Του ΝΙΚΟΥ ΔΡΟΣΟΥ
Στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, η έννοια της απαξίωσης έχει χάσει το νόημα της. Με τον Γενικό Δείκτη Τιμών να βρίσκεται στα επίπεδα που διαμορφωνόταν το 1996 και την κεφαλαιοποίηση, δηλαδή την αξία του συνόλου των εισηγμένων μετοχών, στα επίπεδα του 1997, ποιό είναι το νόημα ενός απολογισμού; Με τη σχέση κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ να διαμορφώνεται σήμερα στο 19%, όταν μόλις το 2007 ήταν στο 78% και το «αμαρτωλό» 1999 στο 200%, γιατί να ασχοληθεί κανείς με το ελληνικό Χρηματιστήριο;
Όταν, σήμερα, τα δύο τρίτα των εισηγμένων εταιρειών διαπραγματεύονται σε επίπεδα σχέσης τιμής προς λογιστική αξία, χαμηλότερα της μονάδος και άρα αξίζουν πολύ περισσότερο εάν διαλυθούν και τα υπάρχοντά τους πωληθούν κομμάτι- κομμάτι στην ελεύθερη αγορά, παρά από ό,τι κοστίζουν στο χρηματιστηριακό ταμπλό, γιατί να μπούμε στον κόπο μίας απολογιστικής προσέγγισης στο ζήτημα της πορείας του Χρηματιστηρίου Αξιών, τα τελευταία χρόνια;
Όταν, σήμερα, ολόκληρο το χρηματιστηριακό ταμπλό κοστίζει περίπου 42 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή κόστιζαν το 2007 μόνον η Εθνική Τράπεζα και η Coca Cola, τι νόημα έχει να ασχολούμεθα με τα νούμερα;
Όταν, τέλος, μια κορυφαία ελληνική βιομηχανική επιχείρηση, όπως η ΔΕΗ, κοστίζει στο χρηματιστηριακό ταμπλό περίπου 1,8 δισ. ευρώ και η αξία μόνον των αποθεμάτων λιγνίτη που κατέχει αποτιμάται σε 55 δισ. ευρώ, γιατί να ασχολούμεθα με την υπόθεση που λέγεται ελληνικό Χρηματιστήριο;
Όπως όλες οι χρηματιστηριακές αγορές παγκοσμίως, έτσι και η ελληνική, λειτουργεί κυρίως ως «προεξοφλητικός μηχανισμός», ήτοι ως ένας τόπος όπου η αγορά προεξοφλεί μελλοντικά γεγονότα. Αν είναι έτσι και στην περίπτωσή μας, τα δεινά της χώρα μας μόλις τώρα αρχίζουν...Τα δεινά όμως της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, η οποία εξ ορισμού όφειλε να λειτουργεί ως τόπος άντλησης φθηνών κεφαλαίων για την επιχειρηματική κοινότητα, άρχισαν πολύ νωρίτερα και δεν αφορούσαν μόνον στην τρέχουσα κρίση κρατικού χρέους, αλλά συνολικά στην αντιμετώπιση που επεφύλαξαν στην ίδια και συνολικά στην επιχειρηματική κοινότητα οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. Την αμαρτωλή, πλην «χρυσή» περίοδο που ακολούθησε την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, από το 1996 έως και το 2001, ποσοστό άνω του 80% του συνόλου των αντληθέντων κεφαλαίων από την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά αφορούσε στις μερικές ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ.
Με άλλα λόγια, αφορούσε στο «ξεζούμισμα» της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς από το ίδιο το κράτος, το οποίο, αν και έσπευσε να καρπωθεί τα οφέλη από τη χρηματιστηριακή ευφορία της τότε περιόδου, στη συνέχεια αποτέλεσε, εξαιτίας των δημοσιονομικών του προβλημάτων, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε την έννοια της επιχειρηματικότητας, τον χειρότερο εχθρό της ίδιας της αγοράς. Καταλύτης των εξελίξεων δε, υπήρξε η πορεία της πάλαι ποτέ «ατμομηχανής» του Χρηματιστηρίου, ήτοι του τραπεζικού κλάδου. Ενός κλάδου, ο οποίος υπέστη το βαρύτερο πλήγμα, συμπαρασύροντας έτσι και τη λοιπή αγορά, υπό το βάρος της έκθεσής του σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Σήμερα, ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος αδυνατεί να ανταποκριθεί στην κυριότερη αποστολή του, δηλαδή να προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς έχει ο ίδιος απαξιωθεί, εξαιτίας, πρώτον, της έκθεσής του σε κρατικά ομόλογα, δεύτερον, της φυγής κεφαλαίων άνω των 80 δισ. ευρώ από το 2008 έως σήμερα και, τρίτον, των αυξημένων εγγυήσεων που πρέπει να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την άντληση ρευστότητας. Η χρηματοδοτική ασφυξία την οποία υφίσταται σήμερα ολόκληρη η ελληνική οικονομία και κυρίως ο ιδιωτικός τομέας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις δημοσιονομικές αμαρτίες των κυβερνήσεων της τελευταίας τριακονταετίας.
Επιπρόσθετα, αυτός ο ιδιωτικός τομέας καλείται σήμερα να δώσει λύση στα ασφυκτικά προβλήματα του ίδιου του κράτους, επωμιζόμενος αυξημένη φορολογία και υφιστάμενος τη δραματική μείωση της ζήτησης που η τρέχουσα οικονομική ύφεση συνεπάγεται. Εάν αναζητείτε τα αίτια των δεινών του ελληνικού Χρηματιστηρίου και συνολικά της ελληνικής οικονομίας, μην πάτε μακριά.
Το σπάταλο, αδιαφανές και πελατειακό κράτος είναι εδώ.
Στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, η έννοια της απαξίωσης έχει χάσει το νόημα της. Με τον Γενικό Δείκτη Τιμών να βρίσκεται στα επίπεδα που διαμορφωνόταν το 1996 και την κεφαλαιοποίηση, δηλαδή την αξία του συνόλου των εισηγμένων μετοχών, στα επίπεδα του 1997, ποιό είναι το νόημα ενός απολογισμού; Με τη σχέση κεφαλαιοποίησης προς ΑΕΠ να διαμορφώνεται σήμερα στο 19%, όταν μόλις το 2007 ήταν στο 78% και το «αμαρτωλό» 1999 στο 200%, γιατί να ασχοληθεί κανείς με το ελληνικό Χρηματιστήριο;
Όταν, σήμερα, τα δύο τρίτα των εισηγμένων εταιρειών διαπραγματεύονται σε επίπεδα σχέσης τιμής προς λογιστική αξία, χαμηλότερα της μονάδος και άρα αξίζουν πολύ περισσότερο εάν διαλυθούν και τα υπάρχοντά τους πωληθούν κομμάτι- κομμάτι στην ελεύθερη αγορά, παρά από ό,τι κοστίζουν στο χρηματιστηριακό ταμπλό, γιατί να μπούμε στον κόπο μίας απολογιστικής προσέγγισης στο ζήτημα της πορείας του Χρηματιστηρίου Αξιών, τα τελευταία χρόνια;
Όταν, σήμερα, ολόκληρο το χρηματιστηριακό ταμπλό κοστίζει περίπου 42 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή κόστιζαν το 2007 μόνον η Εθνική Τράπεζα και η Coca Cola, τι νόημα έχει να ασχολούμεθα με τα νούμερα;
Όταν, τέλος, μια κορυφαία ελληνική βιομηχανική επιχείρηση, όπως η ΔΕΗ, κοστίζει στο χρηματιστηριακό ταμπλό περίπου 1,8 δισ. ευρώ και η αξία μόνον των αποθεμάτων λιγνίτη που κατέχει αποτιμάται σε 55 δισ. ευρώ, γιατί να ασχολούμεθα με την υπόθεση που λέγεται ελληνικό Χρηματιστήριο;
Όπως όλες οι χρηματιστηριακές αγορές παγκοσμίως, έτσι και η ελληνική, λειτουργεί κυρίως ως «προεξοφλητικός μηχανισμός», ήτοι ως ένας τόπος όπου η αγορά προεξοφλεί μελλοντικά γεγονότα. Αν είναι έτσι και στην περίπτωσή μας, τα δεινά της χώρα μας μόλις τώρα αρχίζουν...Τα δεινά όμως της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, η οποία εξ ορισμού όφειλε να λειτουργεί ως τόπος άντλησης φθηνών κεφαλαίων για την επιχειρηματική κοινότητα, άρχισαν πολύ νωρίτερα και δεν αφορούσαν μόνον στην τρέχουσα κρίση κρατικού χρέους, αλλά συνολικά στην αντιμετώπιση που επεφύλαξαν στην ίδια και συνολικά στην επιχειρηματική κοινότητα οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. Την αμαρτωλή, πλην «χρυσή» περίοδο που ακολούθησε την ένταξη της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, από το 1996 έως και το 2001, ποσοστό άνω του 80% του συνόλου των αντληθέντων κεφαλαίων από την ελληνική χρηματιστηριακή αγορά αφορούσε στις μερικές ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ.
Με άλλα λόγια, αφορούσε στο «ξεζούμισμα» της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς από το ίδιο το κράτος, το οποίο, αν και έσπευσε να καρπωθεί τα οφέλη από τη χρηματιστηριακή ευφορία της τότε περιόδου, στη συνέχεια αποτέλεσε, εξαιτίας των δημοσιονομικών του προβλημάτων, αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε την έννοια της επιχειρηματικότητας, τον χειρότερο εχθρό της ίδιας της αγοράς. Καταλύτης των εξελίξεων δε, υπήρξε η πορεία της πάλαι ποτέ «ατμομηχανής» του Χρηματιστηρίου, ήτοι του τραπεζικού κλάδου. Ενός κλάδου, ο οποίος υπέστη το βαρύτερο πλήγμα, συμπαρασύροντας έτσι και τη λοιπή αγορά, υπό το βάρος της έκθεσής του σε ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Σήμερα, ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος αδυνατεί να ανταποκριθεί στην κυριότερη αποστολή του, δηλαδή να προσφέρει ρευστότητα στην οικονομία, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς έχει ο ίδιος απαξιωθεί, εξαιτίας, πρώτον, της έκθεσής του σε κρατικά ομόλογα, δεύτερον, της φυγής κεφαλαίων άνω των 80 δισ. ευρώ από το 2008 έως σήμερα και, τρίτον, των αυξημένων εγγυήσεων που πρέπει να καταβάλει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την άντληση ρευστότητας. Η χρηματοδοτική ασφυξία την οποία υφίσταται σήμερα ολόκληρη η ελληνική οικονομία και κυρίως ο ιδιωτικός τομέας οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις δημοσιονομικές αμαρτίες των κυβερνήσεων της τελευταίας τριακονταετίας.
Επιπρόσθετα, αυτός ο ιδιωτικός τομέας καλείται σήμερα να δώσει λύση στα ασφυκτικά προβλήματα του ίδιου του κράτους, επωμιζόμενος αυξημένη φορολογία και υφιστάμενος τη δραματική μείωση της ζήτησης που η τρέχουσα οικονομική ύφεση συνεπάγεται. Εάν αναζητείτε τα αίτια των δεινών του ελληνικού Χρηματιστηρίου και συνολικά της ελληνικής οικονομίας, μην πάτε μακριά.
Το σπάταλο, αδιαφανές και πελατειακό κράτος είναι εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου