Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Το παιδαγωγικό ποίημα Β'




(Συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο τόσκα σολοβιόφ που συχνά τον φώναζαν αντόν σεμιόνοβιτς –ήμασταν και συνονόματοι- ήταν μόλις δέκα χρονών. Τον είχε βρει ο μπελούχιν στο δάσος μισοπεθαμένο απ’ την πείνα και με χαμένες τις αισθήσεις του. Ήρθε στην ουκρανία απ’ το κυβερνείο του σαράτοφ μαζί με τα γονικά του και στο δρόμο έχασε τη μάνα του. Το τι έγινε ύστερα δε θυμότανε να πει. Ο τόσκα είχε όμορφο και φωτεινό παιδικό πρόσωπο που πάντα ήτανε στραμμένο στον μπελούχιν. Καθώς φαίνεται ο τόσκα πέρασε τη σύντομη ζωή του χωρίς δυνατές εντυπώσεις και τον είχε αιχμαλωτίσει για πάντα αυτός ο σατιριστής των πάντων, που από το ίδιο το φυσικό του, δε φοβότανε τη ζωή κι ήξερε να εκτιμάει το καθετί στον κόσμο.

Ο τόσκα στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι του μπελούχιν και τα μικρά ματάκια του αστράφτουν από αγάπη και θαυμασμό. Γελάει με ένα τσιριχτό εκρηκτικό γέλιο μικρού παιδιού:
-Μαύρη μαϊμού!
-Ο τόσκα μου θα γίνει λεβεντιά, λέει ο μπελούχιν, τραβώντας τον πίσω απ’ το κρεβάτι.
Ο τόσκα σκύβει σαστισμένος πάνω απ’ την κοιλιά του μπελούχιν που είναι σκεπασμένη με το πάπλωμα.
-Άκου τόσκα, να μη διαβάζεις βιβλία, όπως ο κόλκα, γιατί βλέπεις, αυτός έχασε ολότελα τα μυαλά του με δαύτα.
-Δε διαβάζει αυτός τα βιβλία, μα τα βιβλία τον διαβάζουν, είπε ο ζαντόροφ απ’ το διπλανό κρεβάτι.
Κάθομαι εκεί δίπλα παίζοντας σκάκι με τον καραμπάνοφ και σκέφτομαι: φαίνεται πως τούτοι εδώ ξέχασαν ότι έχουν τύφο.

-Ένας από σάς εκεί να φωνάξει την αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα έρχεται σαν οργισμένος άγγελος.
-Τι ευγένειες είναι αυτές; Τι θέλει και κλωθογυρίζει εδώ ο τόσκα; Είσαστε με τα καλά σας; Αυτό πια ξεπερνάει τα όρια!
Ο τόσκα ξεγλιστράει φοβισμένος απ’ το κρεβάτι και κάνει να φύγει. Ο καραμπάνοφ τον πιάνει απ’ το χέρι, πέφτει στα γόνατα και σέρνεται πανικόβλητος στη γωνιά παίρνοντας ένα βλακώδες ύφος.
-Και γω φοβάμαι…
Ο ζαντόροφ λέει βραχνά:
-Τόσκα πιάσε και τον αντόν σεμιόνοβιτς απ’ το χέρι. Τι τον παράτησες;
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κοιτάει ανήμπορη γύρω της αυτό το χαρούμενο τσούρμο.
-Το ίδιο ακριβώς όπως οι ζουλού.

-Ζουλού είναι αυτοί που περπατάνε χωρίς βρακιά και για φαΐ τρώνε τους γνωστούς τους, λέει σοβαρά ο μπελούχιν. Ζυγώνει ένας τέτοιος μια δεσποινίδα: επιτρέψτε μου να σας συνοδέψω. Αυτή βέβαια χαίρεται: «Μπα, γιατί να μπείτε σε κόπο, εγώ μόνη μου θα συνοδευτώ». «Καλέ, τι λέτε πώς είναι δυνατό, δε γίνεται μόνη σας». Την πάει λοιπόν ως το στενοσόκακο και την καταβροχθίζει. Και μάλιστα χωρίς μουστάρδα.

Από την πέρα γωνιά ακούγεται το τσιριχτό γέλιο του τόσκα.
Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα χαμογελάει κι αυτή:
-Εκεί τρώνε τις κοπέλες, ενώ εδώ επιτρέπουν στα μικρά παιδιά να πλησιάζουν τους αρρώστους από τύφο. Το ίδιο κάνει.
Ο βέρσνιεφ βρίσκει την ευκαιρία να εκδικηθεί τον μπελούχιν:
-Οι ζ-ζου-ζουλού δε-δεν τρώνε κ-κο-κοπέλες. Κι είναι πιο πο-πολιτισμένοι από σε-σένα. Θα τον κ-κο-κολλήσεις τον τα-το-τόσκα.
-Και σεις βέρσνιεφ, γιατί κάθεστε σε αυτό εκεί το κρεβάτι; Τον παρατηρεί η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα. Φύγετε γρήγορα από εκεί!

Ο βέρσνιεφ αρχίζει αμήχανα να μαζεύει τα βιβλία του που είναι σκορπισμένα στο κρεβάτ του μπελούχιν. Μπαίνει στη μέση ο ζαντόροφ:
-Αυτός δεν είναι κοπέλα. Ο μπελούχιν δεν πρόκειται να τον μασουλήσει.
Ο τόσκα βρίσκεται κιόλας δίπλα στην αικατερίνα γκρηγκόριεβνα και λέει σα να το σκέφτεται σοβαρά:
-Ο ματβέι δε θα φάει τη μαύρη μαϊμού.

Ο βέρσνιεφ κουβαλάει κάτω απ’ τη μια μασχάλη του τα βιβλία και κάτω απ’ την άλλη τον τόσκα που κοιτάζει τα πόδια του και χαχανίζει. Κι όλο αυτό το κουβάρι σωριάζεται στο κρεβάτι του βέρσνιεφ στην πιο ακρινή γωνιά του θαλάμου.

Την άλλη μέρα το πρωί ένα βαθύ κάρο που έγινε σύμφωνα με το σχέδιο του καλίνα ιβάνοβιτς και μοιάζει κάπως με νεκρόκασα είναι γεμάτο. Τυλιγμένοι με τα παπλώματα κάθονται στο βάθος του κάρου οι άρρωστοι. Στην άκρη της νεκρόκασας έχει μπει μια σανίδα και κει στεκόμαστε εγώ κι ο μπράτσενκο. Έχω μια απαίσια διάθεση, γιατί προαισθάνομαι ότι θα επαναληφθεί η ίδια ανιαρή ιστορία, όπως και με τον βετκόφσκι. Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι τα παιδιά πάνε ακριβώς για να γιατρευτούν.

Ο οσάντσι κάθεται στο βάθος του κάρου και τραβάει σπασμωδικά το πάπλωμα στις πλάτες του. Απ’ το πάπλωμα ξεμυτίζει ένα κομμάτι γκριζόμαυρο βαμβάκι και στα πόδια μου βλέπω τη μια μπότα του οσάντσι, στραβή και καταξεσκισμένη. Ο μπελούχιν έριξε την κουβέρτα στο κεφάλι του, την έκανε τουρμπάνι και λέει:
-Ο κόσμος θα νομίζει πως περνάνε παπάδες. Πού τους πάνε τόσο πολλούς παπάδες;
Σ’ απάντηση ο ζαντόροφ χαμογελάει κι απ’ αυτό το χαμόγελο φαίνεται πως δεν είναι καλά.

Στο νοσοκομείο η ίδια κατάσταση. Βρίσκω τη νοσοκόμα που δουλεύει στο θάλαμο του κόστια. Με μεγάλη δυσκολία σταματάει το ορμητικό της τρέξιμο στο διάδρομο.
-Ο βετκόφσκι; Μου φαίνεται πως είναι σ’ αυτό το θάλαμο…
-Σε τι κατάσταση βρίσκεται;
-Ακόμα τίποτα δεν είναι γνωστό.
Ο αντόν πίσω απ’ τις πλάτες της χτυπάει το καμτσίκι στον αέρα:
-Κοίτα πράγματα! Δεν είναι γνωστό. Και πώς μπορεί να μην είναι γνωστό;
-Αυτός ο μικρός είναι μαζί σας; η νοσοκόμα βλέπει με σιχαμάρα τον αντόν, που είναι μουσκεμένος και βρωμάει κοπριά και που στα παντελόνια του είναι κολλημένα άχυρα.
Είμαστε απ’ το σταθμό γκόρκι, αρχίζω εγώ προσεκτικά. Εδώ είναι ένας τρόφιμός δικός μας, ο βετκόφσκι. Κι έφερα τώρα δα κι άλλους τρεις, που φαίνεται πως έχουν κι αυτοί τύφο.
-Να πάτε τότε στον προθάλαμο.
-Μα εκεί είναι ένα σωρό κόσμος. Κι έξω απ’ αυτό, θα ‘θελα, τα παιδιά να είναι μαζί.
-Μα εμείς δε μπορούμε να γίνουμε ουρά στα καπρίτσια του καθενός!
Και τράβηξε να φύγει. Μα ο αντόν βρίσκεται κιόλας μπροστά της.

-Μα τίν’ αυτά; Κουβεντιάστε πρώτα με τον άνθρωπο!
-Να πάτε στον προθάλαμο σύντροφοι. Δε μπορούμε να κουβεντιάζουμε εδώ.
Η νοσοκόμα θύμωσε με τον αντόν, μα θύμωσα κι εγώ μαζί του:
-Ξεκουμπίσου από εδώ, μη μας εμποδίζεις.
Στο μεταξύ ο αντόν δεν ξεκουμπίζεται. Κοιτάζει με απορία πότε εμένα και πότε τη νοσοκόμα, ενώ εγώ λέω στη νοσοκόμα με την ίδια πάντα θυμωμένη φωνή:
-Κάντε τον κόπο να ακούσετε δυο λέξεις. Πρέπει να γίνουν οπωσδήποτε καλά τα παιδιά. Για τον καθένα που θα γίνει καλά, θα πληρώσω δυο πούτια σιτάλευρο. Όμως θα ‘θελα να το κανονίσω αυτό με έναν άνθρωπο. Ο βετκόφσκι είναι σε σας. Κανονίστε το ζήτημα έτσι που να πάρετε εσείς και τους άλλους.

Η νοσοκόμα μένει σύξυλη από την προσβολή, όπως φαίνεται, που της έγινε.
-Τι είναι αυτά που λέτε «σιτάλευρο»; Τι πάει να πει; Δωροδοκία; Δε σας καταλαβαίνω!
-Αυτό δεν είναι δωροδοκία, είναι δωρεά, καταλαβαίνετε; Αν δεν είστε σύμφωνη, εγώ θα βρω άλλη νοσοκόμα. Αυτό δεν είναι δωροδοκία. Εμείς σας παρακαλούμε να δοθεί κάποια παραπανίσια προσοχή στους αρρώστους μας, ίσως κάποια συμπληρωματική για σας δουλειά. Το ζήτημα βλέπετε είναι ότι τα παιδιά δεν τρώγανε καλά και καταλαβαίνετε… Δεν έχουνε συγγενείς.
-Και χωρίς σιτάλευρο εγώ θα τους πάρω αν θέλετε. Πόσοι είναι;
-Σήμερα έφερα τρεις, όπως φαίνεται όμως, θα σας φέρω κι άλλους.
-Καλά, πάμε.

Πάμε πίσω απ’ τη νοσοκόμα εγώ κι ο αντόν. Ο αντόν μισοκλείνει πονηρά το μάτι και γνέφει δείχνοντας τη νοσοκόμα, μα όπως φαίνεται κι ο ίδιος απορεί με την τροπή που πήρε το ζήτημα και δέχεται με κάποια ταπεινοσύνη την απροθυμία μου να απαντήσω στις γκριμάτσες του.

Η νοσοκόμα μας πάει σε κάποιο δωμάτιο στην πιο μακρινή γωνιά του νοσοκομείου. Ο αντόν φέρνει τους αρρώστους. Φυσικά είναι όλοι με τύφο. Ο αρχινοσοκόμος υπηρεσίας βλέπει κάπως απορημένος τα παπλώματά μας, μα η νοσκοκόμα του λέει με πειστικότητα:
-Είναι απ’ το σταθμό γκόρκι. Στείλτε τους στο θάλαμό μου.
-Μα έχεις εσύ εκεί θέσεις;
-Κάπως θα τους βολέψουμε. Δυο παίρνουν σήμερα εξιτήριο, κάπου θα βρούμε να βάλουμε κι ένα τρίτο κρεβάτι.

Ο μπελούχιν μας χαιρετάει εύθυμα.
-Φέρτε κι άλλους να ‘χουμε παρέα.
Την επιθυμία του την εκπληρώσαμε την άλλη κιόλας μέρα: φέραμε τον γκόλος και τον σνάιντερ και ύστερα από μια εβδομάδα άλλους τρεις. Ευτυχώς ήταν οι τελευταίοι.
Κάμποσες φορές ο αντόν πήγε στο νοσοκομείο και ρώτησε τη νοσοκόμα πώς πάνε οι άρρωστοί μας. Ο τύφος δε μπόρεσε να κάνει καμία ζημιά στα παιδιά μας.

Ετοιμαζόμαστε πια να αφήνουμε δυο-δυο να κατεβαίνουν στην πόλη, όταν ξάφνου ένα ωραίο ανοιξιάτικο μεσημέρι, ξεπρόβαλε από το δάσος μια σκιά τυλιγμένη στο πάπλωμα. Η σκιά τράβηξε ίσια για το σιδεράδικο κι έβαλε τις φωνές:
-Το λοιπόν, καρβελοτορναδόροι, πώς τα περνάτε; Κι εσύ, όλο διάβασμα έτσι; Κοίτα, απ’ τα αυτιά σου άρχισε να σου φεύγει το μυαλό!

Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν: ο μπελούχιν, αν κι αδυνατισμένος και μαυρισμένος, ήταν όπως και πρώτα χαρούμενος και τίποτε δε φοβόταν στη ζωή. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα του ρίχτηκε: γιατί να ‘ρθει με τα πόδια και γιατί δεν περίμενε ώσπου να πάνε να τον πάρουν;

-Βλέπετε αικατερίνα γκρηγκόριεβνα, μπορούσα και να περιμένω, μα είχα επιθυμήσει πολύ το σπιτικό φαΐ. Όταν μου ‘ρχοταν στο μυαλό ότι οι δικοί μας εδώ τρώνε σταρένιο ψωμί και σούπες και πλιγούρια γεμάτα τα πιάτα, καταλαβαίνετε τι λογιώ θλίψη πλημμύρισε ολόκληρη την ψυχή μου…
Δε μπορώ να βλέπω αυτή τη γκαμπερόσουπα… χε, χε!

-Τι είναι πάλι αυτή η γκαμπερόσουπα;
-Ξέρετε μια τέτοια σούπα έχει περιγράψει ο γκόγκολ και σε μένα τον ίδιο άρεσε φοβερά. Και στο νοσοκομείο πολύ την αγαπούσανε. Μόλις λοιπόν την έβλεπα, με έπιαναν τέτοια γέλια που ανακατευόταν ολάκερος ο οργανισμός μου. Καθόλου, με κανένα τρόπο δε μπόρεσα να προσαρμοστώ. Με πιάναν τα γέλια μέχρι δάκρυ!
Στην αρχή άρχισε να θυμώνει η νοσοκόμα, μα εγώ όλο και πιο πολύ άρχιζα να γελάω κι αυτή να με κατσαδιάζει και γω να γελάω, δώστου και να γελάω! Σα θυμάμαι: γκαμπερόσουπα… Να φάω είναι ολότελα αδύνατο! Μόλις πάρω το κουτάλι αρχίζουν τα γέλια. Κι έτσι λοιπόν έφυγα από κει. Εσείς τι γίνεται; Φάγατε για μεσημέρι; Σίγουρα πλιγούρι θα ‘χει σήμερα.

Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα βρήκε κάπου λίγο γάλα. Δεν πρέπει βέβαια στον άρρωστο να δώσουμε αμέσως πλιγούρι! Ο μπελούχιν την ευχαρίστησε με ευγένεια:
-Σας ευχαριστώ. Σεβαστήκατε ένα μισοπεθαμένο…
Παρόλα αυτά άδειασε το γάλα μέσα στο πιάτο με το πλιγούρι. Η αικατερίνα γκρηγκόριεβνα κούνησε ανήμπορη το χέρι.

Γρήγορα γύρισαν κι οι άλλοι. Ο αντόν πήγε στο σπίτι της νοσοκόμας ένα σακί αλεύρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου