ο Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ
«Κι όπως το θέλει η ανάγκη
στο ένα χέρι το γέλιο θα κρατάμε,
στο ένα χέρι το γέλιο θα κρατάμε,
Και στ' άλλο, με το τσεκούρι θα χτυπάμε.
Θα δείτε λοιπόν απόψε, αγαπητό κοινό,
Θα δείτε λοιπόν απόψε, αγαπητό κοινό,
ένα ζώο παμφάγο, θεριό προϊστορικό,
πνιγμένο στα ξίγκια, άχρηστο και περιττό,
ιδιοκτήτης τ' όνομά του, όλοι τον ξέρετε καλά,
Γαιοχτήμονας και βάλε, με τη σέσουλα λεφτά,
ξεδιάντροπα ξέρει μονάχα να τρώει, να πίνει, να γλεντά,
ανθρώπους βασανίζει, τους τρώει τα παιδιά,
την όμορφη πατρίδα μας σπρώχνει στη συμφορά».
*
Με τα λόγια αυτά ξεκινάει η παράσταση του έργου του Μπρεχτ «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» που παρουσιάζεται - ήδη με μεγάλη επιτυχία - στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη».
Η παράσταση αυτή έρχεται πραγματικά «πάνω στην ώρα». Είναι η απόδειξη του τι σημαίνει Τέχνη και πώς η Τέχνη, όταν είναι τέτοια, μπορεί και πρέπει να συλλαμβάνει τον παλμό και τις ανάγκες της εποχής.
Στο σανίδι του «Τζένη Καρέζη», από Τετάρτη μέχρι και Κυριακή, συντελείται ένα συγκλονιστικό και μεγαλειώδες πολιτιστικό γεγονός.
Ο Κώστας Καζάκος, αυτός ο τεράστιος θεατράνθρωπος, διανύει μια από τις κορυφαίες στιγμές της σπουδαίας καριέρας του. Ως γνήσιος και αυθεντικός θεματοφύλακας, και του κλίματος και του πνεύματος του «Μεγάλου μας Τσίρκου», σκηνοθέτησε, πρωταγωνιστεί και διευθύνει τον πολυπρόσωπο θίασό του, σε μια υψηλής αισθητικής ποιότητας παράσταση. Μια παράσταση λαϊκού θεάτρου, με εξαιρετικές υποκριτικές «καταθέσεις» όλων των ηθοποιών.
Ακολουθώντας το μπρεχτικό ήθος, ο Διονύσης Τσακνής μελοποίησε και ερμηνεύει ζωντανά τα τραγούδια της παράστασης, δημιουργώντας ένα κλίμα ανάτασης στους θεατές που όρθιοι χειροκροτούν και τραγουδούν μαζί.
*
Στα 115 χρόνια από τη γέννησή του και 56 χρόνια από το θάνατό του, ο λόγος του Μπρεχτ παρουσιάζεται στην Ελλάδα του 2012 - πάνω στην ώρα δηλαδή - όπως ακριβώς είναι: Σπίθα και λάβα μαζί!
Ο Μπρεχτ, μέσα από τη μαεστρία του Κ. Καζάκου, την έμπνευση του Δ. Τσακνή και τις ερμηνείες όλων των επί σκηνής συντελεστών της παράστασης, μοιάζει να ξαναγεννιέται. Παίρνει τη «σάρκα» και τα «οστά» της φωνή τού σήμερα και τού αύριο. Της φωνής που πάντα θα συνομιλεί με όλους τους εκμεταλλευόμενους ανθρώπους και λαούς.
Ο Κ. Καζάκος πέτυχε το απλό, που για να το κατορθώσεις είναι το πιο δύσκολο πράγμα: Μετέφερε ατόφιο τον Μπρεχτ, συνδέοντας πλούτο σκέψης, χιούμορ και λαϊκή απλότητα έκφρασης. Με τρόπο που μόνο ένας δάσκαλος μπορεί να καταφέρει, ο Κ. Καζάκος μετέφερε όλη την τρυφερότητα της μπρεχτικής Τέχνης χωρίς να της στερήσει το παραμικρό από την κατάδειξη και την καταγγελία της τραχύτητας του κόσμου της ταξικής βαρβαρότητας.
*
«Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» είναι τόσο παλιές και τόσο σύγχρονες, ταυτόχρονα, φιγούρες, όσο ακριβώς παλιό και σύγχρονο είναι το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου.
Ο «Πούντιλα» του Μπρεχτ είναι ο τυπικός καπιταλιστής, αυτός που μέσα από τους αιώνες κατάφερε να αποκτήσει την ευελιξία να μπορεί να μεταμορφώνεται από το «ανθρωποφάγο» θηρίο που είναι η φύση του, στον κανονικό άνθρωπο των ιδιωτικών του στιγμών. Μόνο που τέτοιος, κανονικός άνθρωπος, γίνεται μόνο όταν... μεθάει. Αλλά και τότε, όπως μεγαλοφυώς τον σκιαγραφεί ο Μπρεχτ και όπως μαεστρικά τον αποδίδει ο Καζάκος, ο καπιταλιστής «Πούντιλα» χρησιμοποιεί τον κανονικό άνθρωπο «Πούντιλα», δηλαδή χρησιμοποιεί ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό (!), για να απορροφά τις αντιδράσεις, να ξεγελάει τα θύματά του και να επιβιώνει. Και με τα δύο προσωπεία εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
Στον αντίποδα του «Πούντιλα» βρίσκεται ο «Μάττι». Που έχει μεν συνείδηση του τι σημαίνει να μισθώνεις την εργασία σου σ' ένα αφεντικό, αλλά ταυτόχρονα γοητεύεται από το προσωπείο του «Πούντιλα». Ο «Μάττι», ωστόσο, έχοντας ανοιχτό μυαλό και συσσωρεύοντας πείρα, χωρίς κραυγές και χωρίς περιττά επιφανειακά συνθήματα, συνειδητοποιείται ταξικά. Εξελίσσεται.
Ο «Μάττι» του Μπρεχτ, υπό τη σκηνική καθοδήγηση του Καζάκου και την υποκριτική αρτιότητα του Θόδωρου Γράμψα που τον υποδύεται, καταφέρνει να μεταδώσει τη συνείδηση αυτή στους ανυποψίαστους, όχι με ρητορείες και δημαγωγικές κορόνες, αλλά με ζέοντα θεατρικό λόγο και πράξη. Ετσι, στη διάρκεια του έργου ο «Μάττι» οδηγείται στην αυτονόητη ρήξη. Είναι αυτός που εκπροσωπεί την προοπτική του εργατικού λαϊκού κινήματος.
*
Ο Μπρεχτ είναι ο σημαιοφόρος του αγώνα να «φωτιστεί» το μυαλό, να κινητοποιηθεί η λογική του θεατή:«Πιστεύω στον Ανθρωπο - έλεγε - δηλαδή πιστεύω στο Λογικό του Ανθρώπου... Πιστεύω στην πειστική δύναμη της Λογικής πάνω στους Ανθρώπους... Η γοητεία που αναδίνει η απόδειξη είναι πάρα πολύ μεγάλη. Οι περισσότεροι άνθρωποι της παραδίνονται αμέσως. Με τον καιρό, της παραδίνονται όλοι. Η Σκέψη είναι μια απ' τις μεγαλύτερες ηδονές του ανθρώπινου γένους».
Ο Μπρεχτ ήταν πεισμένος ότι το θέατρο πρέπει να γίνει ένα εργαστήρι στην υπηρεσία της κοινωνικής αλλαγής. Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά, οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι σχοινοβατούν ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους.
«Σκοπός του θεάτρου μου - έλεγε - είναι να ξυπνήσει στον θεατή την επιθυμία να καταλάβει την κοινωνία στην οποία ζει και να μεθοδέψει σ' αυτόν το μεράκι να πάρει μέρος στην αλλαγή της».
Είναι πραγματική ευτυχία για όλους εμάς, είναι πραγματικό δώρο - και θα το νιώσουν όλοι όσοι δουν τον «Πούντιλα» - ειδικά αυτές τις δύσκολες ώρες, που ο Καζάκος, ο Τσακνής και όλος ο θίασος, προσφέρουν στον ελληνικό λαό την έννοια «θέατρο», με όλη της την ομορφιά και σε όλο της το βάθος.
Με μια παράσταση που δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη μαρξιστική φιλοσοφία και την κομμουνιστική θεωρία, πάνω στο σανίδι.
πνιγμένο στα ξίγκια, άχρηστο και περιττό,
ιδιοκτήτης τ' όνομά του, όλοι τον ξέρετε καλά,
Γαιοχτήμονας και βάλε, με τη σέσουλα λεφτά,
ξεδιάντροπα ξέρει μονάχα να τρώει, να πίνει, να γλεντά,
ανθρώπους βασανίζει, τους τρώει τα παιδιά,
την όμορφη πατρίδα μας σπρώχνει στη συμφορά».
*
Με τα λόγια αυτά ξεκινάει η παράσταση του έργου του Μπρεχτ «Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» που παρουσιάζεται - ήδη με μεγάλη επιτυχία - στο Θέατρο «Τζένη Καρέζη».
Η παράσταση αυτή έρχεται πραγματικά «πάνω στην ώρα». Είναι η απόδειξη του τι σημαίνει Τέχνη και πώς η Τέχνη, όταν είναι τέτοια, μπορεί και πρέπει να συλλαμβάνει τον παλμό και τις ανάγκες της εποχής.
Στο σανίδι του «Τζένη Καρέζη», από Τετάρτη μέχρι και Κυριακή, συντελείται ένα συγκλονιστικό και μεγαλειώδες πολιτιστικό γεγονός.
Ο Κώστας Καζάκος, αυτός ο τεράστιος θεατράνθρωπος, διανύει μια από τις κορυφαίες στιγμές της σπουδαίας καριέρας του. Ως γνήσιος και αυθεντικός θεματοφύλακας, και του κλίματος και του πνεύματος του «Μεγάλου μας Τσίρκου», σκηνοθέτησε, πρωταγωνιστεί και διευθύνει τον πολυπρόσωπο θίασό του, σε μια υψηλής αισθητικής ποιότητας παράσταση. Μια παράσταση λαϊκού θεάτρου, με εξαιρετικές υποκριτικές «καταθέσεις» όλων των ηθοποιών.
Ακολουθώντας το μπρεχτικό ήθος, ο Διονύσης Τσακνής μελοποίησε και ερμηνεύει ζωντανά τα τραγούδια της παράστασης, δημιουργώντας ένα κλίμα ανάτασης στους θεατές που όρθιοι χειροκροτούν και τραγουδούν μαζί.
*
Στα 115 χρόνια από τη γέννησή του και 56 χρόνια από το θάνατό του, ο λόγος του Μπρεχτ παρουσιάζεται στην Ελλάδα του 2012 - πάνω στην ώρα δηλαδή - όπως ακριβώς είναι: Σπίθα και λάβα μαζί!
Ο Μπρεχτ, μέσα από τη μαεστρία του Κ. Καζάκου, την έμπνευση του Δ. Τσακνή και τις ερμηνείες όλων των επί σκηνής συντελεστών της παράστασης, μοιάζει να ξαναγεννιέται. Παίρνει τη «σάρκα» και τα «οστά» της φωνή τού σήμερα και τού αύριο. Της φωνής που πάντα θα συνομιλεί με όλους τους εκμεταλλευόμενους ανθρώπους και λαούς.
Ο Κ. Καζάκος πέτυχε το απλό, που για να το κατορθώσεις είναι το πιο δύσκολο πράγμα: Μετέφερε ατόφιο τον Μπρεχτ, συνδέοντας πλούτο σκέψης, χιούμορ και λαϊκή απλότητα έκφρασης. Με τρόπο που μόνο ένας δάσκαλος μπορεί να καταφέρει, ο Κ. Καζάκος μετέφερε όλη την τρυφερότητα της μπρεχτικής Τέχνης χωρίς να της στερήσει το παραμικρό από την κατάδειξη και την καταγγελία της τραχύτητας του κόσμου της ταξικής βαρβαρότητας.
*
«Ο αφέντης Πούντιλα και ο δούλος του ο Μάττι» είναι τόσο παλιές και τόσο σύγχρονες, ταυτόχρονα, φιγούρες, όσο ακριβώς παλιό και σύγχρονο είναι το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κεφαλαίου.
Ο «Πούντιλα» του Μπρεχτ είναι ο τυπικός καπιταλιστής, αυτός που μέσα από τους αιώνες κατάφερε να αποκτήσει την ευελιξία να μπορεί να μεταμορφώνεται από το «ανθρωποφάγο» θηρίο που είναι η φύση του, στον κανονικό άνθρωπο των ιδιωτικών του στιγμών. Μόνο που τέτοιος, κανονικός άνθρωπος, γίνεται μόνο όταν... μεθάει. Αλλά και τότε, όπως μεγαλοφυώς τον σκιαγραφεί ο Μπρεχτ και όπως μαεστρικά τον αποδίδει ο Καζάκος, ο καπιταλιστής «Πούντιλα» χρησιμοποιεί τον κανονικό άνθρωπο «Πούντιλα», δηλαδή χρησιμοποιεί ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό (!), για να απορροφά τις αντιδράσεις, να ξεγελάει τα θύματά του και να επιβιώνει. Και με τα δύο προσωπεία εξυπηρετεί τα συμφέροντά του.
Στον αντίποδα του «Πούντιλα» βρίσκεται ο «Μάττι». Που έχει μεν συνείδηση του τι σημαίνει να μισθώνεις την εργασία σου σ' ένα αφεντικό, αλλά ταυτόχρονα γοητεύεται από το προσωπείο του «Πούντιλα». Ο «Μάττι», ωστόσο, έχοντας ανοιχτό μυαλό και συσσωρεύοντας πείρα, χωρίς κραυγές και χωρίς περιττά επιφανειακά συνθήματα, συνειδητοποιείται ταξικά. Εξελίσσεται.
Ο «Μάττι» του Μπρεχτ, υπό τη σκηνική καθοδήγηση του Καζάκου και την υποκριτική αρτιότητα του Θόδωρου Γράμψα που τον υποδύεται, καταφέρνει να μεταδώσει τη συνείδηση αυτή στους ανυποψίαστους, όχι με ρητορείες και δημαγωγικές κορόνες, αλλά με ζέοντα θεατρικό λόγο και πράξη. Ετσι, στη διάρκεια του έργου ο «Μάττι» οδηγείται στην αυτονόητη ρήξη. Είναι αυτός που εκπροσωπεί την προοπτική του εργατικού λαϊκού κινήματος.
*
Ο Μπρεχτ είναι ο σημαιοφόρος του αγώνα να «φωτιστεί» το μυαλό, να κινητοποιηθεί η λογική του θεατή:«Πιστεύω στον Ανθρωπο - έλεγε - δηλαδή πιστεύω στο Λογικό του Ανθρώπου... Πιστεύω στην πειστική δύναμη της Λογικής πάνω στους Ανθρώπους... Η γοητεία που αναδίνει η απόδειξη είναι πάρα πολύ μεγάλη. Οι περισσότεροι άνθρωποι της παραδίνονται αμέσως. Με τον καιρό, της παραδίνονται όλοι. Η Σκέψη είναι μια απ' τις μεγαλύτερες ηδονές του ανθρώπινου γένους».
Ο Μπρεχτ ήταν πεισμένος ότι το θέατρο πρέπει να γίνει ένα εργαστήρι στην υπηρεσία της κοινωνικής αλλαγής. Τα έργα του επαναστατικά, αντιεξουσιαστικά, οι χαρακτήρες του ανθρώπινοι σχοινοβατούν ανάμεσα στη φωτεινή και τη σκοτεινή πλευρά τους.
«Σκοπός του θεάτρου μου - έλεγε - είναι να ξυπνήσει στον θεατή την επιθυμία να καταλάβει την κοινωνία στην οποία ζει και να μεθοδέψει σ' αυτόν το μεράκι να πάρει μέρος στην αλλαγή της».
Είναι πραγματική ευτυχία για όλους εμάς, είναι πραγματικό δώρο - και θα το νιώσουν όλοι όσοι δουν τον «Πούντιλα» - ειδικά αυτές τις δύσκολες ώρες, που ο Καζάκος, ο Τσακνής και όλος ο θίασος, προσφέρουν στον ελληνικό λαό την έννοια «θέατρο», με όλη της την ομορφιά και σε όλο της το βάθος.
Με μια παράσταση που δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη μαρξιστική φιλοσοφία και την κομμουνιστική θεωρία, πάνω στο σανίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου