KOΜΕΠ
Τεύχος: 2009 Τεύχος 1του Χέρβινγκ Λαρούζ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τους πρώτους μήνες της ναζιστικής κατοχής οι Βέλγοι κομμουνιστές άρχισαν να οργανώνουν απεργίες. Το Μάιο του 1941 το Κόμμα δημοσιεύει ένα πρόγραμμα που καθορίζει ως πρώτο καθήκον των κομμουνιστών τη μάχη ενάντια στον κατακτητή. Καλεί στη δημιουργία του Μετώπου Ανεξαρτησίας ως ένα πλατύ ενωτικό λαϊκό κίνημα αντίστασης στον εχθρό.
Το ΚΚΒ προώθησε την αντίσταση σε εφτά κατευθύνσεις.
Από την άνοιξη του 1941 συγκροτήθηκαν οι ένοπλες ομάδες των ανταρτών με το όνομα Βελγικός Αντάρτικος Στρατόςπου εκτέλεσαν 962 Γερμανούς στρατιωτικούς, ανάμεσά τους στρατηγοί, συνταγματάρχες, διοικητές κλπ., 1.137 προδότες και συνεργάτες και τραυμάτισαν 255.
Οι Επιτροπές Συνδικαλιστικού Αγώνα ένωσαν την εργατική τάξη ενάντια στον κατακτητή. Επίσης οργάνωσαν τους αγρότες, τη νεολαία, τους διανοούμενους, την πολιτική αντίσταση, την άμυνα του Εβραϊκού πληθυσμού. Δύο χιλιάδες κομμουνιστές έδωσαν τη ζωή τους.
Το Μέτωπο της Ανεξαρτησίας (ΜΑ) περιλάμβανε πέρα από το ΚΚΒ, από πλευράς κομμάτων, ανεξάρτητους (τα κόμματά τους δεν υπήρχαν πια) που πριν από τον πόλεμο ήταν μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού, του Καθολικού, του Φιλελεύθερου Κόμματος. Το ΜΑ δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΒ το 1941. Επεξεργάστηκε στη συνέχεια μια σημαντική πλατφόρμα οκτώ σημείων, το περιεχόμενο της οποίας ήταν το εξής:
1. Μάχη με όλα τα μέσα ενάντια στους κατακτητές.
2. Συντονισμός του αγώνα.
3. Σαμποτάζ και αγώνας ενάντια στη συνεργασία, καταγγελία της πολιτικής αδιαφορίας.
4. Τιμωρία των προδοτών.
5. Μποϋκοτάζ και σαμποτάζ στους θεσμούς που δημιούργησε ο κατακτητής.
6. Υπεράσπιση των συνταγματικών ελευθεριών (αυτό έχει μεγάλη σημασία).
7. Προετοιμασία του εθνικού ξεσηκωμού.
8. Συμβολή στο μεγάλο παγκόσμιο αγώνα που διεξάγονταν από τους συμμάχους και από όλους τους καταπιεσμένους λαούς.
Το ΚΚΒ συμμαχώντας, δικαιολογημένα, με την πατριωτική αστική τάξη, υιοθέτησε την αρχή «όλα για το Ενιαίο Μέτωπο» και για να ικανοποιήσει αυτή την αρχή παραχώρησε την ηγεσία του μετώπου στην αστική τάξη, εγκαταλείποντας το αυτόνομο πρόγραμμά του και υιοθετώντας το πρόγραμμα του Μετώπου.
Τo ΚΚΒ ξέχασε ότι όποιες και αν είναι οι συνθήκες, η αστική τάξη διατηρεί πάντα την ταξική της ιδιότητα. Το ΚΚΒ ξέχασε ότι σε ένα ενιαίο μέτωπο σε σωστή βάση δεν αρκεί μόνο η ύπαρξη ενότητας και πάλης μέσα στο Μέτωπο, αλλά ότι είναι βασικό το Κόμμα να διατηρήσει την αυτονομία του, και να ενισχυθεί γιατί αυτό είναι και πρέπει να είναι κινητήρια δύναμη του Μετώπου. Εγκαταλείποντας την ηγεσία του Μετώπου στην αστική τάξη, την τάξη που ενδιαφερόταν πάνω απ’ όλα για «το σεβασμό στις συνταγματικές ελευθερίες» (σημείο 6 της πλατφόρμας), δηλαδή στη διατήρηση του αστικού κράτους, του αστικού ελέγχου, το ΚΚΒ εγκατέλειψε το δικό του πρόγραμμα. Το ΚΚΒ εξέφρασε τις άμεσες προσδοκίες των μαζών χωρίς να ανεβάσει τις προσδοκίες τους πέρα από το στόχο να «φύγει ο κατακτητής», να ανεβάσει δηλαδή τις προσδοκίες των μαζών σε επίπεδο επαναστατικής συνείδησης. Και όμως είχε τη δυνατότητα: Ο λαός μαχόταν όχι μόνο
για να διώξει τον κατακτητή, αλλά για να επικρατήσει μετά από τα χρόνια του τρόμου -που τα πολιτικά συμφέροντα και η συνθηκολόγηση της κυρίαρχης τάξης είχαν επιτρέψει- μία κοινωνία δίκαιη και αδελφωμένη, όπως το παράδειγμα της ηρωικής και μαρτυρικής ΕΣΣΔ. Ολα αυτά ο λαός τα ήθελε ασαφώς και αυθόρμητα. Το καθήκον λοιπόν του ΚΚΒ έπρεπε να είναι η διάλυση αυτής της σύγχυσης, το ανέβασμα του αυθορμητισμού στη συνειδητοποίηση.
Ο οπορτουνισμός του ΚΚΒ εκφράζεται στην έλλειψη προοπτικής, ενώ η συνασπισμένη Δεξιά μέσα στη χώρα και στο Λονδίνο ετοιμαζόταν πυρετωδώς για την Απελευθέρωση, κάτι που το ΚΚΒ είναι αδύνατο να αγνοούσε, έχοντας τους δικούς του εκπροσώπους στο Λονδίνο.
Πώς μπορεί να εξηγηθεί η έλλειψη προοπτικής του ΚΚΒ στην εφαρμογή μίας τακτικής και μίας στρατηγικής για την απελευθέρωση που θα απαντούσε στις προσδοκίες και στα συμφέροντα των εργαζόμενων μαζών;
Ο «δεξιός» οπορτουνισμός του ΚΚΒ στην Απελευθέρωση θα το βάλει οριστικά σε ένα δρόμο που θα καθορίσει την πολιτική του γραμμή μεταπολεμικά και έως τις ημέρες μας. Στην Απελευθέρωση ο στόχος του Κόμματος θα είναι να αποκομίσει τα ψίχουλα της εξουσίας από τη συμμετοχή στην αστική κυβέρνηση. Η πολιτική του Κόμματος έκτοτε θα χαρακτηρίζεται από τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό, από το συμβιβασμό και το φόβο απέναντι στην αστική τάξη, από τη δυσπιστία απέναντι στις μάζες, από τη θριαμβολογία, την αδυναμία να αναγνωρίσει τα λάθη του, στα οποία εμμένει.
Την επομένη της Απελευθέρωσης, 5 Σεπτεμβρίου του 1944, το Μέτωπο της Ανεξαρτησίας καταρτίζει το πρόγραμμα άμεσης δράσης με την πλήρη συμφωνία του ΚΚΒ. Αυτό το πρόγραμμα καλεί στην παλινόρθωση του κράτους, και των θεσμών του, «των συνταγματικών ελευθεριών» του. Καλεί στην ηγεσία της χώρας τη βελγική προπολεμική κυβέρνηση, που είχε καταφύγει στο Λονδίνο, αυτή την ίδια κυβέρνηση που τόσο ενδιαφερόταν να προστατεύσει τους Βέλγους φασίστες και να φυλακίσει τους κομμουνιστές. Το ΚΚΒ θα υπογράψει -και θα εφαρμόσει- (παραθέτω από το πρόγραμμα του ΜΑ) «τη στενή και έντιμη συνεργασία με τις αρχές», σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και με τις κυβερνητικές, δικαστικές και αστυνομικές αρχές, με το βελγικό στρατό και της Αγγλο-αμερικανικές αρχές που έφτιαχναν τους νόμους στην απελευθερωμένη χώρα.
Υπήρχε ένα σημαντικό εμπόδιο στην πραγματοποίηση αυτού του προγράμματος του ΜΑ και του ΚΚΒ: Οι αντιστασιακοί. Οι αντιστασιακοί που δεν είχαν πολεμήσει για να επανέλθουν στην εξουσία οι συνθηκολόγοι. Ομως το πρόγραμμα του ΜΑ, που είχε εγκριθεί από το ΚΚΒ, προέβλεπε την εξόντωση των αντιστασιακών με την ενσωμάτωση τους στο νόμιμο βελγικό στρατό με το πρόσχημα ότι ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, ενώ όλοι ήξεραν ότι το τέλος του πλησίαζε και ήταν αναπόφευκτο. Για να γίνει αυτό έπρεπε να αφοπλιστεί η Αντίσταση.
Οι Αντιστασιακοί αρνήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα, διαδήλωσαν και σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε Αντιστασιακούς και την Αστυνομία χύθηκε αίμα. Το ΚΚΒ διαμαρτυρήθηκε δημόσια για το συγκεκριμένο γεγονός, ενώ την ίδια στιγμή η ηγεσία του Κόμματος, ενδιαφερόμενη πρώτα απ’ όλα για τη συμμετοχή της στην κυβέρνηση, έδωσε σ’ αυτήν και στους Αγγλο-Αμερικάνους τη συγκατάθεσή της για τον αφοπλισμό των αντιστασιακών.
Ταυτόχρονα το ΚΚΒ θα λανσάρει το σύνθημα «Πρώτα η παραγωγή», περιφρονώντας την κατάσταση της εργατικής τάξης που συνέχιζε να πεινάει. Το Κόμμα καταδικάζει τις απεργίες που ξεπηδούν εδώ και εκεί.
Το ΚΚΒ στην κυβέρνηση, με πρόσχημα να απαλύνει τις ακραίες επιπτώσεις του καπιταλισμού τον οποίο βοήθησε να διατηρηθεί και να ενισχυθεί, γίνεται ο καλύτερος του διαχειριστής, πολύ πιο αποτελεσματικός από τη σοσιαλδημοκρατία, της οποίας η ηγεσία είχε κλονιστεί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το 1946 ο Γενικός Γραμματέας του Κόμματος Λαλμάντ γράφει: «Η εργατική τάξη της χώρας μας έδωσε νέα απόδειξη του οξυδερκούς και ανιδιοτελούς πατριωτισμού της. Οταν ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης οι Βέλγοι εργάτες, εξαντλημένοι μετά από 4 χρόνια βίαιης κατοχής και πάλης ενάντια στον εχθρό, δε σκέφτηκαν ούτε μια στιγμή να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τη δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα» («Να οικοδομήσουμε ένα νέο Βέλγιο»). Επίσης έγραψε: «Η συμμετοχή αντιπροσώπων του εργατικού κινήματος στη διαχείριση της οικονομίας και των εργοστασίων άμβλυνε τον άναρχο και αντικοινωνικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας και τη διαρκή αντίθεση μεταξύ ατομικών και συλλογικών συμφερόντων. Με αυτή τη συνδιαχείριση χτίζουμε τα θεμέλια της οικονομικής δημοκρατίας και έτσι προετοιμάζουμε τη μετάβαση από το καπιταλιστικό καθεστώς στο σοσιαλισμό» («Για την Ανανέωση της χώρας»).
Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η έλλειψη δυνατότητας επεξεργασίας στρατηγικής και τακτικής εν όψει της Απελευθέρωσης που να συμβαδίζουν με τις ελπίδες και τα συμφέροντα των εργαζομένων;
Από πού πηγάζει πραγματικά ο «δεξιός» οπορτουνισμός που χαρακτήρισε το ΚΚΒ, αλλά και το Γαλλικό ΚΚ, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και μετά από αυτή;
Γιατί μας ενδιαφέρει η πολιτική γραμμή του ΓΚΚ; Γιατί από την προπολεμική περίοδο και στη διάρκεια της απελευθέρωσης το Γαλλικό ΚΚ ήταν «ο ανάδοχος» σε επίπεδο πολιτικής γραμμής. Δεν ήταν μόνο ο Ζακ Ντυκλό που εξασφάλιζε το «πατρονάρισμα» του ΚΚΒ, καθώς το ρόλο αυτό είχαν αναλάβει και ο Κλεμάν (Φριντ) και αργότερα ο Ντενίς (Μπαρί), αντιπρόσωποι της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη Γαλλία και το Βέλγιο.
Για να βρούμε τις ρίζες, πρέπει να εξετάσουμε τα γεγονότα πριν από την περίοδο του πολέμου που οδήγησαν τόσο το ΚΚΒ όσο και το ΓΚΚ να ακολουθήσουν μία δεξιά γραμμή που επεκτάθηκε παραπέρα και δεν είναι παρά «λογική» συνέχεια το περιεχόμενο του Μετώπου που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Η θεμελιώδης ερώτηση είναι: Ποιες επιλογές πολιτικής γραμμής είχαν να αντιμετωπίσουν τα ΚΚ μετά την εγκαθίδρυση του φασισμού σε Ιταλία και Γερμανία; Ποια τακτική έπρεπε να ακολουθήσουν;
Οι επιλογές που τους παρουσιάζονταν δεν μπορούσαν παρά να είναι δύο ειδών: Είτε ένα μέτωπο ενάντια στο φασισμό για το σοσιαλισμό είτε ένα μέτωπο ενάντια στο φασισμό για τη διατήρηση της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή για τη διατήρηση και ενίσχυση του αστικού κράτους.
Τίθεται λοιπόν το ερώτημα: Πώς θα μπορούσε να αιτιολογηθεί το γεγονός ότι ως επιλογή επικράτησε η τελευταία εναλλακτική, που είχε σαν αποτέλεσμα τη συνθηκολόγηση με την αστική τάξη κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της Απελευθέρωσης, τη συμμετοχή των ΚΚ στην ενίσχυση του αστικού κράτους -με τη βοήθεια συνθημάτων (κοινά στο ΚΚΒ και στο ΓΚΚ) όπως: αφοπλισμός της Αντίστασης, πρώτα η παραγωγή, συνδιαχείριση, στήριξη του εθνικού ιμπεριαλισμού στο ζήτημα των αποικιών κλπ.- τη στιγμή που οι αντικειμενικές συνθήκες για ένα μέτωπο για το σοσιαλισμό υπήρχαν κατά τη διάρκεια της κατοχής, ένα μέτωπο που θα είχε δώσει μετά την Απελευθέρωση τη δυνατότητα επαναστατικής προοπτικής (αυτό αφορά τα ΚΚ του Βελγίου και της Γαλλίας, δεν έχουμε μελετήσει ΚΚ άλλων χωρών).
1. ΤΟ ΕΝΙΑΙΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΠΡΙΝ ΤΟ 1935
Μια μικρή υπενθύμιση. Στο 3ο της Συνέδριο, το 1924, η Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) προσδιορίζει το Ενιαίο Μέτωπο ως:«Το πιο αποτελεσματικό μέσο στη μάχη εναντίον του κεφαλαίου και για την κινητοποίηση των μαζών σε ταξικό πνεύμα, το μέσο για να ξεσκεπαστούν και να απομονωθούν οι ρεφορμιστές αρχηγοί, ένα από τα στοιχεία της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων καθ’ όλη την προεπαναστατική περίοδο».
Αυτή η θέση επικυρώθηκε στην πολιτική απόφαση του 5ου Συνεδρίου (1931-1932) του ΚΚΒ, η οποία σημείωνε το ρόλο του Εργατικού Κόμματος Βελγίου (ΕΚΒ) και επικαλούνταν τις αποφάσεις της ΚΔ: «Παρ’ όλες τις προδοσίες του, το ΕΚΒ ασκεί ακόμα τρομερή επιρροή σε 600.000 εργαζόμενους […]. Η πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι παρά η υλοποίηση της προετοιμασίας του πολέμου, της καπιταλιστικής επίθεσης ενάντια στις παραχωρήσεις που ξεριζώθηκαν την επομένη του πολέμου το 1918, τη συστηματική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής των μαζών […] μία πολιτική σοσιαλιμπεριαλιστική, σοσιαλφασιστική […]. Για να κατευθύνουν την αντίσταση των εργαζομένων που ήταν πράγματι σοσιαλιστές , για να εμποδίσουν την εξέλιξή τους προς την κομμουνιστική πολιτική […] οι “αριστεροί” σοσιαλδημοκράτες ηγέτες είναι οι πιο χρήσιμοι […]. Είναι οι πιο επικίνδυνοι εχθροί των εργαζομένων που αρχίζουν να απελευθερώνονται από τη σοσιαλδημοκρατική επιρροή […]. Τα γεγονότα δείχνουν ότι το ΚΚ έχει τη δυνατότητα, υπό την προϋπόθεση ότι θα διεξάγει μία καθημερινή δουλειά, να πραγματοποιήσει το Ενιαίο Μέτωπο στη βάση […] να καταστρέψει την επιρροή του ΕΚΒ στις μάζες, να κερδίσει υπολογίσιμα στρώματα των σοσιαλιστών εργαζομένων για τον κομμουνισμό και να τους οργανώσει στο ΚΚ».
2. Η ΣΤΡΟΦΗ: ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΗΤΤΑΣ
Μέσα στις θέσεις που υιοθετήθηκαν από την 13η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ τον Ιανουάριο του 1934 ένα σημείο αναφέρεται στη Γερμανία. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η χωρίς καμία επιφύλαξη στήριξη του προσέφερε η Κομμουνιστική Διεθνής, από την 1η Απριλίου του 1933, στη γραμμή που ακολουθούσε το ΚΚ Γερμανίας.
Ποια είναι η θέση του συντρόφου Δημητρώφ απέναντι στο ΚΚ Γερμανίας το Μάρτιο του 1934; Ο σύντροφος Δημητρώφ στην τοποθέτησή του, που απαντά σε εκείνη του Οτο Μπάουερ, αναφερόμενος στην Αυστρία1 θέτει ξεκάθαρα τη στάση και την ευθύνη της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας ως αιτία της ήττας: «Το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν ήταν αυτό που είχε σαμποτάρει […] τις προτάσεις του ΚΚ Γερμανίας για τη δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου ενάντια στο φασισμό, ανάμεσα στις οποίες το Ενιαίο Μέτωπο τον Ιανουάριο του 1933; […] Εάν το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα δεν είχε ενεργήσει έτσι, το γερμανικό προλεταριάτο θα είχε καταφέρει σίγουρα να εμποδίσει την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες. […] Δυστυχώς το ΚΚ Γερμανίας δεν ήταν αρκετά ισχυρό ώστε να αντιμετωπίσει το σαμποτάζ και την προδοσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και να οδηγήσει τους Γερμανούς εργάτες σε μία ανοιχτή ένοπλη μάχη ενάντια στις ομάδες του Χίτλερ». Ωστόσο, σε αυτό το γραπτό, εν όψει των θέσεων που θα αναπτύξει ο Δημητρώφ, την επόμενη χρονιά (2 Αυγούστου 1935) στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ, υπάρχει μία φράση που αξίζει προσοχής: Τι σημαίνει «όχι αρκετά ισχυρό»; Αναφέρεται σε ποιοτικά (αδυναμία στην πολιτική γραμμή, στην τακτική) ή ποσοτικά γνωρίσματα (εξαιτίας της αφοσίωσης των σοσιαλδημοκρατών εργατών στην ηγεσία τους);
Ποσοτικά; Ο Πιατνίνσκι, αρχηγός του «Τμήματος Στελεχών» της ΚΔ, δηλώνει το 1930: «Ανάμεσα στα τμήματα της ΚΔ, στις καπιταλιστικές χώρες, η πρώτη θέση ανήκει στο ΚΚ Γερμανίας. Αυτό είναι από τα πιο καλά οργανωμένα, το πιο ισχυρό αριθμητικά. Εχει βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη και έχει πίσω του τις μεγάλες μάζες». Αυτό ειπώθηκε το 1930, ενώ το ΚΚ Γερμανίας έχει 124.000 μέλη και 4,5 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Από εκείνη την εποχή μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι δυνάμεις του αναπτύσσονται διαρκώς. Από το 1930 θα γίνεται όλο και πιο ισχυρό. Ετσι στα τέλη του 1932 το ΚΚ Γερμανίας μετράει 360.000 μέλη και 6 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Δεν μπορούμε λοιπόν να επικαλεστούμε ότι η αφοσίωση των σοσιαλδημοκρατών εργατών στην ηγεσία τους είναι ένα μείον στην «ισχύ» του ΚΚ Γερμανίας (επιχείρημα που θα αξιοποιήσει ωστόσο ο Δημητρώφ στις θέσεις του στο 7ο Συνέδριο και στα επόμενα).
Ποιοτικά; Για το Δημητρώφ λοιπόν η έννοια του «όχι αρκετά ισχυρού», σε αντίθεση με τις θέσεις της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ, αφορά την πολιτική γραμμή και την τακτική που ακολούθησε το ΚΚ Γερμανίας στην πάλη του ενάντια στο φασισμό. Στην έκθεση του στο 7ο Συνέδριο της ΚΔ2, ο Δημητρώφ δε θα κρίνει ανοιχτά λάθη άλλου κόμματος, παρά μόνο αυτά του ΚΚ Γερμανίας. Σύμφωνα με τον ίδιο είναι τα ακόλουθα: «Το ΚΚΓ υποτίμησε με απαράδεκτο τρόπο το φασιστικό κίνδυνο. Υποτίμησε για πολύ καιρό, δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά το τραύμα στο εθνικό αίσθημα και την αγανάκτηση των μαζών κατά της συνθήκης των Βερσαλλιών. Υιοθέτησε μία περιφρονητική στάση απέναντι στους δισταγμούς της αγροτιάς και της μικροαστικής τάξης. Αργησε να διατυπώσει ένα πρόγραμμα κοινωνικής και εθνικής χειραφέτησης και όταν το διατύπωσε, δε φρόντισε να το προσαρμόσει στις συγκεκριμένες ανάγκες και στο επίπεδο των μαζών. Ενέργησε σεχταριστικά όσον αφορά τον τρόπο που έθεσε και επίλυσε τα σύγχρονα πολιτικά του καθήκοντα. Συνέχισε να επικεντρώνει τα πυρά του ενάντια στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, όταν ήδη οι φασίστες οργάνωναν και όπλιζαν ομάδες επίθεσης κατά εκατοντάδες χιλιάδες ενάντια στην εργατική τάξη».
Για το Δημητρώφ η καρδιά του προβλήματος βρίσκεται στη στάση του ΚΚ Γερμανίας απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Στην έκθεσή του στο 7ο Συνέδριο, ο Δημητρώφ επανέρχεται στην έννοια του «όχι αρκετά ισχυρού»3 και επαναλαμβάνει:«Η νίκη του φασισμού ήταν αναπόφευκτη στη Γερμανία; Οχι, αλλά γι’ αυτό […] η εργατική τάξη έπρεπε να υποχρεώσει τους αρχηγούς της σοσιαλδημοκρατίας να σταματήσουν την εκστρατεία τους ενάντια στους κομμουνιστές και να δεχτούν τις επαναλαμβανόμενες προτάσεις του ΚΚ για την ενότητα στη δράση εναντίον του φασισμού»4.
Είναι ενδιαφέρον επίσης να ξαναδιαβαστεί επ’ αυτού του θέματος ο Παλμ Ντουτ5 για τις προσπάθειες του ΚΚ Γερμανίας για τη δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου: «Η σοσιαλδημοκρατία απέρριψε το Ενιαίο Μέτωπο της εργατικής τάξης διότι επεδίωκε μία εναλλακτική γραμμή, η οποία διακηρύσσονταν ως η σωστή γραμμή για να ηττηθεί ο φασισμός - η γραμμή της ενότητας με την αστική τάξη και της υποστήριξης του αστικού κράτους, ακόμη και κάτω από συνθήκες δικτατορίας. Αυτή ήταν η λεγόμενη γραμμή του “μικρότερου κακού”. Ως γραμμή του “μικρότερου κακού” εννοούσαν την παθητική αποδοχή κάθε σταδίου εξέλιξης για την ολοκλήρωση του φασισμού». Πώς μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι η ήττα του ΚΚΓ απέναντι στο φασισμό είχε σαν αιτία τησεχταριστική του στάση; Δεν έκανε τα ΠΑΝΤΑ το ΚΚΓ για να πιέσει το ΣΚΓ σε ενότητα;
3. ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1934 ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ
Το 1983 δύο δημοσιογράφοι, ο Φρανσίς Κρεμιέ (μέλος της ΚΕ του ΓΚΚ) και ο Ζακ Εσταζέ, γράφουν ένα ρεβιζιονιστικό βιβλίο με τίτλο «Για το Κόμμα, 1939-1940»6. Η προσοχή του βιβλίου επικεντρώνεται στο να δείξει τη διαπάλη που υπήρχε τότε μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα στο ζήτημα του Μετώπου ενάντια στο φασισμό και δείχνει το ρόλο που έπαιξε το ΓΚΚ στη στροφή που πραγματοποιήθηκε. Για να το διευκρινίσουμε, μιλούν για την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου, αναφερόμενοι προφανώς στη στροφή του 7ου Συνεδρίου της ΚΔ, στην οποία το ΓΚΚ ήταν πρωτεργάτης. Εκτός από το ρόλο που έπαιξε το ΓΚΚ, το κύριο ενδιαφέρον του κειμένου των Κρεμιέ και Εσταζέ έγκειται στο γεγονός ότι αυτό το γραπτό αποδεικνύει ότι για οτιδήποτε καινούριο δεν υπήρχε ενιαία άποψη ούτε μέσα στη Διεθνή ούτε μέσα στο ΓΚΚ.
ΤΟ ΚΚ ΚΑΙ Η 6ηΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1934
Στις 6 Φεβρουαρίου 1934 το απόγευμα, το υπουργικό συμβούλιο του Νταλαντιέ7 εμφανίζεται στη Βουλή. Την ίδια ώρα οι κύριες ταραχοποιές ομάδες κάλεσαν σε διαδήλωση μπροστά στο Παλάτι των Βουρβώνων και στην πλατεία Κονκόρντ.
Το ίδιο πρωί στην «Humanité» είχαν δημοσιευτεί δύο κείμενα. Το ένα από τη γραμματεία του Κόμματος καλούσε σε επαγρύπνηση:
«Ολες οι οργανώσεις του Κόμματος και όλα τα μέλη πρέπει να κινητοποιηθούν όσο το δυνατό περισσότερο για την επιτυχία των μαζικών διαδηλώσεων που έχουν προγραμματιστεί στα εργοστάσια και τους άλλους τόπους συγκέντρωσης των εργατών από τη μια και από την άλλη για τις αντι-διαδηλώσεις ενάντια στις φασιστικές οργανώσεις».
Το δεύτερο κείμενο όμως που είχε εμφανιστεί στην «Humanité», ήταν του Αντρέ Μαρτί. Επισημαίνοντας τη σύγχυση που υπήρχε όσον αφορά τον πολιτικό προσανατολισμό, ο Μαρτί καλεί τους κομμουνιστές να διαδηλώσουν συγχρόνως «ενάντια στις φασιστικές ομάδες, ενάντια στην κυβέρνηση που τις αναπτύσσει και ενάντια στη σοσιαλδημοκρατία, που με το διαχωρισμό της εργατικής τάξης προσπαθεί να την αποδυναμώσει». Ωστόσο στις 7 Φεβρουαρίου, στο Πολιτικό Γραφείο που συνεδρίασε σχεδόν κρυφά, η πλειοψηφία της ηγεσίας έδειξε ικανοποίηση για την αντι-διαδήλωση της προηγούμενης ημέρας. «Εχοντας επίγνωση του διασπαστικού χαρακτήρα μιας πολιτικής που δεν προσαρμόζεται στην κατάσταση και που βάζει στο ίδιο τσουβάλι τους ταραχοποιούς, την κυβέρνηση και την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας, προσπαθεί να κάμψει αυτή τη γραμμή»8.
Για την 6η και 7η Φεβρουαρίου, ο Αρτύρ Ραμέτ (μέλος του ΠΓ του ΓΚΚ) αναφέρει: «Ο απεσταλμένος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Κλεμάν (Φριντ) παρευρισκόταν σε αυτή τη συνεδρίαση, γεγονός που συνέβαινε κατ’ εξαίρεση, καθώς δε συνήθιζε να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του ΠΓ. Αμέσως άσκησε κριτική στο Μαρτί για τα συνθήματα της «Humanité» και για την ανάλυση που έκανε για τα γεγονότα. Η αντιπαράθεση ήταν έντονη και ο Κλεμάν μίλησε για τη σοβαρότητα της κατάστασης, την ανάγκη να επιτύχουμε την ενότητα των εργαζομένων και να αντιμετωπίσουμε τις διασπαστικές αντιλήψεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της συνεδρίασης ξεκίνησε η διαδικασία που έμελλε να μας οδηγήσει προς το Λαϊκό Μέτωπο».
Στους επόμενους μήνες το ενωτικό κίνημα θα αναπτυχθεί με γοργούς ρυθμούς. Η Εθνική Συνδιάσκεψη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Ιβρί από τις 23 ως τις 26 Ιουνίου δίνει το σύνθημα της ενότητας στη δράση με κάθε κόστος. Κάνοντας ένα εντελώς νέο ξεκίνημα, προτείνει στο Γαλλικό Τμήμα της Εργατικής Διεθνούς (δηλαδή στο Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) μία συμφωνία ενότητας δράσης ενάντια στο φασισμό και στον πόλεμο. Αυτή η κατάσταση οδηγεί στην υπογραφή, στις 27 Ιουλίου 1934, συμφωνίας ενότητας δράσης μεταξύ του Κομμουνιστικού και του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Ορίζει ότι τα δύο κόμματα θα απέχουν από αμοιβαίες επιθέσεις και κριτικές9. Αυτή η συμφωνία της 27ης Ιουλίου θα άνοιγε το δρόμο για το Λαϊκό Μέτωπο.
Στις 5 Ιουνίου, το περιοδικό «Κομμουνιστική Διεθνής» δημοσιεύει άρθρο του Τολιάτι που καλεί το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα να διαλύσει την επιρροή των σοσιαλιστών και των ριζοσπαστών, και καταγγέλλει την «αντεπαναστατική λειτουργία» της σοσιαλδημοκρατίας. Σημειώνει ότι η αντιφασιστική πάλη μπορεί να έχει ως στόχο μόνο τη δικτατορία του προλεταριάτου και όχι την υπεράσπιση των δημοκρατικών θεσμών.
Ομως στην Κομμουνιστική Διεθνή δύο στελέχη προωθούν τη γραμμή συσπείρωσης ενάντια στο φασισμό: ο Μανουίλσκι10 και ο Δημητρώφ. Και οι δύο παίζουν σημαντικό ρόλο για να ξεκαθαρίσουν την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου από παλιά δογματικά σχήματα της εποχής του Ζηνόβιεφ. Η γαλλική εμπειρία λειτουργεί ως πεδίο δοκιμών για το νέο προσανατολισμό της Διεθνούς και οι πρωτοβουλίες του Γαλλικού Κόμματος ενισχύουν αυτόν τον προσανατολισμό. Σε λιγότερο από ένα μήνα μετά την υπογραφή της συμφωνίας ενότητας δράσης με το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, την 21η Αυγούστου, η πολιτική γραμματεία της Κομμουνιστικής Διεθνούς (δηλαδή ο Δημητρώφ και ο Μανουίλσκι) δηλώνουν ότι αποδέχονται πλήρως την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας.
Ο Ραμέτ, σε μαρτυρία του για τον Κλεμάν (Φριντ), αναφέρει: «Ο Κλεμάν ήταν και αυτός νεωτεριστής. Δεν περίμενε να αποφανθεί η Κομμουνιστική Διεθνής για ένα ζήτημα για να πει έπειτα τη γνώμη του. Πολλές φορές ενθάρρυνε το Μορίς (εννοεί τον Τορέζ) να προχωράει πιο γρήγορα από τη Διεθνή. Τέτοια περίπτωση είναι η πρωτοβουλία για το Λαϊκό Μέτωπο. Είναι επίσης και η περίπτωση σχετικά με την πιθανή συμμετοχή των κομμουνιστών στην κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου. Το 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τον Αύγουστο του 1935, είχε προσεγγίσει το ζήτημα, αλλά έκρινε ως πιθανή μονάχα τη στήριξη από τους κομμουνιστές. Ο Δημητρώφ ήταν πιο συμβιβαστικός και είχε επιχειρήσει να αφήσει ανοιχτή την πόρτα στη συμμετοχή. Δύο μήνες αργότερα, στο Παρίσι, ο Μορίς Τορέζ διαβεβαίωνε ότι: “Οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους σε μία κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου”. Ομως, στο ζήτημα της συμμετοχής δεν ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία του ΠΓ. Ο Μορίς προσπάθησε κατ’ αρχάς να κάνει την ιδέα να προχωρήσει, να ωριμάσει».
Το Λαϊκό Μέτωπο γεννιέται επίσημα στις 28 Ιουνίου του 1935.
4. Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΩΦ ΣΤΟ 7οΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ (1935)11
Από αυτή την εισήγηση μπορούμε να πάρουμε μαθήματα θετικά και αρνητικά. Εδώ θέλουμε να σταθούμε σε αυτά που θα επηρεάσουν την πολιτική γραμμή που αναπτύχθηκε από τα ΚΚ, κυρίως του ΚΚ Βελγίου και Γαλλίας στα μέτωπα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, των οποίων η αρχή βρίσκεται στα Λαϊκά Μέτωπα της περιόδου 1936-1938.
Αυτή η κρίσιμη οπορτουνιστική επιρροή εκδηλώνεται σε 3 επίπεδα: Στις αυταπάτες για τη σοσιαλδημοκρατία, στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας (δηλαδή του αστικού κράτους) και στην έννοια του Ενιαίου Μετώπου.
Οσον αφορά τη Σοσιαλδημοκρατία: «Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι σε πολλές χώρες η κατάσταση της Σοσιαλδημοκρατίας στο αστικό κράτος, καθώς και η στάση της απέναντι στην αστική τάξη, έχουν αλλάξει ή αλλάζουν».
Παραθέτει τρεις αιτίες:
1. Η οικονομική κρίση οδηγεί την «εργατική αριστοκρατία», κύριο στήριγμα της σοσιαλδημοκρατίας, να αναθεωρήσει την άποψή της για την πολιτική ταξικής συνεργασίας με την αστική τάξη.
2. Η αστική τάξη απορρίπτει σε κάποιες χώρες τη δημοκρατία, με συνέπεια να στερήσει από τη Σοσιαλδημοκρατία την παραδοσιακή της θέση στο κρατικό σύστημα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
3. Η επιρροή της ήττας των εργατών στη Γερμανία, την Αυστρία και την Ισπανία, αποτέλεσμα της στάσης της Σοσιαλδημοκρατίας και η επιρροή της ΕΣΣΔ κάνουν τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες να υιοθετήσουν ένα επαναστατικό πνεύμα. Συμπέρασμα: «Και οι τρεις λόγοι κάνουν πιο δύσκολο και σε συγκεκριμένες χώρες ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΔΥΝΑΤΟ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΣΕΙ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΗΣ ΡΟΛΟ ΩΣ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ»!
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΕΟΣ ΤΥΠΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ;
«Ολα για το Μέτωπο, ένα Μέτωπο ενότητας, χωρίς κριτικές». Στους αντιπάλους του Ενιαίου Μετώπου, τους σοσιαλδημοκράτες, ο Δημητρώφ απαντά συγκεκριμένα: «Δεν κάνουμε επίθεση σε κανένα, ούτε σε πρόσωπα ούτε σε οργανώσεις ούτε σε κόμματα που είναι υπέρ του ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης ενάντια στον ταξικό εχθρό. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει για το συμφέρον του προλεταριάτου και των στόχων του να ασκήσουμε κριτική στα πρόσωπα, τις οργανώσεις και τα κόμματα που εμποδίζουν την ενότητα των εργατών»12.
Υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας
Ο Δημητρώφ προτείνει ενάντια στο φασισμό όχι ένα Μέτωπο για το σοσιαλισμό, αλλά υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, του αστικού κράτους:
«“Η σοσιαλδημοκρατία είναι υπέρ της δημοκρατίας και οι κομμουνιστές υπέρ της δικτατορίας. Γι’ αυτό λοιπόν δεν μπορούμε να οργανώσουμε ένα ενιαίο μέτωπο με τους κομμουνιστές”, λένε κάποιοι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας. Σας προτείνουμε όμως σήμερα το ενιαίο μέτωπο για να κηρύξουμε τη δικτατορία του προλεταριάτου; Γνωρίζετε καλά ότι προς το παρόν δε σας το προτείνουμε».Και εξηγεί: «Ολο το ζήτημα στρέφεται γύρω από το εξής: Θα είναι έτοιμο το προλεταριάτο την κρίσιμη στιγμή για την άμεση ανατροπή της αστικής τάξης και την εγκαθίδρυση της δικής του εξουσίας; Και θα μπορεί σε αυτή την περίπτωση να διασφαλίσει τη στήριξη των συμμάχων του; Ή μήπως το κίνημα του ενιαίου προλεταριακού μετώπου και του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου στη συγκεκριμένη στιγμή θα είναι σε θέση μόνο να συντρίψει ή να ανατρέψει το φασισμό, χωρίς να προχωρήσει άμεσα στην κατάργηση της δικτατορίας της αστικής τάξης; Η τελευταία αυτή περίπτωση θα ήταν ένα απαράδεκτο δείγμα πολιτικής κοντοφθαλμίας και όχι σοβαρή επαναστατική πολιτική, στη βάση ότι θα αρνιόταν να δημιουργήσει και να στηρίξει ένα ενιαίο μέτωπο ή μία κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου».
Η δικτατορία του προλεταριάτου, αυτός ήταν ο στόχος που έθετε ο Λένιν στην πάλη για τις δημοκρατικές διεκδικήσεις στα πλαίσια του αστικού κράτους. Για το Δημητρώφ ο φασισμός θα δημιουργούσε μια νέα κατάσταση που θα απαιτούσε να αναβληθεί για αργότερα η επανάσταση, η δικτατορία του προλεταριάτου. Με την εργατική τάξη στο ρόλο της διατήρησης, της ισχυροποίησης του αστικού κράτους και του δικού του μοντέλου, της αστικής δημοκρατίας. Για τον Παλμ Ντουτ, στο«Φασισμός και Επανάσταση»:
«Αυτό σημαίνει ότι για όσο καιρό παραμένουν οι μορφές της αστικής δημοκρατίας η αστική δημοκρατία παρέχει την καλύτερη άμυνα των εργαζομένων ενάντια στο φασισμό; Αντιθέτως. Οι εργαζόμενοι παλεύουν και χρειάζεται να παλεύουν, ανυποχώρητα για κάθε δημοκρατικό δικαίωμα οργάνωσης και κινητοποίησης στο υπάρχον καθεστώς, αλλά […]. Οσο περισσότερο εμπιστεύονται οι εργαζόμενοι το λεγκαλισμό, τις συνταγματικές διαδικασίες, την αστική δημοκρατία, τόσο περισσότερο κάνουν θυσίες για να σώσουν το υπάρχον σύστημα ως το «μικρότερο κακό» ενάντια στην απειλή του φασισμού, τόσο εντονότερες θα είναι οι επιθέσεις του καπιταλισμού και τόσο ταχύτερη η πορεία προς το φασισμό. Στο πλαίσιο του καπιταλισμού το να κηρύττει κανείς εμπιστοσύνη στο λεγκαλισμό, τις συνταγματικές διαδικασίες, την αστική δημοκρατία, είναι μέσο που οδηγεί και εγγυάται τη νίκη του φασισμού. Αυτό είναι το δίδαγμα της Γερμανίας και της Αυστρίας. Αυτή είναι η πραγματικότητα που διαλύει το απατηλό και καταστροφικό σύνθημα της “Δημοκρατίας ενάντια στη Δικτατορία”».
5. ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ ΚΑΙ Η ΓΑΛΛΙΑ
Τα ΚΚΒ και ΓΚΚ δε συγκράτησαν από την τοποθέτηση του Δημητρώφ στο 7ο Συνέδριο παρά:
1. Τις αυταπάτες στη σοσιαλδημοκρατία.
2. Την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του κράτους της.
3. Την άποψη για το Ενιαίο Μέτωπο.
ΤΟ ΒΕΛΓΙΟ: ΟΙ «ΕΝΩΤΙΚΕΣ» ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΚ - ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ
ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΛΑΪΚΑ ΜΕΤΩΠΑ
Μερικές εβδομάδες πριν το θάνατό του, ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΒ Ζακμότ γράφει στη «DrapeauRouge» της 18ης Ιουλίου 1936:
«Μπροστά στο φασιστικό κίνδυνο που μεγαλώνει στη χώρα, η πραγματοποίηση της συμμαχίας μεταξύ των οργανώσεων του Εργατικού Κόμματος Βελγίου και του ΚΚ τίθεται ως ένα από τα κεντρικά ζητήματα του βέλγικου εργατικού κινήματος […]. Είμαστε πεπεισμένοι ότι το καθήκον στη χώρα μας είναι η υπεράσπιση της δημοκρατίας ενάντια στη φασιστική επίθεση και θέλουμε να την υπερασπιστούμε από κοινού με όλες τις δημοκρατικές δυνάμεις. Αλλά το ιδανικό μας θα παραμείνει η σοβιετική δημοκρατία […].
Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει το πολιτικό του πρόγραμμα, τις αρχές του. Πρέπει να κρατήσει την οργάνωσή του αυτόνομη ως τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί μια συμφωνία πάνω σε κοινές αρχές μεταξύ των ΕΚΒ και ΚΚΒ […]. Ηρθε η στιγμή να θέσουμε το ζήτημα της οργανικής ενότητας του ΕΚΒ και του ΚΚΒ […]. Η ηγεσία αποφάσισε να θέσει μπροστά στο Συνέδριο την πρόταση για προσχώρηση ως αυτόνομη οργάνωση στο ΕΚΒ. Αυτή η πρόταση θα έκανε το ΚΚΒ αναπόσπαστο κομμάτι του ΕΚΒ».
Τον Οκτώβριο του 1936 το ΚΚΒ διεξάγει το 6ο Συνέδριό του και ο Ξαβιέ Ρελεκόμ, ο Γενικός του Γραμματέας, αναπτύσσει την τακτική και τη στρατηγική που θα πρέπει να έχει το κόμμα ενάντια στη φασιστική απειλή. Τη διάλυση του ΚΚΒ και την ενσωμάτωσή του στο ΕΚΒ! Το να πνιγεί το ΚΚΒ στην σοσιαλδημοκρατία, αυτός είναι ο στόχος. Αυτή είναι η αντίληψη του Ενιαίου Μετώπου.
Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΒ, τον Αύγουστο του 1939, παρουσιάζει έναν απολογισμό δράσης που καλύπτει την περίοδο 1936-1939. (Το Μάρτιο του 1937 η φασιστική οργάνωση REX «προκάλεσε» τοπικές εκλογές στο διαμέρισμα των Βρυξελλών. Ο Βαν Ζίλαντ, ο οποίος και έχασε, ο καθολικός πρωθυπουργός, φανατικός φίλος των τραπεζιτών, είναι ο μόνος υποψήφιος ενάντια στον Ντεγκρέλ). Με την ευκαιρία των βουλευτικών εκλογών της 2ης Απριλίου 1939, το Κόμμα απλώνει την καμπάνια του ενάντια στους «υπερασπιστές της φασιστικής επέμβασης», που είναι το «REX», το «VNV» και το «Heimattreuefront» και ορίζει ως εξής τη θέση του ενάντια στα φασιστικά και αντιδραστικά σχέδια της μεταρρύθμισης του κράτους:
«1.Για την υπεράσπιση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών.
2.Για το σεβασμό της αυτονομίας της επαρχίας και των κοινοτήτων.
3.Οχι ελευθερία για τους εχθρούς της ελευθερίας. Ενεργά μέτρα ενάντια στους ταραχοποιούς».
Στις 12 Νοεμβρίου 1936 η Γραμματεία του Κόμματος απευθύνεται στο Βαντερβέλντε, Πρόεδρο του Εργατικού Κόμματος Βελγίου και ζητά συνάντηση για να συζητήσουν από κοινού την προσχώρηση του ΚΚ στο ΕΚΒ, ως αυτόνομο τμήμα, πρώτο βήμα για την οργανική ενότητα των κομμάτων της εργατικής τάξης. Η ηγεσία του ΕΚΒ απορρίπτει τις προτάσεις.
Το καλοκαίρι του 1937 η ανθενωτική ηγεσία του ΕΚΒ αποφάσισε να εφαρμόσει πειθαρχικά μέτρα ενάντια στα μέλη του που συμμετέχουν σε ενωτικές συναντήσεις και διαδηλώσεις.
Στις 14 και 15 Ιανουαρίου του 1939, το Συνέδριο του ΕΚΒ αναγνωρίζει τη δικτατορία του Φράνκο.
Το Μάιο ο Ντε Μαν γίνεται πρόεδρος του ΕΚΒ. Παρά την έντονη αντίθεση της αριστεράς, στις 4 Ιουνίου, η Οργάνωση των Βρυξελλών του ΕΚΒ απαγορεύει τη συμμετοχή των σοσιαλιστών στη δράση των Φίλων της Σοβιετικής Ενωσης, της Παγκόσμιας Επιτροπής Γυναικών ενάντια στον Πόλεμο και το Φασισμό, της Λαϊκής Αρωγής.
Για τη συνδικαλιστική ενότητα
Το Δεκέμβριο του 1936 η Κεντρική Επιτροπή πήρε μία απόφαση που συνιστούσε την είσοδο της Κεντρικής Οργάνωσης των Μεταλλωρύχων (CRM13) στις κεντρικές σοσιαλιστικές οργανώσεις, με «την επιθυμία να σεβαστούν τα καταστατικά τους και τις αποφάσεις που πάρθηκαν δημοκρατικά από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις για να υπερασπίζονται και να ενισχύουν τα σοσιαλιστικά συνδικάτα, ώστε τα τελευταία να αποτελέσουν άφθαρτους προμαχώνες των συμφερόντων και των ελευθεριών των εργατών».
Τα στελέχη των κεντρικών σοσιαλιστικών οργανώσεων αρνήθηκαν να αποδεχτούν συνολικά τα μέλη της CRM. Η CRMωστόσο διαλύθηκε το καλοκαίρι του 1937 και η πλειοψηφία των μελών της εντάχθηκαν ατομικά στις μεγάλες κεντρικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της CGTB (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Βελγίου). Από το τέλος του 1937 τα αντιδραστικά στελέχη της CGT αντιδρούν με την απαράδεκτη εξαίρεση πολλών κομμουνιστών, χωρίς να λάβουν υπόψη τις διαμαρτυρίες των συνδικαλιστών, θυσιάζοντας τα συμφέροντα των συνδικάτων στο αντικομμουνιστικό τους μένος.
Για την ενότητα των νέων
Παρά το διάταγμα του Γενικού Συμβουλίου του Εργατικού Κόμματος Βελγίου, τα Χριστούγεννα του 1936, το Εθνικό Συμβούλιο των Νέων Σοσιαλιστών (CongrèsNationaldesJeunesGardesSocialistes) επικυρώνει με ενθουσιασμό την ενότητα με την Κομμουνιστική Νεολαία (JeunesseCommuniste). Οι δύο οργανώσεις ενώνονται. Τον Αύγουστο του 1937 το Γενικό Συμβούλιο του ΕΚB εξαπολύει νέα επίθεση ενάντια στην Ενωση των Νέων Σοσιαλιστών (JGS), θέλοντας να διασπάσει τη «Χάρτα Ενότητας των Χριστουγέννων», να επιβάλει ένα πρωτόκολλο που θα εξαιρεί τους κομμουνιστές από στελεχικές θέσεις και θα απαιτεί την παραίτησή τους από το Κόμμα τους. [...] Η ΚΕ του ΚΚΒ «καλεί όλους τους κομμουνιστές μέλη της JGS να υιοθετήσουν μία ενιαία στάση που να επιτρέπει τη διατήρηση της ενιαίας οργάνωσης των νέων, να κάνουν μία υπέρτατη θυσία για την ενότητα, αρνούμενοι την ιδιότητά τους ως μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος». Ο Σπάακ και οι φίλοι του προχωρούν, κατά τη διάρκεια της εκλογικής καμπάνιας του Απριλίου του 1939 και αργότερα, στη διάσπαση του νεολαιίστικου κινήματος.
Η ΓΑΛΛΙΑ
Το Λαϊκό Μέτωπο. Προοίμιο
Οι βάσεις της συνθήκης ενότητας, που υπογράφηκε από τα δύο μέρη στις 27 Ιουλίου του 1934, ήταν οι εξής: Το Κομμουνιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Κόμμα αναλαμβάνουν να παλέψουν μαζί:
1) Ενάντια στις φασιστικές οργανώσεις, για τον αφοπλισμό και τη διάλυσή τους, 2) για την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, 3) για την αναλογική εκπροσώπηση στις εκλογές και τη διάλυση της Βουλής, 4) ενάντια στις πολεμικές προετοιμασίες, 5) ενάντια στα νομοθετικά διατάγματα, 6) ενάντια στη φασιστική τρομοκρατία στη Γερμανία και την Αυστρία, 7) για την απελευθέρωση όλων των αντιφασιστών κρατουμένων.
Πραγματοποίηση κοινών συναντήσεων, εκδηλώσεων και αντι-εκδηλώσεων. Καθώς οι κοινές εκδηλώσεις δεν πρέπει να ξεπέσουν σε συζητήσεις αλληλοσυγκρούσεων, καθένα από τα δύο κόμματα κρατά την ανεξαρτησία του για να αναπτύξει την προπαγάνδα του χωρίς προσβολές ενάντια στο άλλο κόμμα.
Οι πολιτικές συνθήκες για μία συμμαχία κομμάτων και αντιφασιστικών οργανώσεων δημιουργούνται πολλούς μήνες αργότερα. Πολύ σωστά το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα προσπαθήσει να εντάξει στην πάλη ενάντια στο φασισμό τα μεσαία στρώματα, τα οποία αντιπροσωπεύονταν ευρέως από ένα αστικό κόμμα, το Ριζοσπαστικό - Σοσιαλιστικό Κόμμα. Αλλά το πρόβλημα ήταν ότι για το ΓΚΚ το μόνο επείγον ήταν η διεύρυνση της συμμαχίας σε επίπεδο κορυφής. Κατά συνέπεια, όπως θα δούμε παρακάτω, το ΓΚΚ δεν έκανε κριτική στο Ριζοσπαστικό Κόμμα.
Η πορεία των διαπραγματεύσεων
Στις 24 Οκτωβρίου 1934, την παραμονή του συνεδρίου τους που θα γινόταν στην πόλη Ναντ, ο Τορέζ απευθύνεται άμεσα στους ριζοσπάστες. Προτείνει ένα πρόγραμμα δράσης που προβλέπει την υπεράσπιση του Συντάγματος ενάντια σε όλες τις απόπειρες μεταρρυθμίσεων που θα περιόριζαν τα δικαιώματα του λαού, τον αφοπλισμό και τη διάλυση των φασιστικών ομάδων, το γενικό αφοπλισμό όλων των κρατών, την ειδική και προοδευτική φορολογία των μεγάλων περιουσιών, την υπεράσπιση των μισθών και των ενισχυτικών μέτρων για τους μικρούς αγρότες και εμπόρους. Τελικά τον Ιούνιο του 1935 το Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος στη Μυλόζ προχώρησε σε οριστική συμφωνία.
Στις εκλογές του Μαΐου του 1936, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει 146 εκλεγμένους (από 47) και είναι το πιο πολυάριθμο κόμμα της Βουλής. Το ΚΚ έχει 72 εκλεγμένους (από 16). Το Λαϊκό Μέτωπο εξασφαλίζει πλειοψηφία με πάνω από 100 ψήφους.
Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις αρχίζουν άμεσα. Συνεχίζονται για ένα μήνα, μέχρι τις 4 Ιουνίου, ένα μήνα κατά τον οποίο θα αναπτυχθεί το μεγαλύτερο απεργιακό κίνημα της γαλλικής εργατικής τάξης.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αποφασίζει τη στήριξη χωρίς περιορισμούς της κυβέρνησης που θα εφαρμόσει το πρόγραμμα, τη διατήρηση μιας στάσης εμπιστοσύνης αλλά όχι συμμετοχής στην κυβέρνηση. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξηγεί την άρνησή του να συμμετάσχει με ένα επιχείρημα τακτικής σκοπιμότητας: «Να μην προσφέρει άλλοθι στις εκστρατείες πανικού των εχθρών του λαού».
Ο σοσιαλιστής Μπλουμ δηλώνει ότι είναι μία εμπειρία που θα διεξαχθεί «στο εσωτερικό του σημερινού καθεστώτος», στο πλαίσιο των θεσμών του αστικού κράτους, του οποίου ο Μπλουμ θα είναι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, «πιστός διαχειριστής». Δεν τίθεται θέμα να μη σεβαστεί πλήρως την κοινοβουλευτική πρακτική. Δε θα είναι πλέον ο προάγγελος των Σοβιέτ. «Ευελπιστώ ότι η κυβέρνηση του σοσιαλιστικού κόμματος δε θα είναι η κυβέρνηση Κερένσκι», είπε στις 31 Μαΐου. «Αλλά και αν ήταν, να είστε σίγουροι ότι στη σημερινή Γαλλία δε θα τη διαδεχόταν ο Λένιν», συνέχισε.
Η επιλογή του Μπλουμ το 1936 είναι ο φιλελευθερισμός με όση παρέμβαση από το κράτος χρειάζεται, ώστε να δοθεί ώθηση στην οικονομία και να πραγματοποιηθεί το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου χωρίς να αναστατωθούν οι πλούσιοι.
Το Συνέδριο του ΚΚ στο Βιλερμπάν
Το Συνέδριο στο Βιλερμπάν έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 1936 (προηγήθηκε των εκλογών και των απεργιακών κινητοποιήσεων του 1936).
Ο Τορέζ εισηγείται: Τι είναι το Λαϊκό Μέτωπο για τους κομμουνιστές; «Δεν είναι», λέει ο Τορέζ, «μία “ευκαιριακή τακτική” [...]. Είναι στοιχείο της βασικής πολιτικής τους, εφαρμογή των αρχών του Μαρξ και του Λένιν για την απαραίτητη συμμαχία μέχρι τέλους της εργατικής τάξης και των μεσαίων τάξεων, όχι μόνο για να νικηθεί ο φασισμός, αλλά και για να μπει τέλος στην εκμετάλλευση από το κεφάλαιο [...]. Το κόμμα μας αρνείται να θεωρήσει όλα τα αστικά κόμματα ως μία ενιαία αντιδραστική μάζα [...]. Το ΚΚ, καθοδηγώντας το προλεταριάτο και διεκδικώντας τους στόχους του, προτείνει να εξασφαλίσει τη συμμαχία, ακόμα και αν δεν είναι πολύ σίγουρη, του λαού της υπαίθρου και της μικρής δημοκρατικής μπουρζουαζίας, ώστε να αποτρέψει το θρίαμβο του φασισμού στη Γαλλία και ν’ αλλάξει σε διεθνή κλίμακα το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος του προλεταριάτου [...]. Το Λαϊκό Μέτωπο είναι η εργατική τάξη που επηρεάζει με τη δράση της τους εργαζόμενους των μεσαίων τάξεων και τους ετοιμάζει για την πάλη ενάντια στην αστική τάξη, ενάντια στο κεφάλαιο και το φασισμό […]. Στις συνθήκες έντασης της κρίσης, της γενικής παράλυσης της αστικής τάξης και της επαναστατικής ανάπτυξης της δράσης των μαζών, η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου θα είναι μία κυβέρνηση που θα σταματήσει τη φασιστική απειλή, προχωρώντας στον αφοπλισμό και την αποτελεσματική διάλυση των ένοπλων ομάδων. Μία κυβέρνηση που θα βάλει τους πλούσιους να πληρώσουν [...]. Μία κυβέρνηση που για να πραγματοποιήσει αυτό το διπλό καθήκον, θα στηρίζεται στην εξωκοινοβουλευτική δράση των μαζών, στην οργάνωση επιτροπών του Λαϊκού Μετώπου. [...] Θα είναι μία κυβέρνηση που θα επιτρέπει την προετοιμασία της πλήρους κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Δεν τίθεται ζήτημα για το ΚΚ να συμμετάσχει σε μία αστική κυβέρνηση και όσο μία κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου “όπως την αντιλαμβανόμαστε” δεν είναι εφικτή, το ΚΚ θα στηρίζει με τις ψήφους του τις αριστερές κυβερνήσεις “που εφαρμόζουν ένα πρόγραμμα σύμφωνα με τα συμφέροντα και τις επιθυμίες του λαού της Γαλλίας”, δηλαδή που θα παίρνει όλα τα μέτρα “για τη διασφάλιση του γαλλικού φράγκου, την έμπρακτη κατάργηση της κερδοσκοπίας, την προστασία των συμφερόντων του εργαζόμενου λαού, την υπεράσπιση των δημοκρατικών ελευθεριών, τον αφοπλισμό και τη διάλυση των φασιστικών ομάδων και τη διατήρηση της ειρήνης”». Το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι», καθώς και η οργάνωση επιτροπών βάσης του Λαϊκού Μετώπου και η προετοιμασία της πλήρους κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, θα εξαφανιστούν σύντομα.
Οι απεργίες (τέλος Μαΐου και Ιούνιο του 1936)
Στις 28 Μαΐου 35.000 εργάτες των εργοστασίων της Renault σταματούν τη δουλειά. Εμφανίζονται κάποιες αμφιταλαντεύσεις σχετικά με το συντονισμό της κατάληψης. Το μεσημέρι κάποιοι εργάτες φεύγουν από το εργοστάσιο, αλλά ένας μεγάλος αριθμός παραμένει εκεί. Η απεργία της Renault παρασύρει στη συνέχεια δεκάδες εργοστάσια στην περιοχή του Παρισιού. Η αστική τάξη θεωρεί ότι πρόκειται για μια επαναστατική ενέργεια που χτυπά την ελευθερία στη δουλειά και την ατομική ιδιοκτησία.
Από την αντίθετη πλευρά, εργατικά κόμματα και συνδικάτα αρνούνται κάθε πολιτικό και -ακόμα περισσότερο- επαναστατικό χαρακτήρα των απεργιακών κινητοποιήσεων. Η αστυνομία δεν θα παρέμβει για να βάλει τέλος στις καταλήψεις των εργοστασίων. Η κυβέρνηση προσπαθεί αντίθετα να συμφιλιώσει τα εμπλεκόμενα μέρη και ο Φροσάρ, υπουργός εργασίας, προσπαθεί να φέρει σε επαφή το εργατικό συνδικάτο μετάλλου και την ομάδα των βιομηχανιών μετάλλου της περιοχής του Παρισιού.
Ο γραμματέας του ΚΚ εξηγεί τις προθέσεις του εργατικού συνδικάτου: «Υπακούμε σε ένα διπλό σκοπό: Πρώτον, να αποφύγουμε οποιαδήποτε αναστάτωση, έπειτα να εξασφαλίσουμε ότι θα ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις το συντομότερο δυνατό, με σκοπό τη γρήγορη επίλυση της διαμάχης».
Οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν και στις 18:30 οι εργάτες των εργοστασίων της Renault εγκαταλείπουν τις εγκαταστάσεις.
Το Γαλλικό ΚΚ και οι απεργίες του 1936
Η συνεδρίαση της ΚΕ του Κόμματος, στις 25 Μαΐου 1936, χαρακτηρίζεται από μία τελευταία εκδήλωση της «αριστερής» τάσης, μέσα στην ηγεσία του ΚΚ. Ο Φερά συνιστά ρήξη με την κυβέρνηση Μπλουμ, ώστε να ηγηθούν των μαζών και να καθοδηγήσουν την εξέγερσή τους. «Πρέπει να πούμε στους εργαζόμενους: Δε θα επιτύχετε παρά μόνο αυτά που θα αποσπάσετε με την ταξική σας δράση. Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να δίνουμε εμείς εγγυήσεις στην κυβέρνηση, να συνδεόμαστε εμείς μαζί τους, να αναλαμβάνουμε ευθύνες μαζί τους ή να εμφανιζόμαστε στις μάζες με μια τέτοια μορφή». Η έκκλησή του δεν έχει απήχηση και το ψήφισμα που εγκρίθηκε από την ΚΕ δεν είναι παρά η έκφραση του κεντρικού συνθήματος «Ολα για το Λαϊκό Μέτωπο, όλα από το Λαϊκό Μέτωπο» και η εκδήλωση απόλυτης αλληλεγγύης με την κυβέρνηση.
Το κύριο παραμένει η έκκληση του Τορέζ της 11ης Ιουνίου, η επιτακτική συμβουλή που έδωσε στους κομμουνιστές να λήγουν μια απεργία όταν οι κύριες διεκδικήσεις έχουν εκπληρωθεί. Κάποιους μήνες μετά τις απεργίες του Ιουνίου, θα φτάσει να αποτρέπει τους εργαζόμενους από το να κάνουν κατάληψη στα εργοστάσια, καθώς, όπως είπε ο Τορέζ,«μπροστά στην ανάπτυξη των αντιδραστικών εκστρατειών που δημιουργούν προβλήματα και αμφιβολίες στο λαό, είναι καλύτερα να μην προχωράμε σε αυτή τη μορφή πάλης» (εισήγηση του Τορέζ, 30 Οκτωβρίου 1936).
Ο Τορέζ δικαιολογεί τη θέση των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια των απεργιακών κινητοποιήσεων του Ιουνίου με την ανάγκη να διατηρηθεί η ενότητα των εργαζομένων και των μεσαίων τάξεων και συχνά επικαλείται τα μαθήματα του 1848 και του 1871.
Πρέπει να φτάσουμε στον Ιανουάριο του 1948 (μετά την κριτική που ασκήθηκε κατά τη συνάντηση σύστασης της Κομινφόρμ) για να δούμε να γίνεται αυστηρή κριτική στη στάση του ΚΚ στο Λαϊκό Μέτωπο από τον Μπερλιόζ στα «Σημειώματα του Κομμουνισμού»: «Οι κομμουνιστές είχαν τέτοια έγνοια να μην προβούν σε κάτι που θα μπορούσε να εμποδίσει την πραγμάτωση της ενότητας των εργατών, υποτιμώντας τόσο πολύ το βασικό ρόλο που έπαιζαν στη δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου, ώστε πίστευαν συχνά ότι έπρεπε να υποτάξουν τα πάντα στην εκ των προτέρων συμφωνία με την ηγεσία των σοσιαλιστών και να υποκλιθούν πρόθυμα στο βέτο του Μπλουμ και του Πολ Φορ. Πρέπει να προσθέσω ότι η ευφορία που προκάλεσε η εκλογική νίκη της αριστεράς και το τρομερό απεργιακό κίνημα του Μαΐου-Ιουνίου του 1936 έβαλε σε δεύτερη μοίρα τις δυσπιστίες που ήταν ωστόσο αρκετά δικαιολογημένες. Το κόμμα μας αφηνόταν να παρασυρθεί από ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με τους όρους συμμετοχής στα υπουργεία: μιλούσε μόνο για την ενότητα μεταξύ των “κομμάτων του Λαϊκού Μετώπου” [...]. Δεν προσανατολιστήκαμε από την αρχή με αρκετή επιμονή και εμμονή στις μάζες [...]. Δε βασιστήκαμε αρκετά στη δράση της βάσης».
Το πρόγραμμα του ΚΚ μένει στην άκρη, καθώς η εκστρατεία για «να πληρώσουν οι πλούσιοι» συνεχίζεται άτονα και πρακτικά εγκαταλείπεται η έκκληση του Λαϊκού Μετώπου στις μάζες. Αντίθετα, όπως έχουν επιβεβαιώσει πολλές ανακοινώσεις του Πολιτικού Γραφείου, υπάρχει «διαρκής στήριξη» στην κυβέρνηση του Μπλουμ. Επιπλέον, η διεύρυνση του Λαϊκού Μετώπου δε θεωρείται πια ανάπτυξη εις βάθος στις λαϊκές μάζες, αλλά διεύρυνση του πολιτικού φάσματος που αποτελεί την πλειοψηφία.
Τέλος, το τελευταίο στάδιο αυτής της πολιτικής είναι η θέληση του ΚΚ Γαλλίας να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Δύο φορές το ΚΚ δηλώνει ότι είναι έτοιμο να αναλάβει υπουργικές ευθύνες. Είναι αναγκαίο να τονίσουμε ότι, ενώ το Γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και η κυβέρνησή του υποχωρούσαν μπροστά στο φασισμό, ενισχύοντας τη «μη παρέμβαση» που θα στραγγαλίσει τη Δημοκρατία της Ισπανίας, το Γαλλικό ΚΚ έσωσε -και αυτό πρέπει να το τονίσουμε- την τιμή της εργατικής τάξης και των δημοκρατών.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα: Ο πιστός διαχειριστής του αστικού κράτους
Ο στόχος του εγχειρήματος Μπλουμ είναι να αναζητηθούν μέσα «για να παρασχεθεί σε όσους υποφέρουν μια ικανοποιητική ανακούφιση» στο εσωτερικό της κοινωνίας, όπως αυτή είναι. Το Λαϊκό Μέτωπο έχει ως αποστολή να «διαχειριστεί την αστική κοινωνία» για να εξάγει από αυτή «το μέγιστο δυνατό όσον αφορά την τάξη, την ευημερία, την ασφάλεια, τη δικαιοσύνη». Δεν πρόκειται για καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος, «που μπορεί ακόμα να διαγράψει μια μεγάλη πορεία». Πολύ θα το θέλαμε, αλλά το λαϊκό μέτωπο θα αντιτασσόταν σ’ αυτό, γιατί «είμαστε μια κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου και όχι μια σοσιαλιστική κυβέρνηση, ο στόχος μας δεν είναι να μετασχηματίσουμε το κοινωνικό σύστημα, αλλά να εκτελέσουμε το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου».
Το περιεχόμενο των συμφωνιών του Ματινιόν - 8 Ιουνίου 1936
Η εργοδοτική αντιπροσωπεία αποδέχεται την άμεση θέσπιση συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Οι εργοδότες αναγνώριζαν τη ελευθερία, όπως επίσης και το δικαίωμα των εργαζομένων να ενταχθούν ελεύθερα και να ανήκουν σε ένα επαγγελματικό συνδικάτο. Οι πραγματικοί μισθοί θα αυξηθούν ακολουθώντας μια φθίνουσα κλίμακα που ξεκινά από το 15% για τους χαμηλότερους μισθούς και καταλήγει στο 7% για τους υψηλότερους μισθούς.
Το σύνολο των μισθών σε κάθε χώρο δουλειάς δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να αυξηθεί περισσότερο από 12%. Εβδομάδα 40 ωρών. Μία εβδομάδα άδειας μετ’ αποδοχών. Η εργοδοτική αντιπροσωπία δεσμεύεται να μην λαμβάνεται καμία κύρωση σε περίπτωση απεργίας.
Η αντεπίθεση της αστικής τάξης
Θα χρειαστούν μόνο δυο χρόνια για να πάρουν τα αφεντικά την εκδίκησή τους. Οι αυξήσεις στους μισθούς δεν πρόλαβαν καλά-καλά να εφαρμοστούν και ακολούθησαν οι αυξήσεις στις τιμές ! Το επίπεδο ζωής πολύ γρήγορα επιστρέφει σε αυτό που ήταν πριν την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου […] και μπροστά σε «παράπονα της εργοδοσίας», ο νόμος της 19ης Αυγούστου 1936 προβλέπει «κατ’ εξαίρεση διευκολύνσεις σε βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις […] που δυσκολεύτηκαν από την άνοδο των μισθών!» (δάνειο της τάξης των 3.500 εκατομμυρίων εκείνης της εποχής!). Μια δεύτερη επίθεση μεγάλης κλίμακας έγινε ενάντια σε άλλη μια από τις κατακτήσεις του 1936: το νόμο του 40ωρου. Τρίτο στάδιο: Η εθνική άμυνα δικαιολογεί όλες τις παραβιάσεις.
Στις 12 Νοεμβρίου, ο ριζοσπάστης Πολ Ρεϋνό, Υπουργός Οικονομικών, δηλώνει: «Ζούμε στο καπιταλιστικό σύστημα […]. Αφού το καπιταλιστικό σύστημα είναι αυτό που είναι, για να λειτουργεί, πρέπει να υπακούμε στους νόμους του. Οι νόμοι του είναι το κέρδος, το ατομικό ρίσκο, η ελευθερία των αγορών, είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού». Αυτή η ομιλία χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για μια σειρά νομοθετικών διαταγμάτων που θεσπίζουν μέτρα περιορισμού ενάντια στους εργαζόμενους. Η εργατική τάξη προχωρά σε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Οι οργανώσεις αντιδρούν βίαια.
Ξεσπά μια ισχυρή καταστολή ενάντια στο εργατικό κίνημα. Η εργατική τάξη είναι αποπροσανατολισμένη. Η αστική τάξη μπορεί να πιστέψει ότι «τώρα» όλα είναι δυνατά για αυτή.
Με πρωτοβουλία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, η κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Ριζοσπαστικού Κόμματος, Νταλαντιέ, θέτει εκτός νόμου το Κομμουνιστικό Κόμμα στις 21 Νομβρίου 1939, οι βουλευτές του σύρονται στα δικαστήρια και οι βουλευτές σοσιαλιστές και ριζοσπάστες θα ψηφίσουν στις 7 Ιουλίου να δοθεί πλήρης εξουσία στον Πεταίν.
6. Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ «ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ» ΤΟ 1947
Το Σεπτέμβριο του 1947 έγινε στην Πολωνία μια συνάντηση ενημέρωσης, στην οποία ιδρύθηκε η «Κομινφόρμ» (Γραφείο Πληροφοριών των ΚΚ). Σε αυτή την συνάντηση, προεδρεύοντος του Αντρέι Ζντάνοφ, συμμετείχαν αντιπρόσωποι ορισμένων Κομμουνιστικών Κομμάτων: ΕΣΣΔ, Βουλγαρίας, Γαλλίας, Ουγγαρίας, Ρουμανίας, Ιταλίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Γιουγκοσλαβίας. Η ΕΣΣΔ αντιπροσωπευόταν από τους Ζντάνοφ και Μαλένκοφ, η Γαλλία από το Ζακ Ντυκλό και τον Ετιέν Φγιόν, η Γιουγκοσλαβία από τους Μίλοβαν Ντζίλας και Εντουαρντ Καρντέλ, η Ιταλία από τους Λουίντζι Λόγκο και Εγκένιο Ριάλε.
Υπήρξε ένα δεύτερο σημείο στην ημερήσια διάταξη. Το Μάιο του 1957, ένας από τους συμμετέχοντες, ο Ιταλός Εγκένιο Ριάλε, πρώην μέλος του ΠΓ του ΚΚΙ, που πέρασε στην υπηρεσία του αντικομμουνισμού, το αναφέρει σε ένα βιβλίο με τίτλο «Με το Ζακ Ντυκλό - στο εδώλιο του κατηγορουμένου στη SzaklavskaPoreba, 22 - 27 Σεπτεμβρίου 1947», που εκδόθηκε στα γαλλικά από τις εκδόσεις Plon, το 1958.
Επί δύο ημέρες οι διάφοροι αντιπρόσωποι κατηγορούσαν τη δεξιά οπορτουνιστική γραμμή που ακολούθησαν τα ΓΚΚ και ΙΚΚ στην πολιτική τους για το μέτωπο στην περίοδο της Κατοχής και τη συμμετοχή στην κυβέρνηση που ακολούθησε.
Οι Γιουγκοσλάβοι Ντζίλας και Καρντέλ ήταν αυτοί που έκαναν τη δίκη με τον πιο συνεπή τρόπο. Ο Καρντέλ δήλωσε:
«Πρόκειται για ένα φαινόμενο που είναι διαδεδομένο σε πολλά κομμουνιστικά κόμματα, εξαιτίας άλλωστε και της επιρροής Γάλλων και Ιταλών. Τα λάθη των τελευταίων έχουν επίδραση στο εσωτερικό και άλλων κομμάτων στην Ευρώπη. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι στο διεθνές εργατικό κίνημα, υπάρχει μια τάση αναθεώρησης του μαρξισμού-λενινισμού»14.
Η πολιτική των ΓΚΚ και ΙΚΚ συνιστά μια ιδιαίτερη έκφραση αυτής της τάσης. Ξεκινά από τη δυνατότητα μιας ειρηνικής οδού, νόμιμης και κοινοβουλευτικής για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Είναι, εκ των πραγμάτων, η υιοθέτηση της σοσιαλδημοκρατικής οδού.
Η αστική τάξη είχε συμφέρον να συνεργαστεί με τους κομμουνιστές κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, γιατί αισθανόταν ανίσχυρη. Οι κομμουνιστές θα έπρεπε να είχαν αξιοποιήσει αυτή την κατάσταση για να καταλάβουν θέσεις-κλειδιά και δεν το έκαναν. Αντί να κατακτήσουν το στήριγμα των μαζών για να πάρουν την εξουσία, δεν πέτυχαν παρά να αφοπλίσουν τις μάζες και να σπείρουν αυταπάτες για την αστική δημοκρατία και τη σοσιαλδημοκρατική οδό (κοινοβουλευτισμός).
Αντί να προωθήσουν την αντιφασιστική ενότητα από τα κάτω με τη δημιουργία οργάνων που να πηγάζουν από τις μάζες και να ενσωματώνουν όλες τις τάσεις που πραγματικά ήταν διαθέσιμες για να ακολουθήσουν το δρόμο της ένοπλης πάλης και της εγκαθίδρυσης μιας πραγματικά επαναστατικής εξουσίας, οι ηγεσίες του ΓΚΚ και του ΙΚΚ διέπραξαν το σφάλμα να φτιάξουν ένα αντιφασιστικό μέτωπο από τα πάνω, στη βάση της ισομερούς αντιπροσώπευσης των διαφόρων κομμάτων, ενώ ο στόχος αυτών των κομμάτων ήταν να εμποδίσουν τον ένοπλο αγώνα και να εμποδίσουν τον πραγματικό μετασχηματισμό της χώρας. Οι ηγεσίες του ΓΚΚ και του ΙΚΚ βρήκαν πρόσχημα για να ακολουθήσουν αυτή την πολιτική: Οτι αιτήματα που δε θα είχαν να κάνουν με την πάλη για την εθνική απελευθέρωση -διεκδικήσεις για ριζοσπαστικά δημοκρατικά και επαναστατικά αιτήματα που θα συνδέονταν με την πάλη για την εθνική απελευθέρωση- θα κατέληγαν στο να απομακρύνουν από το αντιφασιστικό μέτωπο ορισμένα κοινωνικά στρώματα και ορισμένες πολιτικές ομάδες.
Οι Γιουγκοσλάβοι κατηγορούσαν το ΓΚΚ ότι επέτρεψε ακόμα και ότι διευκόλυνε τον αφοπλισμό και τη διάλυση των δυνάμεων της Αντίστασης με το πρόσχημα ότι όσο ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει, μια αποφασισμένη δράση ενάντια στην πολιτική του Ντε Γκωλ θα σήμαινε αντιπαράθεση με τους συμμάχους. Πράγμα που είναι λάθος γιατί, όπως υπογραμμίζουν οι Γιουγκοσλάβοι, με τη σειρά της μια αντιπαράθεση με τους συμμάχους θα επέφερε μια επιδείνωση των σχέσεων των συμμάχων με την ΕΣΣΔ, πράγμα το οποίο δεν ήταν -εκείνη τη στιγμή και δεδομένου του συσχετισμού δυνάμεων- κάτι που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι σύμμαχοι15. Οι Καρντέλ και Ντζίλας αντέτασσαν στη θέση των Γάλλων και των Ιταλών το παράδειγμα των Ελλήνων ενάντια στους Αγγλους και το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας ενάντια στην κυβέρνηση του βασιλιά Πέτρου και των τσέτνικ του, οργάνων των συμμάχων. Οσον αφορά στη γενική στάση του ΓΚΚ και του ΙΚΚ απέναντι στους συμμάχους, οι Γιουγκοσλάβοι τους καταλογίζουν την άρνησή τους να κατακρίνουν ανοιχτά μπροστά στις μάζες την πολιτική των συμμάχων, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται η αποκατάσταση των θέσεων του ιμπεριαλισμού δημιουργώντας αυταπάτες στις μάζες σχετικά με τη «δημοκρατία» των ιμπεριαλιστών και τη δυνατότητα τους να βοηθήσουν χωρίς απώτερα κίνητρα για την ανόρθωση των λαών που ελευθερώθηκαν από το φασισμό.
Κατηγορήθηκαν επίσης, καθολικά, από τους αντιπροσώπους, ότι επέμεναν σε μια πλάνη, την οποία και διέδιδαν, για αλλαγή της κοινωνίας μέσω του κοινοβουλευτισμού αντί να κινητοποιήσουν τις μάζες ενάντια στην φιλοαμερικανική πολιτική της κυβέρνησής τους για μια αληθινή επαναστατική επιλογή.
7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Κανένα ΚΚ δεν μπόρεσε να προστατευθεί από τον «αριστερό» ή «δεξιό» οπορτουνισμό. Το αποδεικνύει όλη η ιστορική εμπειρία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ως τις μέρες μας. Αλλά θα πρέπει να διαπιστώσουμε, σε ό,τι αφορά το Ενιαίο Μέτωπο σχετικά με τις προοπτικές που προσφέρει (μέτωπο ενάντια στο φασισμό για την ενίσχυση της αστικής δημοκρατίας και του κράτους της ή μέτωπο ενάντια στο φασισμό με προοπτική το σοσιαλισμό), ότι εφαρμόστηκε η «δεξιά» οπορτουνιστική θέση. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά την ανάλυση και τη συμμαχία με τη σοσιαλδημοκρατία. Η μελέτη που προηγείται αποδεικνύει :
1. Οτι σε κάθε Μέτωπο -του οποίου κανένας κομμουνιστής δεν μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα- ο κίνδυνος που δεν πρέπει να υποτιμηθεί (στο όνομα για παράδειγμα της αναγκαίας πάλης ενάντια στον αριστερό οπορτουνισμό) είναι και παραμένει ο «δεξιός» οπορτουνισμός.
2. Η διάρκεια και η ποιοτική ανάπτυξη αυτού του «δεξιού» οπορτουνισμού, τους σπόρους του οποίου φύτεψε ο Δημητρώφ το 1935 και του οποίου η κατάληξη ήταν ο πλήρης εκφυλισμός ορισμένων ΚΚ, διευκολύνθηκαν από το γεγονός ότι σε αυτά τα κόμματα τα εμπόδια για την ανάπτυξη του δεξιού οπορτουνισμού υπήρχαν από λίγο έως καθόλου, δηλαδή η ιδεολογική διαπάλη θεωρούνταν ως απειλή για την ενότητα, η κριτική και αυτοκριτική δε γινόταν στη βάση του μαρξισμού-λενινισμού.
3. Αυτή η μελέτη και η πρακτική δείχνουν ότι η υποχώρηση πηγάζει πιο συχνά από μια λανθασμένη αντίληψη για το τι είναι το καπιταλιστικό κράτος, για το τι αντιπροσωπεύει η αστική δημοκρατία. Από μια λανθασμένη αντίληψη για να κατανοήσει τον καταστροφικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας.
4. Αυτή η μελέτη δείχνει επίσης την απόλυτη αναγκαιότητα της ταξικής ανάλυσης πριν από τη δημιουργία ενός μετώπου (και, εδώ, ενός αντιφασιστικού μετώπου). Αυτή η ανάλυση δεν μπορεί να σταματά με τη δημιουργία του μετώπου αλλά να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του γιατί οι κομμουνιστές δεν πρέπει να ξεχνούν ποτέ τον κανόνα ότι όποιες και αν είναι οι συνθήκες, η αστική τάξη δε χάνει ποτέ τον ταξικό της χαρακτήρα.
5. Η εκπαίδευση των μαζών για τη δημιουργία ενός Ενιαίου Μετώπου στη βάση ενάντια στο φασισμό απαιτεί επομένως σήμερα όπως και χθες να χτυπηθούν οι αυταπάτες για την «αστική δημοκρατία», την κοινοβουλευτική οδό, να καταγγελθεί η σοσιαλδημοκρατία, ο «διαχειριστής του καπιταλισμού», απαραίτητος στυλοβάτης του καπιταλιστικού συστήματος και πιστό στήριγμα του ιμπεριαλισμού, να ανυψωθεί η ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης μέσω του Μετώπου και να της δοθούν οι επαναστατικές προοπτικές, ο σοσιαλισμός.
6. Το Μέτωπο στη βάση και το μαζικό Κόμμα. Ενα από τα διδάγματα που προκύπτουν μελετώντας το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία και από τις απόπειρες για Λαϊκό Μέτωπο στο Βέλγιο είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει μαζικό Κόμμα με υποχωρήσεις μπροστά «στην αριστερά» και στο ισχυρό σοσιαλιστικό Κόμμα. Η ενότητα για την ενότητα δεν οδηγεί παρά στην αποτυχία και στο βύθισμα όλο και περισσότερο στο «δεξιό» οπορτουνισμό. Από μόνη της, η ενεργή συμμετοχή του ΚΚΒ και του ΓΚΚ στην ταξική πάλη εξηγεί την αύξηση των μελών και των ψηφοφόρων μετά τις απεργίες που σημάδεψαν τα χρόνια 1934-1936. Από μόνη της, η ενεργή συμμετοχή των κομμουνιστών στην Αντίσταση ενάντια στο ναζισμό εξηγεί την άνοδο σε μέλη και ψηφοφόρους μετά την Απελευθέρωση. Το ότι δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν και να διευρύνουν αυτές τις κατακτήσεις οφείλεται αποκλειστικά στο «δεξιό» οπορτουνισμό που ήταν στάση που υιοθέτησαν τα ΚΚ απέναντι στις επιθέσεις της αστικής τάξης, με αποτέλεσμα να ξανακερδίσει η σοσιαλδημοκρατία και γενικά η αστική τάξη την επιρροή της στις μάζες.
7. Η άρνηση αυτής της ανάγκης Μετώπου στην κορυφή είναι έκφραση του αναρχισμού και του τροτσκισμού. Ωστόσο υπάρχουν τρία πράγματα που πρέπει να υπογραμμίσουμε. Πάνω σ’ αυτή την ενότητα εκδηλώνεται ο «δεξιός» οπορτουνισμός. Κατά συνέπεια, η ενότητα στην κορυφή πρέπει να γίνεται αφού θα έχουν αναλυθεί σοβαρά οι συνιστώσες. Αν θεωρήσει κανείς σωστό ότι: «Στο εσωτερικό των ηγεσιών (των ρεφορμιστικών οργανώσεων) υπάρχουν αληθινοί δημοκράτες… και οφείλουμε με μια κατάλληλη τακτική να τους συσπειρώσουμε γύρω από τις αντιλήψεις μας», η ιστορική πείρα μάς διδάσκει ότι σε αυτή την περίπτωση, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ο κίνδυνος ενός Μετώπου όπου, για να διατηρηθεί η ενότητα πάση θυσία με τους «πραγματικούς δημοκράτες», υπάρχει το ρίσκο της υποχώρησης. (Αυτό ιδιαίτερα θα πρέπει να το αναλογιζόμαστε σε σχέση με την «αριστερά» του «Σοσιαλιστικού Κόμματος». Η εμπειρία αποδεικνύει ότι αυτή η αριστερά μπορεί να είναι το συνειδητό αντικείμενο για το άλλοθι προς τις μάζες της «δεξιάς πτέρυγας» του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι κομμουνιστές θα πρέπει επομένως να δράσουν από τη μεριά τους με ιδιαίτερη επαγρύπνηση που θα πρέπει να αντικατοπτρίζεται στην τακτική τους). Η εμπειρία δείχνει ότι ακόμα κι αν η τακτική των κομμουνιστών πρέπει να είναι ελαστική, αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι οι κομμουνιστές θα παρακάμψουν τις βασικές αρχές τους. Θα ήθελα να υπενθυμίσω εδώ τις δίκαιες κριτικές των Γιουγκοσλάβων προς το ΚΚΓ και το ΚΚΙ το 1947: «Οι ηγεσίες του ΚΚΓ και του ΚΚΙ (και τα ίδια ισχύουν για το ΚΚΒ) βρήκαν το πρόσχημα ότι αιτήματα άλλα από αυτό της πάλης για την εθνική απελευθέρωση […] θα κατέληγαν στο να απομακρύνουν από το αντιφασιστικό μέτωπο ορισμένα κοινωνικά στρώματα και ορισμένες πολιτικές ομάδες». Είναι λοιπόν απαραίτητο να συνδέσουμε αυτό το σημείο με την αρχή του να «φτάνουμε στην ενότητα με μια μάχη αρχών».
ΣHMEIΩΣEIΣ:
* Γραπτή εισήγηση του Χέρβινγκ Λαρούζ στο διήμερο θεωρητικό συμπόσιο της ΚΟΜΕΠ που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στις 15 και 16 Δεκεμβρίου 2007, με θέμα: «Ζητήματα της έρευνας σχετικά με τις αιτίες της νίκης της αντεπανάστασης και καπιταλιστικής παλινόρθωσης με επίκεντρο την ΕΣΣΔ». Το κείμενο είναι βασισμένο σε μελέτη της ιστορικού και πρώην στελέχους του ΚΚ ΒελγίουJulietteBroder.
** Ο Χέρβινγκ Λαρούζ είναι υπεύθυνος έκδοσης του θεωρητικού περιοδικού του Κόμματος Εργατών Βελγίου, «EtudesMarxistes».
1. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2, σελ. 486-487.
2. Βλ. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2.
3. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2, σελ. 16.
4. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2, σελ. 17.
5. Παλμ Ντουτ: «Φασισμός και Επανάσταση», (γαλλική έκδοση), σελ. 192-195.
6. Εκδόσεις Μεσιντόρ «TempsActuels», εκδοτικός οίκος του ΓΚΚ (ολόκληρο το βιβλίο, 395 σελίδες, αξίζει να διαβαστεί. Είναι στη διάθεση όποιου ενδιαφέρεται).
7. Υπενθύμιση: Η κυβέρνηση στην οποία το ΚΚ δείχνει εμπιστοσύνη.
8. Βλ. την αφήγηση για το Φεβρουάριο του 1934, Παλμ Ντουτ στο «Φασισμός και Επανάσταση» (γαλλική έκδοση).
9. Αρα ένα μέτωπο υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, όπου απαγορεύεται κάθε κριτική, κάθε διαπάλη, δηλαδή «απόλυτη σιωπή» σε όσα μπορούν να αμφισβητήσουν το Μέτωπο! Οπορτουνισμός που θα διαρκέσει σε όλη την περίοδο του Λαϊκού Μέτωπου, δηλαδή μέχρι το 1938 και αργότερα.
10. Για τις θέσεις του Μανουίλσκι, δεν είναι ξεκάθαρο.
11. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2, σελ. 5-132. Οι εκδότες (το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα) επισημαίνουν ότι οι ακόλουθες σελίδες (σελ. 132-176) είναι περίληψη του κειμένου.
12. Γκ. Δημητρώφ: «Διαλεχτά Εργα» (γαλλική έκδοση), τ.2, σελ.29-30.
13. CRM = CentraleRévolutionnairedesMineurs, η οποία συγκεντρώνει τους μεταλλωρύχους από τη Λιέγη και την επαναστατική συνδικαλιστική αντιπολίτευση.
14. Ο Καρντέλ δεν δίνει παράδειγμα αυτής της επιρροής σε άλλα κόμματα. Εμείς θεωρούμε την επιρροή του ΓΚΚ στο ΚΚ Βελγίου αναντίρρητη.
15. Αυτό που δεν αναφέρουν οι Γιουγκοσλάβοι, και είναι γεγονός, είναι η θέληση των μαζών: α) να χτυπήσουν το ναζισμό, β) να δημιουργήσουν μια νέα κοινωνία και από αυτή την άποψη υπήρχε η επιρροή, το παράδειγμα της ΕΣΣΔ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου