Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Εχω συλλάβει τη μορφή μου...-Οδ.Ελύτης

Εχω συλλάβει τη μορφή μου κάπου ανάμεσα σε μια θάλασσα, που ξεπροβάλει από το ασβεστοχρισμένο τοιχάκι μιας εκκλησιάς, και σ' ένα κορίτσι ξυπόλητο, που του σηκώνει ο άνεμος το ρούχο, μια στιγμή τύχης που αγωνίζομαι να αιχμαλωτίσω και της στήνω καρτέρι με λόγια ελληνικά.
....
Συχνά για να ακολουθήσεις την ευθεία οδό στην Ποίηση χρειάζεται να παίρνεις τις παρακαμπτήριες. Εχω χίλιες πίκρες για τα ποιήματα που έγραψα, δεν υπάρχει ουτ' ένα που να μ' αφήνει ορθόν, παρ' όλα αυτά ευλογώ την ώρα και τη στιγμή που έσπρωξαν το χέρι μου να τά γράψω, και μαλιστα να τα γράψω  έτσι κι όχι αλλιώς. Αλήθεια το λέω, κι ας μη θεωρηθεί ασέβεια, ότι αν ήταν άλλος ένας να κλάψει για τον μάταιο τούτο κόσμο, δεν πιστεύω πως θά' πιανα την πένα.Ειναι η εναντίωση που με τράβηξε.
.....Αν μίλησα στην αρχη για κορίτσι και για εκκλησιά με κίνδυνο να φανώ ελάχιστα σοβαρός είχα το λόγο μου. Θα ήθελα να τραβήξω το πρώτο μεσα στο δεύτερο για να το κάνω δικό μου, όχι διόλου για να σκανδαλίσω, αλλά για να ομολογήω πως ο έρωτας είναι ένας. Και, μαζί, για για να κάνω πιο πυκνό το ποίημα, που θέλω, με τις ημέρες του βίου μου, ν' αποτελώ.
Κλωνάρια ροδιάς θά' βλεπα τότε να ξεφυτρώνουν από το τέμπλο κι ο άνεμος να ψέλνει στο παραθυράκι με το κύμα όταν ο νοτιάς, πιο δυνατός, θα το βοηθούσε να καβαλήσει το πεζούλι. Σ' ένα τέτοιο πεζούλι αγγίχτηκα γυμνός κάποτε, κι ένιωσα να καθαρίζουνε τα σωθικά μου, σάμπως ο ασβέστης νά' χε διαπεράσει φύλλο-φύλλο με τις απολυμαντικές του ιδιότητες την καρδιά μου. Γι' αυτό δε φοβήθηκα ποτέ μου το βλέμμα το άγριο των Αγίων, το άγριο, βέβαια, όπως κάθε τι που φτάνει τ' Άφθαστα. Ήξερα ότι εφτανε ίσα-'ισα να αποκρυπτογραφεί τους Νόμους της φανταστικής μου πολιτείας και ν' αποκαλύπτει οτι είναι αυτή η έδρα της αθωότητας. Μην το πάρει κανενας για έπαρση. Δεν μιλώ για τον εαυτό μου. Μιλώ για όποιον νιώθει σαν τον εαυτό μου και δεν έχει αρκετή αφέλεια να τ' ομολογεί.


Αν υπάρχει συλλογίζομαι, για τον καθένα μας ένας  διαφορετικός προσωπικός Παράδεισος, ανεπανόρθωτα ο δικός μου θα πρεπει νά' ναι σπαρμένος με δέντρα λέξεων που τ' ασημώνει ο 'ανεμος καθώς λεύκες, από ανθρώπους που βλέπουν να επαναστρέφει επάνω τους το δίκιο που τους είχε αφαιρεθεί, από πουλιά που ακόμα και μέσα στην αλήθεια του θανάτου επιμένουν να κελαηδούν ελληνικά και να λέν "έρωτας", "έρωτας", "έρωτας"...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου