Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Δ. Αστερίου-Η φασιστικοποίηση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου


Αριστερά και πολιτική


Πώς φθάσαμε στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου


Σημείωση «Αριστεράς και Πολιτικής» : Η γνώση της ιστορίας είναι δύναμη και καλός σύμβουλος στο σχεδιασμό των πολιτικών της εργατικής τάξης. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται και ό,τι φαίνεται σαν επανάληψη είναι απλώς μια νέα ιστορία που την προσομοιάζουμε με το παρελθόν για τις ανάλογες συγκρίσεις και άντληση καλύτερων διδαγμάτων. Τα διδάγματα της μιας είναι εργαλεία ανάλυσης για την άλλη.


Δημοσιεύτηκε στη Μαρξιστική Σκέψη, τ. 6, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2012
Του Δημήτρη Αστερίου*


Μέρος πρώτο


Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος απελευθέρωσε τους ασκούς του Αιόλου. Οι λαοί έδρεψαν θύελλες, δαίμονες και ελπίδες στα πολυτάραχα, μυθικά αλλά και σκοτεινά χρόνια του μεσοπολέμου. Η εργατική τάξη γνώρισε ιστορικές νίκες και ζοφερές ήττες. Το σπιράλ της ιστορίας ξετυλίχθηκε στην Ευρώπη με ταχύτατους ρυθμούς. Μέσα σε μια εικοσαετία η Ευρώπη γνώρισε νικηφόρα επανάσταση και επαναστάσεις, αντεπαναστάσεις, τη μεγάλη κρίση, τον φασισμό, τον ταξικό πόλεμο, ενώ ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έκλεισε την αυλαία αυτής της περιόδου.


Ο φασισμός ως πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο αντιστοιχεί στην εποχή του ιμπεριαλισμού, στη φάση της βαθιάς συνολικής κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος. Η οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση αποδέσμευσε κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες είτε θα κερδίζονταν από την εργατική τάξη στον δρόμο της επανάστασης είτε θα χειραγωγούνταν από τη χρηματιστική καπιταλιστική ολιγαρχία ως πρώτη ύλη για την αντεπαναστατική συντριβή του προλεταριάτου και των οργανώσεών του. Ο φασισμός είναι η πιο ακραία μορφή αντεπανάστασης.


Η «Απόφαση πάνω στην τακτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς» του 4ου παγκόσμιου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς (5 Νοεμβρίου έως 5 Δεκεμβρίου 1922) διατύπωνε με εύστοχο τρόπο:


«Η επιθετική πολιτική της μπουρζουαζίας εναντίον του προλεταριάτου, όπως αυτή εκδηλώνεται με τον πιο ολοφάνερο τρόπο στο διεθνή φασισμό, βρίσκεται σε στενότατη σχέση με την επίθεση του κεφαλαίου στο οικονομικό πεδίο. Επειδή η φτώχεια και η δυστυχία επιταχύνουν την εξέλιξη του πνεύματος των μαζών σε κατεύθυνση επαναστατική, κι αυτό το προτσές αγκαλιάζει και τις μεσαίες τάξεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι δημόσιοι υπάλληλοι, με αποτέλεσμα να κλονίζεται η ασφάλεια της μπουρζουαζίας, που παύει να έχει στο πρόσωπο της γραφειοκρατίας ένα υποτακτικό όργανο, οι μέθοδοι της νόμιμης επιβολής δεν είναι πια αρκετές για την μπουρζουαζία. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο
η τάξη αυτή έχει καταπιαστεί παντού να δημιουργεί λευκοφρουρούς με ειδικό προορισμό να καταπολεμούν όλες τις επαναστατικές προσπάθειες του προλεταριάτου και οι οποίοι στην πραγματικότητα ολοένα και περισσότερο χρησιμοποιούνται στο τσάκισμα των προσπαθειών του προλεταριάτου να καλυτερέψει τη θέση του.»1


Το 1923 η Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς επισημαίνει: «Ο φασισμός δεν στρέφεται ενάντια στο ένα ή το άλλο πολιτικό ρεύμα της εργατικής τάξης, αλλά ενάντια σε ολόκληρη την τάξη, γιατί η αστική τάξη βλέπει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να πετύχει τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού μόνο με την εντατική εκμετάλλευση και την ολοκληρωτική πολιτική υποδούλωση όλων των εργατών.»2


Στην εμφάνιση και την πορεία διαμόρφωσης του φασισμού παίζουν ρόλο μια σειρά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: η κρισιμότητα της κατάστασης για την αστική τάξη, το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης, καθώς και εκείνοι οι παράγοντες που έχουν σχέση με κοινωνικές, εθνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες. Όμως η ουσία παραμένει η ίδια, η βίαιη και αιματηρή συντριβή του εργατικού κινήματος, η οποία ενίοτε παίρνει τη μορφή της προληπτικής αντεπανάστασης και ενίοτε έρχεται ως αποτέλεσμα της στρατιωτικής ήττας της εργατικής τάξης σε έναν εμφύλιο πόλεμο (Ισπανία).


Η παρατεταμένη πολιτική κρίση στα πλαίσια της γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης ωθεί αποφασιστικούς τομείς του μονοπωλιακού χρηματιστικού κεφαλαίου να αναζητήσουν λύσεις εκτός του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Το φλερτ της αστικής τάξης με τη δικτατορία γίνεται ο αρραβώνας με τον φασισμό που στεφανώνεται με την ολοκληρωτική φασιστική δικτατορία. Η πρώτη ύλη για τη σύσταση των αντεπαναστατικών αντιπρολεταριακών συμμοριών του φασισμού είναι εκείνα τα μικροαστικά στρώματα που χάνουν την παλιά κοινωνική τους θέση, τρέμουν να αντικρίσουν την πραγματικότητα του ξεπεσμού τους και μεταθέτουν την κοινωνική τους αποκατάσταση στη συντριβή της εργατικής τάξης νομίζοντας έτσι ότι θα αποφύγουν τη μοίρα τους. Η αντιπλουτοκρατική δημαγωγία που συγχρόνως συνοδεύει το αντιπρολεταριακό μίσος βρίσκει ευκολότερα έδαφος στα μεσαία στρώματα και στους τυχοδιώκτες όλων των ειδών.


Ενώ η Ιταλία και η Γερμανία έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη γενεαλογία του φασισμού, ο τελευταίος δεν περιορίζεται μόνο σε αυτές τις χώρες. Παρουσιάζεται με ποικιλία μορφών τόσο ως απειλή όσο και ως καθεστώς σε πολλές χώρες της Ευρώπης του μεσοπολέμου και όχι μόνο σε αυτές.


Το φασιστικό φαινόμενο σε δύο βαλκανοδουνάβειες χώρες


Προτού εξετάσουμε τις ιδιαιτερότητες του φασιστικού φαινομένου στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, θα αναφερθούμε στον φασισμό σε δύο χώρες της βαλκανοδουνάβειας περιοχής την ίδια περίοδο πιστεύοντας ότι αυτή η αναφορά θα βοηθήσει να δούμε καλύτερα τις ομοιότητες και τις διαφορές με την Ελλάδα.


Ουγγαρία


Στην Ουγγαρία μετά την αντεπανάσταση του 1919 στην πολιτική σκηνή επιβάλλεται ο ναύαρχος Χόρτυ, ο οποίος καθιερώνει ένα δεξιό αυταρχικό καθεστώς, το οποίο ευνοούσε την ανάπτυξη των φασιστικών και φασιζουσών οργανώσεων και κινήσεων. Μήτρα του ουγγρικού φασισμού ήταν η λευκή αιματηρή αντεπανάσταση η οποία ανέτρεψε την πρόσκαιρη δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων του 1919.


Οι φασιστικές οργανώσεις στην Ουγγαρία καταλαμβάνουν ευρύ φάσμα.


Η πρώτη χρονικά φασιστική οργάνωση, η οποία επηρεάστηκε από τον ιταλικό φασισμό, είναι εκείνη του αξιωματικού Γκιούλα Γκέμπες, η οποία έγινε γνωστή ως οι φασίστες του Ζέγκεντ, από την πόλη στην οποία οργανώθηκε η αντεπανάσταση του 1919. Όταν ο Γκιούλα Γκέμπες υπουργοποιείται το 1929 διαλύει το Κόμμα της Φυλετικής Άμυνας, την κυριότερη πολιτική οργάνωση των φασιστών του Ζέγκεντ.


Το 1932 μέσα στην καρδιά της οικονομικής κρίσης ο Χόρτυ ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Γκιούλα Γκέμπες. Ο Γκέμπες ανέλαβε τον πλήρη έλεγχο του κυβερνητικού κόμματος, του οποίου άλλαξε τον τίτλο σε Κόμμα της Εθνικής Ενότητας και διεύρυνε την οργάνωσή του σε όλη τη χώρα και σε βασικούς κοινωνικούς τομείς. Δημιούργησε επίσης μια φασίζουσα οργάνωση νεολαίας, τους Προωθημένους Φρουρούς, είδος πολιτοφυλακής με 60.000 μέλη.


Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία η επιρροή των ναζιστών στον ουγγρικό φασισμό αυξήθηκε κατακόρυφα.


Τη δεκαετία του 1930 δημιουργούνται ποικίλες εθνικοσοσιαλιστικές οργανώσεις: Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Εργασίας, γνωστό επίσης ως Σκυθικός Σταυρός, Ουγγρικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα των Εργατών Γης και των Εργατών, Ουγγρικό Εθνικοσοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα, Ουγγρικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, κ.α.


Η σημαντικότερη ουγγρική ναζιστική οργάνωση ήταν τα Σταυρωτά Βέλη του Φέρενκ Σάλασι, τα οποία ιδρύονται το 1935. Ο Σάλασι ευαγγελιζόταν τη δημιουργία της Μεγάλης Καρπαθοδουνάβειας Πατρώας Γης, η οποία θα διοικούνταν από τους Ούγγρους. Σύμφωνα με το μεγαλοϊδεατικό σχέδιο του Σάλασι, η Μεγάλη Καρπαθοδουνάβεια Πατρώα Γη υπό ουγγρική ηγεσία θα γινόταν μαζί με τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία μία από τις τρεις ηγέτιδες δυνάμεις στη «νέα Ευρώπη».


Στο βιβλίο του Ut es sel (Το μονοπάτι και ο σκοπός) ο Σάλασι υποστήριζε ότι ο «ουγγρισμός» συνδύαζε «τα καλύτερα στοιχεία του χριστιανισμού και του σοσιαλισμού σε έναν πεφωτισμένο εθνικοσοσιαλισμό». Σε μια τέτοια κοινωνία, έλεγε ο Σάλασι, οι εβραίοι δεν είχαν θέση.3


Υπό τον μανδύα ενός ψευτοκοινοβουλευτισμού διεξάγονται έντονες και σε πολλές περιπτώσεις βίαιες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις των διαφόρων ακροδεξιών, εθνικιστικών και φασιστικών φατριών και οργανώσεων. Τα Σταυρωτά Βέλη, που γνώρισαν αριθμητική ανάπτυξη, έπρεπε να περιμένουν την έξωθεν επέμβαση της Γερμανίας για να καταλάβουν την εξουσία.


Η ουγγρική αστική τάξη και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ζούσαν με τον φόβο και τον τρόμο της επανάστασης των εργατικών συμβουλίων του 1919. Γι’ αυτό όχι μόνο στήριξαν τη φασιστικοποίηση, αλλά συμμετείχαν ενεργά σε αυτή. Την περίοδο 1934-36 έχουμε κύμα απεργιών οι οποίες αγκαλιάζουν πολλούς κλάδους: τη βυρσοδεψία, την υφαντουργία, το μέταλλο, τις οικοδομές, κλπ. Αυτό το πλατύ απεργιακό κύμα ματαίωσε τους αντεργατικούς νόμους τους οποίους ετοίμαζε η κυβέρνηση Χόρτυ-Γκέμπες. Η αντίσταση των μαζών και η κυβερνητική αστάθεια χαρακτήριζαν την κυβέρνηση του Ντάρανυϊ, ο οποίος διαδέχθηκε το 1936 τον Γκέμπες μετά τον θάνατό του. Τον Μάιο του 1938 ο Ντάρανυϊ παραιτείται και αντικαθίσταται από την κυβέρνηση Μπέλα Ίμρεντυ, η οποία υπογράφει αντισημιτικό νομο και προσχωρεί το 1939 στο Σύμφωνο της Αντικόμιντερν.


Μετά την κατάληψη της Ουγγαρίας από τα γερμανικά στρατεύματα τον Μάρτιο του 1944 και τη μετατροπή της χώρας από σύμμαχο του Άξονα σε γερμανικό προτεκτοράτο, οι Γερμανοί ναζιστές ανεβάζουν στην εξουσία της Ουγγαρίας τα Σταυρωτά Βέλη του Σάλασι, που εξαπολύουν άγρια τρομοκρατία. Μπροστά στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού ο Σάλασι διέφυγε στη Γερμανία. Μετά την απελευθέρωση της Ουγγαρίας δικάστηκε και εκτελέστηκε για εγκλήματα πολέμου το 1946.


Ρουμανία


Στη Ρουμανία υπήρξε μια πραγματικά μαζική φασιστική οργάνωση, η Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, γνωστή και ως Σιδηρά Φρουρά. Ο αντισημιτισμός, που είχε ευρύτερη διάδοση, αποτελούσε ιδεολογικό απόθεμα της Σιδηράς Φρουράς μαζί με τον εθνικοχριστιανικό μυστικισμό. Η Λεγεώνα επιδίωκε την αντικατάσταση του κοινοβουλίου από μια ιδιόμορφη κορπορατίστικη συνέλευση βασισμένη στην «οικογενειακή ψήφο». Ήταν υπέρ ενός εθνικού συλλογικού κοινοτισμού σε αντιπαράθεση με τον υλισμό του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού. Για τη Λεγεώνα οι υλικές ανάγκες ήταν δευτερεύουσες: «Φωνάξτε δυνατά παντού ότι το κακό, η μιζέρια και η καταστροφή έχουν τις ρίζες τους στην ψυχή!»


Η κοινωνική βάση της Λεγεώνας ήταν μικροαστικά και μεσοαστικά στρώματα. Ξεκίνησε κυρίως ως φοιτητικό κίνημα, όμως η ευρύτερη βάση και η εκλογική επιρροή της ήταν οι μεσαίοι αγρότες.


Σε μια ασταθή και σε μόνιμη κρίση πολιτική ζωή, που στα τέλη του 1937 είχε οδηγηθεί στο σημείο αδυναμίας να σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση, στις 10 Φεβρουαρίου 1938 ο βασιλιάς Κάρολος προχωρά σε πραξικόπημα και σχηματίζει κυβέρνηση υπό την αιγίδα του ορθόδοξου Πατριάρχη Μίρον Κριστέα, η οποία κυβερνά με διατάγματα και έκτακτα μέτρα.


Όλη την προηγούμενη περίοδο η αστική τάξη βλέπει με συμπάθεια και δέος τις φασιστικές και φασίζουσες οργανώσεις. Η σχέση αγάπης και φόβου οδηγεί το 1931 την κυβέρνηση να διαλύσει επισήμως τη Λεγεώνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και την πολιτοφυλακή της, τη Σιδηρά Φρουρά, συλλαμβάνοντας προσωρινά τον Κοντρεάνου και άλλους ηγέτες της. Αυτό δεν εμποδίζει τη δράση της οργάνωσης με άλλους τίτλους. Το 1933 επιτρέπεται πάλι η νόμιμη λειτουργία της Λεγεώνας. Στις εκλογές της 9ης Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς η Λεγεώνα κερδίζει 200.000 ψήφους και γίνεται το τρίτο κόμμα στη χώρα.


Ο κορπορατισμός, βασικό στοιχείο του φασισμού, εμπνέει τους αστούς πολιτικούς και θεωρητικούς. Ο Μανοϊλέσκου, στέλεχος του Λαϊκού Κόμματος του Αβερέσκου, που στη συνέχεια το εγκαταλείπει, ιδρύει το 1928 την Εθνική Κορπορατίστικη Ένωση. Η φιλελεύθερη κυβέρνηση τον ανταμείβει διορίζοντάς τον επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας. Τελικά ο Μανοϊλέσκου προχωρά πέρα από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και εισηγείται τη δημιουργία μονοκομματικού κορπορατιστικού συστήματος για τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογική ανάπτυξη της βιομηχανίας. Ας σημειώσουμε ότι η κρατική Εθνική Τράπεζα, καθώς και άλλες κρατικές πηγές μετακυλούν συνεχώς μεγάλους χρηματικούς πόρους στους ιδιώτες καπιταλιστές.


Την ίδια εποχή δρουν στη Ρουμανία και άλλες φασιστικές και φασίζουσες οργανώσεις με έντονα αντισημιτικά χαρακτηριστικά. Η Ένωση της Εθνικής Χριστιανικής Άμυνας (LANC), που ιδρύεται το 1922, συνενώνεται με άλλες τρεις εθνικιστικές οργανώσεις. Άλλωστε από αυτή την οργάνωση προήλθε ο Κορνέλιου Ζέλεα Κοντρεάνου, ιδρυτής και ηγέτης της Λεγεώνας του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η LANC, το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ρουμανίας του συνταγματάρχη Στεφάν Ταταρέσκου με έντονο φιλογερμανικό προσανατολισμό, είναι ορισμένες από τις φασιστικές οργανώσεις που δρουν αυτή την περίοδο στη Ρουμανία.


Παρ’ όλα αυτά η Λεγεώνα παραμένει η μόνη μαζική φασιστική οργάνωση στη χώρα και καταγράφεται ως ένα από τα ισχυρότερα φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη. Το 1937 έχει ήδη 200.000 μέλη. Αυτή τη χρονιά αυξάνεται η επιρροή της Γερμανίας στη Ρουμανία. Η σύγκρουση του Κοντρεάνου με τους στόχους της αντίστοιχης και ομογάλακτης φασιστικής οργάνωσης της Ουγγαρίας Σταυρωτά Βέλη, την οποία ευνοούν οι ναζιστές, αφορά τους στόχους για την καρπαθοδουνάβεια ομοσπονδία. Η Λεγεώνα του Κοντρεάνου γίνεται με ακραίο τρόπο φιλογερμανική και καλεί σε άμεση συμμετοχή της Ρουμανίας στον γερμανοϊταλικό Άξονα. Η δικτατορία του βασιλιά Καρόλου στρέφεται εναντίον της. Η αιματηρή σύγκρουση βασιλικής δικτατορίας και Σιδηράς Φρουράς εδραιώνει τη θέση της βασιλικής βοναπαρτίστικης δικτατορίας, η οποία παίρνει όλο και περισσότερο φασιστικά χαρακτηριστικά. Τον Δεκέμβριο του 1938 ύστερα από τη θέσπιση νέου συντάγματος ο βασιλιάς ιδρύει το κρατικό Κόμμα της Εθνικής Αναγέννησης, που το 1940 μετονομάζεται σε Κόμμα του Έθνους. Τον Σεπτέμβριο του 1940 ο Κάρολος εξαναγκάζεται σε παραίτηση, αφού προηγουμένως αναγνωρίσει τη στρατιωτική δικτατορία του στρατηγού Αντονέσκου, η οποία προσδένει τη Ρουμανία στον Άξονα.


Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ρουμανίας είναι ότι ένα καθεστώς φιλοναζιστικό συγκρούεται αιματηρά με μια φιλοναζιστική φασιστική οργάνωση, τη Λεγεώνα-Σιδηρά Φρουρά. Ακόμη και το 1941 στις 22-24 Ιανουαρίου οι Λεγεωνάριοι με τη βοήθεια της Γκεστάπο επιχειρούν πραξικόπημα, το οποίο καταστέλλει βίαια ο Αντονέσκου εξουδετερώνοντας τη Σιδηρά Φρουρά.


Τα παραπάνω δείχνουν ότι στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια τα φασιστικά κινήματα και η φασιστικοποίηση του κράτους είναι παράλληλες, συγκρουόμενες και αλληλοσυμπλεκόμενες διαδικασίες. Δεν πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον μεσοπολεμικό φασισμό σε αυτή την περιοχή με μηχανιστικό τρόπο. Είναι ένα φαινόμενο που υπόκειται σε αρκετά σύνθετες διαδικασίες, οι οποίες έχουν να κάνουν με την καθυστέρηση χωρών κατεξοχήν αγροτικών με έντονες ιδιαιτερότητες και πολυποίκιλες επιρροές από την πλευρά των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.


Μέρος δεύτερο


Το φασιστικό φαινόμενο στην Ελλάδα


Η εγγενής αστάθεια της Β΄ Δημοκρατίας στην Ελλάδα

Από τη γένεσή της έως την κατάληξή της η αβασίλευτη δημοκρατία στην Ελλάδα σφραγίστηκε από τις παρεμβάσεις των διαφόρων στρατιωτικών φατριών. Όλο το διάστημα της ύπαρξής της γνώρισε πραξικοπήματα, στρατιωτικές παρεμβάσεις και δικτατορία. Ο ρόλος των στρατιωτικών ήταν να παρεμποδίζουν τον λαϊκό παράγοντα και να παραμερίζουν τη δράση των μαζών στα κρίσιμα πολιτικά δρώμενα και στα πολιτειακά γεγονότα.


Η μικρασιατική εκστρατεία, στην οποία σύρθηκε ο ελληνικός λαός από τον κύριο εκφραστή του ελληνικού αστισμού, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος συνέδεσε τις βλέψεις της ελληνικής αστικής τάξης με τα συμφέροντα της ιμπεριαλιστικής Αντάντ, είχε δραματική κατάληξη. Στη Μυτιλήνη το διήμερο 11-12 Σεπτεμβρίου 1922 συνέρχεται η αυτοανακηρυχθείσα Επαναστατική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν οι συνταγματάρχες Νίκος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς, ο αντιπλοίαρχος Δ. Φωκάς και ο διοικητής του στόλου, πλοίαρχος Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος. Γραμματέας αυτής της σύσκεψης ήταν ο ταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής. Με αυτή την πράξη δρομολογήθηκε η Ελληνική Δημοκρατία η οποία ανακηρύχθηκε στις 23 Μαρτίου του 1924 από την Εθνοσυνέλευση η οποία προήλθε από τις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923.


Στην κατάσταση που διαμορφώνεται με τη λήξη της μικρασιατικής τραγωδίας η χώρα γνωρίζει βαθιά κοινωνική και πολιτική κρίση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στην οποία οξύνονται όλες οι αντιθέσεις. Στο πλαίσιο αλλά και στο περιθώριο των δύο παρατάξεων, της φιλομοναρχικής και της φιλοβενιζελικής, σχηματίζονται παρακομματικές συμμορίες, ομάδες κρούσης με λαϊκίστικα χαρακτηριστικά.


Μετά το 1920 η παράταξη του Γούναρη ανακαλύπτει τη «χρεωκοπία» του κοινοβουλευτισμού και τον αντιπαραθέτει σε έναν πρωτογενή κορπορατισμό, δηλαδή σε ένα σύστημα συντεχνιακής εκπροσώπησης. Μερίδα του Λαϊκού Κόμματος ζητά την ανανέωση του πολιτικού κόσμου και την αντικατάσταση της Βουλής από ένα «παρακοινοβούλιο». Κέντρο αυτών των απόψεων είναι το έντυπο Πρωτεύουσα, όργανο του Λαϊκού Κόμματος του Γούναρη, με διευθυντή τον Αρίστο Καμπάνη, ο οποίος προέρχεται από τους Κοινωνιολόγους και θα γίνει ένας από τους ιδεολόγους του μεταξικού καθεστώτος. Τα κηρύγματά του συνοδεύονται από απαιτήσεις περιστολής των πολιτικών ελευθεριών, λογοκρισίας, επιβολής στρατιωτικού νόμου και επέκτασης των αρμοδιοτήτων της μυστικής αστυνομίας.


Το 1922 η Πρωτεύουσα ζητά τη στρατιωτικοποίηση των πολιτικών συλλόγων του Λαϊκού Κόμματος διακηρύσσοντας: «Δια να σταματήση η αντιδραστική προπαγάνδα πρέπει να ιδρυθούν Τάγματα Ελλήνων Φασιστών.»4


Τα πρώιμα φασιστικά φαινόμενα γεννιούνται και παραμένουν στα πλαίσια των ίδιων των αστικών κομμάτων και διατηρούν τους δεσμούς τους με αυτά σε όλες τις φάσεις του πολιτικού βίου του μεσοπολέμου.


Το 1925 ο Πάγκαλος, ο οποίος είχε συμμετάσχει στην «επανάσταση» του 1922, κάνει τη δική του «επανάσταση». Με στρατιωτικό κίνημα ανατρέπει την ανίσχυρη κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου, διαλύει την Εθνοσυνέλευση με διάταγμα στις 30/9/1925 και στις 4 Ιανουαρίου 1926 ανακηρύσσει τη δική του εφήμερη δικτατορία. Στις 26 Αυγούστου 1926 ο Κονδύλης ανατρέπει τον Πάγκαλο και αποκαθιστά τον προηγούμενο πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κουντουριώτη.


Μετά τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 1926 ορκίζεται οικουμενική κυβέρνηση στις 4 Δεκεμβρίου με πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, στην οποία συμμετείχαν ο Π. Τσαλδάρης, ο Γεώργιος Καφαντάρης, ο Α. Μιχαλακόπουλος, ο Ιωάννης Μεταξάς και ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Αυτή η κυβέρνηση, παρότι στηρίζεται σε όλο το φάσμα των δύο αστικών πολιτικών παρατάξεων και η ίδια αισθάνεται ισχυρή, στην πραγματικότητα αποδεικνύεται αδύναμη. Μετά τη δολοφονική επίθεση, με νεκρούς και τραυματίες, του στρατού εναντίον των αυτοκινητιστών και άλλων επαγγελματιών που διαδήλωναν διαμαρτυρόμενοι για τη δυσβάσταχτη φορολογία, η νέα κυβέρνηση αποσταθεροποιείται. Απέναντι στα μικροαστικά στρώματα όταν μπαίνουν στον δρόμο του διεκδικητικού αγώνα η κυβέρνηση χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους τις οποίες χρησιμοποιούσε εναντίον των εργατών και των αγροτών. Η κυβερνητική αστάθεια που ακολουθεί κάνει την αστική τάξη να αναζητά την επάνοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου για την αντιμετώπιση του ανερχόμενου εργατικού κινήματος.


Άνοδος του εργατικού κινήματος


Τον Ιούνιο του 1928 ξεσπά μεγάλο απεργιακό κύμα με διαδηλώσεις, συγκρούσεις, τραυματισμούς και θανάτους εργατών. Ύστερα από πενταετή υποχώρηση των εργατικών κινητοποιήσεων έχουμε μια καινούργια άνοδο της ταξικής πάλης. Στις αρχές Ιανουαρίου 1929 απεργούν οι μεταλλωρύχοι στη Στρατονίκη της Χαλκιδικής και για πολλές ημέρες οι εργάτες συγκρούονται με τους χωροφύλακες. Οι συγκρούσεις κορυφώνονται στις 22 Ιανουαρίου. Τον ίδιο μήνα οι εργάτες των τσιμέντων του Βόλου απεργούν διεκδικώντας το οκτάωρο. Την 1η Φεβρουαρίου αρχίζει η απεργία των μεταλλωρύχων του Λαυρίου. Η απεργία έχει μεγάλη διάρκεια και μαζικότητα και αντιμετωπίζεται με βία από τις κρατικές αρχές και την εργοδοσία. Τον επόμενο μήνα οι εργάτες λιπασμάτων, τσιμέντων και εργοστασίων οινοποιΐας της Ελευσίνας ξεσηκώνονται, ζητούν εφαρμογή του οκταώρου, αύξηση μισθών κατά 40%, τακτική πληρωμή του βδομαδιάτικου, αναγνώριση των σωματείων και επαναπρόσληψη των απολυμένων. Στα αιτήματα των εργοστασιακών εργατών προσχωρούν και οι φορτοεκφορωτές του λιμανιού. Ο κατάλογος των απεργιών είναι μεγάλος και δείχνει ότι βρισκόμαστε σε μια σημαντική φάση ανόδου του εργατικού κινήματος.


Το Φιλελεύθερο Κόμμα δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να λύσει το διπλό πρόβλημα: πώς να επικρατήσει στον πολιτικό αγώνα και πώς ταυτοχρόνως να ελέγξει την κοινωνική αναταραχή την οποία προκαλούσε η μεγάλη οικονομική κρίση. Με την επίταση της οικονομικής κρίσης το 1932 ύστερα από πολλές ταλαντεύσεις, οι οποίες κατέληξαν στις πρόσκαιρες παραχωρήσεις της κυβέρνησης Παπαναστασίου, η κυρίαρχη πτέρυγα των Φιλελευθέρων, εγκαταλείποντας την προώθηση «φιλολαϊκών» μεταρρυθμίσεων, αρχίζει να προσανατολίζεται στην προσπάθεια να στηθεί ένα αυταρχικό κράτος. Την ίδια περίοδο στον άλλο πόλο του αστισμού, στους Λαϊκούς, ενισχύονται οι φιλοφασιστικές τάσεις.


Υποστηρικτές των φασιστικών τάσεων και στις δύο αστικές πολιτικές παρατάξεις, επικαλούμενοι τον κίνδυνο της κοινωνικής αναταραχής και την άνοδο της ταξικής πάλης, προσπαθούν «να πείσουν το πλέγμα εξουσίας, τους αστούς πολιτικούς και αξιόλογα τμήματα των αστών και των μικροαστών πως η λύση βρισκόταν στην αντικατάσταση του κοινοβουλευτικού συστήματος από ένα καθεστώς στηριγμένο στα φασιστικά πρότυπα».5


Οι φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα


Η ακροδεξιά πτέρυγα του Λαϊκού Κόμματος υποστηρίζει και συνδέεται με ποικίλους τρόπους με διάφορα φασιστικά στοιχεία, κυρίως όμως με την οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωση Ελλήνων), οργάνωση βαθιά αντικομμουνιστική και αντισημιτική, η οποία σχηματίστηκε το 1927 στη Θεσσαλονίκη. Στόχος αυτής της οργάνωσης, όπως ισχυριζόταν η ίδια, ήταν «η άμυνα του έθνους» από την απειλή του κομμουνισμού. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν ο αντικοινοβουλευτισμός και ο αγώνας, όπως διατεινόταν, ενάντια σε όλα τα αλλότρια ρεύματα που ευθύνονταν για την οικονομική και ηθική κρίση στην οποία είχε περιέλθει η ελληνική κοινωνία. Πρέπει να επισημανθεί ότι η ΕΕΕ ήταν μια από τις διάφορες οργανώσεις που συνέθεταν τον φασιστικό αστερισμό στη χώρα μας.


Με εξαίρεση την ΕΕΕ που είχε μια κάποια μικροαστική και πληβειακή σύνθεση, όλες σχεδόν οι πρώιμες φασιστικές οργανώσεις στην Ελλάδα συγκροτούνται κυρίως από στρατιωτικούς, πολιτικούς όλου του φάσματος των αστικών κομμάτων, πανεπιστημιακούς, γιατρούς και άλλα πρόσωπα της «καλής κοινωνίας». Ενδεικτική είναι μια πρόχειρη απαρίθμηση ορισμένων από τους ιδρυτές των πρώτων φασιστικών οργανώσεων: στρατηγός Γ. Ψάρρας, Ευάγγελος Συνοίκης, ο οποίος στη συνέχεια διετέλεσε αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ο στρατηγός Ν. Τσιπούρας του Κόμματος Εθνικής Αναδημιουργίας, ο στρατηγός Σαρηγιάννης, ο πρώην υπουργός Α. Αθηνογένης, ο γιατρός Αριστείδης Ανδρόνικος, ο δήμαρχος Καλλιθέας Ιωάννης Αραπάκης, ο στρατηγός Ν. Καλομενόπουλος, ο ναύαρχος Δημ. Θεοφανόπουλος, ο αρχιμανδρίτης Καλιατζής, καθώς και ο γνωστός δήμαρχος Πειραιά στα χρόνια της χούντας Α. Σκυλίτσης της Πανελληνίου Ενώσεως Κοινωνικής Αμύνης (ΠΕΚΑ).


Το 1931 έκανε την εμφάνισή της η οργάνωση Σιδηρά Ειρήνη. Οργανωτής της ήταν ο απόστρατος συνταγματάρχης Ν. Νικλάμπας, ο οποίος είχε πολιτευτεί με τον συνδυασμό του Ιωάννη Μεταξά. Συναρχηγός του ήταν ο απόστρατος ταγματάρχης Παυσανίας Κατσώτας, ο οποίος μεταπολεμικά διετέλεσε δήμαρχος Αθηναίων, υπουργός Δημοσίας Τάξεως (1945, 1950) και υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας το 1964 στην κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Τα μέλη αυτής της οργάνωσης φορούσαν μπλε πουκάμισα μιμούμενοι τους μελανοχίτωνες του Μουσολίνι και είχαν υιοθετήσει τον φασιστικό χαιρετισμό. Στις αρχές του 1932 ο Κατσώτας αποχωρεί από τη Σιδηρά Ειρήνη και προσχωρεί στην οργάνωση του ναυάρχου Α. Χατζηκυριάκου. Όμως λίγο αργότερα ο ναύαρχος εγκαταλείπει την οργάνωση για να ενωθεί με τον στρατηγό Θ. Πάγκαλο στις εκλογές.6 Παρόμοια ρευστότητα χαρακτηρίζει και τις άλλες φασιστικές και φασίζουσες οργανώσεις.


Σε διαφορά όχι μόνο με την Ιταλία και τη Γερμανία αλλά και με μια σειρά χώρες της ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, στην Ελλάδα δεν αναπτύσσεται μαζικό φασιστικό κίνημα. Στη θέση του δεξιού ριζοσπαστισμού είχαμε έναν δεξιό φιλοδικτατορικό συντηρητισμό, που διεμβόλιζε όλες τις αστικές πολιτικές παρατάξεις και το ίδιο το αστικό κράτος. Σε αυτό το έδαφος η αστική τάξη φλερτάρει και συνάπτει σχέσεις με τον φασισμό.


Οι δυνατότητες των φασιστικών οργανώσεων βασίζονται στις σχέσεις τις οποίες έχουν τα πρόσωπα που τις επανδρώνουν με το αστικό πολιτικό προσωπικό και τον κρατικό μηχανισμό. Η παρουσία των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα της ελληνικής Δημοκρατίας του μεσοπολέμου είναι σε πολλές περιπτώσεις ο συνδετικός κρίκος. Η αστική τάξη όχι μόνο φλερτάρει με την ιδέα του φασισμού, αλλά όλο και περισσότερο αποβλέπει σε μια φασίζουσα δικτατορική λύση αναζητώντας το ισχυρό κράτος της «νέας τάξης πραγμάτων». Ο φόβος της αστικής τάξης για την εργατική τάξη παρά τις αδυναμίες της τελευταίας οφείλεται στη δική της πολιτική αστάθεια, η οποία επιτείνεται με την κρίση του 1930.


Αναζήτηση φασιστικής λύσης από την αστική τάξη και τους αστούς πολιτικούς

Στην Ελλάδα οι συνθήκες ζωής και εργασίας της εργατικής τάξης ήταν άθλιες: μισθοί πείνας, απουσία προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας, ανυπαρξία κοινωνικών κατακτήσεων. Οι Έλληνες καπιταλιστές διακρίνονται για την άρνησή τους να δεχθούν και τις παραμικρές παραχωρήσεις στους εργαζομένους διατηρώντας τους μισθούς στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Μέλημά τους ήταν να συμπιέζουν συνεχώς το εργατικό κόστος υποβιβάζοντας περαιτέρω την αξία της εργατικής δύναμης.


«Η ταχύρρυθμη μεγέθυνση της βιομηχανικής παραγωγής εξαρτιόταν από το φθηνό εργατικό κόστος: οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 13% περίπου μεταξύ 1930 και 1935, καθώς η διαθέσιμη ανειδίκευτη εργασία τους κρατούσε καθηλωμένους.»7


Μπροστά στην ανερχόμενη ταξική πάλη ο Βενιζέλος παροτρύνει τους εργοδότες να δεχθούν την εργατική νομοθεσία ως «ανάχωμα έναντι των επαναστατικών θεωριών του ταξικού αγώνα». Όμως οι εκπρόσωποι των βιομηχάνων αρνούνται μια τέτοια ιδέα χαρακτηρίζοντάς την ακατάλληλη για την Ελλάδα. Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων δημοσιεύει προτάσεις για ένα σχέδιο νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης την ίδια περίοδο που ψήφιζε στη βουλή το «ιδιώνυμο». Αυτές οι προτάσεις έχουν ατυχή κατάληξη, αφού αποσύρονται κάτω από τις πιέσεις των επιχειρηματιών. Τον Δεκέμβριο του 1930 ο ίδιος ο Βενιζέλος αντιτάχθηκε έντονα στα σχέδια για την καθιέρωση επιδόματος ανεργίας με το επιχείρημα ότι «θα αδειάσουν την ύπαιθρον, θα εκκενώσουν τους αγρούς και θα προσκαλέσουν όλους εκείνους οι οποίοι δεν έχουν διάθεσιν να εργασθούν εις τας πόλεις ώστε να εγγραφούν δια το επίδομα».8


H ψήφιση του ιδιώνυμου από την κυβέρνηση Βενιζέλου το καλοκαίρι του 1929 αποτελεί σταθμό στην πορεία φασιστικοποίησης. Με τον νόμο αυτό δεν κηρύσσεται μόνο ο κομμουνισμός ιδιώνυμο αδίκημα αλλά στην ουσία κάθε εργατικός αγώνας. Το δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 του ιδιώνυμου προβλέπει ότι «με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις». Εφόσον η διάταξη αυτή δεν συνδέει το υποτιθέμενο «αδίκημα» με την πρόθεση ανατροπής του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος, στην ουσία θεωρεί «ιδιώνυμο» αδίκημα τους διεκδικητικούς αγώνες των εργαζομένων.


Το αντεργατικό οπλοστάσιο θα συμπληρωθεί με τον αναγκαστικό νόμο περί υποχρεωτικής διαιτησίας της 16ης Νοεμβρίου 1935 μετά το στρατιωτικό προνουντσιαμέντο του Οκτωβρίου 1935 και την ανάληψη της κυβέρνησης από τον Γ. Κονδύλη. Το άρθρο 10 αυτού του νόμου επιβάλλει τόσους περιορισμούς για την κήρυξη απεργίας που ουσιαστικά ισοδυναμεί με κατάργηση του απεργιακού δικαιώματος.


Η κυβέρνηση Τσαλδάρη, η οποία ανέρχεται το 1933, αποδεικνύεται αναποτελεσματική να ελέγξει την ταξική πάλη προς όφελος του κεφαλαίου, παρά τη χρήση ωμής βίας για την αντιμετώπιση των εργατικών κινητοποιήσεων. Αυτό φάνηκε στην καπνεργατική απεργία τον Ιούλιο του 1933.


Η αδυναμία της κυβέρνησης κάνει όλο και περισσότερο την αστική τάξη να διερευνά λύσεις πιο αποδοτικές για το κεφάλαιο. «Ο φασισμός πρόσφερε μια διέξοδο για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο Κονδύλης, ο οποίος έμελλε να καταλάβει πραξικοπηματικά την εξουσία τον Νοέμβριο του 1935, διατυμπάνιζε παντού τη συνάντηση που είχε με τον Μουσσολίνι το προηγούμενο καλοκαίρι, χαιρετίζοντάς τον ως “τον μεγαλύτερο άνδρα της συγχρόνου εποχής“, ο οποίος είχε “επιτύχει λαμπρόν έργον, πειθαρχών έναν ζωηρόν λαόν... και λύων το πρόβλημα της συνεργασίας μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας”.»9


Η στροφή των Ελλήνων αστών πολιτικών στην ιδέα μιας φασιστικής λύσης αποκαλύπτεται και από τη συζήτηση του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον στρατηγό Πλαστήρα τα χαράματα της 6ης Μαρτίου 1933 μετά τις εκλογές της προηγούμενης ημέρας. Απαντώντας στην πρόταση του Πλαστήρα για φασιστικό πραξικόπημα, ο Βενιζέλος, αφού εκδηλώσει την απογοήτευσή του για το κοινοβουλευτικό καθεστώς, συνεχίζει:


«Η Ιταλία, προσέθεσεν, επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ, ενώ εις την Ελλάδα δεν υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ, συνέχισεν ο Βενιζέλος, δεν νομίζω, αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο Μουσσολίνι. Όχι μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσσολίνι. Μετά δύο έως τρεις μήνας θα καταπέσης οικτρώς, διότι κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που έχεις να αντιμετωπίσης, δεν θα κατορθώσης να λύσης. Και χαριτολογών κατέληξεν ο Βενιζέλος: “Aν πείσης τον Μουσσολίνι να αφήση την Ιταλίαν και να έρθη εδώ, τότε, ίσως, συμφωνήσω να γίνη δικτατορία.“»10


Στις 7 Απριλίου 1934 ο στρατηγός Κονδύλης παραχωρούσε συνέντευξη στην εφημερίδα Volkischer Beobachter (Λαϊκός Παρατηρητής), όργανο του ναζιστικού κόμματος, στην οποία μεταξύ των άλλων έλεγε: «Ο κοινοβουλευτισμός είναι ανίκανος να κυβερνήσει. Κάθε Γερμανός ασπάζεται τας υψηλάς κρατικάς ιδέας του Χίτλερ –το κοινό συμφέρον υπεράνω του ατομικού συμφέροντος- και πας το αισθάνεται ακόμη προσωπικώς. Εις την Γερμανίαν υπάρχει λαϊκή θέληση. Αλλά ακριβώς όταν εννοώ την ιστορικήν δύναμιν του Χίτλερ πρέπει να αναγνωρίσω την μεγάλην διαφοράν μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας… Ο Έλλην ενθουσιάζεται δια την προσωπικήν ελευθερίαν και ανεξαρτησίαν. Είναι απολύτως ατομικιστής, ίσως και το κλίμα να συνετελεί εις αυτό. Οπωσδήποτε χρειαζόμεθα ακόμη πολύν χρόνον δια να προπαρασκευάσωμεν την λαϊκήν οργάνωσιν των μαζών, όπως συμβαίνει εις τον γερμανικόν και τον ιταλικόν λαόν, και όπως προαχθούν μόνοι των οι λαοί εις την μεγάλην Εθνικήν Επιτυχίαν… Το σύστημα διευθετήσεως του Χίτλερ είναι μία θαυμάσια ιδέα η οποία πρέπει να αποβή καρποφόρος.»11


Την 1η Ιουλίου 1934 στην εφημερίδα Καθημερινή ο Γεώργιος Παπανδρέου έγραφε: «Πιστεύω ότι η δικτατορία ημπορεί εις ωρισμένας περιστάσεις να αποτελέσει ιστορικήν ανάγκην δι’ έναν τόπον, όταν την επιβάλλη ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας της πατρίδος…»


Την εποχή αυτή όλο και περισσότεροι επιχειρηματίες βλέπουν ότι η λύση βρίσκεται στα φασιστικά πρότυπα. Ο Επαμεινώνδας Χαρίλαος, ο οποίος είχε διατελέσει πρώτος πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, αναφερόμενος στην περίπτωση της καταστολής της απεργίας στο εργοστάσιο της Εταιρείας Οίνων και Οινοπνευμάτων στην Καλαμάτα από την ίδια την εργοδοσία τον Ιούνιο του 1934, τόνιζε στο Εμπορικό Επιμελητήριο Αθηνών ότι «εάν εις όλας τας αναλόγους περιστάσεις ο εργοδοτικός κόσμος ηκολούθει σταθερά τακτικήν δια την αντιμετώπισιν παρόμοιων αναρχικών εκδηλώσεων, αύται θα εξέλειπον.» Μετά την τοποθέτηση του Ε. Χαρίλαου, το Επιμελητήριο εξέδιδε ψήφισμα «εκφράζον την ελπίδα όπως η εργατική πολιτική της Κυβερνήσεως αποβή σταθερωτέρα ίνα αφενός παταχθώσι τα σποραδικά κρούσματα του κομμουνισμού, διά της υποστηρίξεως των νομοταγών εργατών, και αφετέρου επιτευχθή εναρμόνισις των σχέσεων μεταξύ εργατών και εργοδοτών.»12 Το 1935 ο Ε. Χαρίλαος περιόδευε στη δυτική Ευρώπη και στην επιστροφή του εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία.


Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι επίσης η περίπτωση του Ανδρέα Χατζηκυριάκου, κύριου μετόχου και διευθυντή της ΑΓΕΤ Ηρακλής, μεταξύ άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος ήταν αδελφός του Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου, αξιωματικού του ναυτικού και μέλους της λεγόμενης Επαναστατικής Επιτροπής του 1922. Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος συμμετείχε ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας στην κυβέρνηση Γονατά που προέκυψε από το στρατιωτικό κίνημα του 1922. Ήταν ο κύριος εμπνευστής του βίαιου κτυπήματος των απεργών το 1923. Το 1936 αναλαμβάνει την προεδρία του Συνδέσμου Βιομηχάνων. Την ίδια χρονιά «ίδρυσε μαζί με άλλα συντηρητικά στοιχεία της χώρας την Εθνική Συντηρητική Οργάνωση, της οποίας σκοπός είναι η αναβάθμιση του πατριωτικού αισθήματος και η ενίσχυση του αστικού καθεστώτος».13 Ο Ανδρέας Χατζηκυριάκος, ως πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, θα γίνει υπουργός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου δίνοντάς του την ανοιχτή στήριξη της μεγαλύτερης εργοδοτικής οργάνωσης της χώρας.


Και δεν είναι μόνο το κεφάλαιο που όλο και περισσότερο προσανατολίζεται στον φασισμό, αλλά και σημαντικό κομμάτι του αστικού πολιτικού κόσμου φλερτάρει με αυτή την ιδέα. Ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τις προκαταρκτικές συζητήσεις για την καθιέρωση της υποχρεωτικής διαιτησίας επαινεί απερίφραστα τον φασισμό, επειδή έλυσε το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργατών θεσπίζοντας συντεχνιακό κράτος. Οι κορπορατίστικες αντιλήψεις με τη μια ή την άλλη μορφή διατρέχουν την ελληνική Δημοκρατία από το 1922. Μετά το 1933 όλο και περισσότερο το κορπορατίστικο κράτος κυριαρχεί ως αντίληψη στον αστικό κόσμο.


Από την πλευρά του ο Ιωάννης Μεταξάς τόνιζε ότι κύριος στόχος του παρέμενε η εκτελεστική εξουσία εις βάρος της νομοθετικής και της λειτουργίας των κομμάτων. «Παράλληλα ζητούσε μείωση των κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία. Η δημιουργία ενός ισχυρού κράτους με διαφορετική “νοοτροπία“, διαφορετικές μεθόδους και διοικητική πρακτική, ένα κράτος που θα βοηθούσε τους φτωχούς και θα υπηρετούσε μόνο το κοινό καλό… Η “νέα τάξη πραγμάτων“ χρειαζόταν νέους ανθρώπους.»14


Το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά διακήρυττε ότι δεν είναι κόμμα των αφεντικών. Τα μέλη του «είναι αξιότιμα μέλη της κοινωνίας και όχι επαγγελματίες πολιτικοί: επιστήμονες τους οποίους εκτιμούν οι συνάδελφοί τους, παλαιοί αξιωματικοί… έμποροι, βιομήχανοι, εκπρόσωποι εργαζομένων και κοπιουσών τάξεων. Όλοι είμαστε άνθρωποι οι οποίοι δεν επιδιώκουμε να ικανοποιήσουμε κανενός είδους προσωπικές φιλοδοξίες.»15


Μέρος τρίτο


Προς τη δικτατορία του Μεταξά


Η επάνοδος της μοναρχίας ήταν ένα σημαντικό βήμα για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.



Η πρώτη πράξη που οδήγησε στη δικτατορία ήταν η υποστήριξη του Σοφούλη, αρχηγού των Φιλελευθέρων, στην εξωκοινοβουλευτική κυβέρνηση Δεμερτζή. Μετά τον θάνατο του Δεμερτζή στις 13 Απριλίου 1936 τα ανάκτορα διορίζουν πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά.


«Παρά την έντονη κριτική για το διορισμό του Μεταξά ως πρωθυπουργού (κριτική δηλαδή που απευθυνόταν στον βασιλιά), τα δύο μεγάλα κόμματα ψήφισαν υπέρ του. Οι Φιλελεύθεροι, οι Προοδευτικό και το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα του έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης, το Λαϊκό και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα χαρακτήρισαν την ψήφο εκδήλωση προθυμίας να ανεχτούν πρόσκαιρα την κυβέρνηση Μεταξά. Οι βουλευτές επικύρωσαν νομίμως τον Μεταξά ως πρωθυπουργό με 241 ψήφους έναντι 16 και 4 αποχές. (…) Ο Βάσος Στεφανόπουλος περιέγραψε ως εξής την παραίτηση των κομμάτων και της βουλής: “Και εκαλέσαμεν τον αξιότιμον Αρχηγόν των Ελευθεροφρόνων… Αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν ταύτην και καταθέσαμε εις τους πόδας αυτού, άλλοι την εμπιστοσύνην μας μετά διαμαρτυριών… και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και 240 Ναι τα οποία εξεφωνήθησαν εις την αίθουσαν κατά την ψήφον εμπιστοσύνης ήταν 240 υπογραφαί κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως Κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως Συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως Εθνική Κυριαρχία.”»16


Η μόνη κοινοβουλευτική ομάδα που καταψηφίζει είναι εκείνη του Παλλαϊκού Μετώπου, που είχε συγκροτηθεί με κορμό το ΚΚΕ.


Η εργατική εξέγερση στη Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1936, η οποία πήρε παλλαϊκό χαρακτήρα, αποτελεί την έκφραση της γενικότερης εργατικής έκρηξης που ωριμάζει.


Η αστική τάξη βλέπει στο πρόσωπο του Ιωάννη Μεταξά τη λύση μιας φασιζουσας δικτατορίας. Ο παραπαίων κοινοβουλευτισμός αυτοχειριάζεται για χάρη ενός καθεστώτος που, όπως πιστεύει, θα βάλει τέλος στην επάρατη ταξική πάλη και θα υποχρεώσει τους εργαζομένους να υποταχθούν στη μοίρα τους.


Μπροστά στο γενικευμένο εργατικό ξεσηκωμό και με πρόσχημα τον κίνδυνο της γενικής απεργίας, με βασιλικό διάταγμα διαλύεται ο κοινοβουλευτισμός και επιβάλλεται το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά.


Η ιδεολογία του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου


Το βασιλομεταξικό καθεστώς, το οποίο ενσωμάτωνε στην ιδεολογία και την πρακτική του φασιστικά στοιχεία, ήταν η κατάληξη μιας διαδικασίας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης η οποία ενδυνάμωσε το δέλεαρ της φασιστικής λύσης για την αστική τάξη και τον αστικό πολιτικό κόσμο, που όλο και περισσότερο θεωρούσαν τα καθεστώτα του Μουσολίνι και του Χίτλερ πρότυπα για τη λύση και του δικού τους προβλήματος.


Το καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν συνδέθηκε με ένα μαζικό φασιστικό κίνημα και δεν προέκυψε από την άνοδο ενός τέτοιου κινήματος. Δεν διέθετε μαζική λαϊκή στήριξη. Οι δομές και το φασιστικό πλαίσιο της μεταξικής δικτατορίας προήλθαν από τα πάνω αξιοποιώντας και το οπλοστάσιο των αντεργατικών και αντικομμουνιστικών θεσμών και νόμων του προηγούμενου κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Η μοναρχία ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της μεταξικής δικτατορίας.


Όμως το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν μια τομή και μια ρήξη με το προηγούμενο πολιτικό καθεστώς, ήταν ο ολοκληρωτισμός που είχε ως πρότυπο τα φασιστικά καθεστώτα στην Ιταλία και στη Γερμανία.


Ο δικτάτορας δίνει το ιδεολογικό στίγμα του καθεστώτος. Στο προσωπικό ημερολόγιό του έγραφε: «Τέτοια κράτη μπορεί να είναι λαϊκώτατα και να κυριαρχή μέσα σ’ αυτά το καθαρό λαϊκό συμφέρον. Αλλά ο καπιταλισμός τα ονομάζει τυραννίες –φασιστικές, χιλτερικές κτλ.- ονομάζει δε Δημοκρατίες, παίζοντας με τη λέξι, τα κράτη που στο σύστημά τους επικρατεί αυτός. Και ξεγελάει το μικρό κόσμο με τις λέξεις. Την κυριαρχία του την ονομάζει Δημοκρατία. Το σύστημά του το πολιτικό που επιβάλλεται το ονομάζει λιμπεραλισμό, φιλελευθερία, άρα και Ελευθερία. (…) Οι Εβραίοι είναι φυσικά με τις δημοκρατίες, γιατί με άλλο σύστημα δεν ημπορούν να επικρατήσουν. Είναι λίγοι, καπιταλισταί και διεθνισταί. Και αν δεν τους εδίωκαν οι Γερμανοί, πάλι με τις Δημοκρατίες θα ήτανε.»17


Ο «εθνικός» κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς είναι ο εμπνευστής και το σύμβολο του «τρίτου ελληνικού πολιτισμού». Στις 7 Ιουνίου 1938 ο υπουργός Τύπου και Προπαγάνδας της δικτατορίας, Θεολόγος Νικολούδης, δίνει το στίγμα του καθεστώτος σε ομιλία βαθμοφόρων της ΕΟΝ, της κρατικής οργάνωσης νεολαίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου: «Η αρχή του φιλελευθερισμού υπήρξε το άτομον. Η αρχή που διέπει το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είναι το κράτος. Το ολοκληρωτικόν κράτος έχει από καιρόν τη θρησκείαν του και τους πιστούς του. Και αν, ευτυχώς, εις την Ελλάδα δεν απέθαναν άνθρωποι υπέρ των ιδεών αυτών, διότι η δεξιοτεχνία του αρχηγού απέκλεισε την αιματοχυσίαν, απέθανον, όμως, αλλού. Έτσι ο αγών του ολοκληρωτικού κράτους έχει καθαγιασθη και τείνει να κατακτήση τον αιώνα μας, αντιθέτως προς τον φιλελευθερισμόν, ο οποίος είχε κατακτήσει τον 19ον αιώνα.»18


Παρά την ιδεολογική συγγένεια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου με τα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας, οι δεσμοί της ελληνικής αστικής τάξης με τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι ενισχύονται ακόμη περισσότερο μετά την παλινόρθωση της μοναρχίας, καθορίζουν τη στάση του μεταξικού καθεστώς στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο.


Τον Ιανουάριο του 1941 κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Μεταξάς έγραφε στο Ημερολόγιό του: «Η Ελλάς έγινε από της 4ης Αυγούστου Κράτος αντικομμουνιστικό, Κράτος αντικοινοβουλευτικό, Κράτος ολοκληρωτικό, Κράτος με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό. Δεν έχει βέβαια κόμμα ιδιαίτερο να κυβερνά. Αλλά κόμμα ήτανε όλος ο Λαός, εκτός από τους αδιόρθωτους κομμουνιστάς και τους αντιδραστικούς παλαιοκομματικούς. Επομένως, αν ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι αγωνιζόντανε πραγματικά για την ιδεολογία που υψώσανε για σημαία, έπρεπε να υποστηρίζουν παντού την Ελλάδα με όλη τους τη δύναμι. Ακόμα και να ανεχόντανε αν τα άμεσα συμφέροντα ή και η ανάγκη από τη γεωγραφική της θέσι έφερνε την Ελλάδα κοντά στην Αγγλία. Λοιπόν, το εναντίον, η Ελλάδα έμεινε μακριά από την Αγγλία –εκτός από την απαραίτητη και αλλιώς αναγκαία φιλική σχέσι. Η Ελλάδα καμιά βοήθεια ούτε έδωσε ούτε υποσχέθη στην Αγγλία.»19


Οι ανησυχίες του αστικού κόσμου τελικά ήταν βάσιμες. Η προληπτική απέναντι στην πορεία της ταξικής πάλης φασιστική δικτατορία ήθελε να προλάβει τις εξελίξεις. Η μεγαλειώδης μαζική λαϊκή αντίσταση στη διάρκεια της κατοχής και μετά, στην οποία η εργατική τάξη πρωτοστάτησε και έβαλε τη δική της ταξική σφραγίδα υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες τις οποίες διαμόρφωσε στη χώρα η κατάληψή της από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, έδειξε ότι ο φόβος της αστικής τάξης και των πολιτικών εκπροσώπων της αντιστοιχούσε σε μια εν δυνάμει υπαρκτή απειλή για την κυριαρχία τους.


Σημειώσεις


1 Η Κομμουνιστική Διεθνής. Θέσεις και αποφάσεις του 4ου παγκόσμιου συνεδρίου, μετάφραση Γιάννης Βρυχωρόπουλος, εκδ. Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1987, σσ. 15-16.


2 Παρατίθεται στο Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, χ.χ., σ. 193.


3 Στάνλεϊ Πέιν, Η ιστορία του φασισμού, μετάφραση Κώστας Γεώρμας, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2000, σ. 383.


4 Σπύρος Μαρκέτος, Πώς φίλησα τον Μουσσολίνι! Τα πρώτα βήματα του ελληνικού φασισμού, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2006, τ. 1, σ. 136.


5 Σπύρος Μαρκέτος, όπ.π., σ. 262.


6 Ιάκωβος Π. Χονδροματίδης, Η Μαύρη Σκιά στην Ελλάδα, Οι Μονογραφίες του Περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία», Αθήνα, 2001.


7 Μark Mazower, H Eλλάδα και η οικονομική κρίση του μεσοπολέμου, μετάφραση Σπύρος Μαρκέτος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2002, σ. 341.


8 Παρατίθεται στο Μark Mazower, όπ.π., σσ. 343-4.


9 Μark Mazower, όπ.π., σσ. 346-7.


10 Γρηγόριος Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, εκδ. Ίκαρος, 1955, τ. Β, σσ. 183-4.


11 Παρατίθεται στο Ιάκωβος Π. Χονδροματίδης, όπ.π., σ. 39.


12 Παρατίθενται στο Mazower, όπ.π., σ. 346.


13 F.O. 371/21147R4050 στο Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά Σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1993, σ. 302.


14 Gunnar Hering, Tα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, μετάφραση Θόδωρος Παρασκευόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2008, τ. Β, σ. 1260.


15 Ομιλία του Μεταξά στα εγκαίνια του εκλογικού κέντρου του κόμματος στην Αθήνα, Εφημερίς των Ελλήνων, 17 Ιανουαρίου 1936. Παρατίθεται στο Gunnar Hering, όπ.π., τ. Β, σ. 1260.


16 Gunnar Hering, όπ.π., τ. Β΄, σ. 1270.


17 Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, σ. 447-48, παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, 4η Αυγούστου, εκδ. Θεμέλιο, 1966, σ. 98.


18 Παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, όπ.π., σ. 96.


19 Ι. Μεταξάς, Ημερολόγιο, σ. 553, παρατίθεται στο Σπύρος Λιναρδάτος, όπ.π., σ. 99.


* Συγγραφέας πολιτικών άρθρων, μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του Εμπρός.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου