Με
το ελληνικό PSI να παίρνει το δρόμο του, πολλές μεγάλες ευρωπαϊκές
τράπεζες, από τη Γαλλία και τη Γερμανία ως το Βέλγιο και τη Βρετανία,
αρχίζουν να ανακοινώνουν μεγάλες ζημιές. Όμως οι Βρυξέλλες ανησυχούν
πλέον πολύ περισσότερο για κάτι άλλο: το πρόβλημα του υψηλού χρέους των
ευρωπαϊκών εταιριών και νοικοκυριών.
Με τις πολιτικές
λιτότητας να οδηγούν τις οικονομίες του ευρωπαϊκού Βορρά σε ασθενή
ανάπτυξη και του Νότου σε καθαρή ύφεση, εγείρονται σοβαροί κίνδυνοι όχι
μόνο να αυξηθεί το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους αλλά να
αυξηθούν και τα επισφαλή δάνεια. Τυχόν αύξηση των επισφαλών δανείων θα
περιορίσει τις δυνατότητες των ήδη ευάλωτων ευρωπαϊκών τραπεζών να
αναλάβουν νέες ζημιές οι οποίες μπορεί να υποχρεωθούν να ζητήσουν
βοήθεια από τα κράτη.
Η Γερμανία μπορεί να
μιλά συνεχώς για την υπερχρέωση της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όμως τα
πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Η Δανία, η Σουηδία και η Ολλανδία έχουν
στον ιδιωτικό τομέα τους χρέος που ξεπερνά το κατώφλι ασφαλείας του
160% του ΑΕΠ το οποίο έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Στην περίπτωση της
Ολλανδίας το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα στεγαστικά δάνεια που λόγω των
φοροαπαλλαγών των τόκων τους που έδωσε η κυβέρνηση αυξάνονταν από το
2000 κατά 7% ετησίως. Τα υψηλά επίπεδα στεγαστικών δανείων αποτελούν
σήμερα το πιο ευάλωτο σημείο της ολλανδικής οικονομίας – κατά τον κ.
Κνοτ, μέλος του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – μιας οικονομίας
που στο τελευταίο τρίμηνο του 2011 κατέγραψε μικρή κάμψη.
Μέχρι ένα επίπεδο το
χρέος όχι μόνο ωφελεί την ανάπτυξη αλλά είναι και ζωτικής σημασίας. Αν
ξεπεράσει ένα σημείο, δημιουργεί προβλήματα.
Σύμφωνα με πρόσφατη
έκθεση της Επιτροπής, τα 15 από τα 27 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης έχουν
ξεπεράσει το κατώφλι ασφαλείας του 160%, με επικεφαλής την Ιρλανδία που
βρίσκεται στο 341%.
Μια πρόσφατη μελέτη
της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών υποστηρίζει ότι η κίνηση του
δημόσιου χρέους από το 85% στο 95% του ΑΕΠ τείνει να περιορίσει την
βασική ανάπτυξη κατά το ένα δέκατο για κάθε ποσοστιαία μονάδα ανόδου.
Για το εταιρικό χρέος το κατώφλι βρίσκεται κοντά στο 90% αλλά το πλήγμα
είναι μικρότερο, ενώ για το χρέος των νοικοκυριών εκτιμάται γύρω στο
85%. «Ένα σαφές συμπέρασμα αυτών των αποτελεσμάτων είναι ότι το πρόβλημα
χρέους που αντιμετωπίζουν οι προηγμένες οικονομίες είναι πολύ χειρότερο
από ό,τι νομίζουμε», αναφέρουν οι συγγραφείς της μελέτης, που έγινε υπό
τη διεύθυνση του επικεφαλής οικονομολόγου της Τράπεζας Στίβεν Κετσέτι.
Τι πρέπει να γίνει;
«Οι προσπάθειες εστιάζουν σήμερα στην αύξηση του κόστους δανεισμού και
στον περιορισμό της διαθεσιμότητας πιστώσεων προς τους υποψήφιους
δανειολήπτες. Ίσως όμως πρέπει να πάμε πιο μακριά και να περιορίσουμε
τόσο τις άμεσες κρατικές επιδοτήσεις του δανεισμού όσο και τη διαχείριση
της πίστωσης με προνομιακούς όρους. Σε τελική ανάλυση, η μόνη διέξοδος
είναι να αυξήσουμε τις αποταμιεύσεις», καταλήγει η έκθεση.
Αν και το χρέος του
ιδιωτικού τομέα είναι ανησυχητικά υψηλό σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες του
Βορρά, οι αγορές εστιάζουν – για ευνόητους λόγους – κυρίως στις χώρες
της ευρωπαϊκής περιφέρειας, είτε την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την
Πορτογαλία που βρίσκονται σε ευρωπαϊκά προγράμματα, είτε την Ιταλία και
την Ισπανία που απειλούνται με τιμωρητικά επιτόκια για το δημόσιο
δανεισμό τους.
Αν δούμε την περίπτωση
της Ισπανίας. Η χώρα έχει στο δημόσιο τομέα χρέος μόλις 61% του ΑΕΠ το
οποίο έχει διπλασιαστεί από την έναρξη της κρίσης αλλά το χρέος του
ιδιωτικού της τομέα βρίσκεται στο 227% του ΑΕΠ. Οι ισπανικές
επιχειρήσεις έχουν 6 φορές περισσότερο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ τους από
τις γερμανικές. Η ανάγκη του ιδιωτικού τομέα της Ισπανίας να μειώσει το
χρέος του μπορεί να επιβαρύνει την ανάπτυξη της χώρας στα επόμενα
χρόνια. Η σύνθεση του ισπανικού χρέους δείχνει ότι κανείς δεν μπορεί να
κατηγορήσει την κυβέρνηση για υπερχρέωση ή δημοσιονομική σπατάλη. Οι
επενδυτές ζητούν υψηλές αποδόσεις σήμερα από τη Μαδρίτη επειδή φοβούνται
τις επιπτώσεις της ύφεσης από τις πολιτικές που επιβάλλει η Ευρωζώνη
στις ισπανικές εταιρίες και κατ’ επέκταση στις ισπανικές τράπεζες. Μόνο η
ανάπτυξη μπορεί να καταστήσει το χρέος του ισπανικού ιδιωτικού τομέα
βιώσιμο αλλά δυστυχώς οι αγορές κρίνουν – σωστά – ότι οι πολιτικές που
επιβάλλονται θα πιέσουν βραχυπρόθεσμα το ΑΕΠ της. Και ναι μεν οι
ισπανικές τράπεζες έχουν σχηματίσει κάποιες προβλέψεις για τα επισφαλή
χρέη τους αλλά αυτές δεν αρκούν καθώς το ιδιωτικό χρέος της Ισπανίας
είναι τεράστιο. «Οι αγορές ανησυχούν για τις τράπεζες επειδή στο τέλος
τα κράτη θα υποχρεωθούν να στηρίξουν τις τράπεζες και για αυτό ανησυχούν
και για τις κυβερνήσεις», σημειώνει ο Τζάμι Ντανχάουζερ της
συμβουλευτικής Lombard Street Research.
Η ύφεση στην Ισπανία
θα έχει ισχυρές επιπτώσεις στην Πορτογαλία που είναι περισσότερο
χρεωμένη και λιγότερο ανταγωνιστική από την μεγάλη γείτονά της. Σύμφωνα
με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας είναι στο
93% και το χρέος του ιδιωτικού της τομέα βρίσκεται στο 249% του ΑΕΠ.
Ακόμα χειρότερα, το χρέος των πορτογαλικών εταιρειών βρίσκεται τόσο ψηλά
όσο ήταν και στην κορύφωση της κρίσης, με αποτέλεσμα να έχουν σοβαρές
δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του. Κατά τα νούμερα της Lombard Street
Research, το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών εταιριών είναι 16 φορές οι
ταμειακές ροές προ τόκων για την Πορτογαλία σε σχέση με 12 για την
Ισπανία. Γι’ αυτό και το τραπεζικό σύστημα της Πορτογαλίας είναι άκρως
εκτεθειμένο στην εμβάθυνση της ύφεσης, λέει ο Ντανχάουζερ.
Στο σύνολο της
Ευρωζώνης η εικόνα είναι αρκετά καλύτερη, καθώς οι μεγάλες εταιρείες των
κρατών του πυρήνα έχουν αρχίσει την απομόχλευση. Ο λόγος του χρέους
προς το συνολικό ενεργητικό έχει μειωθεί από την κορύφωση του το 2009,
σύμφωνα με μια μελέτη του Ινστιτούτου Μπρύγκελ, που υπογράφουν οι
Γκούντραμ Γουλφ και Έρικ Ράσερ. Παρομοίως και το εταιρικό χρέος προς το
ΑΕΠ έχει περάσει από το 81% του 2009 σε 79% σήμερα. Αλλά μόλις το 2000,
το χρέος των εταιριών ήταν μόλις στο 60% κι αυτό σημαίνει πως εγκυμονούν
ακόμη πολλοί κίνδυνοι.
«Το υψηλό επίπεδο
υπερχρέωσης σε όλες τις μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες της Ευρώπης με
βάση τα ιστορικά πρότυπα δείχνει ότι υπάρχουν πολλά ευάλωτα σημεία στην
Ευρώπη σήμερα, ιδίως σε σενάρια με υψηλό κόστος αναχρηματοδότησης του
χρέους», καταλήγει η μελέτη του Ινστιτούτου Μπρύγκελ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου