Ριζοσπάστης
Το ΚΚΕ με την προσυνεδριακή συζήτηση και τις Αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου απέδειξε ότι έχει επίγνωση του συσχετισμού δυνάμεων στη χώρα μας, όπως και στην Ευρώπη και διεθνώς. Δεν πετάει στα σύννεφα, ούτε αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα με βάση τις δικές του επιθυμίες και επιλογές. Ταυτόχρονα, όμως, γνωρίζει και από την πείρα του ότι ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων ή και ο θετικός, όπως απέδειξε η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας, δεν είναι στατικός διαφοροποιείται, βελτιώνεται ή χειροτερεύει, πάνω απ' όλα δεν είναι στατικός. Στο 19ο Συνέδριο παρατίθενται όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τον αντικειμενικό συσχετισμό δυνάμεων, ενώ ταυτόχρονα φωτίζονται τα καθήκοντα και υποχρεώσεις του υποκειμενικού παράγοντα, του ΚΚΕ, του εργατικού κινήματος, της κοινωνικής συμμαχίας.
Η πρόοδος της ταξικής πάλης, της κινητήριας δύναμης των θετικών εξελίξεων, δεν εξαρτάται ούτε από τρικ, ούτε από τακτικισμούς, ούτε από τον δήθεν ρεαλισμό της μοιρολατρίας, ούτε από το άγχος να πάει μπροστά το κίνημα πάση θυσία με οποιαδήποτε γραμμή ή με δήθεν επαναστατικά «στιγμιότυπα». Ούτε, βεβαίως, μπορούμε να σκεπτόμαστε ότι τα πάντα καθορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες, δηλαδή ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, χωρίς να βασανίζουμε τι και πώς μπορεί εμείς να κάνουμε, ώστε να επιδρούμε, να συμβάλλουμε στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής - λαϊκής συνείδησης σε συνθήκες μάλιστα κρίσης και ενώ το κίνημα βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση, αλληλοτροφοδοτούμενης μοιρολατρίας και ανυπομονησίας, αγανάκτησης και αυταπάτης.
Αξίζει να θυμηθούμε και να προβληματισθούμε τι εννοούμε εμείς αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, ώστε να γνωρίζουμε με ποια στρατηγική και τακτική, με ποια γραμμή συσπείρωσης και αντιπαράθεσης, με ποια κριτήρια θα συμβάλουμε, όσο εξαρτάται από εμάς, στη θετική διαφοροποίηση, στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Τα κριτήρια για μας δεν αφορούν μόνο τη δράση μας στο κίνημα, αλλά και την ισχυροποίηση της κομματικής δουλειάς, τον προσανατολισμό της κομματικής οικοδόμησης, το σχεδιασμό και την επιτελικότητα.
Δεν υποτιμάμε καθόλου τα εκλογικά αποτελέσματα ανάμεσα στα αστικά κόμματα, τα κόμματα αστικής διαχείρισης. Πολύ περισσότερο, δεν υποτιμάμε καθόλου το συσχετισμό στα συνδικάτα, στους συνδικαλιστικούς φορείς των εργαζομένων, ακόμα και σε άλλα όργανα του κράτους, όπως είναι τα επιμελητήρια κ.λπ. Δεν τα θεωρούμε όμως το μοναδικό κριτήριο ούτε καν κύριο, βασικό κριτήριο.
Αυτός ο συσχετισμός καταγράφει μεν το επίπεδο της πολιτικής ωρίμανσης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού γενικότερα, όμως εμφανίζεται πλήρως παραμορφωμένος, πλαστός για ευνόητους λόγους, γιατί χρησιμοποιείται πλαστή διαχωριστική γραμμή.
Αναμφίβολα, αποτελεί δείκτη του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις αντικαπιταλιστικές - αντιμονοπωλιακές δυνάμεις και στην αστική τάξη και τους συμμάχους της ένα αποτέλεσμα της κάλπης είτε αφορά πολιτικές εκλογές είτε συνδικαλιστικές. Αποτελεί επίσης σοβαρό δείκτη η μαζικότητα της συμμετοχής, ο βαθμός οργάνωσης στο κίνημα και συμμετοχής στις αγωνιστικές αποφάσεις και στην υλοποίησή τους. Παίρνουμε υπόψη επίσης και πώς τα κόμματα διαμορφώνουν τα ψηφοδέλτιά τους στις τοπικές, λόγου χάρη, εκλογές με τους δήθεν ανεξάρτητους συνδυασμούς, τους «αντάρτες» ίδιας κοπής.
Ο σημερινός συσχετισμός δείχνει ότι η αγανάκτηση και η λαϊκή δυσαρέσκεια ακόμα και αν σημειώνει ένα θετικό βήμα αντίθεσης προς την ΕΕ απέχει για την ώρα από το να αποκτήσει αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, ζήτημα που από εκεί και πέρα καθορίζει και το βαθμό χειραφέτησης από προκαταλήψεις, φοβίες, αμφιβολίες για τη δυνατότητα του λαού να νικήσει.
Ολα τα άλλα κόμματα, και βεβαίως οι φορείς της εργοδοσίας που συχνά - πυκνά προβαίνουν σε πολιτικές δηλώσεις, έχουν κάθε συμφέρον να κρατήσουν στο παρασκήνιο τον βασικότερο αντικειμενικό παράγοντα που διαμορφώνει, ιδιαίτερα σε μη επαναστατικές συνθήκες, τη λαϊκή συνείδηση, τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας, την ηγεμονία και κυριαρχία της αστικής τάξης. Δε λογαριάζεται μόνο συσχετισμός στο εθνικό επίπεδο, εσωτερικεύεται και παίζει ακόμα πιο μεγάλο ρόλο σε σύγκριση με το παρελθόν ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων σε συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση. Η επίδραση, λόγου χάρη, της αντισοσιαλιστικής και αντικομμουνιστικής φρενίτιδας μετά τη νίκη της αντεπανάστασης, η ενδυνάμωση του οπορτουνισμού, η υποχώρηση του εργατικού επαναστατικού κινήματος αναμφίβολα είναι στοιχεία του αρνητικού συσχετισμού και στην Ελλάδα και σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ανάλογα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες.
Ποιος δεν καταλαβαίνει τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε για το ΚΚΕ στις εκλογές του Μάη, και ιδιαίτερα Ιούνη του 2012, η συμμετοχή Κομμουνιστικών Κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις άλλων χωρών;
Ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός θα αρχίζει να δέχεται πλήγμα στο βαθμό που, σε εθνικό επίπεδο, αναπτύσσεται η ταξική πάλη, αποκτά αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, συγκρούεται κάθετα με την πολιτική διεξόδου από την κρίση και τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ.
Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων, λοιπόν, δεν μπορεί να καταγραφεί με πιστότητα και σε βάθος στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλοτε μπορεί να καλλιεργεί αυταπάτες και φρούδες ελπίδες ότι υπάρχει πρόοδος. Αλλοτε μπορεί να φαίνεται χειρότερος από ό,τι είναι πραγματικά, να κρύβει υπόγειες διεργασίες, να μην καταγράφει διαφαινόμενες θετικές τάσεις. Ως παράδειγμα, μπορούμε να επικαλεστούμε το γεγονός ότι αν και το ΚΚΕ έχασε τις μισές εκλογικές του δυνάμεις, άλλες προσωρινά και ενδεχόμενα κάποιες μονιμότερα, ωστόσο παρέμεινε και παραμένει ως σήμερα η κύρια δύναμη κινητοποίησης εργατικών, λαϊκών δυνάμεων σε απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις. Την ίδια στιγμή, στο όνομα της τελευταίας θέσης στο κοινοβούλιο, έχει περάσει στα κατώτατα σημεία μιας στοιχειώδους έστω δημοσιότητας.
Θέτουμε ευθέως το ερώτημα: Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012, της πρώτης και της δεύτερης εκλογικής μάχης, δείχνουν ότι διαμορφώνεται ένα ισχυρό ριζοσπαστικό λαϊκό ρεύμα κατά της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, των δύο δηλαδή κομμάτων που εναλλάξ κυβέρνησαν και εκτέθηκαν στα μάτια ενός μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της; Οτι ξετυλίγεται σταθερά το κουβάρι θετικών διεργασιών και ανακατατάξεων συνείδησης αντίστοιχα υπέρ της ρήξης και της ανατροπής, ότι ανοίγει ο δρόμος ανόδου της ταξικής πάλης;
Εχουμε απαντήσει με σαφήνεια ότι δε συμβαίνει -για την ώρα βέβαια- κάτι τέτοιο και δεν το επισημαίνουμε μόνο και μόνο γιατί ενισχύθηκε δυστυχώς και η Χρυσή Αυγή. Ολα δείχνουν ότι και πριν το ξέσπασμα της κρίσης η αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή συνείδηση δεν είχε πάρει χαρακτηριστικά σχετικά πιο μαζικά. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα στα κόμματα εξακολουθούν να είναι πλαστοί και ψευδεπίγραφοι στη συνείδηση του ελληνικού λαού (πράγμα που εξηγείται). Π.χ. η διαίρεση «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις δεν αποτελεί καμία ουσιαστική - πραγματική απειλή για το σύστημα, δεν ανατρέπει συσχετισμούς, αλλά διαφοροποιεί τον «εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων» ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν και διαχειρίζονται τις τύχες του καπιταλιστικού συστήματος. Θετικό είναι ότι εγκαταλείφθηκαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ από πολύ μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους, όμως αυτό δε σημαίνει ότι καταδικάστηκε η στρατηγική τους, άρα μεταγγίζονται οι ψήφοι σε όμορα κόμματα, ανεξάρτητα αν είναι σύμμαχοί τους ή αυτοπροβάλλονται ως αριστερή αντιπολίτευση.
Στην Ιταλία, λόγου χάρη, μπορούμε να πούμε ότι ηττήθηκε η κυβέρνηση Μόντι; Ως κόμμα ο Μόντι έχασε, η πολιτική του όμως δε βγήκε ηττημένη, αντίθετα στο όνομα του αντιΜόντι μετώπου προωθήθηκε η συνεργασία του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (πάλαι ποτέ Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στον πυρήνα του, το κόμμα του γνωστού ιστορικού συμβιβασμού) με το κόμμα του περίφημου και «κυνηγημένου» από την ΕΕ Μπερλουσκόνι. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως ελπίδα ανασύνταξης του κινήματος στην Ιταλία το κίνημα των 5 αστέρων του Μπέπε Γκρίλο; Μπορεί σήμερα να θεωρείται φιλολαϊκή επιλογή ο ευρωσκεπτικισμός και η έξοδος από την Ευρωζώνη και μάλιστα με το επιχείρημα ότι η ΕΕ διέψευσε τις ελπίδες των λαών, λες και η ΕΟΚ/ΕΕ από γεννησιμιού της ήταν φιλολαϊκή και αντιμονοπωλιακή.
Στη Γαλλία, ηττήθηκε η πολιτική Σαρκοζί ή συνολικότερα η φιλομονοπωλιακή στρατηγική; To δεύτερο βεβαίως δεν έγινε ούτε με τη νίκη του Ολάντ ή τη «νίκη» Μελανσόν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο και αυτό έχει σημασία να προσεχθεί και να ξαναπροσεχτεί από εκείνους που ελπίζουν και θέλουν την ισχυροποίηση του ΚΚΕ ότι εμείς δε φοβόμαστε να εκτιμάμε αντικειμενικά τις τάσεις του εκλογικού σώματος και ως προς το δικό μας Κόμμα, να μιλάμε για εκλογικές απώλειες, για πολιτικό εκλογικό πλήγμα, ενώ την ίδια ώρα αρνούμαστε ότι απαξιώθηκε η στρατηγική μας. Δηλαδή, όταν ο λαός ψήφιζε σε ποσοστά 80% - 85% ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σήμαινε ότι ήταν σωστή η στρατηγική τους για το λαό, αφού ο λαός την ενέκρινε;
Εξηγούμε τις απώλειες με τη μη πρόοδο της ταξικής πάλης στο ύψος των απαιτήσεων σε κάθε φάση, καθώς αυτή είναι που καθορίζει την ανάπτυξη της οργάνωσης και της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, την πρόοδο της κοινωνικής συμμαχίας με στόχο την εργατική - λαϊκή εξουσία.
Χωρίς να παρακάμπτουμε αδυναμίες, στρέψαμε και στρέφουμε την προσοχή μας, όπως δείχνει και η αυτοκριτική της ΚΕ στο 19ο Συνέδριο, σε εκείνους τους υποκειμενικούς παράγοντες, που καθορίζουν την αντοχή του Κόμματος σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, σε συνθήκες δυσμενούς ελληνικού και ευρωπαϊκού - διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Αναδεικνύουμε υποκειμενικές αδυναμίες, ελλείψεις, ή καθυστερήσεις. Αφετηρία στην κριτική μας είναι πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη, πώς το Κόμμα μας ανταποκρίνεται ως κόμμα παντός καιρού, πώς προωθείται η κομματική οικοδόμηση, πώς δουλεύουμε στη νεολαία, στις γυναίκες, στους μετανάστες, πώς διεξάγουμε την ιδεολογική πάλη, πώς εξειδικεύουμε τη στρατηγική και τακτική μας σε κάθε χώρο χωρίς εκπτώσεις και αντιφάσεις προς τη γενική πολιτική μας γραμμή.
Πρέπει να ρίξουμε πιο σχεδιασμένα από τα πάνω ως κάτω τα βέλη εκεί που αλλάζει ο συσχετισμός σε κατεύθυνση ριζοσπαστική. Το εκεί είναι οι τόποι δουλειάς, οι κλάδοι, οι βιομηχανικές ζώνες, οι εργατογειτονιές, εκεί που υπάρχει η μισθωτή εργασία, εκεί που υπάρχουν οι σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Με δουλειά από τα κάτω ώστε οι ρίζες να πηγαίνουν όσο γίνεται πιο βαθιά, για να αντέχει «το δέντρο» στις θύελλες και από τα πάνω, ώστε να ενοποιείται και να γενικεύεται η πάλη, να μη σκορπάει τοπικά και μόνο, η γενικευμένη εμπειρία να γίνει καθοδήγηση δράσης κάτω.
Οι άσπονδοι φίλοι του Κόμματος, καθώς «πονάνε» πολύ για τη μείωση των δυνάμεών του (βρήκαν την ευκαιρία να υποσκάψουν τη στρατηγική του, την αντοχή του στις πιέσεις) ονειρεύονται τάχα την περίοδο που το ΚΚΕ είχε περισσότερες δυνάμεις στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, είχε τη διοίκηση σε δήμους, ή ακόμα καθοδηγούσε μαζικότερες νεανικές κινητοποιήσεις. Το κάνουν μάλιστα, υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι οι δυνάμεις του Κόμματος και οι συνεργαζόμενοι στο ΠΑΜΕ σε αρκετούς χώρους έχουν ανεβάσει τα εκλογικά ποσοστά ή έχουν επιδείξει αντοχή.
Κυριολεκτικά, συγκρίνουν εντελώς διαφορετικά, ανόμοια πράγματα. Εχει περάσει η περίοδος όπου οι εργαζόμενοι περιορίζονταν σε κινητοποιήσεις άμεσων διεκδικήσεων με δυνατότητα να ασκήσουν πίεση, αφού ήταν περίοδος που το αστικό πολιτικό σύστημα και η εργοδοσία μπορούσαν να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις, προκειμένου να δημιουργούν επανάπαυση και εφησυχασμό. Σήμερα, απαιτούνται πολύ πιο μαζικοί αγώνες με ανεβασμένες μορφές πάλης, με προωθημένα αιτήματα, με αντοχή σε μακροχρόνιες μορφές, σε παρατεταμένες άμεσες προσωρινές θυσίες. Δεν είναι λίγο να ξέρεις ότι θα χάσεις τη δουλειά σου ή θα μεταταχθείς μακριά αν είσαι σταθερός απεργός, αντιεργοδοτικός, αντικαπιταλιστής. Απαιτείται κατάκτηση μέσα και από την πείρα στοιχειώδους αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής συνείδησης, ώστε ο εργαζόμενος να πείθεται ότι αξίζει να υποστεί και προσωρινές προσωπικές θυσίες, ώστε να δημιουργήσει θετικές προϋποθέσεις για τη ριζική λύση.
Το ερώτημα, αν πρέπει οι εργαζόμενοι να ενωθούν για τα άμεσα προβλήματά τους ή να παλέψουν για την εργατική - λαϊκή εξουσία δε στέκει έως ερώτημα επιλογής του ενός εκ των δύο ούτε με τη μορφή συρραφής. Είναι θέμα αντιμονοπωλιακής - αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και τακτικής που δεν αποσπάται η μια από την άλλη, που η δεύτερη καθορίζεται από την πρώτη ως προς την ευελιξία της. Οπως δε στέκει το ερώτημα κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ ή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ; Και μόνο αυτό το ερώτημα όποια απάντηση και αν δοθεί είτε με το ένα ή με το άλλο δείχνει ότι ο συσχετισμός δυνάμεων δε θα αλλάξει, θα είναι στο χέρι του συστήματος να διαλέξει με ποια μορφή αστικού πολιτικού συστήματος θα βάλει το λαό στη γωνία, θα ξεφουσκώσει, η όποια διάθεση υπάρχει σήμερα για αντίσταση και γενικότερη αναμέτρηση.
Αυτή η διάθεση υπάρχει, δεν τσακίστηκε παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έγιναν, και δε θα σβήσει χάρις στο ΚΚΕ και στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που υπάρχουν και συμπαρατάσσονται στο κίνημα. Ο συσχετισμός είναι αρνητικός όμως είναι σοβαρός παράγοντας η δυναμική του ΚΚΕ, η παρακαταθήκη της παλαιότερης και σύγχρονης Ιστορίας του που υπεισέρχεται στο συσχετισμό ακόμα και αν δεν μπορεί να αποτιμηθεί αριθμητικά.
Η απάντηση που λέει «να συσπειρωθούμε αποκλειστικά για τα άμεσα προβλήματα» από χέρι είναι ουτοπική και επιζήμια γιατί απέναντι στο λαό «υψώνεται» στρατηγική γραμμή διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες που έχει χάσει ή δυσκολεύεται να χρησιμοποιεί τα εργαλεία του παρελθόντος. Η απάντηση να «δώσουμε βάρος στη γενική λύση και ανατροπή» είναι επίσης επιζήμια, γιατί δεν παίρνει υπόψη ότι η συνειδητοποίηση και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση για την αναγκαιότητα ανατροπής της τάξης που είναι στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ταξικής πάλης γύρω από οξυμένα προβλήματα, συσπείρωση ενταγμένη στη στρατηγική ανατροπής.
Η επιλογή ανάμεσα στο νέο δικομματισμό - διπολισμό είναι από χέρι καταστροφή. Θα οδηγήσει σε μια ήττα προσωρινή μεν αλλά δεν παύει να φέρνει ένα πισωγύρισμα.
Για μας τους κομμουνιστές και κομμουνίστριες αυτό που έχει σημασία είναι να επιδράσουμε στο βασικό πεδίο, εκεί που ο αντίπαλος καθορίζει και αναπαράγει το συσχετισμό δύναμης, στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο με ταυτόχρονη οπτική και δράση την κοινωνική συμμαχία. Απαιτείται να ξεφύγουμε από ορισμένα επιφανειακά και κοινοβουλευτικού τύπου κριτήρια με τα οποία μετράμε το συσχετισμό δυνάμεων. Το θέμα δεν είναι να τον μετράμε μόνο, αλλά να μετράμε από πού θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι. Σημασία έχει πώς δουλεύουμε, τι αποτελέσματα έχουμε στο βασικό μέτωπο, το εργατικό κίνημα. Οσο και αν έχουμε κάνει βήματα, δεν έχει γίνει βαθιά συνείδηση και πεποίθηση ότι εδώ πρέπει να είμαστε απαιτητικοί από τον εαυτό μας, αυστηροί παρά πολύ. Δεν πρόκειται να γίνει ούτε ένα βήμα θετικό στον αρνητικό συσχετισμό, αν δεν γίνει ένα βήμα στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα εκείνο που μόνο το ΚΚΕ, ως οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, μπορεί να το κάνει, να συσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.
Η Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου, το Πρόγραμμα και το Καταστατικό αποτελούν στην ουσία ένα ενιαίο ντοκουμέντο με ιεραρχήσεις, παίρνοντας υπόψη το συσχετισμό δυνάμεων, τις προσαρμογές και εξειδικεύσεις που χρειάζονται, ταυτόχρονα εξασφαλίζουν, ανεξάρτητα από τις ανηφόρες και τις κατηφόρες την ίσια ως ενιαία γραμμή πάλης που οδηγεί σε ριζική ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας άρα και της ιδιοκτησίας.
K.M.
Η πρόοδος της ταξικής πάλης, της κινητήριας δύναμης των θετικών εξελίξεων, δεν εξαρτάται ούτε από τρικ, ούτε από τακτικισμούς, ούτε από τον δήθεν ρεαλισμό της μοιρολατρίας, ούτε από το άγχος να πάει μπροστά το κίνημα πάση θυσία με οποιαδήποτε γραμμή ή με δήθεν επαναστατικά «στιγμιότυπα». Ούτε, βεβαίως, μπορούμε να σκεπτόμαστε ότι τα πάντα καθορίζονται από αντικειμενικούς παράγοντες, δηλαδή ανεξάρτητα από τη θέλησή μας, χωρίς να βασανίζουμε τι και πώς μπορεί εμείς να κάνουμε, ώστε να επιδρούμε, να συμβάλλουμε στη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής - λαϊκής συνείδησης σε συνθήκες μάλιστα κρίσης και ενώ το κίνημα βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση, αλληλοτροφοδοτούμενης μοιρολατρίας και ανυπομονησίας, αγανάκτησης και αυταπάτης.
Αξίζει να θυμηθούμε και να προβληματισθούμε τι εννοούμε εμείς αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων, ώστε να γνωρίζουμε με ποια στρατηγική και τακτική, με ποια γραμμή συσπείρωσης και αντιπαράθεσης, με ποια κριτήρια θα συμβάλουμε, όσο εξαρτάται από εμάς, στη θετική διαφοροποίηση, στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Τα κριτήρια για μας δεν αφορούν μόνο τη δράση μας στο κίνημα, αλλά και την ισχυροποίηση της κομματικής δουλειάς, τον προσανατολισμό της κομματικής οικοδόμησης, το σχεδιασμό και την επιτελικότητα.
Δεν υποτιμάμε καθόλου τα εκλογικά αποτελέσματα ανάμεσα στα αστικά κόμματα, τα κόμματα αστικής διαχείρισης. Πολύ περισσότερο, δεν υποτιμάμε καθόλου το συσχετισμό στα συνδικάτα, στους συνδικαλιστικούς φορείς των εργαζομένων, ακόμα και σε άλλα όργανα του κράτους, όπως είναι τα επιμελητήρια κ.λπ. Δεν τα θεωρούμε όμως το μοναδικό κριτήριο ούτε καν κύριο, βασικό κριτήριο.
Αυτός ο συσχετισμός καταγράφει μεν το επίπεδο της πολιτικής ωρίμανσης της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού γενικότερα, όμως εμφανίζεται πλήρως παραμορφωμένος, πλαστός για ευνόητους λόγους, γιατί χρησιμοποιείται πλαστή διαχωριστική γραμμή.
Αναμφίβολα, αποτελεί δείκτη του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις αντικαπιταλιστικές - αντιμονοπωλιακές δυνάμεις και στην αστική τάξη και τους συμμάχους της ένα αποτέλεσμα της κάλπης είτε αφορά πολιτικές εκλογές είτε συνδικαλιστικές. Αποτελεί επίσης σοβαρό δείκτη η μαζικότητα της συμμετοχής, ο βαθμός οργάνωσης στο κίνημα και συμμετοχής στις αγωνιστικές αποφάσεις και στην υλοποίησή τους. Παίρνουμε υπόψη επίσης και πώς τα κόμματα διαμορφώνουν τα ψηφοδέλτιά τους στις τοπικές, λόγου χάρη, εκλογές με τους δήθεν ανεξάρτητους συνδυασμούς, τους «αντάρτες» ίδιας κοπής.
Ο σημερινός συσχετισμός δείχνει ότι η αγανάκτηση και η λαϊκή δυσαρέσκεια ακόμα και αν σημειώνει ένα θετικό βήμα αντίθεσης προς την ΕΕ απέχει για την ώρα από το να αποκτήσει αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, ζήτημα που από εκεί και πέρα καθορίζει και το βαθμό χειραφέτησης από προκαταλήψεις, φοβίες, αμφιβολίες για τη δυνατότητα του λαού να νικήσει.
Ολα τα άλλα κόμματα, και βεβαίως οι φορείς της εργοδοσίας που συχνά - πυκνά προβαίνουν σε πολιτικές δηλώσεις, έχουν κάθε συμφέρον να κρατήσουν στο παρασκήνιο τον βασικότερο αντικειμενικό παράγοντα που διαμορφώνει, ιδιαίτερα σε μη επαναστατικές συνθήκες, τη λαϊκή συνείδηση, τις σχέσεις ιδιοκτησίας και εξουσίας, την ηγεμονία και κυριαρχία της αστικής τάξης. Δε λογαριάζεται μόνο συσχετισμός στο εθνικό επίπεδο, εσωτερικεύεται και παίζει ακόμα πιο μεγάλο ρόλο σε σύγκριση με το παρελθόν ο ευρωπαϊκός και παγκόσμιος συσχετισμός δυνάμεων σε συνθήκες έντασης της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην ιμπεριαλιστική Ευρωπαϊκή Ενωση. Η επίδραση, λόγου χάρη, της αντισοσιαλιστικής και αντικομμουνιστικής φρενίτιδας μετά τη νίκη της αντεπανάστασης, η ενδυνάμωση του οπορτουνισμού, η υποχώρηση του εργατικού επαναστατικού κινήματος αναμφίβολα είναι στοιχεία του αρνητικού συσχετισμού και στην Ελλάδα και σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, ανάλογα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες.
Ποιος δεν καταλαβαίνει τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε για το ΚΚΕ στις εκλογές του Μάη, και ιδιαίτερα Ιούνη του 2012, η συμμετοχή Κομμουνιστικών Κομμάτων σε αστικές κυβερνήσεις άλλων χωρών;
Ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός θα αρχίζει να δέχεται πλήγμα στο βαθμό που, σε εθνικό επίπεδο, αναπτύσσεται η ταξική πάλη, αποκτά αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, συγκρούεται κάθετα με την πολιτική διεξόδου από την κρίση και τις στρατηγικές επιλογές της ΕΕ.
Ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων, λοιπόν, δεν μπορεί να καταγραφεί με πιστότητα και σε βάθος στο εκλογικό αποτέλεσμα. Αλλοτε μπορεί να καλλιεργεί αυταπάτες και φρούδες ελπίδες ότι υπάρχει πρόοδος. Αλλοτε μπορεί να φαίνεται χειρότερος από ό,τι είναι πραγματικά, να κρύβει υπόγειες διεργασίες, να μην καταγράφει διαφαινόμενες θετικές τάσεις. Ως παράδειγμα, μπορούμε να επικαλεστούμε το γεγονός ότι αν και το ΚΚΕ έχασε τις μισές εκλογικές του δυνάμεις, άλλες προσωρινά και ενδεχόμενα κάποιες μονιμότερα, ωστόσο παρέμεινε και παραμένει ως σήμερα η κύρια δύναμη κινητοποίησης εργατικών, λαϊκών δυνάμεων σε απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις. Την ίδια στιγμή, στο όνομα της τελευταίας θέσης στο κοινοβούλιο, έχει περάσει στα κατώτατα σημεία μιας στοιχειώδους έστω δημοσιότητας.
Θέτουμε ευθέως το ερώτημα: Τα εκλογικά αποτελέσματα του 2012, της πρώτης και της δεύτερης εκλογικής μάχης, δείχνουν ότι διαμορφώνεται ένα ισχυρό ριζοσπαστικό λαϊκό ρεύμα κατά της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, των δύο δηλαδή κομμάτων που εναλλάξ κυβέρνησαν και εκτέθηκαν στα μάτια ενός μεγάλου μέρους της εργατικής τάξης και των συμμάχων της; Οτι ξετυλίγεται σταθερά το κουβάρι θετικών διεργασιών και ανακατατάξεων συνείδησης αντίστοιχα υπέρ της ρήξης και της ανατροπής, ότι ανοίγει ο δρόμος ανόδου της ταξικής πάλης;
Εχουμε απαντήσει με σαφήνεια ότι δε συμβαίνει -για την ώρα βέβαια- κάτι τέτοιο και δεν το επισημαίνουμε μόνο και μόνο γιατί ενισχύθηκε δυστυχώς και η Χρυσή Αυγή. Ολα δείχνουν ότι και πριν το ξέσπασμα της κρίσης η αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή συνείδηση δεν είχε πάρει χαρακτηριστικά σχετικά πιο μαζικά. Οι διαχωρισμοί ανάμεσα στα κόμματα εξακολουθούν να είναι πλαστοί και ψευδεπίγραφοι στη συνείδηση του ελληνικού λαού (πράγμα που εξηγείται). Π.χ. η διαίρεση «μνημονιακές» και «αντιμνημονιακές» δυνάμεις δεν αποτελεί καμία ουσιαστική - πραγματική απειλή για το σύστημα, δεν ανατρέπει συσχετισμούς, αλλά διαφοροποιεί τον «εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων» ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις που στηρίζουν και διαχειρίζονται τις τύχες του καπιταλιστικού συστήματος. Θετικό είναι ότι εγκαταλείφθηκαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ από πολύ μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους, όμως αυτό δε σημαίνει ότι καταδικάστηκε η στρατηγική τους, άρα μεταγγίζονται οι ψήφοι σε όμορα κόμματα, ανεξάρτητα αν είναι σύμμαχοί τους ή αυτοπροβάλλονται ως αριστερή αντιπολίτευση.
Στην Ιταλία, λόγου χάρη, μπορούμε να πούμε ότι ηττήθηκε η κυβέρνηση Μόντι; Ως κόμμα ο Μόντι έχασε, η πολιτική του όμως δε βγήκε ηττημένη, αντίθετα στο όνομα του αντιΜόντι μετώπου προωθήθηκε η συνεργασία του Κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς (πάλαι ποτέ Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας στον πυρήνα του, το κόμμα του γνωστού ιστορικού συμβιβασμού) με το κόμμα του περίφημου και «κυνηγημένου» από την ΕΕ Μπερλουσκόνι. Μπορούμε να θεωρήσουμε ως ελπίδα ανασύνταξης του κινήματος στην Ιταλία το κίνημα των 5 αστέρων του Μπέπε Γκρίλο; Μπορεί σήμερα να θεωρείται φιλολαϊκή επιλογή ο ευρωσκεπτικισμός και η έξοδος από την Ευρωζώνη και μάλιστα με το επιχείρημα ότι η ΕΕ διέψευσε τις ελπίδες των λαών, λες και η ΕΟΚ/ΕΕ από γεννησιμιού της ήταν φιλολαϊκή και αντιμονοπωλιακή.
Στη Γαλλία, ηττήθηκε η πολιτική Σαρκοζί ή συνολικότερα η φιλομονοπωλιακή στρατηγική; To δεύτερο βεβαίως δεν έγινε ούτε με τη νίκη του Ολάντ ή τη «νίκη» Μελανσόν.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο και αυτό έχει σημασία να προσεχθεί και να ξαναπροσεχτεί από εκείνους που ελπίζουν και θέλουν την ισχυροποίηση του ΚΚΕ ότι εμείς δε φοβόμαστε να εκτιμάμε αντικειμενικά τις τάσεις του εκλογικού σώματος και ως προς το δικό μας Κόμμα, να μιλάμε για εκλογικές απώλειες, για πολιτικό εκλογικό πλήγμα, ενώ την ίδια ώρα αρνούμαστε ότι απαξιώθηκε η στρατηγική μας. Δηλαδή, όταν ο λαός ψήφιζε σε ποσοστά 80% - 85% ΝΔ και ΠΑΣΟΚ σήμαινε ότι ήταν σωστή η στρατηγική τους για το λαό, αφού ο λαός την ενέκρινε;
Εξηγούμε τις απώλειες με τη μη πρόοδο της ταξικής πάλης στο ύψος των απαιτήσεων σε κάθε φάση, καθώς αυτή είναι που καθορίζει την ανάπτυξη της οργάνωσης και της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης, την πρόοδο της κοινωνικής συμμαχίας με στόχο την εργατική - λαϊκή εξουσία.
Χωρίς να παρακάμπτουμε αδυναμίες, στρέψαμε και στρέφουμε την προσοχή μας, όπως δείχνει και η αυτοκριτική της ΚΕ στο 19ο Συνέδριο, σε εκείνους τους υποκειμενικούς παράγοντες, που καθορίζουν την αντοχή του Κόμματος σε δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, σε συνθήκες δυσμενούς ελληνικού και ευρωπαϊκού - διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων. Αναδεικνύουμε υποκειμενικές αδυναμίες, ελλείψεις, ή καθυστερήσεις. Αφετηρία στην κριτική μας είναι πώς δουλεύουμε στην εργατική τάξη, πώς το Κόμμα μας ανταποκρίνεται ως κόμμα παντός καιρού, πώς προωθείται η κομματική οικοδόμηση, πώς δουλεύουμε στη νεολαία, στις γυναίκες, στους μετανάστες, πώς διεξάγουμε την ιδεολογική πάλη, πώς εξειδικεύουμε τη στρατηγική και τακτική μας σε κάθε χώρο χωρίς εκπτώσεις και αντιφάσεις προς τη γενική πολιτική μας γραμμή.
Πρέπει να ρίξουμε πιο σχεδιασμένα από τα πάνω ως κάτω τα βέλη εκεί που αλλάζει ο συσχετισμός σε κατεύθυνση ριζοσπαστική. Το εκεί είναι οι τόποι δουλειάς, οι κλάδοι, οι βιομηχανικές ζώνες, οι εργατογειτονιές, εκεί που υπάρχει η μισθωτή εργασία, εκεί που υπάρχουν οι σύμμαχοι της εργατικής τάξης. Με δουλειά από τα κάτω ώστε οι ρίζες να πηγαίνουν όσο γίνεται πιο βαθιά, για να αντέχει «το δέντρο» στις θύελλες και από τα πάνω, ώστε να ενοποιείται και να γενικεύεται η πάλη, να μη σκορπάει τοπικά και μόνο, η γενικευμένη εμπειρία να γίνει καθοδήγηση δράσης κάτω.
Οι άσπονδοι φίλοι του Κόμματος, καθώς «πονάνε» πολύ για τη μείωση των δυνάμεών του (βρήκαν την ευκαιρία να υποσκάψουν τη στρατηγική του, την αντοχή του στις πιέσεις) ονειρεύονται τάχα την περίοδο που το ΚΚΕ είχε περισσότερες δυνάμεις στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, είχε τη διοίκηση σε δήμους, ή ακόμα καθοδηγούσε μαζικότερες νεανικές κινητοποιήσεις. Το κάνουν μάλιστα, υποβαθμίζοντας το γεγονός ότι οι δυνάμεις του Κόμματος και οι συνεργαζόμενοι στο ΠΑΜΕ σε αρκετούς χώρους έχουν ανεβάσει τα εκλογικά ποσοστά ή έχουν επιδείξει αντοχή.
Κυριολεκτικά, συγκρίνουν εντελώς διαφορετικά, ανόμοια πράγματα. Εχει περάσει η περίοδος όπου οι εργαζόμενοι περιορίζονταν σε κινητοποιήσεις άμεσων διεκδικήσεων με δυνατότητα να ασκήσουν πίεση, αφού ήταν περίοδος που το αστικό πολιτικό σύστημα και η εργοδοσία μπορούσαν να κάνουν ορισμένες παραχωρήσεις, προκειμένου να δημιουργούν επανάπαυση και εφησυχασμό. Σήμερα, απαιτούνται πολύ πιο μαζικοί αγώνες με ανεβασμένες μορφές πάλης, με προωθημένα αιτήματα, με αντοχή σε μακροχρόνιες μορφές, σε παρατεταμένες άμεσες προσωρινές θυσίες. Δεν είναι λίγο να ξέρεις ότι θα χάσεις τη δουλειά σου ή θα μεταταχθείς μακριά αν είσαι σταθερός απεργός, αντιεργοδοτικός, αντικαπιταλιστής. Απαιτείται κατάκτηση μέσα και από την πείρα στοιχειώδους αντικαπιταλιστικής - αντιμονοπωλιακής συνείδησης, ώστε ο εργαζόμενος να πείθεται ότι αξίζει να υποστεί και προσωρινές προσωπικές θυσίες, ώστε να δημιουργήσει θετικές προϋποθέσεις για τη ριζική λύση.
Το ερώτημα, αν πρέπει οι εργαζόμενοι να ενωθούν για τα άμεσα προβλήματά τους ή να παλέψουν για την εργατική - λαϊκή εξουσία δε στέκει έως ερώτημα επιλογής του ενός εκ των δύο ούτε με τη μορφή συρραφής. Είναι θέμα αντιμονοπωλιακής - αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και τακτικής που δεν αποσπάται η μια από την άλλη, που η δεύτερη καθορίζεται από την πρώτη ως προς την ευελιξία της. Οπως δε στέκει το ερώτημα κυβέρνηση με κορμό τη ΝΔ ή κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ; Και μόνο αυτό το ερώτημα όποια απάντηση και αν δοθεί είτε με το ένα ή με το άλλο δείχνει ότι ο συσχετισμός δυνάμεων δε θα αλλάξει, θα είναι στο χέρι του συστήματος να διαλέξει με ποια μορφή αστικού πολιτικού συστήματος θα βάλει το λαό στη γωνία, θα ξεφουσκώσει, η όποια διάθεση υπάρχει σήμερα για αντίσταση και γενικότερη αναμέτρηση.
Αυτή η διάθεση υπάρχει, δεν τσακίστηκε παρά τις συστηματικές προσπάθειες που έγιναν, και δε θα σβήσει χάρις στο ΚΚΕ και στις ριζοσπαστικές δυνάμεις που υπάρχουν και συμπαρατάσσονται στο κίνημα. Ο συσχετισμός είναι αρνητικός όμως είναι σοβαρός παράγοντας η δυναμική του ΚΚΕ, η παρακαταθήκη της παλαιότερης και σύγχρονης Ιστορίας του που υπεισέρχεται στο συσχετισμό ακόμα και αν δεν μπορεί να αποτιμηθεί αριθμητικά.
Η απάντηση που λέει «να συσπειρωθούμε αποκλειστικά για τα άμεσα προβλήματα» από χέρι είναι ουτοπική και επιζήμια γιατί απέναντι στο λαό «υψώνεται» στρατηγική γραμμή διάσωσης του καπιταλιστικού συστήματος σε συνθήκες που έχει χάσει ή δυσκολεύεται να χρησιμοποιεί τα εργαλεία του παρελθόντος. Η απάντηση να «δώσουμε βάρος στη γενική λύση και ανατροπή» είναι επίσης επιζήμια, γιατί δεν παίρνει υπόψη ότι η συνειδητοποίηση και αγωνιστική διαπαιδαγώγηση για την αναγκαιότητα ανατροπής της τάξης που είναι στην εξουσία συντελείται στο έδαφος της ταξικής πάλης γύρω από οξυμένα προβλήματα, συσπείρωση ενταγμένη στη στρατηγική ανατροπής.
Η επιλογή ανάμεσα στο νέο δικομματισμό - διπολισμό είναι από χέρι καταστροφή. Θα οδηγήσει σε μια ήττα προσωρινή μεν αλλά δεν παύει να φέρνει ένα πισωγύρισμα.
Για μας τους κομμουνιστές και κομμουνίστριες αυτό που έχει σημασία είναι να επιδράσουμε στο βασικό πεδίο, εκεί που ο αντίπαλος καθορίζει και αναπαράγει το συσχετισμό δύναμης, στον τόπο δουλειάς, στον κλάδο με ταυτόχρονη οπτική και δράση την κοινωνική συμμαχία. Απαιτείται να ξεφύγουμε από ορισμένα επιφανειακά και κοινοβουλευτικού τύπου κριτήρια με τα οποία μετράμε το συσχετισμό δυνάμεων. Το θέμα δεν είναι να τον μετράμε μόνο, αλλά να μετράμε από πού θα αρχίσει να ξετυλίγεται το κουβάρι. Σημασία έχει πώς δουλεύουμε, τι αποτελέσματα έχουμε στο βασικό μέτωπο, το εργατικό κίνημα. Οσο και αν έχουμε κάνει βήματα, δεν έχει γίνει βαθιά συνείδηση και πεποίθηση ότι εδώ πρέπει να είμαστε απαιτητικοί από τον εαυτό μας, αυστηροί παρά πολύ. Δεν πρόκειται να γίνει ούτε ένα βήμα θετικό στον αρνητικό συσχετισμό, αν δεν γίνει ένα βήμα στο εργατικό κίνημα, στο κίνημα εκείνο που μόνο το ΚΚΕ, ως οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, μπορεί να το κάνει, να συσπειρώσει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις.
Η Πολιτική Απόφαση του 19ου Συνεδρίου, το Πρόγραμμα και το Καταστατικό αποτελούν στην ουσία ένα ενιαίο ντοκουμέντο με ιεραρχήσεις, παίρνοντας υπόψη το συσχετισμό δυνάμεων, τις προσαρμογές και εξειδικεύσεις που χρειάζονται, ταυτόχρονα εξασφαλίζουν, ανεξάρτητα από τις ανηφόρες και τις κατηφόρες την ίσια ως ενιαία γραμμή πάλης που οδηγεί σε ριζική ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας άρα και της ιδιοκτησίας.
K.M.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου