Τις προάλλες η κε του μπλοκ βρέθηκε στη λδ του βορρά, όπου παρακολούθησε την εκδήλωση της κομματικής αχτίδας εκπαιδευτικών και της τ.ο φιλοσοφικής της κνε, στον πύργο του παιδαγωγικού, για το ρόλο του παιδαγωγού (εφεξής ρτπ) στη διαμόρφωση της συνείδησης, με ομιλητή τον κυριάκο ιωαννίδη (κ.ι) από το τμήμα παιδείας της κετουκε. Παρακάτω θα προσπαθήσω να αναπαραγάγω αποσπασματικά κάποια σημεία της εισήγησης και της συζήτησης που ακολούθησαν με βάση το δικό μου βαθμό πρόσληψης, τις σημειώσεις που κράτησα και όσες τυχόν στρεβλώσεις αυτές περιέχουν, οι οποίες βαραίνουν αποκλειστικά εμένα.
Αρχικά ο κ.ι έθεσε τις διαστάσεις του θέματος της εκδήλωσης βάζοντας μερικά ερωτήματα τα οποία συνδέονται με αυτό.
Τι είναι προσωπικότητα; Τι είναι διαπαιδαγώγηση; Υπάρχουν κοινές αντιλήψεις σε αυτά τα ζητήματα ή διαφορετικές κατευθύνσεις που συγκρούονται; Και παρακάτω. Με ποια πλευρά συντάσσεται ο παιδαγωγός; Με τη στατική θεώρηση της διαπαιδαγώγησης και τους σκοπούς του σημερινού σχολείου, ή με την πάλη για την αλλαγή του; Αρκεί αυτή η πάλη αν δε συνοδεύεται με την πάλη για την πολιτική εξουσία; Και ποια είναι η θέση ενός εκπαιδευτικού που θεωρεί ότι η λύση σε αυτά τα ζητήματα θα έρθει μόνο μέσω της αλλαγής τάξης στην εξουσία; Μήπως αυτό βάζει όρια στη δράση του; Τα καθημερινά φαινόμενα υποσιτισμού και τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν πολλοί μαθητές καθιστούν ακόμα πιο επιτακτικά αυτά τα ζητήματα.
Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει επίσημο κρατικό κείμενο που να μην αναφέρεται στον ειδικό ρόλο του παιδαγωγού –πχ οι επίσημες εκθέσεις της εε και του οοσα, ακόμα και τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων (πέρσι στην ιστορία για την εσσδ και το 2ο ππ, ή πρόπερσι στην έκθεση για τη δια βίου μάθηση) αποδεικνύουν την πολιτική διάσταση του θέματος. Στον πυρήνα της αστικής προσέγγισης βρίσκεται η δικαιολόγηση και διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, της αστικής δημοκρατίας και της τυπικής ισότητας, όπου ο άλλος νοείται ως όριο και εμπόδιο. Η καλλιέργεια ορισμένων δεξιοτήτων, η προσαρμογή των μαθητών ώστε να αντιμετωπίζουν το διαρκές άγχος και την απογοήτευση, να αποδεχτούν το ρίσκο και την ατομική ευθύνη, η εμπέδωση του εθελοντισμού, της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής συναίνεσης. Και φυσικά ο αντικομμουνισμός, που εξελίσσεται σε κεντρική κρατική πολιτική, περνώντας μέσα από τη διαστρέβλωση της ιστορίας και την εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό και την τρομοκρατία.
Ποια είναι λοιπόν η απάντηση από τη σκοπιά της πρωτοπορίας, με ιδεολογικούς όρους –οι οποίοι μπορεί να γίνουν είτε υλικά εμπόδια είτε μαζικοί επιταχυντές της ιστορίας;
Ας επιστρέψουμε στο αρχικά ερωτήματα. Η προσωπικότητα εμφανίζεται στις ολοκληρωμένες κοινωνίες, στη βάση της εργασίας και της επικοινωνίας. Κάθε τι ανθρώπινο είναι 100 (κι όχι 90)% προϊόν κοινωνικών σχέσεων, της ανθρώπινης κοινωνίας κι όχι απλά ένα βιολογικό χαρακτηριστικό.
Οι αστοί δε συμφωνούν φυσικά με αυτήν την προσέγγιση. Ένα κοινό σημείο όλων των αστικών θεωριών στις διάφορες παραλλαγές τους είναι ότι αντιπαραθέτουν το άτομο με την κοινωνία και τις επιταγές του πολιτισμού με τα ζωώδη ένστικτα. Ενώ στο πεδίο της διαπαιδαγώγησης ψάχνουν τρόπους προσαρμογής του μαθητή στην κοινωνία –κι όχι τρόπους ανατροπής της- ή θεωρούν γενικά αντιδραστική την έννοια της αγωγής καθαυτή.
Οι σοβιετικοί αντιθέτως πίστευαν ότι η διαπαιδαγώγηση ανοίγει δρόμους για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ή όπως έλεγε ο μακάρενκο:μαθαίνει στον άνθρωπο πώς να ζει. Γιατί όμως –θα ρωτήσει κάποιος- έχει θέση η πολιτική σε αυτό το κομμάτι; Τι μας χρειάζεται η ταξική πάλη;
Αν κάποιος πιστεύει ότι ο σημερινός κόσμος είναι άδικος μεν, αλλά ο καλύτερος δυνατός, τότε θα δώσει αρνητική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αν όμως θεωρεί ότι η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι ο τελευταίος σταθμός στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, η απάντησή του θα ‘ναι διαφορετική
Γι’ αυτό η επιστήμη δε μπορεί να νοείται χωρίς γενικότερη επιστημονική κοσμοθεωρία, ως ένα απλό ουδέτερο σχήμα που εμπλουτίζεται κατά το δοκούν. Σε αυτό το σημείο ο κ.ι μας διάβασε ένα απόσπασμα από μια διάλεξη του λένιν για τους κομμουνιστές που πρέπει να κατέχουν όλο τον πλούτο της ανθρωπότητας, όχι για να τον παπαγαλίζουν σαν κούφια ταμπέλα, αλλά για να τον αφομοιώσουν ώστε να μπορούν να τον εξετάσουν κριτικά. Γιατί ο κομμουνιστής που περηφανεύεται για τον κομμουνισμό του με έτοιμες ιδέες είναι αξιοθρήνητος.
Την τελευταία δεκαετία έχει ανοίξει μια συζήτηση ως προς το αν η εκπαίδευση παραμένει κρίσιμος μηχανισμός ή αν η τηλεόραση και το διαδίκτυο –που καθορίζουν πρότυπα και στάσεις ζωής- έχουναποκαθηλώσει την προτεραιότητά της. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι αμιγώς ποσοτικό, αλλά ποιοτικό και αφορά τις πλέον κρίσιμες λειτουργίες. Ο αντιδραστικός ρόλος του σύγχρονου σχολείου εξάλλου έχει να κάνει συνολικά με τις λειτουργίες του, κι όχι μόνο με το περιεχόμενο της διδασκαλίας του –η προσευχή πχ είναι μια μορφή αθόρυβης ιδεολογικής παρέμβασης. Το σχολείο λοιπόν είναι η άγουσα, κυρίαρχη δραστηριότητα για το μαθητή (όρος που καθιέρωσε ο βιγκότσκι κι η σοβιετική ψυχολογία), όπως είναι για το νήπιο το παιχνίδι και για τον ενήλικο η εργασία. Είναι ο προσωπικός άξονας, το περιβάλλον όπου κοινωνικοποιείται για 6-7 ώρες σε καθημερινή βάση. Το συγκεριμένο κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση (σύμφωνα με τη γνωστή φράση του μαρξ). Κι επίσης ένα κομμάτι του εποικοδομήματος που αλληλεπιδρά διαλεκτικά με τη βάση.
Όπως γράφουν οι κλασικοί στη γερμανική ιδεολογία, κυρίαρχη ιδεολογία σε μια κοινωνία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Με άλλα λόγια οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις συλλαμβάνονται ως ιδέες. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο για να το αρνηθεί κανείς, αλλά η απάντηση που θα δώσει επηρεάζει τη στάση του και τα χαρακτηριστικά του αγώνα του.
Ένα τμήμα του οπορτουνισμού πχ, αποδέχεται γενικά αυτήν την κυριαρχία και το ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών, αλλά αρνείται να εντάξει το σχολείο ως κρίκο στον ενιαίο κρατικό μηχανισμό, θεωρώντας το ως κάτι αυτόνομο, όπου μπορεί να υπάρξει ελεύθερη διαπάλη. Δε βλέπει το κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, αλλά ως σχέση, που καθορίζεται από αυτή τη διαπάλη, η οποία μπορεί να εκφραστεί πολιτικά και μέσω της κυβερνώσας αριστεράς.
Καταλήγει επομένως να αποσπά την πολιτική από την οικονομία και να αποθεώνει αφηρημένα την παιδαγωγική ελευθερία που γίνεται άλλοθι και φύλο συκής της υποταγής στην αστική νομιμότητα.
Η πραγματική ελευθερία όμως δε βρίσκεται στην αποσύνδεση της παιδείας από την πολιτική και την οικονομία, ή σε αφηρημένες γενικές διακηρύξεις, αλλά στην ταξική πάλη, τη σύγκρουση με την υπάρχουσα κατάσταση και τη σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της κοινωνίας, όπως έγραφε το 27’ ο γληνός σε ένα κείμενο του εκπαιδευτικού ομίλου. Καθώς και σε παραδείγματα που αντλούμε από τη σοβιετική ένωση, αλλά και από την ελεύθερη ελλάδα, με το σύνθημα «ένας λαός, μία παιδεία» ως παιδαγωγικό ιδανικό –μια πείρα που μπορεί να ήταν μικρή σε διάρκεια, όχι όμως και σε σημασία.
Πώς μπορεί να εκφραστεί λοιπόν στο σημερινό πλαίσιο ο ρτπ; Τα καθήκοντά του, τόσο στην τάξη όσο και μες στο κίνημα, είναι σύνθετα.
Καταρχάς είναι κρίσιμο να μην έχει αυταπάτες ότι μπορεί πχ να γίνει η τάξη του μια σοσιαλιστική νησίδα. Να έχει συνείδηση δηλ των ορίων και του αντικειμενικού ρόλου της σημερινής εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αξιοποιώντας παράλληλα κάθε δυνατότητα δράσης που του δίνεται στο υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο. Πρέπει επίσης να κατέχει στέρεα κοσμοθεωρητική βάση, γιατί ο μαρξισμός δεν είναι άλλη μία άποψη στο έδαφος του αστικού πλουραρισμού, αλλά η μοναδική επιστημονική προσέγγιση. Πρέπει να αποκαλύπτει την αλήθεια, να κεντρίζει το ενδιαφέρον των μαθητών για αυτήν, να μην την παρουσιάζει στεγνά και τυπολατρικά. Και να καταδείξει ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα που μπορούμε να τη γνωρίσουμε (κάτι που δεν είναι αυτονόητο ούτε καν για τις γνωσιοκεντρικές αστικές θεωρίες). Να κατανοήσει ότι η προσωπικότητα δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση, αλλά και τη βούληση και το συναίσθημα. Δομείται δηλ στη λογική, την αισθητική (για το ωραίο) και την ηθική. Κι ότι η παρέμβαση του παιδαγωγού χρειάζεται και στα τρία πεδία. Να διαμορφώνει στάσεις ζωής, να εμπνέει τους μαθητές με την ηθική των επαναστατών, να γίνει δηλ αρχιτέκτονας των ανθρώπινων ψυχών και προσωπικοτήτων. Να είναι ο ίδιος ανώτερα διαπαιδαγωγημένος για να μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και έτοιμος για να διαπαιδαγωγηθεί εκ νέου μες στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Στη συνέχεια περάσαμε στον κύκλο των ερωτοαπαντήσεων.
Ο κ.ι ομαδοποίησε τα πρώτα ερωτήματα για το σχολείο του σάμερχιλ και τη διαθεματικότητα κι είπε ότι η αστική σκέψη εξελίχθηκε με βάση τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της, κι αυτό εκφράστηκε σε διάφορες φιλοσοφικές αναζητήσεις στις δεκαετίες του 60’ και του 70’. Μία εξ αυτών ήταν του ντιούι, που είχε στο επίκεντρό της την άρνηση του σχολικού καταναγκασμού και τον πραγματισμό. Ένας πραγματισμός που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια, αλλά πολλές αλήθειες, εκ των οποίων παίρνουμε κάθε φορά αυτή που μας βολεύει στην πράξη –σύμφωνα με τη βασική αρχή του νεοθετικισμού. Η προσέγγιση του ντιούι θεωρεί τη μία αλήθεια καταπίεση και αρνείται να πάρει θέση στο βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας για την ύλη και τη συνείδηση και για το αν η αλήθεια είναι αντικειμενική και συνεπώς γνώσιμη. Μπορεί επομένως το πείραμα του σάμερχιλ να είχε μια υπαρκτή βάση, αλλά δεν αποτελούσε την απάντηση στο πρόβλημα που θέλησε να επιλύσει.
Στον καπιταλισμό υπάρχει μόνο η ελευθερία του μοναχικού περιπατητή, μια σχετική ελευθερία, όπου δεν πρέπει να ξεχνάμε να συμπληρώνουμε κάθε φορά την ερώτηση: «ελευθερία από ποιον και για ποιον»; Παρεμπιπτόντως ο κ.ι άσκησε κριτική και στις δυνάμεις των παρεμβάσεων, που πριν απ’ την κρίση πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις διακηρύξεις του υπουργείου για την ευελιξία (ως μια πρώτη απόπειρα διαφοροποίησης του ενιαίου σχολικού προγράμματος) προς όφελος της παιδαγωγικής ελευθερίας –πχ με μαθήματα επιλογής. Κι έτσι πρόβαλλαν ως αίτημα του κινήματος εναλλακτικούς τρόπους υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Σχετικά με τη διαθεματικότητα απάντησε ότι εμείς δεν αρνούμαστε ένα μάθημα με πλούσια θεματική, αλλά την αποσπασματικότητα. Που αντί να πηγαίνει το μαθητή από το μέρος στο όλο κι αντίστροφα τον πηγαίνει από το μέρος στο μέρος, του δείχνει ασύνδετα φαινόμενα κι όχι την ουσία. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στους αριστούχους μαθητές, που την επομένη των εξετάσεων αποβάλλουν τις άχρηστες αποσπασματικές γνώσεις που είχαν αποθηκεύσει, γιατί η κτήση τους έγινε μηχανικά, κι απέτυχε να κινητοποιήσει το συναίσθημα και το σύνολο της προσωπικότητάς τους.
Αναφέρθηκε επίσης στο καίριο ζήτημα της τεχνολογίας στα σχολεία. Είπε ότι η θέση μας δε μπορεί να είναι η ίδια με αυτήν που είχαμε είκοσι χρόνια πριν (για την εισαγωγή των η/υ στο λύκειο) κι ότι οι υπολογιστές είναι ένα εργαλείο που δεν είναι πανάκεια, ούτε μπορεί να αντικαταστήσει την τριβή και την επαφή με το βιβλίο, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται (όχι με τη μορφή ξεχωριστού μαθήματος, αλλά) ως μέσο μάθησης κι όχι ως μέσο κερδοφορίας των μονοπωλίων στον χώρο της πληροφορικής, όπως σήμερα.
Θίχτηκαν επίσης τα ζητήματα: του «καθηγητικού κατεστημένου» και της απολυτοποίησης της διάκρισης «φοιτητές-καθηγητές» από τους αριστεριστές –και παλιότερα από την πασπ. Η διδασκαλία στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού κι η έννοια της πλύσης εγκεφάλου. Και το ζήτημα των διαπολιτισμικών σχολείων (παλιότερα το κόμμα τασσόταν ενάντια στην ύπαρξή τους, και υπέρ της ένταξης των παιδιών της αλλοδαπής στο ενιαίο σχολείο, με ειδικά μαθήματα για να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα, την ιστορία, τη λογοτεχνία τους, κτλ –όπως δηλ έγινε με τους πολιτικούς πρόισφυγες που βρήκαν καταφύγιο στη σοβιετική ένωση κι άλλες λδ. Τώρα όμως που το κράτος κλείνει τα διαπολιτισμικά με αφορμή την κρίση, το βασικό μας σύνθημα είναι: κανένα παιδί εκτός εκπαίδευσης).
Δεν τα καταγράφω ωστόσο λεπτομερώς για να μην ξεφύγει περισσότερο σε έκταση η ανάρτηση.
Ίσως κάποιοι σύντροφοι να θεωρούν το θέμα αδιάφορο κι ότι δεν άξιζε μιας τόσο εκτενούς ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα όμως οι κομμουνιστές που καλούνται να διαπαιδαγωγήσουν τις μάζες (και να διαπαιδαγωγηθούν από αυτές) οφείλουν να έχουν πάντα ευαίσθητες κεραίες σε ζητήματα παιδαγωγικής. Κι αυτή είναι –σύντομα και περιληπτικά- η δική μου (ελάχιστη) συμβολή στο θέμα της εκδήλωσης.
Την ίδια στιγμή, δεν υπάρχει επίσημο κρατικό κείμενο που να μην αναφέρεται στον ειδικό ρόλο του παιδαγωγού –πχ οι επίσημες εκθέσεις της εε και του οοσα, ακόμα και τα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων (πέρσι στην ιστορία για την εσσδ και το 2ο ππ, ή πρόπερσι στην έκθεση για τη δια βίου μάθηση) αποδεικνύουν την πολιτική διάσταση του θέματος. Στον πυρήνα της αστικής προσέγγισης βρίσκεται η δικαιολόγηση και διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, της αστικής δημοκρατίας και της τυπικής ισότητας, όπου ο άλλος νοείται ως όριο και εμπόδιο. Η καλλιέργεια ορισμένων δεξιοτήτων, η προσαρμογή των μαθητών ώστε να αντιμετωπίζουν το διαρκές άγχος και την απογοήτευση, να αποδεχτούν το ρίσκο και την ατομική ευθύνη, η εμπέδωση του εθελοντισμού, της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής συναίνεσης. Και φυσικά ο αντικομμουνισμός, που εξελίσσεται σε κεντρική κρατική πολιτική, περνώντας μέσα από τη διαστρέβλωση της ιστορίας και την εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό και την τρομοκρατία.
Ποια είναι λοιπόν η απάντηση από τη σκοπιά της πρωτοπορίας, με ιδεολογικούς όρους –οι οποίοι μπορεί να γίνουν είτε υλικά εμπόδια είτε μαζικοί επιταχυντές της ιστορίας;
Ας επιστρέψουμε στο αρχικά ερωτήματα. Η προσωπικότητα εμφανίζεται στις ολοκληρωμένες κοινωνίες, στη βάση της εργασίας και της επικοινωνίας. Κάθε τι ανθρώπινο είναι 100 (κι όχι 90)% προϊόν κοινωνικών σχέσεων, της ανθρώπινης κοινωνίας κι όχι απλά ένα βιολογικό χαρακτηριστικό.
Οι αστοί δε συμφωνούν φυσικά με αυτήν την προσέγγιση. Ένα κοινό σημείο όλων των αστικών θεωριών στις διάφορες παραλλαγές τους είναι ότι αντιπαραθέτουν το άτομο με την κοινωνία και τις επιταγές του πολιτισμού με τα ζωώδη ένστικτα. Ενώ στο πεδίο της διαπαιδαγώγησης ψάχνουν τρόπους προσαρμογής του μαθητή στην κοινωνία –κι όχι τρόπους ανατροπής της- ή θεωρούν γενικά αντιδραστική την έννοια της αγωγής καθαυτή.
Οι σοβιετικοί αντιθέτως πίστευαν ότι η διαπαιδαγώγηση ανοίγει δρόμους για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Ή όπως έλεγε ο μακάρενκο:μαθαίνει στον άνθρωπο πώς να ζει. Γιατί όμως –θα ρωτήσει κάποιος- έχει θέση η πολιτική σε αυτό το κομμάτι; Τι μας χρειάζεται η ταξική πάλη;
Αν κάποιος πιστεύει ότι ο σημερινός κόσμος είναι άδικος μεν, αλλά ο καλύτερος δυνατός, τότε θα δώσει αρνητική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αν όμως θεωρεί ότι η καπιταλιστική κοινωνία δεν είναι ο τελευταίος σταθμός στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, η απάντησή του θα ‘ναι διαφορετική
Γι’ αυτό η επιστήμη δε μπορεί να νοείται χωρίς γενικότερη επιστημονική κοσμοθεωρία, ως ένα απλό ουδέτερο σχήμα που εμπλουτίζεται κατά το δοκούν. Σε αυτό το σημείο ο κ.ι μας διάβασε ένα απόσπασμα από μια διάλεξη του λένιν για τους κομμουνιστές που πρέπει να κατέχουν όλο τον πλούτο της ανθρωπότητας, όχι για να τον παπαγαλίζουν σαν κούφια ταμπέλα, αλλά για να τον αφομοιώσουν ώστε να μπορούν να τον εξετάσουν κριτικά. Γιατί ο κομμουνιστής που περηφανεύεται για τον κομμουνισμό του με έτοιμες ιδέες είναι αξιοθρήνητος.
Την τελευταία δεκαετία έχει ανοίξει μια συζήτηση ως προς το αν η εκπαίδευση παραμένει κρίσιμος μηχανισμός ή αν η τηλεόραση και το διαδίκτυο –που καθορίζουν πρότυπα και στάσεις ζωής- έχουναποκαθηλώσει την προτεραιότητά της. Το ζήτημα ωστόσο δεν είναι αμιγώς ποσοτικό, αλλά ποιοτικό και αφορά τις πλέον κρίσιμες λειτουργίες. Ο αντιδραστικός ρόλος του σύγχρονου σχολείου εξάλλου έχει να κάνει συνολικά με τις λειτουργίες του, κι όχι μόνο με το περιεχόμενο της διδασκαλίας του –η προσευχή πχ είναι μια μορφή αθόρυβης ιδεολογικής παρέμβασης. Το σχολείο λοιπόν είναι η άγουσα, κυρίαρχη δραστηριότητα για το μαθητή (όρος που καθιέρωσε ο βιγκότσκι κι η σοβιετική ψυχολογία), όπως είναι για το νήπιο το παιχνίδι και για τον ενήλικο η εργασία. Είναι ο προσωπικός άξονας, το περιβάλλον όπου κοινωνικοποιείται για 6-7 ώρες σε καθημερινή βάση. Το συγκεριμένο κοινωνικό είναι που καθορίζει τη συνείδηση (σύμφωνα με τη γνωστή φράση του μαρξ). Κι επίσης ένα κομμάτι του εποικοδομήματος που αλληλεπιδρά διαλεκτικά με τη βάση.
Όπως γράφουν οι κλασικοί στη γερμανική ιδεολογία, κυρίαρχη ιδεολογία σε μια κοινωνία είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης. Με άλλα λόγια οι κυρίαρχες υλικές σχέσεις συλλαμβάνονται ως ιδέες. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο για να το αρνηθεί κανείς, αλλά η απάντηση που θα δώσει επηρεάζει τη στάση του και τα χαρακτηριστικά του αγώνα του.
Ένα τμήμα του οπορτουνισμού πχ, αποδέχεται γενικά αυτήν την κυριαρχία και το ρόλο των ιδεολογικών μηχανισμών, αλλά αρνείται να εντάξει το σχολείο ως κρίκο στον ενιαίο κρατικό μηχανισμό, θεωρώντας το ως κάτι αυτόνομο, όπου μπορεί να υπάρξει ελεύθερη διαπάλη. Δε βλέπει το κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας, αλλά ως σχέση, που καθορίζεται από αυτή τη διαπάλη, η οποία μπορεί να εκφραστεί πολιτικά και μέσω της κυβερνώσας αριστεράς.
Καταλήγει επομένως να αποσπά την πολιτική από την οικονομία και να αποθεώνει αφηρημένα την παιδαγωγική ελευθερία που γίνεται άλλοθι και φύλο συκής της υποταγής στην αστική νομιμότητα.
Η πραγματική ελευθερία όμως δε βρίσκεται στην αποσύνδεση της παιδείας από την πολιτική και την οικονομία, ή σε αφηρημένες γενικές διακηρύξεις, αλλά στην ταξική πάλη, τη σύγκρουση με την υπάρχουσα κατάσταση και τη σοσιαλιστική ανασυγκρότηση της κοινωνίας, όπως έγραφε το 27’ ο γληνός σε ένα κείμενο του εκπαιδευτικού ομίλου. Καθώς και σε παραδείγματα που αντλούμε από τη σοβιετική ένωση, αλλά και από την ελεύθερη ελλάδα, με το σύνθημα «ένας λαός, μία παιδεία» ως παιδαγωγικό ιδανικό –μια πείρα που μπορεί να ήταν μικρή σε διάρκεια, όχι όμως και σε σημασία.
Πώς μπορεί να εκφραστεί λοιπόν στο σημερινό πλαίσιο ο ρτπ; Τα καθήκοντά του, τόσο στην τάξη όσο και μες στο κίνημα, είναι σύνθετα.
Καταρχάς είναι κρίσιμο να μην έχει αυταπάτες ότι μπορεί πχ να γίνει η τάξη του μια σοσιαλιστική νησίδα. Να έχει συνείδηση δηλ των ορίων και του αντικειμενικού ρόλου της σημερινής εκπαίδευσης στην αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας, αξιοποιώντας παράλληλα κάθε δυνατότητα δράσης που του δίνεται στο υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο. Πρέπει επίσης να κατέχει στέρεα κοσμοθεωρητική βάση, γιατί ο μαρξισμός δεν είναι άλλη μία άποψη στο έδαφος του αστικού πλουραρισμού, αλλά η μοναδική επιστημονική προσέγγιση. Πρέπει να αποκαλύπτει την αλήθεια, να κεντρίζει το ενδιαφέρον των μαθητών για αυτήν, να μην την παρουσιάζει στεγνά και τυπολατρικά. Και να καταδείξει ότι υπάρχει μια αντικειμενική πραγματικότητα που μπορούμε να τη γνωρίσουμε (κάτι που δεν είναι αυτονόητο ούτε καν για τις γνωσιοκεντρικές αστικές θεωρίες). Να κατανοήσει ότι η προσωπικότητα δεν περιλαμβάνει μόνο τη γνώση, αλλά και τη βούληση και το συναίσθημα. Δομείται δηλ στη λογική, την αισθητική (για το ωραίο) και την ηθική. Κι ότι η παρέμβαση του παιδαγωγού χρειάζεται και στα τρία πεδία. Να διαμορφώνει στάσεις ζωής, να εμπνέει τους μαθητές με την ηθική των επαναστατών, να γίνει δηλ αρχιτέκτονας των ανθρώπινων ψυχών και προσωπικοτήτων. Να είναι ο ίδιος ανώτερα διαπαιδαγωγημένος για να μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αλλά και έτοιμος για να διαπαιδαγωγηθεί εκ νέου μες στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Στη συνέχεια περάσαμε στον κύκλο των ερωτοαπαντήσεων.
Ο κ.ι ομαδοποίησε τα πρώτα ερωτήματα για το σχολείο του σάμερχιλ και τη διαθεματικότητα κι είπε ότι η αστική σκέψη εξελίχθηκε με βάση τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της, κι αυτό εκφράστηκε σε διάφορες φιλοσοφικές αναζητήσεις στις δεκαετίες του 60’ και του 70’. Μία εξ αυτών ήταν του ντιούι, που είχε στο επίκεντρό της την άρνηση του σχολικού καταναγκασμού και τον πραγματισμό. Ένας πραγματισμός που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μία αντικειμενική αλήθεια, αλλά πολλές αλήθειες, εκ των οποίων παίρνουμε κάθε φορά αυτή που μας βολεύει στην πράξη –σύμφωνα με τη βασική αρχή του νεοθετικισμού. Η προσέγγιση του ντιούι θεωρεί τη μία αλήθεια καταπίεση και αρνείται να πάρει θέση στο βασικό ερώτημα της φιλοσοφίας για την ύλη και τη συνείδηση και για το αν η αλήθεια είναι αντικειμενική και συνεπώς γνώσιμη. Μπορεί επομένως το πείραμα του σάμερχιλ να είχε μια υπαρκτή βάση, αλλά δεν αποτελούσε την απάντηση στο πρόβλημα που θέλησε να επιλύσει.
Στον καπιταλισμό υπάρχει μόνο η ελευθερία του μοναχικού περιπατητή, μια σχετική ελευθερία, όπου δεν πρέπει να ξεχνάμε να συμπληρώνουμε κάθε φορά την ερώτηση: «ελευθερία από ποιον και για ποιον»; Παρεμπιπτόντως ο κ.ι άσκησε κριτική και στις δυνάμεις των παρεμβάσεων, που πριν απ’ την κρίση πίστευαν ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις διακηρύξεις του υπουργείου για την ευελιξία (ως μια πρώτη απόπειρα διαφοροποίησης του ενιαίου σχολικού προγράμματος) προς όφελος της παιδαγωγικής ελευθερίας –πχ με μαθήματα επιλογής. Κι έτσι πρόβαλλαν ως αίτημα του κινήματος εναλλακτικούς τρόπους υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Σχετικά με τη διαθεματικότητα απάντησε ότι εμείς δεν αρνούμαστε ένα μάθημα με πλούσια θεματική, αλλά την αποσπασματικότητα. Που αντί να πηγαίνει το μαθητή από το μέρος στο όλο κι αντίστροφα τον πηγαίνει από το μέρος στο μέρος, του δείχνει ασύνδετα φαινόμενα κι όχι την ουσία. Κάτι που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στους αριστούχους μαθητές, που την επομένη των εξετάσεων αποβάλλουν τις άχρηστες αποσπασματικές γνώσεις που είχαν αποθηκεύσει, γιατί η κτήση τους έγινε μηχανικά, κι απέτυχε να κινητοποιήσει το συναίσθημα και το σύνολο της προσωπικότητάς τους.
Αναφέρθηκε επίσης στο καίριο ζήτημα της τεχνολογίας στα σχολεία. Είπε ότι η θέση μας δε μπορεί να είναι η ίδια με αυτήν που είχαμε είκοσι χρόνια πριν (για την εισαγωγή των η/υ στο λύκειο) κι ότι οι υπολογιστές είναι ένα εργαλείο που δεν είναι πανάκεια, ούτε μπορεί να αντικαταστήσει την τριβή και την επαφή με το βιβλίο, αλλά πρέπει να χρησιμοποιείται (όχι με τη μορφή ξεχωριστού μαθήματος, αλλά) ως μέσο μάθησης κι όχι ως μέσο κερδοφορίας των μονοπωλίων στον χώρο της πληροφορικής, όπως σήμερα.
Θίχτηκαν επίσης τα ζητήματα: του «καθηγητικού κατεστημένου» και της απολυτοποίησης της διάκρισης «φοιτητές-καθηγητές» από τους αριστεριστές –και παλιότερα από την πασπ. Η διδασκαλία στις μικρότερες τάξεις του δημοτικού κι η έννοια της πλύσης εγκεφάλου. Και το ζήτημα των διαπολιτισμικών σχολείων (παλιότερα το κόμμα τασσόταν ενάντια στην ύπαρξή τους, και υπέρ της ένταξης των παιδιών της αλλοδαπής στο ενιαίο σχολείο, με ειδικά μαθήματα για να μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα, την ιστορία, τη λογοτεχνία τους, κτλ –όπως δηλ έγινε με τους πολιτικούς πρόισφυγες που βρήκαν καταφύγιο στη σοβιετική ένωση κι άλλες λδ. Τώρα όμως που το κράτος κλείνει τα διαπολιτισμικά με αφορμή την κρίση, το βασικό μας σύνθημα είναι: κανένα παιδί εκτός εκπαίδευσης).
Δεν τα καταγράφω ωστόσο λεπτομερώς για να μην ξεφύγει περισσότερο σε έκταση η ανάρτηση.
Ίσως κάποιοι σύντροφοι να θεωρούν το θέμα αδιάφορο κι ότι δεν άξιζε μιας τόσο εκτενούς ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα όμως οι κομμουνιστές που καλούνται να διαπαιδαγωγήσουν τις μάζες (και να διαπαιδαγωγηθούν από αυτές) οφείλουν να έχουν πάντα ευαίσθητες κεραίες σε ζητήματα παιδαγωγικής. Κι αυτή είναι –σύντομα και περιληπτικά- η δική μου (ελάχιστη) συμβολή στο θέμα της εκδήλωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου