 1% έναντι εγγυήσεων χαμηλής ή άνευ αξίας. Επίσης μεταξύ Ιουνίου 2009 και Ιουνίου 2010 απορρόφησε ομόλογα ύψους 60 δισ. ευρώ, που εξέδωσαν οι εν λόγω τράπεζες για την επανακεφαλαιοποίησή τους. Τέλος, τον Μάιο 2010, η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει κρατικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, δεδομένου ότι απαγορεύεται αυστηρά από το καταστατικό της και από τη Συνθήκη της Ενωσης η απευθείας χρηματοδότηση κάθε είδους δημόσιας αρχής (τοπικής, περιφερειακής, εθνικής, ευρωπαϊκής). Μέχρι σήμερα, έχει δαπανηθεί το ποσό των 75 δισ. ευρώ για την αγορά κρατικών ομολόγων.Συνολικά, ενόψει της κρίσης, η ΕΚΤ επέδειξε πραγματισμό. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα ως προς τις τράπεζες της Ευρωζώνης, τις οποίες στήριξε χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ εκείνων που ήταν στα όρια της χρεωκοπίας και εκείνων που είχαν πρόβλημα ρευστότητας. Ως προς τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης, η βοήθεια της ΕΚΤ ήταν περιορισμένης εμβέλειας, αφού η παρέμβασή της έγινε αρκετούς μήνες μετά την εμφάνιση της κρίσης χρέους -ήδη από το τέλος του 2009 στην Ελλάδα- ήταν αβέβαιη ως προς το ύψος και τη διάρκειά της και αφορούσε στη δευτερογενή αγορά ομολόγων (και όχι τον απευθείας δανεισμό των κρατών αυτών).Ο πραγματισμός που επέδειξε η ΕΚΤ ενόψει της κρίσης είχε ως αποτέλεσμα να κατηγορείται σήμερα από τους υποστηρικτές της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων ότι απομακρύνθηκε από τον βασικό της στόχο και ότι, με τον τρόπο αυτό, χάνει την αξιοπιστία της ως κεντρική τράπεζα, παρά το γεγονός ότι η Ευρωζώνη δεν απειλείται από υψηλό ή επιταχυνόμενο πληθωρισμό! Η κατηγορία αυτή θεωρείται σοβαρή, ιδιαίτερα για μια κεντρική τράπεζα με τόσο στενά προσδιορισμένη αποστολή, όπως είναι η ΕΚΤ.Έτσι, καταλήγουμε στην τρέχουσα διάσταση μεταξύ της ηγεσίας της Ευρωζώνης -ιδιαίτερα της Γερμανίας- και της ΕΚΤ, σύμφωνα με την οποία η τελευταία αντιτίθεται σε οποιαδήποτε σκέψη αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας. Η αντίθεση αυτή μάλιστα φτάνει στο όριο του εκβιασμού εκ μέρους της ΕΚΤ, η οποία δήλωσε ότι σε περίπτωση αναδιάρθρωσης δεν θα αποδέχεται τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ως εγγύηση για τον δανεισμό των τραπεζών. Η "ανταρσία" της ΕΚΤ έναντι της πολιτικής ηγεσίας της Ευρωζώνης δεν είναι άλλο παρά έκφανση της περίφημης "ανεξαρτησίας" της, η οποία, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη, προστατεύει τις νομισματικές αρχές από την αυθαιρεσία των πολιτικών!Τα παραπάνω φαινόμενα, τόσο η κριτική η οποία ασκείται κατά της ΕΚΤ για τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης όσο και η άρνησή της να συμβάλει στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους της χώρας μας, είναι συμπτώματα του ατελούς τρόπου οικοδόμησης του ευρώ και της νομισματικής ένωσης, που δεν συνοδεύτηκε από τρόπους εμβάθυνσης της ένωσης και αντιμετώπισης των κρίσεων. Αντίθετα, το ευρώ στηρίχτηκε σε μια διαρκώς διευρυνόμενη χρηματοπιστωτική αγορά, χωρίς τα στοιχεία εκείνα που θα το θωράκιζαν έναντι της εγγενούς αστάθειας της αγοράς αυτής, αλλά και χωρίς οποιονδήποτε μηχανισμό για την αντιμετώπιση και επίλυση τυχόν κρίσεων.Ακόμα και σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και ενώ το μέλλον του ευρώ εμφανίζεται πλέον αβέβαιο, η ηγεσία της Ευρωζώνης αρνείται να αντιμετωπίσει το ζήτημα ευθέως. Το ζήτημα αυτό δεν είναι άλλο από την ανάγκη ανασυγκρότησης της νομισματικής ένωσης, ώστε να αποτελεί στοιχείο της ευρύτερης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής της Ευρωζώνης και να προστατεύει τα μέλη της από την επίθεση του κερδοσκοπικού κεφαλαίου σε συνθήκες κρίσης, όπως συμβαίνει με άλλες κεντρικές τράπεζες. Αντ' αυτού, οι ευρωπαϊκές ελίτ επιλέγουν τη δημοσιονομική και οικονομική πειθαρχία και την τιμωρία των "απείθαρχων" μελών της Ευρωζώνης -δηλ. των πιο αδύναμων- ως μέσο άσκησης της νομισματικής πολιτικής, όπως προκύπτει από το Σύμφωνο για το Ευρώ, αλλά και από τον περίφημο Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Η επιλογή αυτή δεν είναι βιώσιμη σε κανένα επίπεδο - οικονομικό, πολιτικό ή κοινωνικό. Η "ανταρσία" της ΕΚΤ έναντι της ευρωπαϊκής ηγεσίας υποδηλώνει το αδιέξοδο των επιλογών της τελευταίας.
Παράλληλα, η ΕΚΤ δεν διαθέτει ουσιαστική αρμοδιότητα παρακολούθησης και ελέγχου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και της σταθερότητάς του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου