Lenin Reloaded
Δημήτρης Μπάτσης
Για τη βιωσιμότητα γενικά
Από το Η βαρειά βιομηχανία στην Ελλάδα, εκδόσεις Κέδρος.
Το ζήτημα της βιωσιμότητας, αν
πρέπει κανένας να το ονομάσει έτσι, δεν είναι στη βάση του ούτε
φυσικογεωγραφικό, ουτε δημογραφικό ζήτημα.
Η βιωσιμότητα είναι ένα συγκεκριμέν κοινωνικοοικονομικό
ζήτημα ου μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο μέσα σε συγκεκριμένες
κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες και μέσα στις συγκεκριμένες κάθε φορά
κοινωνικές μετατροπές για την ανέλιξη της κοινωνίας σε ανώτερη μορφή.
Συνακόλουθα, ζήτημα απόλυτο
βιωσιμότητας δεν μπορεί να τεθεί. δεν μπορεί δηαδή να τεθεί ζήτημα
βιωσιμότητα αυτής καθαυτής. Διαφορετικά θα φτάναμε στη μεταφυσική
αντίληψη, πως υπάρχει κάποια μεταφυσική ιδιότητα υπερ-κοινωνική --που
μπορεί να την έχει σαν μόνιμο χαρακτηριστικό η τάδε χώρα-- που θα
ονομασθεί βιώσιμη -- και να μην την έχει η δείνα (που θα θεωρηθεί πως
της λείπει ο "ζωτικός χώρος").
Πρέπει, λοιπόν, να πούμε πως η
βιωσιμότητα μιας χώρας πραγματοποιείται ή τείνει στην πραγματοποίησή
της, σαν πρακτική επιδίωξη, άμα η κοινωνική εργασία, η κοινωνική
δραστηριότητα, συνδεθούν με τα παραγωγικά μέσα σε ολοένα πιο ανώτερη
μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης· μ' ένα λόγο άμα οι
παραγωγικές δυνάμεις της δοσμένης κοινωνίας οργανωθούν και αναπτυχθούν
μέσα σ' ένα καινούριο, ανώτερο από το προηγούμενο, κοινωνικό σύστημα.
Δεν υπάρχουν, συνακόλουθα, χώρες
απόλυτα βιώσιμες και χώρες απόλυτα όχι βιώσιμες, αλλά υπάρχουν
παραγωγικά αναπτυγμένες και χώρες όχι αναπτυγμένες. Χώρες κοινωνικά και
οικονομικά προοδευμένες και χώρες καθυστερημένες.
Όταν λοιπόν είπαμε παρακάτω πως η
βιωσιμότητα δεν είναι κατά κύριο λόγο φυσικογεωγραφικό και δημογραφικό
πρόβλημα, αλλά πρόβλημα κοινωνικό, εννοούσαμε πως η βάση για τη
βιωσιμότητα είναι ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής, το ευνοϊκό κοινωνικό πλαίσιο
και στη βάση αυτή μονάχα μπορεί να αρχίσουν να υπολογίζονται ο φυσικός
πλούτος, ο πληθυσμός (σαν συντελεστής παραγωγικός), η γεωγραφική
τοποθεσία, κλπ., σαν σύνδρομοι όροι.
Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει
την πιο πάνω τοποθέτηση. Οι χώρες αναπτύχθηκαν παραγωγικά, περισσότερο ή
λιγότερο, ανάλογα με τον περισσότερο ή λιγότερο εξελιγμένο τρόπο
παραγωγής που είχαν. Ο φυσικός πλούτος και ο δημογραφικός παράγοντας
ήταν στοιχεία συντελεστές για αξιοποίηση στατικά, ενώ η δυναμική
παραγωγική ανάπτυξη εξαρτήθηκε πάντα από τον ευνοϊκό κοινωνικό
παράγοντα. Ξέρουμε πως χώρες με απέραντες πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες
έμειναν καθυστερημένες, γιατί ο κοινωνικός τρόπος παραγωγής ήταν
οπισθοδρομικός, γιατί οι χώρες αυτές εμποδίστηκαν από την μορφή των
παραγωγικών σχέσεων που επικρατούσαν σ' αυτές να αναπτυχθούν παραγωγικά.
Γιατί, ακόμα, εμποδίστηκαν σ' αυτό, καθώς ξέρουμε από εξωτερικούς
παράγοντες -- όπως από τον ανασταλτικό παράγοντα του ιμπεριαλισμού.
Όσο οι διάφορες χώρες περνούσαν
από κατώτερη σε ανώτερη κοινωνική οργάνωση τόσο περισσότερο "βιώσιμες"
γινόνταν. Με τη διαφορά πως η βιωσιμότητα στον καπιταλισμό είναι και
παραμένει σχετική. Δηλαδή, η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη των
παραγωγικών δυνάμεων βρίσκει φραγμό της το ίδιο το κεφάλαιο. Αυτό έχει
σαν αιτία τη βασική αντίφαση του καπιταλισμού; κοινωνική παραγωγή,
ατομική ιδιοποίηση. Στο σοσιαλισμό η βιωσιμότητα είναι πραγματική,
ουσιαστική, γιατί όχι μόνο δημιουργός της είναι ο ίδιος ο λαός μέσα σ'
ένα ανώτερο κοινωνικό σύστημα μα, το σπουδαιότερο, γιατί την καινούρια
κοινωνία τη φτιάνει για τον εαυτό του ο εργαζόμενος λαός.
Άμα λέμε βιωσιμότητα, δεν πρέπει να την συγχύζουμε με την αυτάρκεια.
Αυτάρκεια σημαίνει να επιδιώκει μια χώρα να φτάνει όλα όσα της
χρειάζονται μέσα στη χώρα αποκλειστικά και να ελατώσσει, όσο μπορεί, τις
εμπορικές της συναλλαγές. Η αυτάρκεια σαν οικονομική θεωρία και
εμπορική πολιτική, που φάνηκε ξανά στον μεσοπόλεμο, πήρε διάφορες
μορφές: από την απλή "τελωνειακή προστασία", ως τη φασιστική αυτάρκεια, που οδήγησε με τα "υποκατάστατα" του τρίτου ράιχ στο δε΄τυερο παγκόσμιο πόλεμο. Η "αυτάρκεια" μέσα στα συστήματα αυτά συνοδεύτηκε πάντα από τραγικό κατέβασμα του βιοτικού επιπέδου του λαού. Βιωσιμότητα,
αντίθετα, σημαίνει από το ένα μέρος ανάπτυξη στο μέγιστο και αξιοποίηση
εκείνων των πλουτοπαραγωγικών δυνατοτήτων που διαθέτει η χώρα μέσα σε
ολοένα ανώτερη κοινωνική μορφή και από το άλλο μέρος, οικονομική
συνεργασία, ανταλλαγή οικονομικών αγαθών και επικοινωνία με τις άλλες
χώρες.
Το ζήτημα της βιωσιμότητας,
λοιπόν παίρνει δύο μορφές. Η μία μορφή είναι εκείνη που του έδωσαν οι
κυρίαρχες εκμεταλλεύτριες τάξεις, που το συνδύασαν με το "ζωτικό χώρο"
και την επεκτατική εξαπλωτική πολιτική. Η μορφή αυτή δόθηκε γιατί,
μη μπορώντας οι τάξεις αυτές να λύσουν το κοινωνικό πρόβλημα
οργανικά-εσωτερικά, προσπάθησαν να το μετατρέψουν σε πρόβλημα
εξωτερικής-εδαφικής και οικονομικής επέκτασης. Μη μπορώντας δηλαδή να
ξεπεράσουν τις εσωτερικές αντιθέσεις του ίδιου του κοινωνικού συστήματος
πάνω στο οποίο στηρίζουν την κυριαρχία του, προσπαθούν να βρουν διέξοδο
με το να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους εδαφικά και οικονομικά. Η βάση
για τις θεωρίες αυτές του "ζωτικού χώρου" κλπ. είναι πως οι φυσικοί και
πλουτοπαραγωγικοί νόμοι δεν επαρκούν και γι' αυτό χρειάζεται η εξάπλωση.
Έτσι όμως μετατοπίζεται το ζήτημα από τη σωστή του θέση. Αντί να είναι
ζήτημα εσωτερική οργανικής ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων σε ολοένα
ανώτερο κοινωνικό πλαίσιο, γίνεται ζήτημα υποδούλωσης της εθνικής
εργασίας και προνομιακής εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πόρων άλλων
χωρών.
Η άλλη μορφή, η μορφή που τοποθετούμε εμείς το ζήτημα της βιωσιμότητας, είναι:
πώς να αντικαταστήσουμε τις παλιές παραγωγικές σχέσεις, που κρατούν σε
καθυστέρηση τις παραγωγικές δυνάμεις και εμποδίζουν την ανάπτυξή τους,
με τις καινούριες εκείνες παραγωγικές σχέσεις που θα ανοίξουν το δρόμο
για την αδέσμετυη ανάπτυξη του παραγωγικού δυναμικού και της οικονομίας
της χώρας.
Συμπέρασμα: Δεν είναι
στην πρώτη γραμμή καθοριστικός παράγοντας αυτές καθαυτές οι φυσικές
πλουτοπαραγωγικές συνθήκες για την ανάπτυξη μιας χώρας. Στην πρώτη
γραμμή η ανάπτυξη αυτή καθορίζεται από το βαθμό της δραστηριοποίησης της
εθνικής εργασίας μέσα στο κατάλληλο ευνοϊκό κοινωνικό περίγυρο, που
θα επιτρέψει ολοένα καλύτερα να αξιοποιηθούν οι εσωτερικές
πλουτοπαραγωγικές πηγές, να αναπτυχθεί δηλαδή
ελεύθερα-εσωτερικά-οργανικά η οικονομία.
Προκειμένου λοιπόν και για
τη χώρα μας πρέπει να διαπιστώσουμε πως, ενώ υπάρχουν οι
πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες για να αναπτυχθεί, εμπόδισαν οι κυρίαρχες
τάξεις να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες κοινωνικές προϋποθέσεις που αναφέραμε.
Η θεωρία, όμως, που υποστηρίζει
τη μη βιωσιμότητα της χώρας, από μη κοινωνικούς λόγους, προσπαθεί να
αντιστρέψει το πρόβλημα: δεν είναι, λένε, οι κοινωνικοί όροι που
λείπουν, παρά οι φυσικές και ορισμένες ειδικές-οικονομικές προϋποθέσεις.
Φταίε, αυτό καθαυτό, το χαμηλό πλουτοπαραργωγικό δυναμικό και η έλλειψη
κεφαλαίων.
Στα παρακάτω, αφού εξετάσουμε το
ιστορικό για τη δημιουργία της θεωρίας αυτής στη χώρα μας, θα
απαντήσουμε στα επιχειρήματα που προβάλλονται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου