inprecor
Του Σπύρου Πλακιά
Την Τετάρτη, δύο παράλληλα έργα, διαδραματίστηκαν σε δύο «σκηνές» που απέχουν μόλις μερικά μέτρα μεταξύ τους: στο Μέγαρο Μαξίμου και στην πλατεία Συντάγματος. Έκτοτε, οι εξελίξεις, ιδιαίτερα στην πολιτική σκηνή της χώρας, έχουν λάβει φρενήρη ρυθμό και ουδείς γνωρίζει πού και πώς θα ξεσπάσει η πραγματική καταιγίδα. Οι συνθήκες και η ταχύτητα δεν επιτρέπουν αναλύσεις. Επιτρέπουν, όμως, ορισμένες σύντομες παρατηρήσεις, που ίσως αποβούν βοηθητικές.Ας πάμε πρώτα …πλατεία. Στην πλατεία Συντάγματος, την Τετάρτη 15 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο πλαίσιο της γενικής απεργίας που είχαν κηρύξει ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, το ΠΑΜΕ και είχαν στηρίξει οι «Αγανακτισμένοι». Το πρώτο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι εκεί που επί 20 ημέρες, οι συγκεντρώσεις στην πλατεία Συντάγματος των «Αγανακτισμένων» και όσων ένωσαν τις δυνάμεις τους με αυτούς, υπό οποιαδήποτε μορφή, χαρακτηρίζονταν από ηρεμία, την εμφάνισή τους έκαναν οι «γνωστοί – άγνωστοι», όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται οι συμμετέχοντες σε επεισόδια.
Τα «μπάχαλα» και το οργανωμένο κίνημα
Δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς γιατί επί 20 ήμερες, όλοι εκείνοι που θεωρούν ότι αυτού του είδους η
σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής αποτελεί «επαναστατική λύση», δεν επισκέφτηκαν την πλατεία Συντάγματος, επέλεξαν την ημέρα της γενικής απεργίας για να το πράξουν. Θα πρέπει κανείς να συντάσσεται με τις μετεμφυλιακές απόψεις ορισμένων αναλυτών τύπου Π. Μανδραβέλη (ότι δήθεν «η αριστερά αποτελεί θερμοκήπιο των μπαχάλων και γι αυτό όταν έκανε την εμφάνισή της ανοιχτά τα έφερε μαζί της») για να μην δει το προφανές: τα «μπάχαλα» επέλεξαν να εμφανιστούν τη στιγμή που στο δρόμο βρέθηκε και το οργανωμένο κίνημα, είτε υπό την μορφή των σωματείων, είτε των συνδικάτων είτε του ΠΑΜΕ. Και μάλιστα, τη στιγμή που όλοι όσοι συμμετείχαν στην απεργία υπό τις οργανωμένες αυτές μορφές συναντιούνταν στο δρόμο με τους «Αγανακτισμένους».Αυτού του είδους «οι οσμώσεις», ποτέ δεν ήταν αρεστές σε ό,τι συνηθίζουμε να ονομάζουμε καθεστηκυία τάξη ή σύστημα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο στην Ελλάδα. Αξίζει να θυμηθούμε ότι πχ τον Μάη του ’68, στη Γαλλία, ο στρατηγός ντε Γκωλ εγκατέλειψε τη χώρα εκτιμώντας ότι δεν μπορεί να την κυβερνήσει όταν οι εργαζόμενοι, οργανωμένοι στα συνδικάτα τους, βρέθηκαν στο δρόμο δίπλα στους φοιτητές. Το σύστημα μπορεί ν’ ανεχθεί επί μακρόν μια συγκέντρωση δυσαρέσκειας, η οποία δεν προκαλεί καμία συνέπεια στους χώρους παραγωγής, στα κέρδη του, ακόμη και αν καταλήγει σε ορισμένα, μίνιμουμ, κοινά θεωρητικά αιτήματα. Γιατί; Γιατί πολύ απλά, όσο παραμένει χωρίς σαφή οργάνωση και χωρίς τρόπο διεκδίκησης και εφαρμογής των αιτημάτων με προσανατολισμό τέτοιο που ν’ απειλείται η ίδια η ύπαρξη του συστήματος, όλα παραμένουν στη σφαίρα του θεωρητικού και ένα «καινούργιο» περιτύλιγμα μπορεί να λειτουργήσει κατευναστικά.
Και αν προκύψει και μία ένταση, το σύστημα ή θα δείξει ανεκτικότητα ή αν δεν έχει τέτοια περιθώρια, θα την καταστείλει, χωρίς να έχει απέναντί του τον εφιάλτη μιας οργανωμένης αντίδρασης εκεί ακριβώς που το πονά: στον τρόπο και στους τόπους παραγωγής ή πιο απλά στον τρόπο και στους τόπους εκείνους που του διασφαλίζουν κέρδος και εξουσία, στα θεμέλια, δηλαδή, της επιβίωσής του. Όσο οι «Αγανακτισμένοι», όντας, δικαίως, αηδιασμένοι από πουλημένους εργατοπατέρες και από κομματικούς χώρους που φοβούνται ότι θα αξιοποιήσουν την οργή και την παρουσία τους αυθαίρετα χωρίς να τους λάβουν υπ’ όψιν, συγχέουν το συνδικαλισμό με τους «συνδικαλισταράδες», την δική τους θέση στην παραγωγή (εκεί που γεννάται και πονά το σύστημα) με τα όποια ξύλινα λογίδρια τους είναι απωθητικά, και θέτουν απέναντί τους την οποιαδήποτε μορφή οργανωμένης δράσης, όπως αναφέρεται παραπάνω, επιλέγοντας, ασυνείδητα, να παραμένουν ακίνδυνοι ή πιο εύκολα χειραγωγήσιμοι για το σύστημα.
Υπό την έννοια αυτή, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, αφελές, αν όχι φαιδρό, και στη χειρότερη, εξαιρετικά επικίνδυνο, να μην γίνεται αντιληπτή η συμβολική σημασία της χρονικής επιλογής της εμφάνισης των κουκουλοφόρων. Πόσο μάλλον, που, όπως και άλλες φορές, έτσι και την Τετάρτη, καταγράφηκαν πολλές μαρτυρίες για κουκουλοφόρους με αστυνομικές ταυτότητες και για ροπαλοφόρους υπό την σκέπη των ανδρών των ΜΑΤ. Ουδείς μπορεί, φυσικά, να αποδώσει την ιδιότητα του ασφαλίτη σε όλους ανεξαιρέτως τους κουκουλοφόρους. Προκύπτει, όμως, αβίαστα ότι ο μηχανισμός εκείνος που επιλέγει το πότε θα συμβούν επεισόδια δεν είναι διόλου άσχετος με ό,τι παλαιότερα χαρακτηριζόταν ως παρακράτος και τα συμφέροντα που αυτό εξυπηρετεί. Μάλιστα, φαίνεται ότι την Τετάρτη, επειδή μεγάλο τμήμα του κόσμου στην πλατεία Συντάγματος όντας υποψιασμένο για το χαρακτήρα και το ρόλο των κουκουλοφόρων, αντέδρασε αρνητικά στην παρουσία τους και προσπάθησε να τους απομακρύνει , αυτοί δεν δίστασαν να επιτεθούν και ενάντια στους συγκεντρωμένους, την αγανάκτηση των οποίων, υποτίθεται ότι συμμερίζονται, ανοίγοντας μπόλικα κεφάλια..
Θα ήταν παράληψη να μην σημειωθεί και το εξής: ευθύνη για το ότι η πλατεία Συντάγματος μετατράπηκε, επί ώρες, σε πεδίο μάχης δεν φέρει ο κόσμος που βρισκόταν εκεί, με σημαντικό του ποσοστό, ίσως, να μην έχει σχετική πείρα, ούτε φέρουν μόνο οι κουκουλοφόροι. Φέρουν, και όσοι, είτε ως κινήσεις είτε ως πολιτικοί χώροι, κατά καιρούς, για αλλότριους σκοπούς που δεν μπορεί ν’ αναλυθούν σε τούτο το κείμενο, έχουν «φλερτάρει» με τέτοιου είδους δράσεις αποδίδοντάς τους προοδευτικά χαρακτηριστικά και επιμένουν, μέχρι σήμερα, να καμώνονται ότι αγνοούν τη διαφορά ανάμεσα στην αποκήρυξη της βίας γενικώς (αφού κάτι τέτοιο είναι φαινάκη σε μια μεγάλης έκτασης κοινωνική σύγκρουση με μαζικούς όρους) με την επιλεκτική μειοψηφική της χρήση. Η δεύτερη αυτή μορφή, εκτός από το ότι με φασιστικό τρόπο επιβάλλει σε όλους τους παρισταμένους πχ στην πλατεία Συντάγματος να υποστούν τις συνέπειες της καταστολής μιας δράσης που δεν επέλεξαν, ουδέποτε συνεισέφερε στην μαζικοποίηση ενός κινήματος, ενώ αντίθετα προσέφερε πολλά σε όσους θα ήθελαν να το καταστείλουν. Ευθύνη, επίσης, φέρουν και όσοι, αν και έχουν τον τρόπο και τη γνώση, να περιφρουρούν διαδηλώσεις και συγκεντρώσεις, επέλεξαν να εγκαταλείψουν τον συγκεντρωμένο κόσμο βορά στην κουκουλομανία την κρίσιμη ακριβώς στιγμή για να διατηρήσουν αλώβητες τις δικές τους δυνάμεις. Ίσως, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους επανήλθε στην πλατεία Συντάγματος, την οποία προσπάθησε να επαναφέρει και στην αρχική της μορφή καθαρίζοντάς την, να αποτελεί τον καλύτερο δυνατό τρόπο «απάντησης» και στους μεν και στους δε.
Και ενώ αυτά συνέβαιναν στην πλατεία Συντάγματος, λίγα μέτρα παραπάνω, στο Μέγαρο Μαξίμου βρισκόταν σε εξέλιξη ένα άλλο έργο: μια φαρσοκωμωδία. Σε ζωντανή σύνδεση με τα ΜΜΕ και με τις …«διαρροές» να έχουν λάβει διαστάσεις πλημμύρας, είδαμε τον πρωθυπουργό να συναντάται, πριν από όλα με τον αρχηγό της ΕΥΠ, λίγο πριν συγκεντρωθεί το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος (και όποιος θέλει να καταλάβει κάτι για όσα λέγαμε πριν, καλώς έχει). Να επισκέπτεται τον Πρόεδρο. Να συνομιλεί τηλεφωνικώς με τους πολιτικούς αρχηγούς στον καθένα από τους οποίους, όπως φαίνεται, είπε διαφορετικά πράγματα. Να ανταλλάσει προτάσεις «συγκυβέρνησης εθνικής σωτηρίας» με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για να καταλήγει αργά το βράδυ σε μια ανακοίνωση «ριζικού ανασχηματισμού και διαδικασίας ψήφου εμπιστοσύνης». Και όλα αυτά, με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, να ακολουθούνται από παραιτήσεις και ανεξαρτητοποιήσεις βουλευτών, από έκτακτες συνεδριάσεις Κοινοβουλευτικών Ομάδων, από ένα εξαιρετικά ρευστό πολιτικό κλίμα.
Όλα αυτά έγιναν γιατί ο Γ. Παπανδρέου έπαθε «νευρικό κλονισμό»; Επειδή «έχει γατζωθεί στην εξουσία»; Επειδή «δεν ξέρει τι του γίνεται;» Ασχέτως της προσωπικής άποψης που έχει κάποιος για το πρόσωπο του Γ. Παπανδρέου, σε τόσο κρίσιμες στιγμές, οι αποφάσεις δεν εξαρτώνται ποτέ μόνο από συγκεκριμένα πρόσωπα, πόσο μάλλον όταν αυτά εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, εντός και εκτός χώρας. Λαμβάνονται από τα συγκεκριμένα συμφέροντα.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι δεδομένο ότι τα συμφέροντα που ο Γ. Παπανδρέου εξυπηρετεί εντός χώρας αλλά και αυτά των Βρυξελλών, δηλαδή τα συμφέροντα όσων συνήθως αποκαλούνται «έχοντες και κατέχοντες», των δανειστών, δηλαδή των μεγάλων τραπεζών, των hedge funds, του, όσο και αν ακούγεται ξύλινο, κεφαλαίου, «καίγονται να περάσει» το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα, δηλαδή η περαιτέρω ισοπέδωση μισθών, συντάξεων, και εργασιακών δικαιωμάτων, η περαιτέρω εξαθλίωση του λαού, και ταυτόχρονα το ξεπούλημα του πλούτου της χώρας, έτσι ώστε δύσκολα η διαμορφωθείσα κατάσταση να μπορέσει ν’ ανατραπεί. Η προοπτική «συγκυβέρνησης» ή «κυβέρνησης εθνικής σωτηρίας» δεν αποτελεί πρωτοτυπία ή θυσία, ούτε του κ. Παπανδρέου, ούτε του κ. Σαμαρά.
Πρόκειται για μια προοπτική που καλλιεργείται ως ιδέα εδώ και μήνες (βλ. παραινέσεις και «προσφορές» Αλέκου Παπαδόπουλου, Ντ. Μπακογιάννη, Κων/νου Μητσοτάκη, Γ. Καρατζαφέρη) και πλέον τίθεται πιεστικά, τον τελευταίο καιρό, από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι και το λένε ανοιχτά ότι «πρέπει να υπάρξει συναίνεση» και το επέβαλλαν πχ στην Πορτογαλία. Η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, προκειμένου ν’ ανταποκρίνεται στις τρέχουσες συνθήκες της κρίσης, είναι ζωτική ανάγκη επιβίωσης του συστήματος. Το γνωστό πολιτικό σκηνικό δεν «περπατάει», ούτε από τους πάνω, ούτε από τους κάτω, δηλαδή τους πολίτες που πλέον μαζικά του έχουν γυρίσει την πλάτη.
Από την άλλη, ο κ. Παπανδρέου, αποσύροντας την πρόσκληση, πετύχαινε να εξωθήσει και το τελευταίο κόμμα που δεν είχε ζητήσει εκλογές να το πράξει. Γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί είναι ξεκάθαρο ότι όποτε και αν γίνουν εκλογές, κανένα κόμμα δεν θα έχει αυτοδυναμία. Έτσι, θα προκύψει «φυσικά» ως αναγκαιότητα από τα πράγματα, η «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», που θα οδηγήσει σε αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού, όπως ακριβώς «το δουλεύει» εδώ και μήνες το σύστημα εντός και εκτός χώρας. Παράλληλα, ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης, ο κ. Παπανδρέου εκβιάζει τους ίδιους τους βουλευτές του δίνοντας, μια ώρα αρχύτερα, τέλος στην «αναταραχή» εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας και αρχίζοντας, ουσιαστικά, την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού από το ξεκαθάρισμα των γραμμών εντός του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Η διαδικασία αυτή έχει και ένα υπέρ: ότι μπορεί, τελικά, να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, δηλαδή, ψήφο υπέρ του Μεσοπρόθεσμου, αφού αυτός είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο έχει δημιουργηθεί όλη αυτή η αναταραχή. Ακόμη και αν δεν γίνει έτσι, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το Μεσοπρόθεσμο, είτε με αυτήν ή με άλλη μορφή, πιο καλωπισμένο, θα περάσει από μια «κυβέρνηση συνεργασίας».
Και για να μην κουράζουμε άλλο: αν ισχύει έστω και κάτι από το προαναφερόμενο σενάριο του έργου που «εξελίσσεται» σε Βουλή, Μαξίμου, Συγγρού (τα γραφεία της ΝΔ), Προεδρικό και Βρυξέλλες, το βέβαιο είναι ότι διαψεύδει την χαρούμενη ιαχή που ακούστηκε την Τετάρτη το βράδυ στο Σύνταγμα περί «πρώτου λαϊκού κινήματος που ρίχνει μια κυβέρνηση» (και γιατί δεν την έριξε αφού στην καλύτερη επέσπευσε δρομολογημένες εξελίξεις αλλά και γιατί δεν θα ήταν, ούτως ή άλλως, το πρώτο). Αντίθετα, επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα το κίνημα που βρίσκεται στους δρόμους να παραμείνει εκεί, να «υποψιαστεί» περαιτέρω, να εγκαταλείψει τις αυταπάτες περί ευθύνης μόνο «κακών, καλών και κλεφτών» βουλευτών, υπουργών, πολιτικών για να αντιληφθεί πώς ακριβώς «παίζεται το παιχνίδι» έτσι ώστε να μην παραμυθιάζεται ούτε από υποσχέσεις ούτε από «ανεξάρτητες» μεγαλοστομίες και «καπελωματικές κινδυνολογίες» και πάνω από όλα να αποτινάξει το διχασμό του: δεν είσαι ή πολίτης, ή εργαζόμενος (άνεργος). Δεν είσαι ή στην πλατεία με τους «Αγανακτισμένους» ή απεργός με το σωματείο σου: Είσαι και τα δύο, παλεύεις και με τα δύο, αποτινάζεις την κατασκευασμένη αυτή διαφοροποίηση που σου επέβαλλαν όλοι εκείνοι που πραγματικά σε καπελώνουν και σε απομυζούν. Και τότε δεν θα επισπεύδεις εξελίξεις, αλλά θα παρεμβαίνεις σε αυτές και θα τις ανατρέπεις.
Μια τελευταία κουβέντα: είναι απορίας άξιο γιατί ένα τέτοιο σενάριο δεν «πέρασε» καν από το μυαλό των αριστερών κομμάτων ως , έστω, και μηδαμινή πιθανότητα, με αποτέλεσμα να ζητούν επίσης εκλογές, αντί να δώσουν περισσότερο βάρος στην «όσμωση» προς όφελος ενός πραγματικά απειλητικού ανατρεπτικού κινήματος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου