Ανατολικά της Εδέμ
Στις 7 Σεπτεμβρίου του 1833 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ρίχνεται στις φυλακές του Ναυπλίου, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Θα παραμείνει έγκλειστος σ’ αυτό το μπουντρούμι χωρίς καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο για έξι ολόκληρους μήνες, μέχρι να αρχίσει η δίκη του, τον Απρίλιο του 1834. «…Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες…», θα υπαγορεύσει αργότερα στον Γεώργιο Τερτσέτη στα απομνημονεύματά του. Ήταν τότε 63 χρονών.
Μια δίκη- ντροπή για την ελληνική ιστορία και δικαιοσύνη, που θα ολοκληρωθεί με την καταδίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα σε θάνατο, για εσχάτη προδοσία.
Όσο διαρκούσε η ανάγνωση της απόφασης, ο Κολοκοτρώνης διατηρεί την ψυχραιμία του παίζοντας απαλά τις χάντρες του κομπολογιού του. Δε δείχνει ιδιαίτερη συγκίνηση ούτε όταν ακούει την τρομερή φράση, «Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας». Έκανε μόνο το σταυρό του και είπε: «Κύριε ελέησον! Μνήσθητί μου, Κύριε όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Ύστερα πήρε από την ταμπακέρα του μια πρέζα ταμπάκο, τον ρούφηξε και πρόσφερε σε όσους τον είχαν περιτριγυρίσει. Στους δικηγόρους του είπε, με σταθερή φωνή: «Αντίκρισα τόσες φορές το θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε τώρα τον φοβούμαι».
Σε έναν οπαδό του που του φώναξε συγκινημένος: «Άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», αποκρίθηκε με πικρή θυμοσοφία: «Γι’ αυτό λυπάσαι; Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια».
Τα ονόματα των δύο Ελλήνων δικαστών (από τους πέντε) που μειοψήφησαν και αρνήθηκαν να τον καταδικάσουν σε θάνατο ήταν: Αναστάσιος Πολυζωίδης και Γεώργιος Τερτσέτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου