Εκλεισαν
142 χρόνια από τη γέννηση του Βλαντιμίρ Ιλιτς Ουλιάνοφ, αυτό είναι το
πραγματικό όνομα του Λένιν, που είδε για πρώτη φορά το φως της ζωής στις
22 Απρίλη 1870, στην πόλη Σιμπίρσκ στο Βόλγα.
To όνομα του Λένιν είναι ταυτισμένο με το μεγαλύτερο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα, τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αλλά η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πράξης. Πίσω από το συγκεκριμένο γεγονός, τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας γιατί άνοιγε ο δρόμος του περάσματος από τις ταξικές κοινωνίες στον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο επαναστατικό έργο, συνέχεια του έργου των Μαρξ - Ενγκελς. Αλλά και μετά την πραγματοποίηση της επανάστασης, υπάρχει η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τις βάσεις της οποίας, θεωρητικά και πρακτικά, ανέπτυξε ο Λένιν.
Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του μαρξισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά ανέπτυξε και τις θεωρητικές βάσεις της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική πρακτική, σπουδαίο, επίσης, ζήτημα και διαλεκτικά δεμένο με τη θεωρία, προκειμένου η εργατική τάξη, μαζί με τους συμμάχους της να επιτελούν το ιστορικό έργο του περάσματος των κοινωνιών από τα εκμεταλλευτικά συστήματα στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Με το επαναστατικό του έργο, δίκαια πήρε τη θέση του στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και ο Λένιν αποτελεί μαζί με τους Μαρξ - Ενγκελς τους θεμελιωτές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, για την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού.
H επαναστατική του δράση ξεκινά από τα νεανικά του χρόνια. Καταπιάνεται με τη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και τη διάδοσή του στους εργάτες της Πετρούπολης, με τους οποίους συνδέεται από τα φοιτητικά του χρόνια. Στράφηκε στο μαρξισμό και την οργάνωση της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, παρά και ενάντια στο ρεύμα της εποχής, το ναροντνικισμό, που δρούσε με μορφές πολιτικής πάλης, όπως η ατομική τρομοκρατία ενάντια στον τσάρο, ως το μέσον για την κοινωνική απελευθέρωση της αγροτιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την εκτέλεση του μεγαλύτερου αδελφού του Αλέξανδρου, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του σε θάνατο για απόπειρα δολοφονίας του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙΙ, ο ίδιος λέει ότι «εμείς θα ακολουθήσουμε άλλο δρόμο».
Επιμένει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση, εκλαϊκεύοντας το μαρξισμό στους εργάτες, αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος δουλεύει για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, με πρώτο στόχο την αντιμετώπιση του ναροντνικισμού. Οι ναρόντνικοι πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα και ότι ο καπιταλισμός είναι τυχαίο φαινόμενο στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, στρέφονταν ενάντια στους μαρξιστές και τις θέσεις τους, γεγονός που εμπόδιζε τη διάδοση του μαρξισμού. Το έργο του «Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» είναι σταθμός για τη διάδοση του μαρξισμού στη Ρωσία και την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης της Ρωσίας και, ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό θεωρητικό όπλο ενάντια στο ναροντνικισμό.
Επίσης, το έργο του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», που θεμελιώνει το ρόλο και τις σχέσεις των τάξεων στη Ρωσία και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης να ηγηθεί της επανάστασης, ανοίγει το δρόμο για τη συνένωση της επαναστατικής θεωρίας με το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία.
Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της θεωρίας, κατανοεί ότι χωρίς κόμμα επαναστατικό δεν μπορεί να συνενωθεί η επαναστατική κοσμοθεωρία με το εργατικό κίνημα, έτσι που να αφυπνίζει συνειδήσεις, να συνενώνει την καθημερινή ταξική πάλη στην ανώτερη μορφή της, την πολιτική πάλη για την εξουσία. Συμμετέχοντας και καθοδηγώντας ένα μαρξιστικό όμιλο στην Πετρούπολη, καταπιάνεται με την ίδρυση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης σε πανεθνική κλίμακα και σαν πρώτο βήμα συνενώνει τους μαρξιστικούς πυρήνες στην Πετρούπολη σε επαναστατική πολιτική οργάνωση, την «Ενωση πάλης για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης», το 1895. Η ανάπτυξη των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σ' όλη τη χώρα απαιτούσε την επεξεργασία κοινού προγράμματος και ενιαίας τακτικής και επαναστατικής πάλης των Ρώσων μαρξιστών. Πρόβαλε το πρόβλημα της συνένωσης των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σε κόμμα, εμφανίστηκε η ανάγκη της σύγκλησης συνεδρίου. Ο Λένιν έλεγε δε χαρακτηριστικά: «...δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών - και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία!». Τρία χρόνια αργότερα, το Μάρτη του 1898, συνήλθε στο Μινσκ το πρώτο, ιδρυτικό, Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν βρίσκεται αρχικά στη φυλακή και μετά στην εξορία, αλλά συμμετέχει ακόμη και απ' αυτές τις τρομερά δύσκολες συνθήκες στην οργάνωση πανεθνικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Στη φυλακή, ο Λένιν έγραψε το «Σχέδιο προγράμματος του μελλοντικού κόμματος», την «Ερμηνεία του προγράμματος». Αργότερα, στην εξορία της Σιβηρίας, στην εργασία του «Τα καθήκοντα των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών», ο Λένιν γενίκευσε την πείρα της «Ενωσης πάλης» της Πετρούπολης, σαν εμβρύου του μαρξιστικού κόμματος, και θεμελίωσε το πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών.
Αμέσως μετά το συνέδριο, πιάστηκε όλη η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και έτσι, ουσιαστικά, δεν προχώρησε η ενιαία οργάνωση του κόμματος. Αυτό έγινε κατορθωτό στα 1903, με το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, και υπό την καθοδήγηση του Λένιν ιδρύεται ουσιαστικά το μπολσεβίκικο κόμμα.
Αναπτύσσοντας και πλουτίζοντας τις θεμελιακές ιδέες του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς για το προλεταριακό κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν, για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού, δημιούργησε μιαν αρμονική και ολοκληρωμένη διδασκαλία για το Κομμουνιστικό Κόμμα - το κόμμα νέου τύπου, το οποίο χαρακτηρίζεται σαν κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Στο Συνέδριο διεξήχθη σκληρή πάλη ανάμεσα στους συνεπείς επαναστάτες οπαδούς του Λένιν και τους οπορτουνιστές σχετικά με το χαρακτήρα του κόμματος. Το Συνέδριο απέκρουσε αποφασιστικά τον οπορτουνισμό. Ετσι, για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, μετά το θάνατο του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς, ψηφίστηκε ένα γνήσια επαναστατικό πρόγραμμα, αφού σ' αυτό καθορίστηκαν με σαφήνεια ο προλεταριακός χαρακτήρας του και ο πρωτοπόρος του ρόλος στο εργατικό κίνημα, διατυπώθηκε η ιδέα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην επανάσταση στη Ρωσία και η δικτατορία του προλεταριάτου ως επαναστατικής εξουσίας. Η θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν περιλαμβανόταν σε κανένα πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης, τα οποία στην πράξη είχαν εγκαταλείψει την πάλη για το σοσιαλισμό.
Στα έργα του, ο Λένιν ανέπτυξε και συγκεκριμενοποίησε παραπέρα όλα τα συστατικά μέρη του μαρξισμού - τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες του για τον ιμπεριαλισμό, σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η στρατηγική και η τακτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί ισχυρό όπλο για την πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη δυνατότητα να σπάσει η αλυσίδα του ιμπεριαλισμού με την απόσπαση κρατών απ' αυτόν, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου. Θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Η Ρωσία το 1917 ήταν ακριβώς ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.
Η επαναστατική διορατικότητα του Λένιν στηριγμένη πάνω στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να εκτιμά σωστά την κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων του έδιναν τη δυνατότητα ακόμη και στις πιο απότομες καμπές της Ιστορίας να προσεγγίζει σωστά τα ζητήματα στρατηγικής, να καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του κόμματος έτσι που η επαναστατική διαδικασία να τραβά μπροστά. Αυτό φάνηκε και από τη θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» αλλάζει την προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.
Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917), ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το ίδιο μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε και στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του που ήταν οδηγός στη δράση της Σοβιετικής Εξουσίας.
Η σοσιαλιστική εξουσία δεν παραλαμβάνει έτοιμες τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να δημιουργηθούν. Πάνω σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναφέρεται το έργο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο αναφέρει: «Θεωρητικά ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος (...) Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται ή με άλλα λόγια ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε μα είναι ακόμα πολύ αδύνατος».
Το έργο «Κράτος και Επανάσταση» γράφτηκε λίγους μήνες πριν το Νοέμβρη του 1917, όμως εκδόθηκε μετά την επανάσταση. Το κείμενο εξετάζει από θεωρητική σκοπιά το κρίσιμο ζήτημα της δικτατορίας της εργατικής τάξης, το δημιουργικό της ρόλο στην οικοδόμηση των νέων σχέσεων παραγωγής και τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντελεστούν, ώστε, περνώντας στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, να απονεκρωθεί το κράτος. Στο κείμενο γίνεται διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των βαθμίδων ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το έργα του «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» και «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» έχουν γραφτεί από το Μάρτη έως το Μάη 1918, την περίοδο που η επανάσταση είχε αρχικά σταθεροποιηθεί και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ των καθηκόντων που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν το ζήτημα της καταγραφής και του ελέγχου της παραγωγής, του δυναμώματος της πειθαρχίας στην παραγωγή, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία.
Ενα από τα πιο σημαντικά του έργα είναι «Η Μεγάλη πρωτοβουλία. Για τον ηρωισμό των εργατών στα μετόπισθεν. Από αφορμή τα κομμουνιστικά Σάββατα». Γράφτηκε σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και αναδείχνει τη σημασία που έχει η πάλη των εργατών όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της οικονομικής οικοδόμησης. Ο Λένιν δίνει την κατεύθυνση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, που αποτελεί στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας».
Στην ίδια αυτή εργασία τονίζεται ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης στην οικοδόμηση και ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματός της, η δύναμη του προσωπικού παραδείγματος και της αυτοθυσίας των κομματικών μελών στην καθοδήγηση της εργατικής τάξης, στο τράβηγμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εργατών με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης.
Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος κάθε οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας. Ηταν φανατικός αντίπαλος στον οπορτουνισμό των Ρώσων μενσεβίκων και των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς (Κάουτσκι κλπ.), που απαρνήθηκαν το μαρξισμό και έγιναν εχθροί της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία. Παράλληλα, έκανε κριτική στον αριστερισμό και στον «επαναστατικό» τυχοδιωκτισμό. Ο ίδιος θεωρούσε ως έναν από τους πιο βασικούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι με τη μελέτη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και το αναπόφευκτο των πολέμων στην εποχή του ξαναμοιράσματος του κόσμου, καθόρισε και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς. Αποτέλεσμα αυτής της πιο συνεπούς διεθνιστικής δράσης των μπολσεβίκων ήταν η ίδρυση της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το καθήκον διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από τις οπορτουνιστικές σε διεθνές επίπεδο έμπαινε πριν ακόμα από την ίδρυση της Γ' Διεθνούς (1919). Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία από το 1903 είχαν αναδείξει την ανάγκη οργάνωσης «Νέου Τύπου» που θα χαρακτηριζόταν από ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ενότητα, θα αποτελούνταν από συνειδητούς πρωτοπόρους εργάτες και θα είχε ως στρατηγική την κατάκτηση της εξουσίας.
Με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά - ρεφορμιστικά κόμματα πέρασαν στην ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε κόμματα σοσιαλσοβινιστικά, στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους και καλώντας την εργατική τάξη στη χώρα τους να ριχτεί στη σφαγή. Καταπάτησαν τις αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων της Στουτγάρδης (18-24 Αυγούστου 1907), της Κοπεγχάγης (28 Αυγούστου - 3 Σεπτέμβρη 1910) και της Βασιλείας (1912), για δράση μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, γραμμή που είχε διαμορφωθεί με την παρέμβαση του Λένιν και άλλων συνεπών μαρξιστών επαναστατών.
Ανοιχτά και ξεδιάντροπα στήριξαν πλήρως τα ιμπεριαλιστικά πολεμικά συμφέροντα κορυφαίοι ηγέτες του οπορτουνισμού, όπως οι Φ. Εμπερτ και Φ. Σάιντεμαν στη Γερμανία, ο Β. Αντλερ στην Αυστρία, οι Π. Ρενοντέλ, Ζ. Γκεντ, Μ. Σαμπά στη Γαλλία, ο Γ. Χάιντμαν στην Αγγλία, ο Γ. Πλεχάνοφ στη Ρωσία, ο Λ. Μπισολάτι στην Ιταλία, ο Ε. Βαντερβέλντε στο Βέλγιο, ο Γ. Μπράντινγκ στη Σουηδία. «Η μετατροπή του παγκόσμιου πολέμου σε πόλεμο εμφύλιο θα ήταν τρέλα», έγραφε ο Γερμανός σοσιαλσοβινιστής Ε. Ντάβιντ στην πολεμική του κατά των μπολσεβίκων1.
Ολοι οι σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων στα κοινοβούλια των χωρών τους, ενώ τις καταψήφισαν μόνο οι Σέρβοι σοσιαλιστές στις 31 Ιούλη 1914, οι Ρώσοι μπολσεβίκοι στην 4η Κρατική Δούμα στις 8 Αυγούστου 1914 και ο Κ. Λίμπκνεχτ στο γερμανικό Ράιχσταγκ στις 2 Δεκέμβρη 1914. Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στο Βέλγιο οι σοσιαλσοβινιστές συμμετείχαν με υπουργούς στις αστικές κυβερνήσεις που διεξήγαγαν τον πόλεμο. Αντικειμενικά η Β' Διεθνής διαλύθηκε αφού οι ηγέτες της και τα μέλη του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου (ΔΣΓ) βρέθηκαν σε εχθρικά μεταξύ τους αστικά πολεμικά στρατόπεδα.
Εκτός από τους σοσιαλσοβινιστές εμφανίστηκε και το ρεύμα των κεντριστών, με διασημότερο εκπρόσωπό του τον Κάουτσκι, ο οποίος μιλούσε για ειρήνη, όμως στο όνομα της ενότητας δε συνέδεε σε καμία περίπτωση τον πόλεμο με την πάλη για την εξουσία, ούτε έθετε ζήτημα σύγκρουσης με τους σοσιαλσοβινιστές. Ετσι, ουσιαστικά έδιναν άλλοθι στους σοσιαλσοβινιστές, τους γλίτωναν από τη χρεοκοπία στη συνείδηση των εργαζομένων. Η θέση του Κ. Κάουτσκι, «πρακτικά το ερώτημα που μπαίνει είναι ένα: νίκη ή ήττα της δικής σου χώρας», προκαλούσε σύγχυση στην εργατική τάξη. Την απέτρεπε από την πάλη για την εξουσία, διακηρύσσοντας: «Τον καιρό του πολέμου πάλη για την ειρήνη και τον καιρό της ειρήνης ταξική πάλη»2.
Ο Β. Ι. Λένιν, τον Ιούνη του 1915, στο έργο του «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», χαρακτήριζε το ρόλο των κεντριστών ως εξής: «Δεν είναι τόσο τρομερός και βλαβερός ο ανοιχτός οπορτουνισμός, που απωθεί αμέσως την εργατική μάζα από κοντά του, όσο αυτή η θεωρία της χρυσής μέσης, που δικαιολογεί με μαρξιστικά λογάκια την οπορτουνιστική πρακτική, υποστηρίζοντας με μια σειρά σοφιστείες το άκαιρο της επαναστατικής δράσης και άλλα»3.
«...Με τη σκόπιμα ασαφή έκφραση "πρακτικές συνέπειες", ο Κάουτσκι συγκάλυψε την απλή αλήθεια ότι τα μεγάλα και ισχυρά κόμματα φοβήθηκαν τη διάλυση των οργανώσεών τους, την κατάληψη των ταμείων τους, τη σύλληψη των ηγετών τους από την κυβέρνηση. Συνεπώς ο Κάουτσκι με τα επιχειρήματά του για "δυσάρεστες πρακτικές συνέπειες" της επαναστατικής τακτικής δικαιολογεί την προδοσία απέναντι στο σοσιαλισμό. Αυτό δε σημαίνει μήπως εκπόρνευση του μαρξισμού;»4.
Το κόμμα των Μπολσεβίκων, με την καθοδήγηση του Λένιν, στο μανιφέστο της Κεντρικής του Επιτροπής την 1η του Νοέμβρη 1914 με τίτλο «Ο Πόλεμος και η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία», επαναλάμβανε ακόμα μια φορά: «Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα»5.
Με αυτή τη γραμμή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, δηλαδή σε ήττα της αστικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε στο σύνθημα «ούτε νίκη ούτε ήττα» που υποστήριζαν κεντριστές όπως ο Τρότσκι.
Η σοσιαλσοβινιστική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, με το ξέσπασμα του πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβίσει εργάτες στα αστικά συνθήματα. Στη συνέχεια η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία, οι πολλές χιλιάδες νεκροί και σακατεμένοι προκάλεσαν σε περισσότερους εργάτες αμφισβήτηση των σοσιαλσοβινιστικών κηρυγμάτων και στράφηκαν προς τους επαναστάτες σοσιαλιστές. Αυτή η εξέλιξη υποχρέωσε τους κεντριστές σε προσαρμογή. Από τις 5 έως τις 8 του Σεπτέμβρη 1915 συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος 37 αντιπρόσωποι από 12 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Πολωνία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία). Από αυτούς μόνο 8 αντιπρόσωποι από 7 χώρες ακολούθησαν συνεπή διεθνιστική επαναστατική γραμμή και τελικά εξέλεξαν ξεχωριστό Γραφείο με επικεφαλής τον Λένιν.
Αυτή η ομάδα έμεινε γνωστή ως «αριστερά του Τσίμερβαλντ» και αποτελούνταν αρχικά από τους Μπολσεβίκους, τους Πολωνούς ροζλαμόβτσι, τους Λετονούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερά στοιχεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων Γερμανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας. Αργότερα προστέθηκαν και αριστεροί σοσιαλιστές της Ολλανδίας, της Σερβίας, της Γαλλίας, της Βουλγαρίας, της Αυστρίας και των ΗΠΑ.
Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης χαρακτήριζαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και επισήμαναν τη γενικότερη ανάγκη σύνδεσης του πολέμου με την προοπτική του σοσιαλισμού. Η συνδιάσκεψη εξέλεξε Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή (ΔΣΕ) που αποτελούνταν από κεντριστές. Ομως, δεν μπήκε το ζήτημα της ρήξης των σχέσεων με το σοσιαλσοβινισμό, ούτε αναλύθηκαν οι όροι που οδήγησαν στην προδοσία της ΙΙ Διεθνούς.
Οι εισηγήσεις της «αριστεράς του Τσίμερβαλντ», που καταψηφίστηκαν, τυπώθηκαν με πρωτοβουλία των Μπολσεβίκων σε διάφορες γλώσσες και διαδόθηκαν σε πολλές χώρες. Αυτή τη δράση θεωρούσε ο Λένιν ως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης.
Από τις 24 έως τις 30 του Απρίλη του 1916, οι δυνάμεις του Τσίμερβαλντ προχώρησαν στη ΙΙ Συνδιάσκεψή τους στο Κίνταλ της Ελβετίας. Η πλειοψηφία της ήταν επίσης καουτσκική - κεντριστική. Παρά ορισμένες διατυπώσεις της απόφασης που καταδίκαζαν το σοσιαλσοβινισμό και το σοσιαλπασιφισμό, η πλειοψηφία απέκρουε κατηγορηματικά την ιδέα ίδρυσης νέας, Γ' Διεθνούς και τάχτηκε υπέρ της αυτοδιάλυσης της ΔΣΕ μόλις θα συγκαλούνταν εκ νέου το ΔΣΓ (Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο).
Στο τέλος του 1916 είχε αρχίσει στην παγκόσμια πολιτική η στροφή από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προς την ιμπεριαλιστική ειρήνη. Οι αντικειμενικές συνθήκες και ο φόβος μπροστά στην επανάσταση ανάγκασαν ορισμένους ιμπεριαλιστικούς κύκλους να αναζητούν δρόμους για τον τερματισμό του πολέμου. Σε αυτή τη βάση ισχυροποιήθηκε η πασιφιστική προπαγάνδα, που επέφερε την πολιτική συμφιλίωση των σοσιαλσοβινιστών και των σοσιαλπασιφιστών, των καουτσκιστών. Προδόθηκαν έτσι οι θέσεις που έστω με αντιφάσεις είχαν διακηρυχτεί στο Τσίμερβαλντ και στο Κίνταλ. Εγκαιρα ο Λένιν είχε επισημάνει την ανάγκη διαχωρισμού από τους «Τσιμερβαλντικούς», ενώ ως μόνους λόγους παραμονής σε αυτούς έβλεπε την πρόσβαση σε πληροφορίες και την απόσπαση ορισμένων ταλαντευόμενων διεθνιστών από την επιρροή του κεντρισμού.
Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα του Β. Ι. Λένιν6:
«Προς τον Κ. Μπ. Ράντεκ 17.VI.1917
...Θα ήθελα πάρα πολύ να σας προειδοποιήσω για να μην μπλεχτείτε με το Τσίμερβαλντ. "Τι καλά θα ήταν να κατακτήσουμε τώρα τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ" - έλεγε σήμερα ο Γκριγκόρι. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι μια πολύ οπορτουνιστική και βλαβερή τακτική. Να κατακτήσουμε το Τσίμερβαλντ; Δηλαδή να φορτωθούμε στις πλάτες μας το νεκρό φορτίο του Ιταλικού Κόμματος (των καουτσκιστών και των πασιφιστών), των Ελβετών Γκρόιλιχ και Σία, του S. P. Αμερικής (ακόμα χειρότερα!), των διαφόρων Peluso, των λονγκετιστών, κτλ. κ.ο.κ.
Αυτό θα σήμαινε να απαρνηθούμε όλες τις αρχές μας, να ξεχάσουμε το παν, ό,τι γράψαμε και είπαμε ενάντια στο κέντρο, να μπερδευτούμε και να ντροπιαστούμε οι ίδιοι. ...Ετσι είτε αλλιώς πρέπει να θάψουμε το επαίσχυντο... Τσίμερβαλντ οπωσδήποτε και να ιδρύσουμε πραγματική ΙΙΙ Διεθνή...».
Με αφορμή τα 142 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν, παρουσιάζουμε αποσπάσματα από δύο έργα του, άκρως επίκαιρα.
Το πρώτο «Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς» και το δεύτερο «Η ιστορία της διάσπασης και η σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας» από το «Σοσιαλισμός και πόλεμος». Και στα δύο αναπτύσσει συνοπτικά τη διαπάλη με τον οπορτουνισμό («Απαντα», 5η έκδοση, «ΣΕ», τόμος 26).
1. E. David, «Die Sozialdemokratie im Weltkrieg», σελ. 172, Berlin, 1915 και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
2. K. Kautsky, «Die Internationalitat und der Krieg», Berlin, 1915. Και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
3. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 267.
4. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 265.
5. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 22.
6. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 49, σελ. 443.
To όνομα του Λένιν είναι ταυτισμένο με το μεγαλύτερο κοσμοϊστορικό γεγονός του 20ού αιώνα, τη Μεγάλη Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Αλλά η επανάσταση δεν είναι έργο μιας πράξης. Πίσω από το συγκεκριμένο γεγονός, τομή στην ιστορία της ανθρωπότητας γιατί άνοιγε ο δρόμος του περάσματος από τις ταξικές κοινωνίες στον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία, υπάρχει ένα τεράστιο επαναστατικό έργο, συνέχεια του έργου των Μαρξ - Ενγκελς. Αλλά και μετά την πραγματοποίηση της επανάστασης, υπάρχει η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τις βάσεις της οποίας, θεωρητικά και πρακτικά, ανέπτυξε ο Λένιν.
Ο Λένιν, λοιπόν, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης, την ανάπτυξη του μαρξισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού, αλλά ανέπτυξε και τις θεωρητικές βάσεις της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Ταυτόχρονα, είναι ταυτισμένος με την επαναστατική πρακτική, σπουδαίο, επίσης, ζήτημα και διαλεκτικά δεμένο με τη θεωρία, προκειμένου η εργατική τάξη, μαζί με τους συμμάχους της να επιτελούν το ιστορικό έργο του περάσματος των κοινωνιών από τα εκμεταλλευτικά συστήματα στην κατάργηση της εκμετάλλευσης, από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας.
Με το επαναστατικό του έργο, δίκαια πήρε τη θέση του στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος και ο Λένιν αποτελεί μαζί με τους Μαρξ - Ενγκελς τους θεμελιωτές της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης, για την παγκόσμια νίκη του κομμουνισμού.
H επαναστατική του δράση ξεκινά από τα νεανικά του χρόνια. Καταπιάνεται με τη μελέτη του μαρξισμού, αλλά και τη διάδοσή του στους εργάτες της Πετρούπολης, με τους οποίους συνδέεται από τα φοιτητικά του χρόνια. Στράφηκε στο μαρξισμό και την οργάνωση της πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, παρά και ενάντια στο ρεύμα της εποχής, το ναροντνικισμό, που δρούσε με μορφές πολιτικής πάλης, όπως η ατομική τρομοκρατία ενάντια στον τσάρο, ως το μέσον για την κοινωνική απελευθέρωση της αγροτιάς. Είναι χαρακτηριστικό ότι με την εκτέλεση του μεγαλύτερου αδελφού του Αλέξανδρου, μετά τη σύλληψη και καταδίκη του σε θάνατο για απόπειρα δολοφονίας του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙΙ, ο ίδιος λέει ότι «εμείς θα ακολουθήσουμε άλλο δρόμο».
Επιμένει στην προπαγάνδα και τη ζύμωση, εκλαϊκεύοντας το μαρξισμό στους εργάτες, αλλά, ταυτόχρονα, ο ίδιος δουλεύει για την ανάπτυξη του επιστημονικού σοσιαλισμού στη Ρωσία, με πρώτο στόχο την αντιμετώπιση του ναροντνικισμού. Οι ναρόντνικοι πίστευαν και προπαγάνδιζαν ότι η Ρωσία θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα και ότι ο καπιταλισμός είναι τυχαίο φαινόμενο στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, στρέφονταν ενάντια στους μαρξιστές και τις θέσεις τους, γεγονός που εμπόδιζε τη διάδοση του μαρξισμού. Το έργο του «Ποιοι είναι οι φίλοι του λαού και πώς καταπολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» είναι σταθμός για τη διάδοση του μαρξισμού στη Ρωσία και την ανάπτυξη της επαναστατικής πάλης της εργατικής τάξης της Ρωσίας και, ταυτόχρονα, ένα αποτελεσματικό θεωρητικό όπλο ενάντια στο ναροντνικισμό.
Επίσης, το έργο του «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», που θεμελιώνει το ρόλο και τις σχέσεις των τάξεων στη Ρωσία και αναδεικνύει τη δυνατότητα της μικρής, αλλά συγκεντρωμένης εργατικής τάξης να ηγηθεί της επανάστασης, ανοίγει το δρόμο για τη συνένωση της επαναστατικής θεωρίας με το επαναστατικό κίνημα στη Ρωσία.
Ταυτόχρονα με την ανάπτυξη της θεωρίας, κατανοεί ότι χωρίς κόμμα επαναστατικό δεν μπορεί να συνενωθεί η επαναστατική κοσμοθεωρία με το εργατικό κίνημα, έτσι που να αφυπνίζει συνειδήσεις, να συνενώνει την καθημερινή ταξική πάλη στην ανώτερη μορφή της, την πολιτική πάλη για την εξουσία. Συμμετέχοντας και καθοδηγώντας ένα μαρξιστικό όμιλο στην Πετρούπολη, καταπιάνεται με την ίδρυση επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης σε πανεθνική κλίμακα και σαν πρώτο βήμα συνενώνει τους μαρξιστικούς πυρήνες στην Πετρούπολη σε επαναστατική πολιτική οργάνωση, την «Ενωση πάλης για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης», το 1895. Η ανάπτυξη των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σ' όλη τη χώρα απαιτούσε την επεξεργασία κοινού προγράμματος και ενιαίας τακτικής και επαναστατικής πάλης των Ρώσων μαρξιστών. Πρόβαλε το πρόβλημα της συνένωσης των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σε κόμμα, εμφανίστηκε η ανάγκη της σύγκλησης συνεδρίου. Ο Λένιν έλεγε δε χαρακτηριστικά: «...δώστε μας μια οργάνωση επαναστατών - και θα αναποδογυρίσουμε τη Ρωσία!». Τρία χρόνια αργότερα, το Μάρτη του 1898, συνήλθε στο Μινσκ το πρώτο, ιδρυτικό, Συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ). Ο Λένιν βρίσκεται αρχικά στη φυλακή και μετά στην εξορία, αλλά συμμετέχει ακόμη και απ' αυτές τις τρομερά δύσκολες συνθήκες στην οργάνωση πανεθνικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Στη φυλακή, ο Λένιν έγραψε το «Σχέδιο προγράμματος του μελλοντικού κόμματος», την «Ερμηνεία του προγράμματος». Αργότερα, στην εξορία της Σιβηρίας, στην εργασία του «Τα καθήκοντα των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών», ο Λένιν γενίκευσε την πείρα της «Ενωσης πάλης» της Πετρούπολης, σαν εμβρύου του μαρξιστικού κόμματος, και θεμελίωσε το πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών.
Αμέσως μετά το συνέδριο, πιάστηκε όλη η Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος και έτσι, ουσιαστικά, δεν προχώρησε η ενιαία οργάνωση του κόμματος. Αυτό έγινε κατορθωτό στα 1903, με το δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, και υπό την καθοδήγηση του Λένιν ιδρύεται ουσιαστικά το μπολσεβίκικο κόμμα.
Αναπτύσσοντας και πλουτίζοντας τις θεμελιακές ιδέες του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς για το προλεταριακό κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν, για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού, δημιούργησε μιαν αρμονική και ολοκληρωμένη διδασκαλία για το Κομμουνιστικό Κόμμα - το κόμμα νέου τύπου, το οποίο χαρακτηρίζεται σαν κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Στο Συνέδριο διεξήχθη σκληρή πάλη ανάμεσα στους συνεπείς επαναστάτες οπαδούς του Λένιν και τους οπορτουνιστές σχετικά με το χαρακτήρα του κόμματος. Το Συνέδριο απέκρουσε αποφασιστικά τον οπορτουνισμό. Ετσι, για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, μετά το θάνατο του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς, ψηφίστηκε ένα γνήσια επαναστατικό πρόγραμμα, αφού σ' αυτό καθορίστηκαν με σαφήνεια ο προλεταριακός χαρακτήρας του και ο πρωτοπόρος του ρόλος στο εργατικό κίνημα, διατυπώθηκε η ιδέα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην επανάσταση στη Ρωσία και η δικτατορία του προλεταριάτου ως επαναστατικής εξουσίας. Η θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν περιλαμβανόταν σε κανένα πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης, τα οποία στην πράξη είχαν εγκαταλείψει την πάλη για το σοσιαλισμό.
Στα έργα του, ο Λένιν ανέπτυξε και συγκεκριμενοποίησε παραπέρα όλα τα συστατικά μέρη του μαρξισμού - τη φιλοσοφία, την πολιτική οικονομία και τον επιστημονικό κομμουνισμό. Οι θεωρητικές επεξεργασίες του για τον ιμπεριαλισμό, σαν ανώτατο και τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, η στρατηγική και η τακτική για τη σοσιαλιστική επανάσταση αποτελεί ισχυρό όπλο για την πάλη της παγκόσμιας εργατικής τάξης στις σύγχρονες συνθήκες.
Ο Λένιν επεξεργάστηκε τη δυνατότητα να σπάσει η αλυσίδα του ιμπεριαλισμού με την απόσπαση κρατών απ' αυτόν, αναπτύσσοντας τη θεωρία του αδύνατου κρίκου. Θεμελίωσε επιστημονικά τη δυνατότητα της νίκης του σοσιαλισμού αρχικά σε μια ή σε μερικές χώρες. Η Ρωσία το 1917 ήταν ακριβώς ο αδύνατος κρίκος στην αλυσίδα του διεθνούς ιμπεριαλισμού, στην περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.
Η επαναστατική διορατικότητα του Λένιν στηριγμένη πάνω στη βαθιά μαρξιστική του μόρφωση, σε συνδυασμό με την ικανότητά του να εκτιμά σωστά την κάθε φάση εξέλιξης του καπιταλισμού και των ταξικών κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων του έδιναν τη δυνατότητα ακόμη και στις πιο απότομες καμπές της Ιστορίας να προσεγγίζει σωστά τα ζητήματα στρατηγικής, να καθορίζει σωστά τα καθήκοντα του κόμματος έτσι που η επαναστατική διαδικασία να τραβά μπροστά. Αυτό φάνηκε και από τη θετική πείρα της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, όπου ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» αλλάζει την προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φλεβάρη του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.
Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917), ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση - αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φλεβάρη 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου - και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία - έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το ίδιο μπορούμε με σιγουριά να διαπιστώσουμε και στα ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, όπως φαίνεται μέσα από τα έργα του που ήταν οδηγός στη δράση της Σοβιετικής Εξουσίας.
Η σοσιαλιστική εξουσία δεν παραλαμβάνει έτοιμες τις κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι σοσιαλιστικές - κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής πρέπει να δημιουργηθούν. Πάνω σ' αυτό το κρίσιμο ζήτημα αναφέρεται το έργο «Η οικονομία και η πολιτική στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου», το οποίο αναφέρει: «Θεωρητικά ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος (...) Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται ή με άλλα λόγια ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε μα δεν εξοντώθηκε και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε μα είναι ακόμα πολύ αδύνατος».
Το έργο «Κράτος και Επανάσταση» γράφτηκε λίγους μήνες πριν το Νοέμβρη του 1917, όμως εκδόθηκε μετά την επανάσταση. Το κείμενο εξετάζει από θεωρητική σκοπιά το κρίσιμο ζήτημα της δικτατορίας της εργατικής τάξης, το δημιουργικό της ρόλο στην οικοδόμηση των νέων σχέσεων παραγωγής και τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντελεστούν, ώστε, περνώντας στην αναπτυγμένη κομμουνιστική κοινωνία, να απονεκρωθεί το κράτος. Στο κείμενο γίνεται διάκριση ανάμεσα στα χαρακτηριστικά των βαθμίδων ανάπτυξης της κομμουνιστικής κοινωνίας.
Το έργα του «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής Εξουσίας» και «Για τα αριστερά παιδιαρίσματα και το μικροαστισμό» έχουν γραφτεί από το Μάρτη έως το Μάη 1918, την περίοδο που η επανάσταση είχε αρχικά σταθεροποιηθεί και δεν είχε ξεκινήσει ακόμα η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Μεταξύ των καθηκόντων που αντιμετώπιζε το Κόμμα των Μπολσεβίκων ήταν το ζήτημα της καταγραφής και του ελέγχου της παραγωγής, του δυναμώματος της πειθαρχίας στην παραγωγή, της κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία.
Ενα από τα πιο σημαντικά του έργα είναι «Η Μεγάλη πρωτοβουλία. Για τον ηρωισμό των εργατών στα μετόπισθεν. Από αφορμή τα κομμουνιστικά Σάββατα». Γράφτηκε σε συνθήκες που είχε ξεκινήσει η ιμπεριαλιστική επέμβαση και αναδείχνει τη σημασία που έχει η πάλη των εργατών όχι μόνο στο πεδίο της μάχης, αλλά και στο πεδίο της οικονομικής οικοδόμησης. Ο Λένιν δίνει την κατεύθυνση για το ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων, που αποτελεί στόχο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης: «Είναι φανερό ότι για την ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων πρέπει όχι μόνο να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, όχι μόνο να καταργηθεί η ιδιοκτησία τους, πρέπει ακόμα να καταργηθεί και κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πρέπει να εξαλειφθεί τόσο η διαφορά ανάμεσα στην πόλη και το χωριό, όσο και η διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους της σωματικής και τους ανθρώπους της πνευματικής εργασίας».
Στην ίδια αυτή εργασία τονίζεται ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης στην οικοδόμηση και ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματός της, η δύναμη του προσωπικού παραδείγματος και της αυτοθυσίας των κομματικών μελών στην καθοδήγηση της εργατικής τάξης, στο τράβηγμα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση εργατών με διαφορετικό επίπεδο συνείδησης.
Ο Λένιν ήταν φανατικός πολέμιος κάθε οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής διαστρέβλωσης της επαναστατικής θεωρίας. Ηταν φανατικός αντίπαλος στον οπορτουνισμό των Ρώσων μενσεβίκων και των ηγετών της Δεύτερης Διεθνούς (Κάουτσκι κλπ.), που απαρνήθηκαν το μαρξισμό και έγιναν εχθροί της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία. Παράλληλα, έκανε κριτική στον αριστερισμό και στον «επαναστατικό» τυχοδιωκτισμό. Ο ίδιος θεωρούσε ως έναν από τους πιο βασικούς όρους για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης την αδιάλλακτη πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι με τη μελέτη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού και το αναπόφευκτο των πολέμων στην εποχή του ξαναμοιράσματος του κόσμου, καθόρισε και την τακτική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου από την εργατική τάξη των εμπόλεμων ιμπεριαλιστικών κρατών, σε εμφύλιο πόλεμο για την ανατροπή της αστικής τάξης από την εξουσία. Τακτική, η οποία δικαιώθηκε με την Οχτωβριανή Επανάσταση, κόντρα στην παλιά σοσιαλδημοκρατία, που συμβιβάστηκε με την αστική τάξη και στην πορεία διαχειρίστηκε και τα συμφέροντά της ενάντια στους λαούς. Αποτέλεσμα αυτής της πιο συνεπούς διεθνιστικής δράσης των μπολσεβίκων ήταν η ίδρυση της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Το καθήκον διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από τις οπορτουνιστικές σε διεθνές επίπεδο έμπαινε πριν ακόμα από την ίδρυση της Γ' Διεθνούς (1919). Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία από το 1903 είχαν αναδείξει την ανάγκη οργάνωσης «Νέου Τύπου» που θα χαρακτηριζόταν από ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ενότητα, θα αποτελούνταν από συνειδητούς πρωτοπόρους εργάτες και θα είχε ως στρατηγική την κατάκτηση της εξουσίας.
Με το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού Α' Παγκόσμιου Πολέμου, τα σοσιαλδημοκρατικά - ρεφορμιστικά κόμματα πέρασαν στην ανοιχτή προδοσία της εργατικής τάξης, μετατράπηκαν σε κόμματα σοσιαλσοβινιστικά, στηρίζοντας την αστική τάξη των χωρών τους και καλώντας την εργατική τάξη στη χώρα τους να ριχτεί στη σφαγή. Καταπάτησαν τις αποφάσεις των διεθνών σοσιαλιστικών συνεδρίων της Στουτγάρδης (18-24 Αυγούστου 1907), της Κοπεγχάγης (28 Αυγούστου - 3 Σεπτέμβρη 1910) και της Βασιλείας (1912), για δράση μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, γραμμή που είχε διαμορφωθεί με την παρέμβαση του Λένιν και άλλων συνεπών μαρξιστών επαναστατών.
Ανοιχτά και ξεδιάντροπα στήριξαν πλήρως τα ιμπεριαλιστικά πολεμικά συμφέροντα κορυφαίοι ηγέτες του οπορτουνισμού, όπως οι Φ. Εμπερτ και Φ. Σάιντεμαν στη Γερμανία, ο Β. Αντλερ στην Αυστρία, οι Π. Ρενοντέλ, Ζ. Γκεντ, Μ. Σαμπά στη Γαλλία, ο Γ. Χάιντμαν στην Αγγλία, ο Γ. Πλεχάνοφ στη Ρωσία, ο Λ. Μπισολάτι στην Ιταλία, ο Ε. Βαντερβέλντε στο Βέλγιο, ο Γ. Μπράντινγκ στη Σουηδία. «Η μετατροπή του παγκόσμιου πολέμου σε πόλεμο εμφύλιο θα ήταν τρέλα», έγραφε ο Γερμανός σοσιαλσοβινιστής Ε. Ντάβιντ στην πολεμική του κατά των μπολσεβίκων1.
Ολοι οι σοσιαλδημοκράτες ψήφισαν υπέρ των πολεμικών πιστώσεων στα κοινοβούλια των χωρών τους, ενώ τις καταψήφισαν μόνο οι Σέρβοι σοσιαλιστές στις 31 Ιούλη 1914, οι Ρώσοι μπολσεβίκοι στην 4η Κρατική Δούμα στις 8 Αυγούστου 1914 και ο Κ. Λίμπκνεχτ στο γερμανικό Ράιχσταγκ στις 2 Δεκέμβρη 1914. Στη Γαλλία, στην Αγγλία και στο Βέλγιο οι σοσιαλσοβινιστές συμμετείχαν με υπουργούς στις αστικές κυβερνήσεις που διεξήγαγαν τον πόλεμο. Αντικειμενικά η Β' Διεθνής διαλύθηκε αφού οι ηγέτες της και τα μέλη του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου (ΔΣΓ) βρέθηκαν σε εχθρικά μεταξύ τους αστικά πολεμικά στρατόπεδα.
Εκτός από τους σοσιαλσοβινιστές εμφανίστηκε και το ρεύμα των κεντριστών, με διασημότερο εκπρόσωπό του τον Κάουτσκι, ο οποίος μιλούσε για ειρήνη, όμως στο όνομα της ενότητας δε συνέδεε σε καμία περίπτωση τον πόλεμο με την πάλη για την εξουσία, ούτε έθετε ζήτημα σύγκρουσης με τους σοσιαλσοβινιστές. Ετσι, ουσιαστικά έδιναν άλλοθι στους σοσιαλσοβινιστές, τους γλίτωναν από τη χρεοκοπία στη συνείδηση των εργαζομένων. Η θέση του Κ. Κάουτσκι, «πρακτικά το ερώτημα που μπαίνει είναι ένα: νίκη ή ήττα της δικής σου χώρας», προκαλούσε σύγχυση στην εργατική τάξη. Την απέτρεπε από την πάλη για την εξουσία, διακηρύσσοντας: «Τον καιρό του πολέμου πάλη για την ειρήνη και τον καιρό της ειρήνης ταξική πάλη»2.
Ο Β. Ι. Λένιν, τον Ιούνη του 1915, στο έργο του «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς», χαρακτήριζε το ρόλο των κεντριστών ως εξής: «Δεν είναι τόσο τρομερός και βλαβερός ο ανοιχτός οπορτουνισμός, που απωθεί αμέσως την εργατική μάζα από κοντά του, όσο αυτή η θεωρία της χρυσής μέσης, που δικαιολογεί με μαρξιστικά λογάκια την οπορτουνιστική πρακτική, υποστηρίζοντας με μια σειρά σοφιστείες το άκαιρο της επαναστατικής δράσης και άλλα»3.
«...Με τη σκόπιμα ασαφή έκφραση "πρακτικές συνέπειες", ο Κάουτσκι συγκάλυψε την απλή αλήθεια ότι τα μεγάλα και ισχυρά κόμματα φοβήθηκαν τη διάλυση των οργανώσεών τους, την κατάληψη των ταμείων τους, τη σύλληψη των ηγετών τους από την κυβέρνηση. Συνεπώς ο Κάουτσκι με τα επιχειρήματά του για "δυσάρεστες πρακτικές συνέπειες" της επαναστατικής τακτικής δικαιολογεί την προδοσία απέναντι στο σοσιαλισμό. Αυτό δε σημαίνει μήπως εκπόρνευση του μαρξισμού;»4.
Το κόμμα των Μπολσεβίκων, με την καθοδήγηση του Λένιν, στο μανιφέστο της Κεντρικής του Επιτροπής την 1η του Νοέμβρη 1914 με τίτλο «Ο Πόλεμος και η Ρωσική Σοσιαλδημοκρατία», επαναλάμβανε ακόμα μια φορά: «Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα»5.
Με αυτή τη γραμμή της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πόλεμο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, δηλαδή σε ήττα της αστικής τάξης στο εσωτερικό της χώρας, ο Λένιν αντιπαρατέθηκε στο σύνθημα «ούτε νίκη ούτε ήττα» που υποστήριζαν κεντριστές όπως ο Τρότσκι.
Η σοσιαλσοβινιστική στάση της σοσιαλδημοκρατίας, με το ξέσπασμα του πολέμου, είχε ως αποτέλεσμα να εγκλωβίσει εργάτες στα αστικά συνθήματα. Στη συνέχεια η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία, οι πολλές χιλιάδες νεκροί και σακατεμένοι προκάλεσαν σε περισσότερους εργάτες αμφισβήτηση των σοσιαλσοβινιστικών κηρυγμάτων και στράφηκαν προς τους επαναστάτες σοσιαλιστές. Αυτή η εξέλιξη υποχρέωσε τους κεντριστές σε προσαρμογή. Από τις 5 έως τις 8 του Σεπτέμβρη 1915 συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας συνδιάσκεψη, στην οποία πήραν μέρος 37 αντιπρόσωποι από 12 ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία, Πολωνία, Λετονία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία). Από αυτούς μόνο 8 αντιπρόσωποι από 7 χώρες ακολούθησαν συνεπή διεθνιστική επαναστατική γραμμή και τελικά εξέλεξαν ξεχωριστό Γραφείο με επικεφαλής τον Λένιν.
Αυτή η ομάδα έμεινε γνωστή ως «αριστερά του Τσίμερβαλντ» και αποτελούνταν αρχικά από τους Μπολσεβίκους, τους Πολωνούς ροζλαμόβτσι, τους Λετονούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερά στοιχεία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων Γερμανίας, Σουηδίας, Νορβηγίας και Ελβετίας. Αργότερα προστέθηκαν και αριστεροί σοσιαλιστές της Ολλανδίας, της Σερβίας, της Γαλλίας, της Βουλγαρίας, της Αυστρίας και των ΗΠΑ.
Οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης χαρακτήριζαν τον πόλεμο ιμπεριαλιστικό και επισήμαναν τη γενικότερη ανάγκη σύνδεσης του πολέμου με την προοπτική του σοσιαλισμού. Η συνδιάσκεψη εξέλεξε Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή (ΔΣΕ) που αποτελούνταν από κεντριστές. Ομως, δεν μπήκε το ζήτημα της ρήξης των σχέσεων με το σοσιαλσοβινισμό, ούτε αναλύθηκαν οι όροι που οδήγησαν στην προδοσία της ΙΙ Διεθνούς.
Οι εισηγήσεις της «αριστεράς του Τσίμερβαλντ», που καταψηφίστηκαν, τυπώθηκαν με πρωτοβουλία των Μπολσεβίκων σε διάφορες γλώσσες και διαδόθηκαν σε πολλές χώρες. Αυτή τη δράση θεωρούσε ο Λένιν ως το πιο σημαντικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης.
Από τις 24 έως τις 30 του Απρίλη του 1916, οι δυνάμεις του Τσίμερβαλντ προχώρησαν στη ΙΙ Συνδιάσκεψή τους στο Κίνταλ της Ελβετίας. Η πλειοψηφία της ήταν επίσης καουτσκική - κεντριστική. Παρά ορισμένες διατυπώσεις της απόφασης που καταδίκαζαν το σοσιαλσοβινισμό και το σοσιαλπασιφισμό, η πλειοψηφία απέκρουε κατηγορηματικά την ιδέα ίδρυσης νέας, Γ' Διεθνούς και τάχτηκε υπέρ της αυτοδιάλυσης της ΔΣΕ μόλις θα συγκαλούνταν εκ νέου το ΔΣΓ (Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο).
Στο τέλος του 1916 είχε αρχίσει στην παγκόσμια πολιτική η στροφή από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο προς την ιμπεριαλιστική ειρήνη. Οι αντικειμενικές συνθήκες και ο φόβος μπροστά στην επανάσταση ανάγκασαν ορισμένους ιμπεριαλιστικούς κύκλους να αναζητούν δρόμους για τον τερματισμό του πολέμου. Σε αυτή τη βάση ισχυροποιήθηκε η πασιφιστική προπαγάνδα, που επέφερε την πολιτική συμφιλίωση των σοσιαλσοβινιστών και των σοσιαλπασιφιστών, των καουτσκιστών. Προδόθηκαν έτσι οι θέσεις που έστω με αντιφάσεις είχαν διακηρυχτεί στο Τσίμερβαλντ και στο Κίνταλ. Εγκαιρα ο Λένιν είχε επισημάνει την ανάγκη διαχωρισμού από τους «Τσιμερβαλντικούς», ενώ ως μόνους λόγους παραμονής σε αυτούς έβλεπε την πρόσβαση σε πληροφορίες και την απόσπαση ορισμένων ταλαντευόμενων διεθνιστών από την επιρροή του κεντρισμού.
Χαρακτηριστικό είναι το γράμμα του Β. Ι. Λένιν6:
«Προς τον Κ. Μπ. Ράντεκ 17.VI.1917
...Θα ήθελα πάρα πολύ να σας προειδοποιήσω για να μην μπλεχτείτε με το Τσίμερβαλντ. "Τι καλά θα ήταν να κατακτήσουμε τώρα τη Διεθνή του Τσίμερβαλντ" - έλεγε σήμερα ο Γκριγκόρι. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι μια πολύ οπορτουνιστική και βλαβερή τακτική. Να κατακτήσουμε το Τσίμερβαλντ; Δηλαδή να φορτωθούμε στις πλάτες μας το νεκρό φορτίο του Ιταλικού Κόμματος (των καουτσκιστών και των πασιφιστών), των Ελβετών Γκρόιλιχ και Σία, του S. P. Αμερικής (ακόμα χειρότερα!), των διαφόρων Peluso, των λονγκετιστών, κτλ. κ.ο.κ.
Αυτό θα σήμαινε να απαρνηθούμε όλες τις αρχές μας, να ξεχάσουμε το παν, ό,τι γράψαμε και είπαμε ενάντια στο κέντρο, να μπερδευτούμε και να ντροπιαστούμε οι ίδιοι. ...Ετσι είτε αλλιώς πρέπει να θάψουμε το επαίσχυντο... Τσίμερβαλντ οπωσδήποτε και να ιδρύσουμε πραγματική ΙΙΙ Διεθνή...».
Με αφορμή τα 142 χρόνια από τη γέννηση του Λένιν, παρουσιάζουμε αποσπάσματα από δύο έργα του, άκρως επίκαιρα.
Το πρώτο «Η χρεοκοπία της 2ης Διεθνούς» και το δεύτερο «Η ιστορία της διάσπασης και η σημερινή κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας της Ρωσίας» από το «Σοσιαλισμός και πόλεμος». Και στα δύο αναπτύσσει συνοπτικά τη διαπάλη με τον οπορτουνισμό («Απαντα», 5η έκδοση, «ΣΕ», τόμος 26).
1. E. David, «Die Sozialdemokratie im Weltkrieg», σελ. 172, Berlin, 1915 και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
2. K. Kautsky, «Die Internationalitat und der Krieg», Berlin, 1915. Και στο «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Ιστορία της Τρίτης Διεθνούς», Β' έκδοση, σελ. 26, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».
3. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 267.
4. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 265.
5. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 26, σελ. 22.
6. Β. Ι. Λένιν, «Απαντα», τόμ. 49, σελ. 443.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου