του Μάκη Παπαδόπουλου
H επιστροφή στα διδάγματα του Οκτώβρη, 90 χρόνια μετά τη νικηφόρα έκβαση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, αποτελεί αναγκαίο όρο για κάθε ουσιαστική προσπάθεια ανασύνταξης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος στον 21ο αιώνα.
Η μελέτη της μακρόχρονης διαδικασίας οπορτουνιστικής διάβρωσης των επαναστατικών δυνάμεων τον προηγούμενο αιώνα, απαιτεί να ερευνήσουμε ξανά τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που οδήγησαν σε αυτόν τον ολισθηρό δρόμο.
Στα προεπαναστατικά χρόνια της θεωρητικής και πολιτικής προετοιμασίας του κόμματος των μπολσεβίκων, ο Λένιν ανέδειξε το ζήτημα της «εργατικής αριστοκρατίας», στο πλαίσιο της μελέτης της ισχυρής κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού μέσα στο εργατικό κίνημα. Ανέπτυξε παραπέρα σημαντικές επισημάνσεις των Μαρξ - Ενγκελς για το συγκεκριμένο ζήτημα. Η έγκαιρη ανάδειξη του ρόλου της «εργατικής αριστοκρατίας» ήταν μια σημαντική συμβολή στον αγώνα για τη χειραφέτηση του επαναστατικού ρεύματος του εργατικού κινήματος από τη χρεοκοπημένη ηγεσία της Β΄ Διεθνούς, που συγκάλυψε εκείνη την εποχή τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ωστόσο στις επόμενες δεκαετίες δεν υπήρξε συστηματική μαρξιστική έρευνα αυτού του κοινωνικού φαινομένου και των συνεπειών του. Το γεγονός αυτό συνδέεται και με την πορεία σταδιακής μετεξέλιξης των στρατηγικών επιλογών τμημάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε σχέση με τις κοινωνικές συμμαχίες και τους δρόμους πάλης για την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.
Στις σημερινές συνθήκες κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος επιβάλλεται να επιστρέψουμε στη μελέτη αυτού του ζητήματος που είναι σημαντικό για τη χάραξη μιας νικηφόρας στρατηγικής.
Το παρόν άρθρο επιδιώκει να επαναφέρει
το θέμα ως βασικό στοιχείο του προβληματισμού μας και να λειτουργήσει ως έναυσμα για παραπέρα έρευνα.
Α. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ «ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑ»
Ο Λένιν χαρακτηρίζει τον ιμπεριαλισμό σαν καπιταλισμό που σαπίζει και πεθαίνει, σαν ιστορική εποχή που είναι αναπόφευκτη η όξυνση στο έπακρο της βασικής αντίθεσης της καπιταλιστικής κοινωνίας, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην ατομική μορφή ιδιοποίησής της. Εξηγεί πώς η κυριαρχία των μονοπωλίων, των ισχυρών μετοχικών εταιριών, αναδεικνύει όλο και περισσότερο τον παρασιτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού.
Τα μονοπώλια εκφράζουν κεφαλαιακή συσσώρευση μετοχικών επιχειρήσεων που συγκεντρώνουν σημαντικά μερίδια της καπιταλιστικής αγοράς. Στη μετοχική εταιρία εμφανίζεται η συλλογική ιδιοκτησία των μετοχών και ο διαχωρισμός των λειτουργιών της διεύθυνσης της καπιταλιστικής επιχείρησης από την ιδιοκτησία των μετόχων κεφαλαιοκρατών. Ετσι οι μέτοχοι δε συμμετέχουν πλέον άμεσα στην παραγωγική διαδικασία.
Ο Μαρξ αναφέρεται καθώς μελετά τη συγκεκριμένη εξέλιξη σε μια «νέα οικονομική αριστοκρατία», σε «παράσιτα νέου είδους» που ασχολούνται με την έκδοση και το εμπόριο μετοχών1. Ομως αυτός ο παρασιτικός χαρακτήρας δεν αφορά μόνο την αστική τάξη, αλλά το σύνολο της κοινωνίας στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Δίπλα στους μετόχους-παράσιτα αναδεικνύεται ένα στρώμα αστοποιημένων εργατών, η «εργατική αριστοκρατία».
Ο Λένιν το προσδιορίζει ως το στρώμα «που είναι πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β΄ Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης»2.
Αναφέρεται στη δυνατότητα η οποία εμφανίζεται στην εποχή του μόνο στους καπιταλιστές λίγων πολύ ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών, να εξαγοράζουν τους εργάτες χάρη στα γιγαντιαία υπερκέρδη που διασφαλίζουν από την εξαγωγή κεφαλαίου και γενικότερα τη δράση μεγάλων μονοπωλιακών ομίλων. Χαρακτηρίζει αυτούς τους εργάτες σαν «πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο εργατικό κίνημα», αληθινούς εντολοδόχους των καπιταλιστών, αγωγούς του ρεφορμισμού και του σωβινισμού. Εστιάζει δηλαδή τόσο στην ταξική θέση, όσο και στην ταξική συνείδηση αυτού του στρώματος και τονίζει ότι αν δεν κατανοηθούν οι οικονομικές ρίζες του φαινόμενου και η πολιτική σημασία του «δεν μπορεί να γίνει ούτε βήμα στον τομέα της λύσης των πρακτικών καθηκόντων του κομμουνιστικού κινήματος».
Στις οικονομικές ρίζες του φαινόμενου επανέρχεται συχνά. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Ο ιμπεριαλισμός που σημαίνει μοίρασμα του κόσμου και εκμετάλλευση όχι μόνο της Κίνας, που σημαίνει μονοπωλιακά υψηλά κέρδη για μια χούφτα πλουσιότατες χώρες, δημιουργεί την οικονομική δυνατότητα για την εξαγορά των ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου κι έτσι θρέφει, διαμορφώνει, δυναμώνει τον οπορτουνισμό»3.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Λένιν εξετάζει ένα φαινόμενο που εξελίσσεται αλλά δεν έχει γενικευθεί στην εποχή του. Εχει ως αφετηρία του τις επισημάνσεις των Μαρξ - Ενγκελς για το βρετανικό προλεταριάτο. Ο Λένιν κωδικοποιεί στο έργο του αυτό τον προβληματισμό των Μαρξ - Ενγκελς, που περιορίζεται όπως είναι φυσικό στην Αγγλία, δηλαδή σε εκείνη τη χώρα η οποία παρουσιάζει ήδη πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού.
Γράφει ο Λένιν σχετικά: «Η ιδιομορφία όμως της Αγγλίας από τα μέσα ήδη του 19ου αιώνα ήταν ότι είχε τουλάχιστον δυο πολύ μεγάλα διακριτικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού: (1) απέραντες αποικίες και (2) μονοπωλιακά κέρδη (σαν αποτέλεσμα της μονοπωλιακής θέσης στη παγκόσμια αγορά). Και από τις δυο απόψεις η Αγγλία αποτελούσε τότε εξαίρεση ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες και ο Ενγκελς με το Μαρξ, αναλύοντας αυτή την εξαίρεση, έδειξαν τελείως καθαρά και συγκεκριμένα τη σύνδεσή της με τη νίκη (προσωρινή) του οπορτουνισμού στο αγγλικό εργατικό κίνημα»4.
Η ζωή έδειξε την πολύ μεγαλύτερη αντοχή του οπορτουνισμού εξ αιτίας της διεύρυνσης της οικονομικής του βάσης.
Στο γράμμα του προς το Μαρξ της 7ης Οκτώβρη 1858, ο Ενγκελς αναφέρεται συνολικά στο αγγλικό προλεταριάτο και επισημαίνει ότι «αστικοποιείται ολοένα και περισσότερο». Στο γράμμα του προς τον Κάουτσκι της 12ης Σεπτέμβρη 1882, ο Ενγκελς γράφει: «Με ρωτάτε τι σκέπτονται οι Αγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; Το ίδιο ακριβώς που σκέπτονται και για την πολιτική γενικά. Εδώ δεν υπάρχει εργατικό κόμμα, υπάρχουν μόνο συντηρητικοί και φιλελεύθεροι ριζοσπάστες και οι εργάτες απολαβαίνουν μακαριότατα μαζί μ’ αυτούς το αποικιακό μονοπώλιο της Αγγλίας και το μονοπώλιό της στην παγκόσμια αγορά»5.
Με το πέρασμα του χρόνου ο Ενγκελς προβληματίζεται βέβαια για τις συνέπειες που θα έχει σε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο η συρρίκνωση του βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας στη διεθνή αγορά. Ετσι, στο διάσημο πρόλογο του στη δεύτερη έκδοση της «κατάστασης της εργατικής τάξης στην Αγγλία» του 1892, θα επισημάνει ότι «με την κατάρρευση του βιομηχανικού μονοπωλίου της Αγγλίας, η αγγλική εργατική τάξη θα χάσει την προνομιακή της θέση». Στο ίδιο κείμενο θα επιχειρήσει μια σαφή πλέον διάκριση ανάμεσα στην «προνομιούχα μειοψηφία των εργατών στη Βρετανία και στην πλατιά μάζα των συνδικάτων των ανειδίκευτων εργατών που η «νοοτροπία τους είναι ακόμα παρθένο έδαφος».
Βλέπουμε ότι ο Μαρξ και κυρίως ο Ενγκελς ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με το ρόλο της «εργατικής αριστοκρατίας», παρότι δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τη συνολική επεξεργασία τους για τις τάξεις.
Η τελευταία ημιτελής εργασία του Μαρξ εντοπίζεται στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, όπου γίνονται οι θεμελιώδεις διαχωρισμοί: «Τι αποτελεί μια τάξη; - αυτό προκύπτει μάλιστα μόνο του από την απάντηση στο άλλο ερώτημα: Τι είναι αυτό που κάνει τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες, τους γαιοκτήμονες να αποτελούν τις τρεις μεγάλες κοινωνικές τάξεις; Από πρώτη ματιά φαίνεται να είναι η ταυτότητα των εισοδημάτων και των πηγών του εισοδήματος. Πρόκειται για τρεις μεγάλες κοινωνικές ομάδες τα συστατικά μέρη των οποίων, τα άτομα που τις συγκροτούν, ζουν αντίστοιχα από το μισθό εργασίας, από το κέρδος και από τη γαιοπρόσοδο, από την αξιοποίηση της εργατικής τους δύναμης, του κεφαλαίου τους και της γαιοκτησίας τους. Ωστόσο, από την άποψη αυτή, λ.χ. οι γιατροί και οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αποτελούσαν επίσης δυο τάξεις γιατί ανήκουν σε δυο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, στις οποίες τα εισοδήματα των μελών της καθεμιάς από αυτές προέρχονται από την ίδια πηγή. Το ίδιο θα ίσχυε για τον ατέλειωτο κατακερματισμό των συμφερόντων και των θέσεων στις οποίες ο καταμερισμός της κοινωνικής εργασίας διασπά τους εργάτες, τους κεφαλαιοκράτες και τους γαιοκτήμονες - τους τελευταίους λ.χ. σε κατόχους αμπελιών, αγρών, δασών, ορυχείων, ψαρότοπων κλπ.»6. Ο Ενγκελς μας πληροφορεί ότι σ’ αυτό το σημείο δυστυχώς κόβεται το χειρόγραφο.
Ο Λένιν συνέχισε για χρόνια αυτή την προσπάθεια και μετά από αρκετή μελέτη, κατέληξε το 1919 στο διάσημο πλέον ορισμό του για τα κύρια χαρακτηριστικά μιας τάξης: «Τάξεις ονομάζονται μεγάλες ομάδες ανθρώπων που ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τη θέση που κατέχουν μέσα σε ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής παραγωγής, από τη σχέση τους (στο μεγαλύτερο μέρος κατοχυρωμένη και διατυπωμένη σε νόμους) προς τα μέσα παραγωγής, από το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας και συνεπώς από τους τρόπους που ιδιοποιούνται τη μερίδα του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν και από το μέγεθος αυτής της μερίδας. Τάξεις είναι οι ομάδες εκείνες ανθρώπων, που η μια μπορεί να ιδιοποιείται τη δουλειά της άλλης χάρη στη διαφορά της θέσης που κατέχει μέσα σε ένα καθορισμένο σύστημα της κοινωνικής οικονομίας»7.
Από τον ίδιο τον ορισμό γίνεται φανερό ότι ο προσδιορισμός της ταξικής θέσης απαιτεί την εφαρμογή όλων των κριτηρίων σαν ενιαίο σύνολο. Η εφαρμογή αυτή δεν είναι στην πράξη απλή υπόθεση και δεν οδηγεί πάντα σε καθαρές διακρίσεις. Ο ίδιος ο Λένιν έχει επίγνωση αυτών των προβλημάτων και επιχειρεί να προχωρήσει βαθύτερα την επεξεργασία αναφερόμενος στη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης. Γράφει τον Απρίλιο του 1920: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός, αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους, από τον προλετάριο ως τον μισοπρολετάριο (εκείνον που κατά το μισό βγάζει το ψωμί του, πουλώντας την εργατική του δύναμη), από το μισοπρολετάριο ως τον μικροαγρότη (και το μικροβιοτέχνη, το χειροτέχνη, τον μικρονοικοκύρη γενικά), από το μικρό ως το μεσαίο αγρότη κλπ. Αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κλπ.»8.
Ειδικά για τη διερεύνηση της «εργατικής αριστοκρατίας» αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η λενινιστική πρόβλεψη για την ιστορική εξέλιξη του φαινόμενου. Ο Λένιν μπορεί να συγκρίνει με ασφάλεια στην εποχή του την ιστορική περίοδο που το φαινόμενο ήταν περιορισμένο στη Βρετανία, σε σχέση με την επόμενη που ξαπλώνεται σε νέα ιμπεριαλιστικά κράτη. Ας του δώσουμε το λόγο: «Η σημερινή κατάσταση διακρίνεται από τέτοιες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, που δεν μπορούσαν παρά να δυναμώσουν το ασυμβίβαστο του οπορτουνισμού με τα γενικά και θεμελιακά συμφέροντα του εργατικού κινήματος: ο ιμπεριαλισμός από έμβρυο αναπτύχθηκε σε κυρίαρχο σύστημα. Τα καπιταλιστικά μονοπώλια κατέλαβαν την πρώτη θέση στην εθνική οικονομία και στην πολιτική. Το μοίρασμα του κόσμου ολοκληρώθηκε. Από την άλλη μεριά στη θέση του αδιαίρετου μονοπωλίου της Αγγλίας βλέπουμε έναν αγώνα ανάμεσα σ’ ένα μονοπώλιο, αγώνα που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο των αρχών του 20ού αιώνα. Ο οπορτουνισμός δεν μπορεί τώρα να γίνει απόλυτος νικητής για πολλές δεκαετίες μέσα στο εργατικό κίνημα σε οποιαδήποτε χώρα, όπως είχε νικήσει ο οπορτουνισμός στην Αγγλία στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όμως σε μια σειρά χώρες έχει οριστικά ωριμάσει, παραωριμάσει και σαπίσει και έχει συγχωνευτεί απόλυτα με την αστική πολιτική, σαν σοσιαλσωβινισμός»9.
Ο Μαρξ επεσήμαινε έγκαιρα και εύστοχα ότι η ευκολία κίνησης του κεφαλαίου «προϋποθέτει πλήρη ελευθερία του εμπορίου στο εσωτερικό της κοινωνίας και παραμέριση όλων των μονοπωλίων, (εκτός από τα φυσικά μονοπώλια) δηλαδή των μονοπωλίων που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής»10.
Ο ιμπεριαλισμός χαρακτηρίζεται από πολύ μεγαλύτερη κινητικότητα του κεφαλαίου στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, από τη μεγάλη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε μονοπωλιακούς ομίλους, από τον οξύτατο ανταγωνισμό στο μοίρασμα αγορών και εδαφών. Ετσι αναβαθμίζεται αντικειμενικά η δυνατότητα δημιουργίας ενός μαζικού στρώματος εργατικής αριστοκρατίας από τα μονοπωλιακά υπερκέρδη.
Εξετάζοντας τα στοιχεία της εποχής του, ο Λένιν διαπιστώνει ότι η εξαγωγή κεφαλαίου πήρε γιγαντιαία ανάπτυξη μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα και επισημαίνει: «Η ανάγκη της εξαγωγής κεφαλαίου δημιουργείται από το γεγονός ότι σε μερικές χώρες ο καπιταλισμός έχει “παραωριμάσει” και για το κεφάλαιο δεν υπάρχει πεδίο για επικερδή τοποθέτηση»11.
Η σημασία που έχει αυτή η αλματώδης αύξηση εξαγωγής κεφαλαίου και εμπορευμάτων είχε ήδη εξεταστεί από το Μαρξ κατά την εξέταση των παραγόντων που αντιδρούν στην τάση πτώσης του γενικού ποσοστού κέρδους. Εκεί ο Μαρξ αναδεικνύει σαν παράγοντες που αντιδρούν στην πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους μεταξύ άλλων την επίδραση της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, του εξωτερικού εμπορίου και των επενδύσεων στις αποικίες12.
Αναφέρεται στη δυνατότητα των επενδύσεων στις αποικίες να αποφέρουν υψηλότερο ποσοστό κέρδους και στη συνέχεια στη μεταφορά κερδών πίσω στη χώρα που εξάγει το κεφάλαιο. Υπογραμμίζει επίσης τη δυνατότητα του εξωτερικού εμπορίου να επιδρά ανοδικά στο ποσοστό κέρδους, εφόσον «φτηναίνει εν μέρει το στοιχείο του σταθερού κεφαλαίου και εν μέρει τα αναγκαία μέσα συντήρησης στα οποία μετατρέπεται το μεταβλητό κεφάλαιο».
Το άπλωμα και το βάθεμα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στην εποχή του ιμπεριαλισμού θα γενικεύει λοιπόν σταδιακά το φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας», καθώς και τη διάσπαση της εργατικής τάξης στο εσωτερικό μιας χώρας, τη διείσδυση μικροαστικών αντιλήψεων και στάσης στο συνδικαλιστικό και πολιτικό της κίνημα. Ολα αυτά θα επιδράσουν στην αποδυνάμωση του προλεταριακού διεθνισμού και μάλιστα στις συνθήκες που ξεσπούν ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι.
Ενα ακόμη στοιχείο, που θα πρέπει να προσεχθεί στη λενινιστική ανάλυση, είναι ότι η προσπάθεια διαφθοράς και ενσωμάτωσης δεν περιορίζεται μόνο στο άμεσα υλικό σκέλος της εξαγοράς. Με προφητική διαύγεια ο Λένιν κάνει την ακόλουθη επισήμανση ένα χρόνο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση: «Πάνω στην οικονομική βάση που αναφέραμε οι πολιτικοί θεσμοί του νεότατου καπιταλισμού -τύπος, κοινοβούλιο, ενώσεις συνέδρια κλπ.- έχουν δημιουργήσει για τους σεβόμενους τα καθιερωμένα, τους φρόνιμους ρεφορμιστές και πατριώτες υπαλλήλους και εργάτες, πολιτικά προνόμια και ψιχία που αντιστοιχούν στα οικονομικά προνόμια και ψιχία. Προσοδοφόρες και ζεστές θεσούλες στα Υπουργεία ή στην Επιτροπή πολεμικής βιομηχανίας, στο Κοινοβούλιο και στις διάφορες επιτροπές, στις συντάξεις των “σοβαρών” νομίμων εφημερίδων ή στις διοικήσεις των όχι λιγότερο σοβαρών και “αστικά-πειθήνιων” εργατικών συνδικάτων - να με τι προσελκύει και αμείβει η ιμπεριαλιστική αστική τάξη τους εκπροσώπους και οπαδούς των “αστικών εργατικών κομμάτων”»13.
Η συγκεκριμένη επισήμανση βοηθά όποιον θέλει να δει ιστορικά και ολοκληρωμένα τις δυσκολίες και τις συνθήκες της αναμέτρησης του επαναστατικού και του οπορτουνιστικού ρεύματος για τη διαμόρφωση της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου.
Τα «οικονομικά και πολιτικά ψιχία» λειτούργησαν πράγματι σαν βαρίδια για το επαναστατικό πέταγμα του εργατικού κινήματος, δυνάμωσαν το συντεχνιασμό και τον οικονομισμό. Γι’ αυτό και το Β΄ Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς θα υπογραμμίσει (στις «Θέσεις για το Αγροτικό Ζήτημα» καθώς και στο αντίστοιχο «Πρωταρχικό σχέδιο»), τη σημασία της υπέρβασης των στενών συντεχνιακών και επαγγελματικών συμφερόντων των εργατών ώστε αυτοί να δράσουν σαν πρωτοπορία όλων των εκμεταλλευόμενων και καταπιεζόμενων λαϊκών στρωμάτων. Οι θέσεις τονίζουν: «Εξάλλου, το βιομηχανικό προλεταριάτο δε θα μπορέσει να εκπληρώσει την παγκόσμια ιστορική αποστολή του, δηλαδή την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από το ζυγό του καπιταλισμού και των πολέμων, εάν κλειστεί μέσα στα όρια των ιδιαίτερων σωματειακών συμφερόντων του και περιοριστεί σε ήμερα διαβήματα και προσπάθειες που τείνουν στην καλυτέρευση της αστικής του θέσης, η οποία πολλές φορές είναι αρκετά ικανοποιητική. Αυτό γίνεται σε πολλές προοδευμένες χώρες, όπου υπάρχει μια “εργατική αριστοκρατία”, που αποτελεί το θεμέλιο των δήθεν σοσιαλιστικών αλλά πραγματικά θανάσιμων εχθρών του σοσιαλισμού, κομμάτων της Β΄ Διεθνούς, κομμάτων που έχουν προδώσει τις αρχές της Διεθνούς, και έχουν καταντήσει αστικά και σοβινιστικά κόμματα, εκτελώντας χρέη πρακτόρων του καπιταλισμού μέσα στους εργάτες»14.
Η αποφασιστική σύγκρουση με την «εργατική αριστοκρατία» και τον οπορτουνισμό είναι αναγκαίος όρος για να δράσει το προλεταριάτο ως πραγματικά επαναστατική τάξη. Η θέση που διαμόρφωσε το 2ο Συνέδριο της ΚΔ επιβεβαιώθηκε δυστυχώς με αρνητική ιστορική πείρα, ιδιαίτερα στην πορεία του εργατικού κινήματος της Δυτικής Ευρώπης.
Β. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ»
ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΜΟΡΦΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο εξελίχθηκε και η βαθιά διαστρωμάτωση στην εργατική τάξη στο εσωτερικό μιας χώρας και διεθνώς. Η διεύρυνση της «εργατικής αριστοκρατίας» δεν πρέπει να κατανοείται στατικά ως κοινωνικό φαινόμενο που αφορά μόνο ορισμένες προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες ή ορισμένους κλάδους της οικονομίας ή συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Δεν μπορεί επίσης να προσδιοριστεί μονοδιάστατα από το ύψος των μισθών. Απαιτεί τη συγκριτική εξέταση μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης ενός κλάδου ή ενός κράτους και αντίστοιχη συγκριτική εξέταση στο επίπεδο της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, με βάση το σύνολο των χαρακτηριστικών της τάξης (π.χ. ρόλος στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας).
Αυτή η μελέτη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο είναι επιτακτική και αναγκαία σήμερα, για την επεξεργασία μιας νικηφόρας στρατηγικής του εργατικού κινήματος. Θα μας απαλλάξει επίσης από απλουστεύσεις «αυτόματης» ένταξης στην «εργατική αριστοκρατία» κάθε υψηλόμισθου μισθωτού εργαζόμενου με συγκριτικά υψηλότερο ημερομίσθιο ή μισθό σε κλάδο με μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας και οποιουδήποτε εργαζόμενου έχει ένα στοιχειώδες καθήκον εποπτείας στο πλαίσιο της σύγχρονης συνδυασμένης εργασίας στην παραγωγή.
Κάθε μονοδιάστατη προσέγγιση, όπως για παράδειγμα η απολυτοποίηση του κριτηρίου σχετικά με το ύψος του μισθού, συσκοτίζει το ζήτημα. Παραδείγματος χάρη ένας ειδικευμένος υψηλόμισθος εργάτης που εργάζεται σε ανθυγιεινές συνθήκες ενός ανθρακωρυχείου, με εκτελεστικό ρόλο και όρους μεγάλης εντατικοποίησης της εργασίας δεν κατατάσσεται στην εργατική αριστοκρατία.
Στον καπιταλισμό, όντας η ίδια η εργατική δύναμη εμπόρευμα (πουλιέται από τον κάτοχό της και αγοράζεται από τον καπιταλιστή κάτοχο μέσων παραγωγής) αγοράζεται (πληρώνεται) ανάλογα με την παραγωγικότητά της, γι’ αυτό και γίνεται διάκριση μεταξύ απλής και σύνθετης, ειδικευμένης εργασίας. Αναφερόμενος στην ανώτερη, συνθετότερη εργασία, ο Μαρξ την προσδιορίζει ως εκδήλωση μιας εργατικής δύναμης στην οποία μπαίνουν μεγαλύτερα έξοδα κατάρτισης και γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την απλή εργατική δύναμη.
Ωστόσο επισημαίνει ότι με την πάροδο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ο μισθός ειδικευμένων κατηγοριών εργασίας, έχει την τάση να πέφτει ακόμα και σε σχέση με τη μέση εργασία. Αναφέρει μάλιστα ορισμένους λόγους που ενισχύουν αυτήν την τάση, καθώς εξετάζει την καλοπληρωμένη στην εποχή του εργασία του εμποροεργάτη: την πρόοδο στον καταμερισμό και την οργάνωση της εργασίας, τη σταδιακή γενίκευση της αναπαραγωγής ειδικών γνώσεων (π.χ. ξένες γλώσσες)15. Η επιβεβαίωση της πρόβλεψης του Μαρξ δείχνει ότι πρέπει επίσης να εξετάζουμε την ιστορική εξέλιξη κάθε τμήματος της εργατικής τάξης για να εξάγουμε ουσιαστικά συμπεράσματα.
Επίσης δε θα πρέπει να συγχέεται με την «εργατική αριστοκρατία» κάθε τμήμα της εργατικής τάξης που εξαιτίας άλλων υλικών παραγόντων και προέλευσης έχει μικροαστικές αντιλήψεις και στάση ζωής.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το ύψος του μισθού, δεν ταυτίζεται σε αρκετές περιπτώσεις με το συνολικό εισόδημα του μισθωτού εργαζόμενου. Ενα μέρος του πρόσθετου εισοδήματος μπορεί να διασφαλίζεται από πηγές ανεξάρτητες της μισθωτής εργασίας (μικρή αγροτική καλλιέργεια, ατομική εμπορευματο-παραγωγή, παροχή υπηρεσίας με ανταλλαγή εργασίας με εισόδημα, π.χ. μισθωτός γιατρός που ταυτόχρονα διαθέτει ατομικό ιατρείο, ενοικίαση ακινήτου κλπ.). Αντίστοιχα θα πρέπει να εξετάσει κανείς αν ο μισθωτός εργαζόμενος επιτελεί εκτελεστική εργασία ή αν επιτελεί εποπτική εργασία με ενδιάμεσο χαρακτήρα, δηλαδή ούτε διευθυντικό ούτε εκτελεστικό.
Ομως το φαινόμενο της «εργατικής αριστοκρατίας» συνδέεται και με τον τρόπο που αποκτά κάποιος «μισθωτός» εργαζόμενος το εισόδημά του, κάτι που επεσήμαινε ο Λένιν στην εποχή του. Συνδέεται με την επέκταση του κρατικού μονοπωλίου μεταπολεμικά και τη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας.
Εύκολα μας έρχονται στο νου σχετικά παραδείγματα: Ο εκτεταμένος χρηματισμός υπαλλήλων που στελεχώνουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, τα περιβόητα «φακελάκια» σε εργαζόμενους στις υπηρεσίες υγείας, οι όροι εργασίας και πληρωμής ορισμένων εργαζομένων σε νυχτερινά πολυτελή κέντρα διασκέδασης.
Η ιστορική εξέλιξη καθορίζεται από ένα πλήθος παραγόντων, μεταξύ των οποίων σημαντικό ειδικό βάρος έχουν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η μεταβολή της θέσης κάθε χώρας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, η πορεία του μονοπωλιακού ανταγωνισμού μεταξύ κλάδων και σε κάθε κλάδο, το επίπεδο της συνδικαλιστικής οργάνωσης και της ταξικής πάλης για τα διαφορετικά τμήματα της εργατικής τάξης. Στις 2-3 πρώτες δεκαετίες μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη σχετική σταθεροποίηση και την καπιταλιστική ανάπτυξη διαμόρφωσε και έναν πολυπλόκαμο κρατικό μηχανισμό σε όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής, αύξησε τις δυνατότητες και την έκταση της εξαγοράς τμημάτων της εργατικής τάξης.
Καθώς απλωνόταν και βάθαινε η ανάπτυξη του καπιταλισμού σε ολόκληρο τον κόσμο εμφανίστηκε και εδραιώθηκε η «εργατική αριστοκρατία» σε χώρες που δεν υπήρχε πριν. Είναι χαρακτηριστική π.χ. η επέκτασή της στην Ελλάδα μέσω των μηχανισμών διαχείρισης κοινοτικών προγραμμάτων. Οι πληρωμένες θέσεις των συνδικαλιστών στις διάφορες Οικονομικές Κοινωνικές Επιτροπές είναι ουσιαστικές και τυπικές μορφές διαμόρφωσης σύγχρονης «εργατικής αριστοκρατίας». Ακόμη πιο εκτεταμένα συνδέθηκε με τις άμεσες εξαγωγές κεφαλαίου από την Ελλάδα στις συνθήκες της απελευθέρωσης των αγορών και της καπιταλιστικοποίησης των πρώην σοσιαλιστικών βαλκανικών χωρών.
Η βασική εκτίμηση για τη δυνατότητα του ιμπεριαλισμού να γενικεύει το φαινόμενο της διαφοροποίησης στην εργατική τάξη και της «εργατικής αριστοκρατίας» σε όλο και περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, επιβεβαιώνεται πανηγυρικά.
Η διαφοροποίηση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο γίνεται όλο και πιο εύκολα ορατή.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ16 ο μέσος καθαρός μισθός αυξήθηκε την εξαετία 2002-2007 ταχύτερα από τον κατώτερο μισθό με τέτοιο ρυθμό, ώστε η αναλογία κατώτατου προς μέσο μισθό να μειωθεί από 55% το 1994 σε 45% για την εξαετία 2002-2007!
Στον πίνακα που ακολουθεί καταγράφεται επίσης ένα σημαντικό τμήμα μισθωτών εργαζομένων που αμείβεται με μηνιαίες αποδοχές από κύρια εργασία μικρότερες των 750 ευρώ.
Καταγράφεται επίσης ένα άλλο τμήμα με μισθό από κύρια εργασία που ξεπερνά τα 1.750 ευρώ, το οποίο είναι στην πράξη μεγαλύτερο απ’ ό,τι εμφανίζεται στην έρευνα. Η κατηγορία αυτών που δεν απαντούν συγκεκριμένα στην έρευνα της ΕΣΥΕ αλλοιώνει σε ένα βαθμό την πραγματική εικόνα. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε και τους πρόσθετους πόρους που συμπληρώνουν το εισόδημα ορισμένων εργαζομένων πέραν του μισθού της κύριας εργασίας. (Π.χ. αδήλωτη δεύτερη εργασία - αυτοαπασχόληση, μικρό αγροτικό εισόδημα). Βέβαια, όπως ήδη εξηγήσαμε αναλυτικά, η μισθολογική διαφοροποίηση στο εσωτερικό της εργατικής τάξης δεν οδηγεί στην αυτόματη κατάταξη του συνόλου των συγκριτικά υψηλόμισθων στην εργατική αριστοκρατία. Είναι απλά ένας δείκτης των δυσκολιών σφυρηλάτησης της ενότητας της εργατικής τάξης με στόχο την εκπλήρωση της ιστορικής της αποστολής.
Αντίστοιχα μπορούμε να διακρίνουμε τη σημαντική διαφορά της αγοραστικής δύναμης των εργατών μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ.
Στο Διάγραμμα 1 βλέπουμε ότι η αγοραστική δύναμη των κατώτατων αποδοχών στην Ελλάδα είναι 4 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Ρουμανίας, αλλά αποτελεί μόλις το 60% της αντίστοιχης του Λουξεμβούργου.
Το παραπάνω στοιχείο είναι διαφωτιστικό στο θέμα μας αν συσχετισθεί με το ύψος των ελληνικών επενδύσεων στα Βαλκάνια, τον αριθμό των μεταναστών στην Ελλάδα και τον αριθμό ενός τμήματος του εργατικού δυναμικού που εργάζεται και αμείβεται στην Ελλάδα σε άμεση διασύνδεση με τις παραπάνω εξαγωγικές κεφαλαιοκρατικές δραστηριότητες (τράπεζες, εμπορικά δίκτυα κλπ.)
Αν στην εποχή του ο Λένιν μιλούσε για ορισμένα στοιχειώδη πολιτικά «προνόμια» και «ψιχία» που αντιστοιχούν σε οικονομικά «προνόμια» και «ψιχία» στις μέρες μας, ο μηχανισμός της αστικής δημοκρατίας έχει κάνει επίσης σημαντικά βήματα στο ζήτημα αυτό.
Οι «ζεστές θεσούλες» των επιτροπών των υπουργείων, του Κοινοβουλίου και των διοικήσεων των «πειθήνιων συνδικάτων» που περιγράφει ο Λένιν, έχουν εμπλουτιστεί και επεκταθεί στις μέρες μας με ένα πολυπλόκαμο δηλητηριώδες δίκτυο θεσμών ενσωμάτωσης. Ορισμένοι από αυτούς τους θεσμούς, όπως η συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των μονοπωλιακών ομίλων εμφανίστηκαν μάλιστα από τη σοσιαλδημοκρατία σαν κατακτήσεις των εργαζομένων.
Ετσι σήμερα το κράτος της δικτατορίας της αστικής τάξης δεν αξιοποιεί άμεσα μόνο το απατηλό κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά και το μηχανισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τα «αιρετά όργανά» του, τους θεσμούς συμμετοχής εργοδοτών - εργαζομένων (π.χ. «Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος»), αρκετές «μη κυβερνητικές οργανώσεις» και πλήθος άλλων μηχανισμών για να ενσωματώσει τους εργαζόμενους. Τα στελέχη αυτών των μηχανισμών αποτελούν αντικειμενικά σημαντικό κοινωνικό στήριγμα του «αστικού εργατικού κόμματος» στις σημερινές συνθήκες.
Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα αφορούν τα περιβόητα κοινοτικά προγράμματα αμειβόμενης επιμόρφωσης (εξαγοράς) για συνδικαλιστικά στελέχη και άλλους εργαζόμενους, που υποδεικνύουν οι ενσωματωμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, καθώς και η ουσιαστική οικονομική εξάρτηση μέρους του μισθωτού ερευνητικού δυναμικού των ΑΕΙ από την χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων από την ΕΕ και ορισμένους μονοπωλιακούς ομίλους.
Αναφερόμαστε λοιπόν σε μια ολοκληρωμένη παρέμβαση του αστικού κράτους που συνδυάζει τη διανομή υλικών προνομίων σε τμήματα των εργαζομένων με μηχανισμούς άμεσης επίδρασης στην ταξική συνείδηση.
Από την άλλη μεριά η ανισομετρία δεν είναι γραμμικά εξελισσόμενη. Ο Λένιν ήδη είχε εξετάσει την ιστορική επίδραση της αύξησης των εξαγωγών. Διατύπωσε μια βασική επισήμανση για το μέλλον των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων αλλά και της εργατικής αριστοκρατίας σε αυτές τις χώρες που δεν προσέχτηκε όσο θα έπρεπε από μεταγενέστερους μελετητές: «Η εξαγωγή κεφαλαίου επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες όπου κατευθύνεται και την επιταχύνει εξαιρετικά. Για το λόγο αυτό, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο»17.
Εστίαζε στο συνεχές μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη και στις διεθνείς ενώσεις των καπιταλιστών. Μοίρασμα που γίνεται κάθε φορά ανάλογα με τη δύναμη, τα κεφάλαια, την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχύ των καπιταλιστικών κρατών.
Ο σημερινός ιμπεριαλιστικός πόλεμος για τις πηγές και τις οδούς ενέργειας, οι εμπορικοί πόλεμοι, η εντεινόμενη αμφισβήτηση των συσχετισμών στην Παγκόσμια Τράπεζα στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο G-8 με συγκροτημένες συμμαχίες μεταξύ των κρατών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής είναι αποτελέσματα αυτής της αντιφατικής κίνησης. Ετσι όλος ο καπιταλιστικός κόσμος και ιδιαίτερα ο πιο παλιός και αναπτυγμένος παράγει την αντιφατική κίνηση: από τη μια να σπάσει κάθε φραγμό στην κίνηση κεφαλαίων αλλά με όσο το δυνατόν μονοπωλιακούς όρους για το κράτος του, να χρησιμοποιήσει ένα μέρος του υπερκέρδους για την μαζική εξαγορά της εργατικής τάξης. Από την άλλη, ένταση του ανταγωνισμού στην παγκόσμια αγορά, τάση μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης στην «πατρίδα» του για να βελτιώσει τους ανταγωνιστικούς όρους του. Ετσι η αστική διαχείριση υποχρεώνεται σε στρατηγικής σημασίας αναδιαρθρώσεις (στις εργασιακές σχέσεις, την πρόνοια, την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου) που εκ των πραγμάτων θίγουν και εξαγορασμένα εργατικά τμήματα.
Ταυτόχρονα, η αστική τάξη που βλέπει να περιορίζεται ιστορικά η δυνατότητά της να εξαγοράζει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ενεργοποιεί όλο και περισσότερο τους μηχανισμούς πολιτικής ενσωμάτωσης και διαφθοράς ιδιαίτερα για τις «κορυφές της εργατικής τάξης».
Ωστόσο, αυτό που δε φαίνεται ακόμα τόσο καθαρά, είναι η επιβεβαίωση της λενινιστικής πρόβλεψης ότι η διεθνής γενίκευση του φαινομένου της «εργατικής αριστοκρατίας» δημιουργεί επίσης τις συνθήκες για την αποδυνάμωση του ρόλου της. Ομως αυτό είναι αναμενόμενο στην περίοδο που βρισκόμαστε. Η «εργατική αριστοκρατία» στην Ασία δεν είναι ακόμα αρκετά δυνατή και αντίστροφα η πορεία σταδιακής απώλειας προνομίων των αντίστοιχων τμημάτων των εργαζομένων στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι ιστορικά πρόσφατη, διανύει μόλις την τρίτη δεκαετία της.
Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο την παρατήρηση του γνωστού καθηγητή PaulKrougman πως μετά από δύο δεκαετίες υψηλού ρυθμού καπιταλιστικής ανάπτυξης ο μέσος μισθός σε ορισμένες ασιατικές χώρες (π.χ. Νότια Κορέα, Ταϊβάν) προσεγγίζει πλέον το χαμηλό μηνιαίο εισόδημα ενός Αμερικανού εφήβου που εργάζεται στα Μακ Ντόναλντς18.
Τη σημαντική μείωση της διαφοράς μεταξύ του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Κίνας, της Ινδίας και άλλων ασιατικών κρατών με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη, τεκμηριώνει ο νεοφιλελεύθερος καθηγητής Σάλα - ι - Μαρτίν σε αρκετές μελέτες του, στις οποίες προσπαθεί ν’ αναδείξει το θετικό ρόλο της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» για τους φτωχούς λαούς19.
Φυσικά η αξιοποίηση του δείκτη του κατά κεφαλήν εισοδήματος συγκαλύπτει τις μεγάλες ταξικές ανισότητες στο εσωτερικό των ασιατικών χωρών. Ομως αντανακλά και την αργή τάση μείωσης της τεράστιας ψαλίδας μεταξύ του μέσου μισθού αυτών των κρατών και των μεγάλων δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, μετά την επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης των συγκεκριμένων χωρών λόγω της εξαγωγής κεφαλαίου.
Σύμφωνα με άρθρο20 των «TheNewYorkTimes» του 2006 την τελευταία τριετία ο μέσος μισθός στις μεγάλες πόλεις της Κίνας (Σαγκάη, Πεκίνο, Σενζέν κλπ.) έχει αυξηθεί με βάση τα κρατικά στοιχεία κατά 25% και ταυτόχρονα έχουν πολλαπλασιαστεί οι επιχειρήσεις που δυσκολεύονται πλέον να βρουν χαμηλόμισθους εργάτες.
Επομένως η δυνατότητα διασφάλισης ενός βιοτικού επιπέδου των Αμερικανών και Δυτικοευρωπαίων εργατών που στηρίζεται στα φτηνά ασιατικά εμπορεύματα δε θα διαρκέσει πολλές δεκαετίες. Η υπονόμευση της διασφάλισης αυτού του υψηλού επιπέδου επιταχύνεται και με τη μετατόπιση αρκετών βιομηχανικών μονάδων παραγωγής από τη Δυτική προς την Ανατολική Ευρώπη την τελευταία δεκαετία.
Ταυτόχρονα η δυσκολία συνολικής αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου γίνεται όλο και πιο ορατή στις ΗΠΑ και στην ΕΕ. Οι προσωρινές αστικές διέξοδοι και ρυθμίσεις για το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο με την «απελευθέρωση» τομέων της οικονομίας από την κρατική προστασία, τις νέες προτεινόμενες επενδύσεις της λεγόμενης «πράσινης οικονομίας», τη διόγκωση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων δεν μπορούν να αναιρέσουν τις καπιταλιστικές νομοτέλειες. Παραμένει βέβαια η διέξοδος των ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων που συμβάλλουν εκτός των άλλων στην καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και δίνουν νέες διεξόδους στο υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο.
Γ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ο ρόλος του στρώματος της «εργατικής αριστοκρατίας» σαν κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού μέσα στο πολιτικό εργατικό κίνημα εξηγεί τόσο την πολυμορφία όσο και την επιμονή της οπορτουνιστικής πολεμικής ενάντια στη λενινιστική θέση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Στο περιορισμένο πλαίσιο του παρόντος άρθρου δε θα επιχειρήσουμε μια αναλυτική ιστορική επισκόπηση των ποικίλων κριτικών προσεγγίσεων στη χρονική εξέλιξή τους. Θα σταθούμε όμως συνοπτικά στην κριτική ορισμένων βασικών επιχειρημάτων και θέσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος που δεσπόζουν στις σύγχρονες προσεγγίσεις του ζητήματος.
Καταρχήν θα εστιάσουμε σε ορισμένους εκπροσώπους του τροτσκισμού και του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού», που επιχειρούν να υποβαθμίσουν την ίδια τη σημασία του ζητήματος.
Στην κατηγορία αυτή ξεχωρίζει η άποψη των Kevin Corr και Andy Brown21 ότι οι Μαρξ και Ενγκελς προσεγγίζουν το θέμα με περιγραφικό, ασαφή τρόπο.
Αντίθετα με τους οπορτουνιστικούς ισχυρισμούς, οι Μαρξ και Ενγκελς είναι απρόσμενα σαφείς για την ουσία του ζητήματος, συγκριτικά με το περιορισμένο διαθέσιμο ερευνητικό υλικό τους.
Παράλληλα με την πολιτική αντιπαράθεση με τους ηγέτες των αγγλικών Τρέιντ Γιούνιονς στο πλαίσιο της Διεθνούς των Εργατών, προσδιορίζουν -όπως ήδη αναφέραμε- στην περίοδο 1850-1892, τόσο τη βασική αιτία γέννησης της «εργατικής αριστοκρατίας» στη Βρετανία, καθώς και την έκτασή της.
Μόλις το 1858 ο Ενγκελς, σε γράμμα του προς το Μαρξ, αναφέρεται συνολικά στην όλο και μεγαλύτερη αστικοποίηση του αγγλικού προλεταριάτου και γενικεύει χαρακτηρίζοντας συνολικά το βρετανικό έθνος, σαν έθνος που εκείνη την περίοδο εκμεταλλεύεται ολόκληρο τον κόσμο. Είναι η περίοδος του «μονοπωλίου της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά». Δεκαετίες αργότερα στο μνημειώδη πρόλογό του στη 2η έκδοση της «Κατάστασης της εργατικής τάξης στην Αγγλία» (1892) θα διακρίνει την εργατική αριστοκρατία των παλιών Τρέιντ Γιούνιονς από τη μάζα των ανειδίκευτων εργατών.
Νωρίτερα ο Μαρξ, μιλώντας το 1871 στο Συνέδριο του Λονδίνου της Πρώτης Διεθνούς, είχε κι αυτός περιλάβει στην εργατική αριστοκρατία όλους τους Βρετανούς εργάτες που ανήκουν στα Τρέιντ Γιούνιονς, σε αντιπαράθεση με τους φτωχότερους εργάτες που δεν ανήκουν σε αυτά εκείνη την περίοδο22.
Θεωρούμε ότι η επίθεση των Corr & Brown δε γίνεται στην πραγματικότητα από ακαδημαϊκό ερευνητικό ενδιαφέρον για τις λεπτομέρειες. Είναι ενταγμένη στη δικαιολόγηση της συμμαχικής πολιτικής που ακολουθεί σταθερά το τροτσκιστικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) απέναντι στις βασικές επιλογές του βρετανικού Εργατικού κόμματος, του βασικού σημερινού εκφραστή της βρετανικής εργατικής αριστοκρατίας.
Γενικότερα δεν είναι τυχαίο ότι το άθλημα εύρεσης αντιφάσεων στα σχετικά κείμενα των κλασικών του μαρξισμού ανθεί ιδιαίτερα στη Βρετανία και στις ΗΠΑ.
Μια δεύτερη κατηγορία επικριτών (Charlie Post, Kim Moody, Bob Brenner) είναι αυτοί που αρνούνται συνολικά τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού και τις αιτίες που προσδιορίζει για τη δημιουργία μαζικής «εργατικής αριστοκρατίας»23 . Ισχυρίζονται ότι αντίθετα από τη λενινιστική πρόβλεψη η εργατική αριστοκρατία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο για τη νικηφόρα πορεία των μπολσεβίκων στη Ρωσία.
Στη συνέχεια αναφέρονται στο θετικό ρόλο της «εργατικής αριστοκρατίας» στους μαζικούς εργατικούς αγώνες στη Δυτική Ευρώπη, π.χ. Γαλλία και Ιταλία (1968-69), Βρετανία (1967-75), Γαλλία (1995). Τονίζουν ότι αυτά τα προνομιούχα στρώματα της εργατικής τάξης πρωταγωνίστησαν στην αντίσταση ενάντια στην πολιτική των αναδιαρθρώσεων τις δύο τελευταίες δεκαετίες (π.χ. εργαζόμενοι σε μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις τηλεπικοινωνιών, ενέργειας, μεταφορών κλπ.).
Οι επισημάνσεις τους δεν ευσταθούν για τους μπολσεβίκους της δεκαετίας του 1920. Στη συγκεκριμένη περίπτωση επιχειρείται αυθαίρετα να ταυτιστεί με την εργατική αριστοκρατία το βιομηχανικό προλεταριάτο των μεγάλων πόλεων, συγκρινόμενο με τους εξαθλιωμένους εργάτες γης στη ρωσική επαρχία. Ταυτίζεται δηλαδή λαθεμένα με την εργατική αριστοκρατία όλο το τμήμα του προλεταριάτου που δε ζει σε συνθήκες απόλυτης εξαθλίωσης.
Αντίθετα, για τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Δυτική Ευρώπη επισημαίνουν σωστά ως ένα βαθμό ορισμένα γεγονότα, δε βγάζουν όμως τα ορθά συμπεράσματα. Πράγματι η εργατική αριστοκρατία συμμετείχε και συνέβαλε στην οργάνωση εργατικών αγώνων ενάντια στην πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων. Ταυτόχρονα, λόγω της φύσης της έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην κυριαρχία του ρεφορμιστικού προσανατολισμού σε αυτούς τους αγώνες, του εγκλωβισμού του εργατικού κινήματος στη λογική της ταξικής συνεργασίας24.
Η παραίτηση από την επαναστατική, ανατρεπτική πολιτική και ο εγκλωβισμός του εργατικού κινήματος στο ασφυκτικό πλαίσιο διαπραγμάτευσης των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης, η οποία δε θίγει την ανταγωνιστικότητα της αστικής τάξης, είναι η συνταγή της ήττας που χάρισε στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα η «εργατική αριστοκρατία». Συμμετείχε στους αγώνες για να διαχειριστεί τη λαϊκή διαμαρτυρία και να διαπραγματευτεί με την αστική τάξη για τα προνόμιά της.
Παράλληλα παρεμπόδισε τη λαϊκή αμφισβήτηση του συστήματος, συσκοτίζοντας τον πραγματικό αντίπαλο και τις πραγματικές αιτίες των αναδιαρθρώσεων, δηλαδή τις σύγχρονες δυσκολίες του καπιταλιστικού συστήματος να αναπαράγει το κοινωνικό κεφάλαιο με εκτεταμένες άμεσες επενδύσεις στηριγμένες στο κρατικό μονοπώλιο. Οδήγησε σε ουτοπικές και αποπροσανατολιστικές προτάσεις μιας δήθεν φιλολαϊκής διαχείρισης της «απελευθέρωσης» της καπιταλιστικής αγοράς (π.χ. ισχυρές ανταγωνιστικές δημόσιες επιχειρήσεις μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής «απελευθέρωσης» που μπορούν τάχα να ικανοποιήσουν τις λαϊκές ανάγκες).
Η υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής αριστοκρατίας συνοδεύεται επίσης στις συγκεκριμένες μικροαστικές αναλύσεις με τη σκόπιμη ταύτισή της με τους αξιωματούχους - επαγγελματικά στελέχη εργατικών κομμάτων και συνδικάτων. Η εργατική γραφειοκρατία αναγορεύεται σαν η μόνη ουσιαστική τροχοπέδη για το μέλλον του εργατικού κινήματος. Και φυσικά προτείνεται και η αντίστοιχη λύση:
«Η πάλη με εργατική αυτοοργάνωση και αυτενέργεια στο χώρο δουλειάς είναι το εναρκτήριο σημείο για τη δημιουργία υλικών και ιδεολογικών συνθηκών για μια αποτελεσματική απάντηση στο ρεφορμισμό και το συντηρητισμό της εργατικής τάξης»25.
Η συγκεκριμένη οπορτουνιστική πρόταση εδράζεται στη λαθεμένη θέση ότι οι οικονομικοί αγώνες της εργατικής τάξης, μπορούν στην ουσία από μόνοι τους να οδηγήσουν στην ανατροπή της αστικής τάξης. Η άποψη αυτή ισοδυναμεί με άρνηση του καθοδηγητικού ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος και της σημασίας της ιδεολογικής - πολιτικής πάλης για την κατάκτηση της εξουσίας.
Δεν είναι τυχαία η επιμονή του Λένιν στην εποχή του ότι όσο και αν παιδευτούν οι μπολσεβίκοι, δε θα μπορέσουν ποτέ να αναπτύξουν την επαναστατική πολιτική συνείδηση των εργατών αν περιοριστούν στα στενά πλαίσια της οικονομικής πάλης. Γι’ αυτό και στη διαπάλη του με το Μαρτίνοφ τονίζει ότι δεν αρκεί να προσδώσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην οικονομική πάλη και επιμένει ότι την ταξική πολιτική συνείδηση μπορούμε να τη φέρουμε στους εργάτες μόνο έξω από την οικονομική πάλη26.
Η άποψη αυτή οδηγεί στην πράξη στην υποταγή στους αυθόρμητους αμυντικούς οικονομικούς αγώνες, εγκλωβίζει το εργατικό κίνημα στο μονόδρομο της διαπραγμάτευσης της τιμής της εργατικής του δύναμης, υπηρετεί τη ρεφορμιστική γραμμή της υποταγής.
Σε αυτή τη βάση ο Λένιν αναδεικνύει την ανάγκη στελεχών που μπορούν να συνοψίζουν όλες τις καθημερινές εκδηλώσεις εργοδοτικής καταπίεσης σε μια ενιαία εικόνα κρατικής βίας και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ταυτόχρονα να πείθουν συστηματικά για την κοσμοϊστορική σημασία του απελευθερωτικού αγώνα του προλεταριάτου.
Επίσης δεν πρέπει να μας διαφύγουν οι σύγχρονοι εκπρόσωποι της λεγόμενης αλτουσεριανής σχολής (Jessop, Carchedi, Μηλιός, Οικονομάκης, κ.ά.) που επιμένουν ότι «ένας πλήρης προσδιορισμός των τάξεων πρέπει να διενεργηθεί σε όρους οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών παραγόντων»27.
Το συγκεκριμένο ρεύμα αμφισβητεί συνολικά τα λενινιστικά κριτήρια προσδιορισμού των τάξεων. Εξετάζει λαθεμένα τον προσδιορισμό της ταξικής θέσης σε συνάρτηση και με το επίπεδο της ταξικής συνείδησης. Διαιρεί τις σχέσεις παραγωγής σε σχέσεις κυριότητας, κατοχής και χρήσης των μέσων παραγωγής, συσκοτίζοντας τη στρατηγική σημασία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής (π.χ. ένας μεγαλομέτοχος μονοπωλιακού ομίλου που δε μετέχει ενεργά στη διοίκηση της επιχείρησης, θεωρείται ότι δεν έχει «σχέση κατοχής», αλλά μόνο τυπική - νομική σχέση κυριότητας με την καπιταλιστική επιχείρηση).
Σε αυτό το πλαίσιο ένας βασικός εκπρόσωπος του συγκεκριμένου οπορτουνιστικού ρεύματος, ο Ν. Πουλαντζάς, υποστήριξε στη δεκαετία του ’80 ότι η εργατική τάξη οριοθετείται με βάση το κριτήριο της παραγωγικής εργασίας28.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή όλοι οι μισθωτοί υπάλληλοι του εμπορίου, των τραπεζών, της λογιστικής κλπ., δεν μπορούν να αποτελούν μέρος της εργατικής τάξης γιατί η εργασία τους δεν παράγει αξίες χρήσης, δε συμμετέχουν στην υλική παραγωγή. Ανήκουν σύμφωνα με το Ν. Πουλαντζά στη μικροαστική τάξη. Η μεθοδολογία Πουλαντζά οδηγεί σε τεχνητή συρρίκνωση του μεγέθους της εργατικής τάξης και αντίστοιχη διόγκωση των μεσαίων στρωμάτων, συσκοτίζει το ζήτημα της εργατικής αριστοκρατίας. Για τους λόγους αυτούς έχει ήδη δεχτεί αναλυτική κριτική29. Η αποσαφήνιση του θέματος έχει σημασία και για την επεξεργασία της πολιτικής κοινωνικών συμμαχιών της εργατικής τάξης. Ωστόσο, το περιορισμένο πλαίσιο του άρθρου δεν επιτρέπει μια αναλυτική αναφορά στις συγκεκριμένες προσεγγίσεις.
Περιοριζόμαστε να διευκρινίσουμε ότι σύμφωνα με το Μαρξ το κριτήριο για το χαρακτηρισμό μιας εργασίας ως παραγωγικής για το κεφάλαιο δεν περιορίζεται στο αν αυτή η εργασία δημιουργεί άμεσα υπεραξία. Σύμφωνα με το Μαρξ: «Παραγωγικός είναι ο εργάτης εκείνος που παράγει υπεραξία για τον κεφαλαιοκράτη ή που εξυπηρετεί την αυταξιοποίηση του κεφαλαίου. Αν έχουμε το δικαίωμα να διαλέξουμε ένα παράδειγμα έξω από τη σφαίρα της υλικής παραγωγής τότε ένας δάσκαλος είναι παραγωγικός εργάτης, όταν όχι μόνο επεξεργάζεται παιδικά κεφάλια, αλλά τσακίζεται ο ίδιος στη δουλειά για να πλουτίζει ο επιχειρηματίας»30.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα επανέρχεται σε αρκετά σημεία του έργου του. Γράφει χαρακτηριστικά: «Λόγου χάρη, στα εκπαιδευτικά ιδρύματα οι δάσκαλοι μπορούν να είναι μόνο μισθωτοί εργάτες για τον επιχειρηματία του εκπαιδευτικού ιδρύματος. Τέτοια εκπαιδευτικά εργοστάσια υπάρχουν πολυάριθμα στην Αγγλία. Παρ’ όλο που οι δάσκαλοι δεν είναι παραγωγικοί εργάτες σε σχέση με τους μαθητές, είναι σε σχέση με τον επιχειρηματία τους. Ο επιχειρηματίας ανταλλάσσει το κεφάλαιό του με την εργατική τους δύναμη και με αυτήν τη διαδικασία πλουτίζει»31.
Σε τελευταία ανάλυση το ζήτημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης καθορίζεται από τις σχέσεις παραγωγής, αφορά την πώληση της εργατικής δύναμης σαν εμπόρευμα, την ανταλλαγή της με το μεταβλητό κεφάλαιο και όχι την παραγωγή συγκεκριμένων αξιών χρήσης.
Οι Γ. Μηλιός - Γ. Οικονομάκης, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη κριτική, επιχειρούν να αναδιατυπώσουν τη θέση Πουλαντζά και προτείνουν μια νέα κατηγοριοποίηση (μεσαία αστική τάξη, παραδοσιακή μικροαστική τάξη, νέα μικροαστική τάξη κλπ.), διατηρώντας ουσιαστικά την ίδια λαθεμένη μεθοδολογία. Δε θα επεκταθούμε σε όλο το εύρος των απόψεών τους. Θα σταθούμε μόνο στον ασαφή ορισμό τους για τη νέα μικροαστική τάξη, στην οποία περιλαμβάνουν τμήματα της εργατικής τάξης με κριτήριο το ότι βρίσκονται σε απόσταση από την άμεση χειρωνακτική εργασία και υλοποιούν μορφές διοίκησης - επιτήρησης της εργασίας. Σε αυτούς περιλαμβάνουν επαγγελματικές δραστηριότητες στο σύνολό τους, όπως οι τεχνικοί, οι μηχανικοί κλπ.
Αν ακολουθήσει κανείς με συνέπεια το συγκεκριμένο κριτήριο μπορεί να περιορίσει την εργατική τάξη στους χειρώνακτες εργάτες της παραγωγής. Ευτυχώς η μαρξιστική θεωρία μας προφυλάσσει από παρόμοια ατοπήματα.
Αναλύοντας την τάση εξέλιξης της εργασίας στον καπιταλισμό ο Μαρξ προσδιορίζει καταρχήν την έννοια του συνολικού εργάτη:
«Το προϊόν μετατρέπεται γενικά από άμεσο προϊόν του ατομικού παραγωγού σε κοινωνικό, στο κοινό προϊόν ενός συνολικού εργάτη, δηλαδή ενός συνδυασμένου εργατικού προσωπικού, που τα μέλη του βρίσκονται πιο κοντά ή πιο μακριά στο χειρισμό του αντικειμένου εργασίας. Γι’ αυτό μαζί με το συνεργατικό χαρακτήρα του ίδιου του προτσές εργασίας, ευρύνεται κατ’ ανάγκην η έννοια της παραγωγικής εργασίας και του φορέα της, του παραγωγικού εργάτη. Για να εργάζεται κανείς παραγωγικά δε χρειάζεται πια να χρησιμοποιεί άμεσα τα χέρια του, αρκεί να είναι όργανο του συνολικού εργάτη, να εκτελεί κάποια από τις υπολειτουργίες του. Ο πιο πάνω αρχικός ορισμός της παραγωγικής εργασίας, βγαλμένος από τη φύση της ίδιας της υλικής παραγωγής, μένει πάντα αληθινός για το συνολικό εργάτη, όταν τον εξετάζουμε σαν σύνολο. Δεν ισχύει όμως πια για τον καθένα από τα μέλη του, παρμένα χωριστά.
Από την άλλη μεριά όμως στενεύει η έννοια της παραγωγικής εργασίας. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν είναι μόνο παραγωγή εμπορευμάτων, είναι στην ουσία παραγωγή υπεραξίας. Ο εργάτης δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για το κεφάλαιο»32.
Εξετάζοντας επίσης το προτσές δημιουργίας αξίας θα επισημάνει ότι «…για το προτσές αξιοποίησης είναι τελείως αδιάφορο αν η εργασία που ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης είναι απλή, κοινωνική μέση εργασία ή συνθετότερη εργασία, εργασία μεγαλύτερου ειδικού βάρους. Η εργασία που σε σύγκριση με την κοινωνική μέση εργασία ισχύει σαν ανώτερη συνθετότερη εργασία, είναι η εκδήλωση μιας εργατικής δύναμης στην οποία μπαίνουν μεγαλύτερα έξοδα κατάρτισης, που η παραγωγή της κοστίζει περισσότερο χρόνο εργασίας και που γι’ αυτό έχει μεγαλύτερη αξία από την απλή εργατική δύναμη. Αν η αξία της δύναμης αυτής είναι ανώτερη, εκδηλώνεται σε αντιστάθμισμα με ανώτερη εργασία, και γι’ αυτό στα ίδια χρονικά διαστήματα αντικειμενοποιείται σε σχετικά ανώτερες αξίες. Οποιοσδήποτε ωστόσο κι αν είναι ο βαθμός διάκρισης ανάμεσα στην εργασία του κλώστη και στην εργασία του χρυσοχόου, το μέρος της εργασίας με το οποίο ο εργάτης χρυσοχόος αναπληρώνει μόνο την αξία της δικής του εργατικής δύναμης, δε διακρίνεται καθόλου ποιοτικά από το πρόσθετο μέρος της εργασίας που με αυτό δημιουργεί υπεραξία»33.
Θα επαναλάβουμε λοιπόν για μια φορά ακόμα ότι από μόνη της η διάκριση της εργασίας σε πνευματική και χειρωνακτική, απλή και σύνθετη δεν μπορεί να οδηγήσει σε σαφή ταξικό διαχωρισμό. Απαιτείται η εφαρμογή των λενινιστικών κριτηρίων στο σύνολό τους.
Με βάση αυτά τα κριτήρια καμιά επαγγελματική ειδικότητα και κανένα επίπεδο μόρφωσης δεν οδηγεί αυτόματα και μονοδιάστατα σε μια συγκεκριμένη ταξική θέση.
Για παράδειγμα, στην επαγγελματική κατηγορία των τεχνικών θα συναντήσουμε σήμερα ανθρώπους που ανήκουν στην αστική τάξη, αυτοαπασχολούμενους, υψηλόμισθους και χαμηλόμισθους μισθωτούς εργαζόμενους. Επίσης όλοι οι τεχνικοί δεν κατέχουν την ίδια θέση και ρόλο στη μεγάλη σύγχρονη πυραμίδα της οργάνωσης της εργασίας. Συναντάμε βέβαια διευθυντές και προϊσταμένους-επόπτες μεγάλων τομέων της επιχείρησης, αλλά και απλούς επιτηρητές-συντονιστές συνδυασμένης τεχνικής εργασίας σε κάθε τομέα, καθώς και αρκετούς εκτελεστές υπαλλήλους (π.χ. προγραμματιστές, σχεδιαστές). Στα χαμηλόμισθα τμήματα των μηχανικών-τεχνικών με εκτελεστικό ρόλο εφαρμόζονται σήμερα μαζικά οι πιο σκληρές ελαστικές εργασιακές σχέσεις, προσωρινής απασχόλησης, χωρίς καν τα δικαιώματα των συλλογικών συμβάσεων μισθωτής εργασίας (π.χ. δήθεν «αυτοαπασχολούμενοι» που εργάζονται με «δελτίο παροχής υπηρεσιών» αποκλειστικά σε έναν εργοδότη). Είναι λοιπόν τουλάχιστον άστοχη και ανιστόρητη η θεώρηση των μηχανικών σαν ενιαίας ταξικής κατηγορίας από το Γ. Μηλιό.
Αξίζει επίσης να θυμίσουμε μια σημαντική διάκριση του Μαρξ κατά την εξέταση του ζητήματος της εργασίας της διεύθυνσης και εποπτείας. Ο Μαρξ διακρίνει την εργασία της εποπτείας σαν ιδιαίτερης λειτουργίας που απορρέει από τη φύση κάθε συνδυασμένης εργασίας, από την εποπτεία που είναι αναγκαία για τη διαχείριση της αντίθεσης ανάμεσα στον ιδιοκτήτη μέσων παραγωγής και στον ιδιοκτήτη αποκλειστικά εργατικής δύναμης34.
Στον καπιταλισμό όμως η δουλειά της εποπτείας είναι διευρυμένη, αφού προκύπτει και υπηρετεί την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία. Στο σοσιαλισμό της ο αντιφατικός ρόλος της εποπτείας θα λυθεί και θα διατηρηθεί μόνο η αναγκαία εποπτεία της συνδυασμένης εργασίας και βέβαια η αναγκαία εποπτεία απέναντι στην ακόμη μη διαμορφωμένη κομμουνιστική συνείδηση και στάση στην εργασία.
Τέλος, δεν πρέπει να μας διαφύγουν ορισμένες οπορτουνιστικές προσεγγίσεις που δεν περιορίζονται μόνο στη συσκότιση του θέματος της εργατικής αριστοκρατίας, αλλά αμφισβητούν συνολικά το ρόλο και την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης. Πρόκειται για διάφορες παραλλαγές που παρουσιάζουν κάποια δήθεν νέα επαναστατικά υποκείμενα. Π.χ. ο Κ. Πρέβε35 προτείνει σαν επαναστατικό υποκείμενο τον «πολιτικά οργανωμένο, συλλογικό εργαζόμενο (από το διευθυντή του εργοστασίου μέχρι τον τελευταίο χειρώνακτα εργάτη)». Κάθε αναφορά στην ταξική θέση που καθορίζει αντικειμενικά τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης χαρακτηρίζεται αυθαίρετα από τους συγκεκριμένους σύγχρονους οπορτουνιστές σαν «μεσσιανικός ιστορικισμός».
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Σε ένα άρθρο που φιλοδοξεί στην ουσία να αποτελέσει έναν πρόλογο των επόμενων αναγκαίων μελετών για το ζήτημα δύσκολα μπορεί να υπάρξει πραγματικός επίλογος.
Σε κάθε περίπτωση η περαιτέρω μελέτη του ζητήματος της κοινωνικής βάσης του οπορτουνισμού στις σύγχρονες συνθήκες μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά, έτσι ώστε οι κομμουνιστές, αξιοποιώντας τη θετική και αρνητική πείρα του 20ού αιώνα, να ανταποκριθούν στα σύγχρονα καθήκοντα της περιόδου μιας νέας απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης. Να βάλουν τις βάσεις για μια νικηφόρα πορεία του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο προβάλλει επιτακτική και η ανάγκη ανάλυσης της σύγχρονης κατάστασης και της θέσης της εργατικής αριστοκρατίας στην Ελλάδα.
ΣHMEIΩΣEIΣ:
* Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 550-551.
2. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 314.
3. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 409.
4. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 170.
5. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 170-171.
6. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 1087.
7. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 39, σελ. 15.
8. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 41, σελ. 58-59.
9. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 413.
10. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 248.
11. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 366.
12. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 299-304.
13. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 30, σελ. 175.
14. «Η Κομμουνιστική Διεθνής», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 138.
15. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 381.
16. ΙΝΕ ΓΣΣΕ: «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», (Ετήσια Εκθεση 2007), σελ. 118.
17. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 27, σελ. 368.
18. Paul Krugman: «In Praise of Cheap Labor», Slate Magazine (21.3.97).
19. Xavier Sala - i - Martin: «The Disturbing Rise of Clobal Income Inequality», NBER Working Paper, 2002.
20. Αναδημοσίευση στην εφημερίδα «Ημερησία» στις 4.4.2006.
21. K. Corr - A. Brown: Labour Aristocracy, and the roots of reformism. Περιοδικό International Socialism, τ. 59 (1993).
22. «Στιγμές από το Συνέδριο του Λονδίνου της Α΄ Διεθνούς», στη Συλλογή: Marx & Engels, Collected Works, t. 22.
23. Charlie Post: «Εξηγώντας το συντηρητισμό της εργατικής τάξης: Ο μύθος της «εργατικής αριστοκρατίας» (www.allacademic.com, 2006).
24. Δες και Ελένης Μπέλλου: «Για την ανάπτυξη επαναστατικής συνείδησης σε μη επαναστατικές συνθήκες», ΚΟΜΕΠ, τ. 6/2006.
25. Charlie Post: «Εξηγώντας το συντηρητισμό της εργατικής τάξης: Ο μύθος της «εργατικής αριστοκρατίας» (www.allacademic.com, 2006).
26. Β. Ι. Λένιν: Απαντα, τ. 6, σελ. 79-83.
27. Γ. Μηλιός, Γ. Οικονομάκης: «Εργατική τάξη και Μεσαίες τάξεις». Περιοδικό «Θέσεις», Απρίλιος - Ιούνιος 2007.
28. Ν. Πουλαντζάς: «Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό», εκδ. «Θεμέλιο» (1982).
29. Δες ενδεικτικά: Περ. Παπαδόπουλος: «Η ταξική διάρθρωση της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»..
30. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 525.
31. Κ. Μαρξ: «Θεωρίες για την υπεραξία», σελ. 460.
32. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 524-525.
33. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. Ι, σελ. 210.
34. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τ. ΙΙΙ, σελ. 486.
35. Εισήγηση Κ. Πρέβε στο Διεθνές Συνέδριο: «Ιμπεριαλισμός: Αντιθέσεις και αντιστάσεις», εκδόσεις ΚΨΜ.
Μεγάλος Μάκης Παπαδόπουλος!
ΑπάντησηΔιαγραφή