Lenin Reloaded
Έβρεχε.
[...]
Έβρεχε.
[...]
Μετά
την όγδοη μέρα τα περιστέρια είχαν εξαφανιστεί, μέχρι την ένατη ακόμα
και οι σαλαμάνδρες είχαν γίνει άφαντες. Τα σκυλιά χαμήλωναν τ' αυτιά
τους και κοίταγαν τα μπροστινά τους πόδια. Οι άντρες δεν μπορούσαν να
δουλέψουν. Το αλυσσόδεμα σε ομάδα ήταν αργό, το πρωινό εγκαταλείφθηκε,
το βάδισμα έγινε ένα αργό σύρσιμο πάνω σε γρασίδι που είχε γίνει σα
σούπα, σε γη αναξιόπιστη.
Αποφασίστηκε
να τους κλειδώσουν όλους κάτω στα κιβώτια μέχρι είτε να σταματήσει να
βρέχει ή να ελαφρύνει η βροχή ώστε να μπορεί ένας λευκός να περπατήσει,
διάολε, χωρίς να γεμίζει νερό το όπλο του και χωρίς να τρέμουν τα
σκυλιά. Πέρασαν την αλυσίδα από σαρανταέξι κρίκους σφυρηλατημένους στο
χέρι, από το καλύτερο σίδερο στην Γεωργία.
Έβρεχε.
Μέσα στα κιβώτια, οι άνδρες
άκουγαν το νερό να ανεβαίνει στο χαντάκι και κοίταζαν μην έρθουν φίδια.
Κάθονταν ανακούρκουδα στο λασπωμένο νερό, κοιμόντουσαν από πάνω,
κατουρούσαν μέσα. Ο Paul D νόμιζε πως ούρλιαζε. Το στόμα του ήταν
ανοιχτό και υπήρχε ένας δυνατός ήχος που έσκιζε το λαρύγγι--αλλά μπορεί
να ήταν κάποιου άλλου. Μετά νόμιζε πως έκλαιγε. Κάτι έτρεχε από τα
μάγουλά του. Σήκωσε τα χέρια να σκουπίσει τα δάκρυα και είδε σκούρα καφέ
λάσπη. Από πάνω του, ρυάκια λάσπης έπεφταν από τις χαραμάδες της
σκεπής. Όταν κατέβει, σκέφτηκε, θα με συνθλίψει σαν να μουν ζουζούνι.
Έγινε τόσο γρήγορα που δεν είχε το χρόνο να σκεφτεί. Κάποιος τράβηξε την
αλυσίδα--μια φορά--τόσο δυνατά που μπερδεύτηκε στα πόδια του και τον
έριξε στη λάσπη. Δεν κατάλαβε ποτέ πώς γνώριζε--πώς γνώριζε
οποιοσδήποτε--αλλά γνώριζε--γνώριζε--και με τα δυο του χέρια μαζί
τράβηξε την αλυσίδα, όσο μπορούσε, στ' αριστερά του, ώστε να ξέρει κι ο
επόμενος. Το νερό ήταν πάνω από τον αστράγαλό του, έτρεχε πάνω από τη
σανίδα όπου κοιμόταν. Και μετά, δεν ήταν πια νερό. Το χαντάκι βούλιαζε
και η λάσπη έτρεχε κάτω και μέσα απ' τα κάγκελα.
Περίμεναν--ο
καθένας από τους σαρανταέξι. Δεν ούρλιαζαν, αν και κάποιοι πρέπει να
πάσχισαν με τα χίλια ζόρια να μην ουρλιάξουν. Η λάσπη έφτανε ως τα
μπούτια του και κρατιόταν από τα κάγκελα. Και μετά ήρθε--άλλο ένα
τράβηγμα της αλυσίδας--από τ' αριστερά αυτή τη φορά και λιγότερο δυνατό
από την πρώτη φορά, επειδή έπρεπε να περάσει μέσα από τόση λάσπη.
Ξεκίνησε
σαν το ομαδικό αλυσσόδεμα αλλά η διαφορά ήταν η δύναμη της αλυσίδας.
Ένας-ένας, από τον Hi Man ως το τέλος της σειράς, βούτηξαν. Βούτηξαν
κάτω στη λάσπη, κάτω από τα κάγκελα, τυφλοί, ψαχουλεύοντας με τα χέρια.
Μερικοί είχαν το μυαλό να τυλίξουν τα κεφάλια τους με τα πουκάμισά τους,
να καλύψουν τα πρόσωπά τους με κουρέλια, να βάλουν τα παπούτσια τους.
Άλλοι απλά βούτηξαν, απλά πήδηξαν κάτω και άρχισαν να σπρώχνουν,
παλεύοντας, ψάχνοντας να ανασάνουν. Μερικοί έχασαν την αίσθηση
κατεύθυνσής τους και οι διπλανοί τους, νιώθωντας το συγκεχυμένο τράβηγμα
της αλυσίδας, τους τράβαγαν πίσω. Γιατί αν χανόταν ένας, χανόταν όλοι. Η
αλυσίδα που τους κράταγε θα τους έσωζε όλους ή κανένα, και ο Hi Man
ήταν η Σωτηρία. Μιλούσαν μέσα από τούτη την αλυσίδα, σαν τον Σαμ Μορς,
και Θε μου, βγήκαν όλοι στην επιφάνεια. Σαν τους ασαβάνωτους νεκρούς,
σαν τους λευτερωμένους νεκροζώντανους, κρατώντας την αλυσίδα με τα χέρια
τους, εμπιστεύτηκαν βροχή και νύχτα, ναι, αλλά κυρίως τον Hi Man κι ο
ένας τον άλλο.
Toni Morrison, Αγαπημένη
Μτφρ.: Lenin Reloaded
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου