Enet διάλογοι
25 Όκτ 10 - 14:09Ο Σαρτρ κατάφερε και έκανε, κυριολεκτικά, φιλοσοφία του την αρνητική στάση που είχε, εξαρχής, έναντι της ζωής. Το τελικό συμπέρασμά του ήταν ότι ο άνθρωπος είναι ένα "άχρηστο πάθος".
Ο Σαρτρ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1905. Ο Εβραίος πατέρας του πέθανε το 1907 και ο μικρός μεγάλωσε στο σπίτι του παππού του, Σαρλ Σβάιτσερ (που ήταν ο θείος του Άλμπερτ Σβάιτσερ). Ήταν ένα αλλοίθωρο και πολύ άσχημο παιδί και αυτή η ασχήμια του δημιούργησε σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον έκανε εσωστρεφή και τον έστρεψε στο διάβασμα, όπου τα κατάφερνε πολύ καλά. Όταν πήγε στο πανεπιστήμιο, ήξερε πολύ περισσότερα πράγματα από τους συμφοιτητές του και κατάφερε να αποσπάσει το σεβασμό όλων για την πολυμάθειά του. Σε λίγο τον ερωτεύτηκε και μια πανέμορφη φοιτήτρια, η Σιμόν ντε Μποβουάρ. Η Σιμόν, στην αυτοβιογραφία της, μας διηγείται πώς ο Σαρτρ ανακάλυψε τη φιλοσοφία του Χούσερλ. Ο Σαρτρ έπινε καφέ μαζί της με τον φίλο τους Ρεϊμόν Αρόν, σε ένα καφενείο του Παρισιού, και κάποια στιγμή ο Αρόν του έδειξε ένα ποτήρι στο διπλανό τραπέζι και του είπε: "αν ήσουν φαινομενολόγος φιλόσοφος, θα μπορούσες να φιλοσοφήσεις γι' αυτό το κοκτέιλ που υπήρχε εκεί...Η Σιμον μας λέει ότι ο Σαρτρ άλλαξε χρώμα από τη συγκίνηση και έτρεξε, στο πλησιέστερο βιβλιοπωλείο, να αγοράσει όσα βιβλία του Χούσερλ μπόρεσε να βρει.Δεν έχω το χώρο εδώ να επεκταθώ πάνω στη φιλοσοφία του Χούσερλ, θα πω μόνο ότι το σημείο εκκίνησης της φαινομενολογίας του είναι η αναγνώριση ότι η ανθρώπινη αντίληψη είναι εμπρόθετη. Όταν παρατηρούμε κάτι, στρέφουμε, κατευθύνουμε την προσοχή μας σε αυτό. Αν δεν το κάνουμε, δεν θα αντλήσουμε τη σημασία του, θα περάσει απαρατήρητο. Όσο περισσότερο συγκεντρωνόμαστε στο αντικείμενο παρατήρησης, τόσο περίσσότερο το κατανοούμε. Το περίφημο παράδειγμα του Χούσερλ, για το οποίο έχουμε ήδη μιλήσει εδώ, έχει να κάνει με τον τοξότη που καρφώνει με το βέλος του αυτό που θέλει να παρατηρήσει. Αυτό το παράδειγμα όμως εγείρει ένα μεγάλο ερώτημα: αν η παρατήρηση είναι όντως ένα βέλος που πετυχαίνει το στόχο του, αν στρέψουμε πραγματικά την προσοχή μας σε αυτόν, ποιος είναι ο τοξότης;
Ο φιλόσοφος Χιούμ έγραψε ότι όταν κοιτούσε μέσα του για τον πραγματικό Ντέιβιντ Χιούμ, το μόνο που έβλεπε ήταν ένα σωρό εντυπώσεις και αισθήσεις. Μετά από αυτόν, οι φιλόσοφοι είχαν την τάση να συμφωνήσουν πάνω στο ότι δεν διαθέτουμε ένα βαθύτερο "εαυτό", μόνο μια, ας την πούμε προσωπικότητα, που διαμορφώνεται από την εμπειρία. Ο πρώτος που διαφώνησε με αυτό - και εδώ κατά τη γνώμη μου στηρίζεται και η έκταση της φήμης του- ήταν ο Καντ. Η ουσία της φιλοσοφίας του ήταν ότι επιβάλλουμε έννοιες στις εμπειρίες μας και βέβαια, απαραίτητη προϋπόθεση αυτής της επιβολής είναι ένα "εγώ" το οποίο διαμορφώνουμε όπως μας αρέσει. Ο Καντ το ονόμασε, πρώτος, υπερβατικό εγώ και ο Χούσερλ δανείστηκε αυτό τον όρο. Το πρώτο φιλοσοφικό βιβλίο του Σαρτρ, Η Υπερβατικότητα του Εγώ (The Transcendence of the Ego) ήταν μια, εμπνευσμένη από τον Χιουμ, επίθεση ενάντια στην ιδέα ύπαρξης ενός υπερβατικού εγώ. Κατά τον Σαρτρ, ο Χούσερλ είχε δίκιο όταν έλεγε πως η συνείδηση είναι εμπρόθετη, υπάρχει μόνο όταν κατευθύνεται προς ένα αντικείμενο. Αλλά είχε άδικο όταν υπέθετε πως διαθέτουμε έναν πραγματικό εαυτό.
Το ερώτημα όμως παραμένει. Αν η συνείδηση είναι εμπρόθετη, ποιος στο καλό είναι ο τοξότης; Η απάντηση που έδωσε ο Σαρτρ ήταν σίγουρα πρωτότυπη, δεν υπάρχει τοξότης και ...δεν υπάρχει καν τόξο. Τα αντικείμενα της συνείδησης τραβούν, ελκύουν την προσοχή μας, είναι λες και μας χτυπά κάποιος από πίσω στην πλάτη, φωνάζοντας το όνομά μας. Τι θα κάνουμε; Θα στραφούμε προς το μέρος του. Σύμφωνα με τον Σαρτρ, και αυτή είναι μια πολύ βασική θέση του, ο κόσμος γύρω μας τραβά την προσοχή μας, με τον ίδιο τρόπο που ο ήλιος "τραβά" τους πλανήτες. Αυτή η θέση είναι καθαρά μηχανιστική, σημαίνει ότι ανταποκρινόμαστε μόνο στα εξωτερικά ερεθίσματα, είμαστε σαν τα παλιά τζουκ μποξ, στα οποία έβαζες ένα νόμισμα και σου έπαιζαν ένα τραγούδι. Αυτή η άποψη σημαίνει ότι δεν διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, σημαίνει, όπως έλεγαν οι Λαμετρί, ο Γκουρτζίεφ και άλλοι, ότι είμαστε μηχανές. Ο Σαρτ δημιούργησε μια εξίσου πεσιμιστική θεωρία των συναισθημάτων, τα συναισθήματά μας είναι μια μορφή αυτο-εξαπάτησης (ή μαγείας, για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του). Αν πιστέψουμε ότι τα φρούτα είναι άγουρα, δεν θα μπούμε στον κόπο να πάμε να τα μαζέψουμε, πιστεύουμε συνήθως σε ένα ψέμα που μας απαλλάσσει από τον όποιο κόπο (γιατί είμαστε ριζικά οκνηροί) και κυρίως από την απογοήτευση που, ανάμεσα σε άλλα κακά, βυθίζει τις ψυχικές ενέργειές μας στον πάτο. Μοιάζουμε με τον εγκληματία που δικαιολογεί τον εαυτό του (όπως ακριβώς έκανε ο Τσαρλς Μάνσον) λέγοντας ότι η κοινωνία είναι εντελώς διεφθαρμένη, όλοι οι πολιτικοί και οι δικαστές πουλημένοι, και θεωρεί ότι ο ίδιος είναι εικόνα της κοινωνίας, ακριβώς σαν κι αυτή, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Με αυτή τη μέθοδο αυτο-εξαπάτησης, μεταμορφώνει τα εγκλήματά του σε κάτι το φυσιολογικό. Ο Μάνσον προσπάθησε όντως να αποδείξει στο δικαστή ότι το εγκλημά του ήταν πολύ μικρό αν συγκρινόταν με αυτό που έκανε ο αμερικανικός στρατός στο Βιετνάμ με τις βόμβες ναπάλμ και την εξόντωση χιλιάδων αμάχων... Αφού υπήρχαν μεγαλύτερα εγκλήματα από τα δικά του, τότε τα δικά του ήταν μηδαμινά, ανάξια λόγου, απλά πταίσματα. Σε αυτό το σημείο κρίνω απαραίτητο να προσθέσω ότι πριν από μερικούς μήνες μιλούσαμε στους Διαλόγους για τον όρο μαγική σκέψη τον οποίο έχει εφεύρει ο ίδιος ο Σαρτρ. Με απλά λόγια, μαγική σκέψη διαθέτουν όσοι εκλαμβάνουν τις επιθυμίες και τους πόθους τους ως αντικειμενική πραγματικότητα. Το αστείο είναι ότι ο ίδιος ο Σαρτρ έπεσε πολλές φορές θύμα της μαγικής του σκέψης.
Μερικοί άνθρωποι δεν σηκώνουν τα ναρκωτικά. Ένας πρώην μαθητής του Σαρτρ, που στο μεταξύ είχε γίνει γιατρός, του πρότεινε να δοκιμάσει μεσκαλίνη, το 1936, για να περάσει, όπως λένε, σε άλλα επίπεδα συνειδητότητας. Ο Σαρτρ δέχτηκε με χαρά, είχε εξάλλου ακούσει για τις εξερευνήσεις του Φρόυντ με την κοκαΐνη, αλλά είχε κακό ταξίδι, το οποίο, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, τον έριξε σε κατάθλιψη, όπως αναφέρει και ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, αλλά και η Σιμόν. Δεχόταν καθημερινά τις επιθέσεις μιας πολύ κακής ψυχολογικής κατάστασης την οποία ονόμασε Ναυτία, μια ξαφνική αίσθηση ασημαντότητας, ματαιότητας των πάντων, στη διάρκεια της οποίας τα πράγματα αποχωρίζονται από την ονομασία τους, και το νόημά τους και μετατρέπονταν σε γκροτέσκα αντικείμενα. Παρατηρώ ότι αυτή η Ναυτία σημαίνει ολοφάνερα έλλειψη ενέργειας και διάθεσης. Ξέρουμε όλοι καλά ότι όποτε αισθανόμαστε “down”, πεσμένοι, θλιμμένοι και δυστυχείς, αυτή η κακή μας διάθεση επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο γύρω μας. Αν κάποιος μας πει ένα καλό ανέκδοτο εκείνη τη στιγμή, δεν θα γελάσουμε, δεν θα το βρούμε καν αστείο, μάλλον γελοίο και ασήμαντο. Είναι σαν να μας προσφέρουν το καλύτερο φαγητό του κόσμου όταν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε εμετό. Αντίθετα, όταν έχουμε καλή διάθεση, γεμάτοι ενέργεια και χαρά, ο κόσμος γύρω μας είναι γεμάτος με νόημα, όλα τα πράγματα είναι στη θέση τους και όλα σημαίνουν κάτι. Η Ναυτία, αν της επιτρέψουμε να κατευθύνει τον ψυχισμό μας, δεν βλέπει ένα κόσμο γεμάτο σημασία και νόημα, αλλά ένα μάλλον απειλητικό και εκφοβιστικό κόσμο από τον οποίο θέλουμε να ξεφύγουμε τρέχοντας. Το κατά τη γνώμη μου εξοργιστικό, είναι ότι ο Σαρτρ προσπαθεί να μας πείσει ότι αυτή η Ναυτία περιγράφει τέλεια την πραγματικότητα γύρω μας, ότι τα πράγματα γύρω μας είναι έτσι ακριβώς όπως τα βλέπουμε κάτω από την επίδραση της Ναυτίας, τόσο μαύρα και τόσο μάταια, όσο κι ο ίδιος ο άνθρωπος τον οποίο χαρακτήρισε ως άχρηστο πάθος.
Στο περίφημο βιβλίο του Ναυτία (1938), μεταφέρει τη δική του κατάθλιψη στην ιστορία ενός ιστορικού που ονομάζεται Ροκεντέν, ο οποίος έχει τη μεγάλη “έμπνευση” να εκφράσει την ιδέα ότι η ιδία η ανθρώπινη ιστορία δεν έχει νόημα διότι …δεν εμπεριέχει περιπέτεια!!!
Η συνέχεια στο επόμενο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου