Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Φασισμός, μεγάλο κεφάλαιο και εργατική τάξη (3o μέρος)


 της Ελένης Αστερίου

Ποιοι ανέβασαν τον Χίτλερ στην εξουσία
 
Το σημαντικότερο στοιχείο των αποτελεσμάτων των νέων εκλογών στις 6 Νοεμβρίου 1932 είναι η υποχώρηση των ναζιστών, οι οποίοι μέσα σε τρεις μήνες χάνουν πάνω από δύο εκατομμύρια ψήφους και 34 βουλευτικές έδρες. Το KPD καταγράφει νέα άνοδο κερδίζοντας σχεδόν 6.000.000 ψήφους (16,9%), το SPD με 7.251.000 ψήφους χάνει 700.000 ψήφους, οι οποίες όμως αντισταθμίζονται από τα κέρδη των κομμουνιστών. Τα δύο εργατικά κόμματα μαζί κερδίζουν το 37,3% και 221 έδρες έναντι 33,1% και 196 εδρών για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο καταγράφει τα χαμηλότερα ποσοστά του στις μεγάλες πόλεις και τα υψηλότερα στις αγροτικές περιοχές.
Την 1η Δεκεμβρίου 1932 ο Χίντενμπουργκ αναθέτει στον Σλάιχερ τον σχηματισμό κυβέρνησης. Στις 6 Δεκεμβρίου το Ράιχσταγκ αναστέλλει εκ νέου τις εργασίες του αναθέτοντας στο γραφείο του την εκ νέου σύγκλησή του. Στις 6 Δεκεμβρίου η παραίτηση του Γκρέγκορ Στράσερ, οργανωτικού υπεύθυνου του NSDAP, προκαλεί αναταραχή στους κόλπους των ναζιστών.
Στις 8 Δεκεμβρίου η Deutsche Allgemeine Zeitung, που εκφράζει τα περιβάλλοντα της βιομηχανίας, γράφει ότι υπάρχει κίνδυνος «το ισχυρότερο κόμμα της δεξιάς να απεξαρθρωθεί πριν να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον του, που είναι να πραγματοποιήσει, μαζί με άλλες δυνάμεις του μετώπου της δεξιάς, την εξυγίανση του εθνικού κράτους.»24
Οι Γερμανοί μεγιστάνες της βιομηχανίας και των τραπεζών αποφασίζουν να ρίξουν όλο το βάρος τους για την άνοδο του Χίτλερ και των ναζιστών στην εξουσία. Θεωρούν ότι μόνο η δύναμη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος εγγυάται μια σταθερή κυβέρνηση, ικανή να εξασφαλίσει την «κοινωνική ειρήνη» συντρίβοντας το εργατικό κίνημα. Επιπλέον το πρόγραμμα των ναζιστών για αναθεώρηση των συνόρων και για «ζωτικό χώρο» μπορούσε να τους εξασφαλίσει νέες αγορές. Σε διεθνές επίπεδο η φάση του ειρηνικού ανταγωνισμού λήγει ανοίγοντας τον δρόμο της προετοιμασίας για ένα νέο μοίρασμα του κόσμου με τη δύναμη των όπλων. Η πολιτική επανεξοπλισμού της Γερμανίας την οποία υποστηρίζει ο Χίτλερ είναι προς άμεσο όφελος των Γερμανών βιομηχάνων.
Τον Νοέμβριο του 1932 με πρωτοβουλία του τραπεζίτη Σαχτ απευθύνεται στον πρόεδρο Χίντενμπουργκ μια έκκληση με τις υπογραφές των Γερμανών μεγιστάνων: Κρουπ, Κούνο, Ρόυς, Xάνιελ, Σίλβερμπεργκ, Ζήμενς, Τύσεν, Μπος, κλπ. Η έκκληση ζητά «να ανατεθεί η ευθύνη της εξουσίας στον αρχηγό του σημαντικότερου εθνικού κόμματος.»
Στις 4 Ιανουαρίου 1933 στην έπαυλη του τραπεζίτη Σραίντερ στην Κολωνία και με δική του πρωτοβουλία συναντιούνται ο φον Πάπεν με τον Χίτλερ, οι οποίοι καταλήγουν στη συμφωνία η οποία θα εφαρμοστεί στις 30 Ιανουαρίου: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο φον Πάπεν αντικαγκελάριος, το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα θα μοιραζόταν την εξουσία με το παραδοσιακό εθνικιστικό κόμμα DNVP.
Oι ναζιστές κάνουν επίδειξη δύναμης στο Βερολίνο με συγκεντρώσεις στο Sportpalast και με διαδήλωση των SA, υπό την προστασία της αστυνομίας, μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 22 Ιανουαρίου. Την ίδια μέρα γίνεται νέα συνάντηση φον Πάπεν και Χίτλερ, αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του Όσκαρ φον Χίντενμπουργκ, γιου του προέδρου. Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου ο φον Πάπεν υποβάλλει στον πρόεδρο τον κατάλογο της νέας κυβέρνησης: ο Χίτλερ καγκελάριος, ο Φρικ υπουργός Εσωτερικών, ο Γκέρινγκ υπουργός Αεροπορίας και υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας. Ο φον Πάπεν παίρνει τη θέση του αντικαγκελάριου. Τα υπόλοιπα υπουργεία μοιράζονται στην παραδοσιακή εθνικιστική δεξιά. Το υπουργείο της Reichswehr ανατίθεται στον στρατηγό φον Μπλόμπεργκ, που διάκειται ευνοϊκά προς τους ναζιστές. Στις 30 Ιανουαρίου ο Χίτλερ είναι καγκελάριος της Γερμανίας. Την 1η Φεβρουαρίου 1933 ο Χίντενμπουργκ διαλύει το Ράιχσταγκ, στο οποίο η νέα κυβέρνηση δεν είχε την πλειοψηφία, και ορίζει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Η Reichsverband der deutschen Industrie υποσχόταν στην κυβέρνηση την πλήρη υποστήριξη των εργοδοτών διαβεβαιώνοντάς την ότι «θα έκανε τα πάντα για να τη βοηθήσει στο δύσκολο έργο της». Τα συγχαρητήρια του Κρουπ, προέδρου της εργοδοτικής ένωσης, προς τον Χίτλερ είναι χαρακτηριστικά: «Η εξέλιξη της πολιτικής κατάστασης ανταποκρίνεται στις ευχές τις οποίες είχαμε εκφράσει εδώ και καιρό εγώ ο ίδιος και η διοικούσα επιτροπή.»25
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933 στη βίλα του Γκέρινγκ ο Χίτλερ συναντιόταν με ομάδα εικοσιπέντε ηγετών της γερμανικής βιομηχανίας, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Γκέοργκ φον Σνίτσλερ, της χημικής βιομηχανίας IG Farben, ο Κρουπ φον Μπόλεν, της αυτοκρατορίας Κρουπ και πρόεδρος της Ένωσης των Γερμανών βιομηχάνων, ο Άλμπερτ Βέγκλερ, της Vereinigte Stahlwerke, της δεύτερης μεγαλύτερης εταιρείας χάλυβα στον κόσμο. Ο Χίτλερ δήλωνε ξεκάθαρα τους στόχους του. Σχεδίαζε να βάλει τέλος στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Στόχευε να συντρίψει την αριστερά και για αυτόν τον στόχο ήταν διατεθειμένος να χρησιμοποιήσει φυσική βία. Είχε έρθει η ώρα «να συντριβεί πλήρως η άλλη πλευρά». Και ο Γκέρινγκ αποκάλυπτε τον άμεσο στόχο της συνάντησης. Εφόσον τα συμφέροντα των γερμανικών επιχειρήσεων συνδέονταν άμεσα με την πάλη κατά της αριστεράς, θα έπρεπε να συμβάλουν οικονομικά: «Οι θυσίες», επισήμαινε ο Γκέρινγκ, «θα είναι πολύ ευκολότερες… αν η [βιομηχανία] αντιλαμβανόταν ότι οι εκλογές της 5ης Μαρτίου
θα είναι σίγουρα οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, πιθανόν ακόμη και για τα επόμενα εκατό χρόνια.» Ο Κρουπ φον Μπόλεν, ο ορισμένος εκπρόσωπος της επιχειρηματικής πλευράς, δήλωνε ότι όλοι οι παρόντες σίγουρα συμφωνούν για την ταχύτερη δυνατή λύση της πολιτικής κατάστασης, ότι ο επιχειρηματικός κόσμος υποστήριζε ότι μόνο υπό ένα ισχυρό και ανεξάρτητο κράτος θα μπορούσαν η οικονομία και οι επιχειρήσεις «να αναπτυχθούν και να ανθήσουν». Τις επόμενες τρεις εβδομάδες ο Σαχτ θα συγκέντρωνε για λογαριασμό του ναζιστικού κόμματος οικονομικές ενισχύσεις από 17 διαφορετικές επιχειρηματικές ομάδες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές προήλθαν από την IG Farben (400.000 Reichsmark), την Deutsche Bank (200.000 Reichsmark), την ένωση ιδιοκτητών ορυχείων (400.000 Reichsmark) και μια ομάδα εταιρειών παραγωγής ηλεκτρικών μηχανών που περιλάμβανε τις Telefunken, AEG και Accumulatoren Fabrik. Τα επόμενα χρόνια το Adolf Hitler Spende θα θεσμοθετούνταν ως μόνιμη συνεισφορά για τα προσωπικά έξοδα του Χίτλερ.26
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα ο Χίτλερ μιλώντας στους Γερμανούς στρατηγούς είχε αναφερθεί ανοιχτά «στον επανεξοπλισμό και στην ανάγκη εδαφικής επέκτασης.»27 Ο Χίτλερ είχε εξασφαλίσει την εύνοια της στρατιωτικής ιεραρχίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1933 στο συνέδριο του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη ο Χίτλερ διατυπώνει αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός όταν θα πει: «Αν την ώρα της επανάστασης ο στρατός δεν είχε τοποθετηθεί στο πλευρό μας, δεν θα είμαστε εδώ που είμαστε σήμερα.»28
Στις 4 Φεβρουαρίου ο Χίτλερ εξασφαλίζει από τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ διάταγμα «για την προστασία του λαού» στη βάση του οποίου αρχίζει η εκκαθάριση της διοίκησης και της αστυνομίας και η τοποθέτηση σίγουρων ατόμων στις θέσεις κλειδιά. Στην Πρωσία τα SA, τα SS και οι Χαλυβρόκρανοι κηρύσσονται «βοηθητικοί αστυνομικοί σχηματισμοί», που τα μέλη τους μπορούν να κάνουν έρευνες σε σπίτια και γραφεία και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Οι εφημερίδες και οι συγκεντρώσεις των εργατικών κομμάτων απαγορεύονται. Στις 23 Φεβρουαρίου η αστυνομία καταλαμβάνει τα κεντρικά γραφεία του KPD στο Βερολίνο.
Στις 19 Φεβρουαρίου ο υπουργός Εσωτερικών Φρικ δηλώνει ότι «το KPD πρέπει να συντριβεί με άλλον τρόπο και όχι με μια απλή απαγόρευση». Το πρόσχημα θα είναι η προβοκάτσια της πυρκαγιάς του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου. Ο Χίτλερ δηλώνει αμέσως: «Η κυβέρνηση θα πάρει τώρα τα αναγκαία μέτρα για την ολοκληρωτική εξάλειψη αυτού του κινδύνου, του τρομερότερου κινδύνου [του κομμουνισμού] που απειλεί όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά την Ευρώπη.»29
Την ίδια νύχτα η αστυνομία προχωρά σε μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών. Ο Χίντενμπουργκ εκδίδει τρία νέα διατάγματα. Το ένα επιτρέπει τις αυθαίρετες συλλήψεις. Το άλλο δίνει το δικαίωμα στην κεντρική κυβέρνηση να καθαιρεί τις κυβερνήσεις των κρατιδίων. Το άλλο προβλέπει την ποινή του θανάτου για προδοσία, εμπρησμό, κλπ. Αυτά τα προεδρικά διατάγματα μαζί με εκείνα της 4ης και της 23ης Φεβρουαρίου, που καταλύουν όλες τις ελευθερίες, δίνουν ανεξέλεγκτες εξουσίες στην αστυνομία και επιτρέπουν όλα τα εγκλήματα, θα διατηρηθούν μέχρι το 1945.
Όμως παρά τις απαγορεύσεις και τη ναζιστική τρομοκρατία οι εκλογές της 5ης Μαρτίου δεν δίνουν την απόλυτη πλειοψηφία στον Χίτλερ. Οι κομμουνιστές διατηρούν παρά τις διώξεις και τις συλλήψεις 81 έδρες, οι σοσιαλδημοκράτες χάνουν μόνο μία έδρα. Το καθολικό κόμμα του Κέντρου κερδίζει τρεις έδρες. Νέο διάταγμα επιβάλλει τη διάλυση του Κομμουνιστικού Κόμματος (καταργώντας έτσι και τις βουλευτικές έδρες του) και δημεύει την περιουσία του. Η Reichsbanner, η πολιτοφυλακή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, απαγορεύεται. Στα κρατίδια στα οποία ο κυβερνητικός συνασπισμός δεν έχει την πλειοψηφία ο Χίτλερ ορίζει Reichsstatthalter (επιτρόπους του Ράιχ) με διευρυμένες εξουσίες. Οι ελάχιστες εφημερίδες που είχαν διατηρήσει κάποια ανεξαρτησία απαγορεύονται ή εκκαθαρίζονται. Αντισημιτική βία ξεσπά σε όλη τη Γερμανία. Τα SA και τα SS έχουν πλήρη ελευθερία δράσης. Στις 20 Μαρτίου ο διοικητής της αστυνομίας του Μονάχου αναγγέλλει το άνοιγμα του πρώτου στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Νταχάου για 5.000 πολιτικούς κρατουμένους. Είναι η απαρχή της φρίκης των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Στις 23 Μαρτίου 1933 το Ράιχσταγκ ψηφίζει με 441 ψήφους υπέρ έναντι 94 κατά την ανάθεση της πλήρους εξουσίας στην κυβέρνηση για τέσσερα χρόνια. Μόνο οι παρόντες σοσιαλδημοκράτες βουλευτές καταψηφίζουν. Έντεκα βουλευτές του SPD έχουν ήδη συλληφθεί. Στη συνέχεια το Ράιχσταγκ διαλύεται. Είναι και το τυπικό τέλος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Έχουν σημάνει μεσάνυχτα στον αιώνα όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά σε λίγα χρόνια για όλη την Ευρώπη.
Σε σύντομο διάστημα το SPD, στις 22 Ιουνίου, θα ακολουθήσει την τύχη του KPD. Ήδη στις 2 Μαΐου το καθεστώς έχει συλλάβει την ηγεσία της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας. Ο Χούγκενμπεργκ παραιτείται από την κυβέρνηση και στις 28 Ιουνίου το κόμμα του, το Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα, διαλύεται. Στις 5 Ιουλίου το καθολικό κόμμα του Κέντρου αυτοδιαλύεται υποτασσόμενο στο Κονκορδάτο του Χίτλερ με το Βατικανό. Η κυβέρνηση του Ράιχ αποτελείται πλέον μόνο από ναζιστές. Ο νόμος της 15ης Ιουλίου 1933 προβλέπει βαριές ποινές για όποιον προσπαθήσει να ανασυγκροτήσει τα κόμματα που έχουν διαλυθεί ή να δημιουργήσει καινούργιο κόμμα. Με βάση τον ίδιο νόμο το ναζιστικό κόμμα είναι το μοναδικό κόμμα στη Γερμανία. Ο Ρούντολφ Ες, αναπληρωτής του Χίτλερ στην ηγεσία του κόμματος, και ο Ρεμ, ηγέτης των Ταγμάτων Εφόδου, γίνονται υπουργοί άνευ χαρτοφυλακίου. Στις 2 Αυγούστου 1934, την ημέρα θανάτου του Χίντενμπουργκ, με απλό διάταγμα ο Χίτλερ γίνεται εκτός από καγκελάριος και αρχηγός του κράτους. Την ίδια ημέρα ο υπουργός της Reichswehr αναγγέλλει ότι η Reichswehr έδωσε όρκο πίστης στον Χίτλερ, που έγινε ανώτατος αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων.
Karl Liebknecht House στο Βερολίνο, Γραφεία του ΚΚΓ ως το 1933

Σοσιαλδημοκρατία, ρεφορμιστικά συνδικάτα, ΚPD
Παρότι το ζήτημα των ευθυνών των ηγεσιών των εργατικών κομμάτων για την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία δεν είναι το κύριο θέμα αυτού του άρθρου, θα πρέπει να κάνουμε μια αναφορά στους εσωτερικούς ως προς το εργατικό κίνημα παράγοντες που συνέβαλαν στην αποδυνάμωσή του και επέτρεψαν την ήττα του από τον ναζισμό.
Πίσω από την τακτική της «ανοχής», του «μικρότερου κακού» την οποία ακολουθεί η γερμανική σοσιαλδημοκρατία όλη την περίοδο από το 1930 έως το 1933 υπάρχει μια βαθύτερη ουσία. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε στο έδαφος της ήττας της προλεταριακής επανάστασης, στην οποία συνέβαλε καθοριστικά η σοσιαλδημοκρατία. Η αστική τάξη χάρη στη σοσιαλδημοκρατία έσωσε το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της. Παρότι για το μεγάλο κεφάλαιο και σημαντικούς τομείς του στρατού και του αστικού κρατικού μηχανισμού η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν η λύση της επιλογής τους (με συνέπεια να περικλείει εξαρχής τα σπέρματα της αποσταθεροποίησής της), ήταν η πολιτική λύση την οποία επέβαλε ο ταξικός συσχετισμός ο οποίος υπήρχε.
Η σοσιαλδημοκρατία ήταν σημαντικός πυλώνας του αστικού συστήματος, αναγκαίος όσο καιρό η αστική τάξη είχε ανάγκη τη διαμεσολάβηση της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας, πολιτικής και συνδικαλιστικής, στις σχέσεις της με την εργατική τάξη. Σε αυτό το πλαίσιο, που καθορίστηκε από την ήττα της εργατικής τάξης το 1918-19 και ξανά το 1923, αλλά σε ένα έδαφος στο οποίο η εργατική τάξη διατηρούσε τις δυνάμεις της και την πολιτική και συνδικαλιστική ισχύ μέσα από την οργάνωσή της στο SPD, στο KPD και στα συνδικάτα, υπήρχαν οι εργατικές κοινωνικές κατακτήσεις, οι συλλογικές συμβάσεις, τα εργοστασιακά συμβούλια. Αυτή ήταν η βάση της δύναμης των συνδικάτων, ως οργανώσεων της τάξης και υπεράσπισης των συμφερόντων της, αλλά και της δυνατότητας της ρεφορμιστικής ηγεσίας της ADGB, της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, να συνδιαλέγεται με την εργοδοσία.
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης στα τέλη του 1929 αυτή η κατάσταση αλλάζει ριζικά. Οι τάσεις για το «ισχυρό κράτος», που εγκαινιάζονται με το τέλος της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Μύλερ, επιτείνονται συνεχώς. Η εργοδοσία δεν μπορεί πλέον να ανεχθεί τις εργατικές κατακτήσεις και περνά σε μετωπική επίθεση.
H ηγεσία της ADGB, στο όνομα της υπεράσπισης των συλλογικών συμβάσεων, αποδέχεται τις μειώσεις μισθών τις οποίες επιβάλλει η εργοδοσία. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική και συνδικαλιστική ηγεσία αποδέχεται την καπιταλιστική προπαγάνδα ότι η καπιταλιστική κρίση είναι ένα είδος φυσικής καταστροφής που αφορά όλο το έθνος, εργοδότες και εργάτες εξίσου. Είναι μια πολιτική που σπέρνει την απογοήτευση στους εργάτες και διαιρεί τις γραμμές του εργατικού κινήματος.
Ήδη από το 1929 ο ηγέτης του SPD Σέβερινγκ, υπουργός Εσωτερικών της Πρωσίας από το 1920 μέχρι το 1932 με διάλειμμα δύο ετών, χρησιμοποιεί το επιχείρημα του «υπέρτερου συμφέροντος της χώρας» ενάντια στις κινητοποιήσεις και τις απεργίες της εργατικής τάξης: «Η εργατική τάξη έχει το μεγαλύτερο συμφέρον, με όλα τα άλλα στρώματα του πληθυσμού, να ελαφρύνει τη χρηματοοικονομική κατάσταση του Ράιχ.»30
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αντιτάσσεται σε αυτή την προπαγάνδα. Η μαχητικότητα των αγωνιστών του αντιμετωπίζεται με απολύσεις από την εργοδοσία. Συχνά οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαγράφουν από τα συνδικάτα τους κομμουνιστές οι οποίοι οργανώνουν την κινητοποίηση των εργατών χωρίς την έγκριση της συνδικαλιστικής ηγεσίας, διαγραφές που αποδυναμώνουν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Από την υποστήριξη στον Μπρύνινγκ σε εκείνη του Χίντενμπουργκ στο όνομα του μικρότερου κακού, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία δεν έχει να προσφέρει στην εργατική τάξη άλλη εναλλακτική λύση: Μπρύνινγκ ή Χίτλερ, Χίντενμπουργκ ή Χίτλερ. Δεμένη με την αστική τάξη και το κεφάλαιο θα συνοδεύσει μέχρι τέλους τη θνήσκουσα Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που έχει χάσει πια κάθε περιεχόμενο, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο και το αστικό πολιτικό κατεστημένο ανοίγουν τον δρόμο στην άνοδο του ναζισμού στην εξουσία. Από «ανοχή» σε «ανοχή» καλλιεργεί την παθητικότητα στις εργατικές μάζες και στο όνομα της απόκρουσης του ναζιστικού κινδύνου διευκολύνει την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία.
Τον Δεκέμβριο του 1931 το SPD δημιουργεί το Σιδερένιο Μέτωπο (Εiserne Front) ενάντια στον φασισμό μαζί με «δημοκράτες» αστούς. «Οι αστοί σύμμαχοί τους χρησιμεύουν στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες ως χαλινάρι στον σβέρκο των εργατικών οργανώσεων», γράφει ο Τρότσκι τον Ιανουάριο του 1932 στο Και μετά τι; Ζωτικά προβλήματα για το γερμανικό προλεταριάτο. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία όχι μόνο δεν θα προσφύγει ποτέ στη δύναμη και στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών για να συγκρουστεί με τον ναζισμό, αλλά θα εναποθέτει μέχρι τέλους την αντιμετώπιση των ναζιστών σε εκείνους που τους ανοίγουν τον δρόμο. H υποστήριξη στην άγρια πολιτική λιτότητας του Μπρύνινγκ δεν μπορεί να εμπνεύσει τους εργαζομένους ούτε τα συσσίτια μπορούν να αποτελούν προοπτική για τους ανέργους. Η στήριξη την οποία δίνει η σοσιαλδημοκρατία στις εκλογές στον Χίντενμπουργκ ακυρώνει το Σιδερένιο Μέτωπο ως οργάνωση πάλης ενάντια στον ναζισμό.
Όταν τον Ιούλιο του 1932 ο φον Πάπεν καθαιρεί τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, οι σοσιαλδημοκράτες αποδέχονται παθητικά την καθαίρεσή τους χωρίς ούτε στιγμή να διανοηθούν να προσφύγουν στην κινητοποίηση των μαζών για την υποστήριξή τους. Αρκούνται στη διαμαρτυρία «εναντίον της παραβίασης του συντάγματος» της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, η οποία είχε χάσει πλέον και κάθε νομιμότητα, και προσφεύγουν στο ανώτατο δικαστήριο της Λειψίας.
Ακόμη και όταν ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933, η Vorwärts, η εφημερίδα του SPD, γράφει σε ειδική έκδοσή της: «Απέναντι στην κυβέρνηση που απειλεί με πραξικόπημα, η σοσιαλδημοκρατία παραμένει με τα δύο πόδια στο έδαφος του συντάγματος και της νομιμότητας.»31 Όπως και τα αστικά κόμματα, η σοσιαλδημοκρατία θέλει να τρέφει την αυταπάτη ότι θα έχει τη δυνατότητα να παραμείνει ως αντιπολίτευση υπό τον Χίτλερ. Εθνική συνδιάσκεψη του SPD στις 27 Απριλίου 1933 αποφασίζει να «συνεχίσει το έργο του στο πλαίσιο των νόμιμων δυνατοτήτων».32
Πιστή στην αστική φύση της η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας θα παραμένει μέχρι τέλους προσκολλημένη στην αστική τάξη, ακόμη και όταν η τελευταία όχι μόνο δεν έχει πια ανάγκη τις υπηρεσίες της, αλλά ετοιμάζεται για τη διάλυση και την καταστολή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και τη σύλληψη των ηγετών του.
H ρεφορμιστική ηγεσία της ADGB υπό τον Λάιπαρτ προχώρησε ακόμη παραπέρα. Κατ’ αρχάς διαρρηγνύει τους δεσμούς της με το SPD. Επιχειρεί να συνδιαλλαγεί με το καθεστώς του Χίτλερ. Στις 10 Μαρτίου 1933 δηλώνει: «Δεν είναι αρμοδιότητα των συνδικάτων να πάρουν θέση για τις πολιτικές συνέπειες αυτών των εκλογών.»33 Στις 20 Μαρτίου η συνομοσπονδιακή ηγεσία εκδίδει ένα μανιφέστο: «Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η έκφραση μιας αναντίρρητης κοινωνικής ανάγκης, απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της κοινωνικής τάξης πραγμάτων. (…) Λόγω της φυσικής τάξης των πραγμάτων ενσωματώνονται όλο και περισσότερο στο κράτος. (…) Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν προτίθενται να επηρεάσουν άμεσα την πολιτική του κράτους.» Στις 7 Απριλίου 1933 ο Λάιπαρτ δηλώνει ότι τα συνδικάτα «επιδιώκουν τον ίδιο μεγάλο στόχο με την κυβέρνηση ο οποίος είναι να θεμελιωθεί η εσωτερική και εξωτερική ελευθερία του έθνους πάνω στην παραγωγική δύναμη όλου του λαού».34 Η συνομοσπονδιακή ηγεσία καλεί τα μέλη των συνδικάτων να συμμετάσχουν στην οργανωμένη από τους ναζιστές «εθνική γιορτή» την 1η Μάη 1933.
Αυτή η στάση δεν γλυτώνει ούτε την ADGB από την απαγόρευση και τη διάλυση, ούτε τους συνδικαλιστές από τις δολοφονικές επιθέσεις των Ταγμάτων Εφόδου αλλά ούτε και τον ίδιο τον Λάιπαρτ από τη σύλληψή του.
Την περίοδο 1930-32 το Κομμουνιστικό Κόμμα γνωρίζει σημαντική αύξηση τόσο των μελών του όσο και των ψηφοφόρων του. Από 143.000 μέλη το 1927 αριθμεί περίπου 360.000 μέλη στα τέλη του 1932. Από 13,1% των ψήφων τον Σεπτέμβριο του 1930, κερδίζει 700.000 επιπλέον ψήφους (14,3%) τον Ιούλιο του 1932 και ακόμη 700.000 νέους ψηφοφόρους (16,9%) τον Νοέμβριο του 1932. Είναι σαφές ότι στη νέα κατάσταση σημαντικά τμήματα εργατών που στήριζαν τη σοσιαλδημοκρατία στρέφονται προς το κομμουνιστικό κόμμα.
Είναι αλήθεια ότι την ίδια περίοδο το ποσοστό των ανέργων μελών του κομμουνιστικού κόμματος αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που ορισμένοι χαρακτηρίζουν το KPD αυτής της περιόδου «κόμμα ανέργων». Όμως η ίδια η Γερμανία είναι «χώρα ανέργων», οι οποίοι δεν παύουν να αποτελούν κομμάτι της εργατικής τάξης.
Εξάλλου το χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι ενώ έχουμε όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης, που αντανακλάται και στην ενίσχυση του KPD, η δύναμη της εργατικής τάξης στην αγορά εργασίας είναι εξαιρετικά εξασθενημένη λόγω της μαζικής ανεργίας. Είναι σαφές ότι τα ζητήματα δεν μπορούν να λυθούν ούτε στο επίπεδο του ρεφορμιστικού συνδικαλισμού ούτε στο επίπεδο του κοινοβουλίου. Η πάλη κατά του φασισμού δεν μπορεί να διεξαχθεί μέσω της υπεράσπισης της ετοιμοθάνατης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, αλλά στο επίπεδο της μαζικής κινητοποίησης, της σύγκρουσης με τον φασισμό στο έδαφος της εργατικής τάξης και της προοπτικής της.
Η άλλη πλευρά το αντιλαμβάνεται, για αυτό και όλη η αντιμπολσεβίκικη υστερία που εξαπολύεται στη Γερμανία αυτή την περίοδο. Για αυτό οι κομμουνιστές είναι μόνιμος στόχος της βίας των ναζιστικών συμμοριών.
Οι αγωνιστές της Roter Frontkämpferbund (Ένωση Κόκκινου Μετώπου Μαχητών) δίνουν με κουράγιο την πάλη κατά των φαιοχιτώνων στη βάση του συνθήματος: Κτυπάτε τους φασίστες παντού όπου τους βρίσκετε.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1930 ιδρύεται η Kampfbund gegen den Faschismus (Ένωση πάλης κατά του φασισμού), η οποία ήταν ανοιχτή σε «όλες τις οργανώσεις και τα άτομα που είναι διατεθειμένα να διεξάγουν μαζική πολιτική και ιδεολογική πάλη εναντίον του φασισμού, ιδιαιτέρως εναντίον του εθνικοσοσιαλισμού.»35
 Όμως η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» που κυριαρχεί στην πολιτική του KPD αυτής της περιόδου είναι εμπόδιο για την πραγματοποίηση του ενιαίου εργατικού μετώπου. Την ώρα που υπάρχει διάθεση από την πλευρά των εργατών οι οποίοι στηρίζουν τη σοσιαλδημοκρατία να δώσουν την πάλη κατά του φασισμού, η πολιτική του «σοσιαλφασισμού» υψώνει τείχη ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στη βάση. Έτσι παρά την κίνηση εργατών από το SPD προς το KPD, παρά την εμφάνιση στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας που τάσσονται υπέρ του μετώπου με το KPD ενάντια στη γραμμή της ηγεσίας του SPD, η γραμμή του σοσιαλφασισμού και του «μετώπου στη βάση» δεν επιτρέπει την πραγματοποίηση της ενότητας της εργατικής τάξης, η οποία παραμένει διαιρεμένη απέναντι στον ναζισμό.
Την άνοιξη του 1932 πραγματοποιείται μια στροφή στην πολιτική του KPD. Στις 25 Απριλίου η ΚΕ εκδίδει έκκληση προς όλους τους σοσιαλδημοκράτες και συνδικαλισμένους εργάτες: «Είμαστε έτοιμοι να παλέψουμε μαζί με κάθε οργάνωση στην οποία συσπειρώνονται εργαζόμενοι και η οποία θέλει πραγματικά να δώσει την πάλη εναντίον της μείωσης των μισθών.»36 Στις 25 Μαΐου η ΚΕ απευθύνει νέα έκκληση «να φράξουμε στον χιτλερικό φασισμό τον δρόμο για την εξουσία.»37
Στις 4 Ιουνίου εσωτερική εγκύκλιος προς τους υπεύθυνους των οργανώσεων του κόμματος διευκρινίζει:
«Η διαφορά ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του αστικού-καπιταλιστικού ταξικού μετώπου σε σχέση με τις μεθόδους της αστικής δικτατορίας –παρότι ανάμεσα στις δύο πτέρυγες δεν υπάρχει καμιά ταξική διαφορά ή αντίθεση– μπορεί ωστόσο να οδηγήσει σε βίαιες συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες. Έτσι ο χιτλερικός φασισμός έχει το μεγαλύτερο συμφέρον να αποδυναμώσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις οργανώσεις στις οποίες στηρίζεται η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.(…) Ο στρατηγικός προσανατολισμός του κύριου κτυπήματος εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας δεν σημαίνει εντούτοις ότι στη ζύμωσή μας βάζουμε πριν από κάθε ζήτημα την καταγγελία του SPD με χονδροειδή και σχηματικό τρόπο.»38
Στο πρακτικό πεδίο αυτή η γραμμή εκφράζεται με την οικοδόμηση στις επιχειρήσεις και στις συνοικίες της «Αντιφασιστικής Δράσης». Στις 10 Ιουλίου στο περιφερειακό συνέδριο του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου της Αντιφασιστικής Δράσης συμμετέχουν 1.500 αντιπρόσωποι, εκ των οποίων 954 χωρίς κόμμα, 132 από το SPD και τη Reichsbanner. To συνέδριο εκδίδει ένα μανιφέστο: «Η Αντιφασιστική Δράση δεν ανέχεται να εγκαθιδρυθεί στη Γερμανία η φασιστική δικτατορία, να καταστραφούν και να απαγορευτούν οι ταξικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να καταπατηθούν όλα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, να καταργηθούν οι κοινωνικές ασφαλίσεις και όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης.»39 Το σύνθημα του μανιφέστου είναι «Ένας εχθρός, ένα μέτωπο, μία πάλη». Αντιπαρατάσσεται στο σύνθημα των χιτλερικών «Ein Volk, ein Reich, ein Führer» (ένας λαός, ένα Ράιχ, ένας φύρερ).
Όμως η στροφή κρατά για σύντομο διάστημα. Με παρέμβαση της Μόσχας το KPD επαναφέρεται στην «τάξη» και στην παλιά γραμμή. Τον Αύγουστο του 1932 ο Νόυμαν, εκφραστής της παραπάνω στροφής, καθαιρείται από το Πολιτικό Γραφείο κατηγορούμενος για «αποδυνάμωση της πάλης κατά της σοσιαλδημοκρατίας» και για προσπάθεια «να στρέψει τους συντρόφους του κόμματος εναντίον της ηγεσίας, να τη δυσφημήσει και να αντιπαρατάξει τους νέους στο κόμμα». Ο σύντροφός του Ρέμελε περιθωριοποιείται.
Σε ομιλία της στο Ράιχσταγκ η Κλάρα Τσέτκιν στις 30 Αυγούστου 1932 σημείωνε: «Η πολιτική του “μικρότερου κακού” ενίσχυσε στους αντιδραστικούς το αίσθημα της δύναμής τους και είχε ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο από όλα τα κακά, να συνηθίσει τις μάζες στην παθητικότητα.»40
Πράγματι αυτή ήταν η συνέπεια της πολιτικής της σοσιαλδημοκρατίας. Όμως η πολιτική του KPD δεν επέτρεψε να ξεπεραστεί αυτή η παθητικότητα την οποία καλλιέργησε η σοσιαλδημοκρατία και να πραγματοποιηθεί η μαχητική ενότητα της εργατικής τάξης για να φράξει τον δρόμο στον ναζισμό.

Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών
Την επαύριον της ανόδου του στην εξουσία ο Χίτλερ προσπαθεί να ελέγξει τις πληβειακές δυνάμεις τις οποίες ο ίδιος εξαπέλυσε. Στο κάτω κάτω η αστική τάξη θυσίασε το παλιό πολιτικό προσωπικό της και έδωσε όλη την εξουσία στους ναζιστές, προκειμένου να υπηρετήσουν πειθήνια τα συμφέροντά της. Δεν μπορεί να ανεχθεί τη δημαγωγία της «δεύτερης εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης.»
Σε συγκέντρωση αρχηγών των SS και των SA στη Βαυαρία την 1η και 2η Ιουλίου 1933 ο Χίτλερ δηλώνει: «Θα αντιταχθώ με όλη μου την ενεργητικότητα σε μια δεύτερη επανάσταση…» Στις 10 Ιουλίου οι εφημερίδες δημοσιεύουν την άποψη της κυβέρνησης: «Το να μιλά κάποιος για συνέχιση της επανάστασης ή ακόμη και για δεύτερη επανάσταση… αυτά τα λόγια αποτελούν σαμποτάζ της εθνικής επανάστασης και θα τιμωρηθούν σοβαρά.»41
Το πνεύμα της «δεύτερης επανάστασης» είναι ιδιαίτερα έντονο μεταξύ των πληβείων φαιοχιτώνων των Ταγμάτων Εφόδου υπό την ηγεσία του Ρεμ.
Ιδιαιτέρως η στρατιωτική ιεραρχία είναι εχθρική στα σχέδια του Ρεμ να μετατρέψει τα Τάγματα Εφόδου σε εθνική πολιτοφυλακή. Τις ίδιες ανησυχίες για τις ανεξέλεγκτες δυνάμεις των SA εκφράζουν οι μεγιστάνες του κεφαλαίου. Η ένταση γι’ αυτό το ζήτημα είναι ανερχόμενη κατά το πρώτο ήμισυ του 1934.
Στις 28 Ιουνίου 1934 ο Χίτλερ επισκέπτεται τον Κρουπ στο Έσεν. Στις 29 Ιουνίου ο Μπλόμπεργκ, υπουργός της Reichswehr κηρύσσει τον στρατό σε κατάσταση επιφυλακής. Την νύχτα της 29ης Ιουνίου ο Χίτλερ είναι στο Μόναχο, όπου η Reichswehr έχει καταλάβει τα γραφεία των SA. Ο Χίτλερ καθαιρεί την ηγεσία τους. Η εκκαθάριση έχει αρχίσει.
Την επομένη συλλαμβάνεται ο Ρεμ στο Μπαντ Βήσεε. Με τη σειρά τους συλλαμβάνονται και οι άλλοι ηγέτες των SA, τους οποίους είχε συγκαλέσει για εκείνη την ημέρα ο Ρεμ. Εκατοντάδες μέλη και ηγέτες των SA, μεταξύ των οποίων ο Ρεμ και οι υπαρχηγοί του Χάινες και Ερνστ, εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες από την αστυνομία και αποσπάσματα των SS του Χίμλερ. Αυτή η σφαγή έμεινε γνωστή ως η «Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών». Στο πλαίσιό της ο Χίτλερ διατάζει και τη σφαγή του Σλάιχερ και του συνεργάτη του, στρατηγού φον Μπρέντοβ, καθώς και του Γκρέγκορ Στράσερ, αποστάτη του εθνικοσιαλιστικού κόμματος.
Ο Χίντενμπουργκ με τηλεγράφημά του ευχαριστεί τον Χίτλερ για την κατάπνιξη της συνωμοσίας. Στις 5 Ιουλίου η εφημερίδα των ιδιοκτητών των ανθρακωρυχείων Deutsche Bergwerkszeitung καταγγέλλει την κλίκα των φιλόδοξων που ήθελαν να εξαπολύσουν έναν νέο αγώνα για την εξουσία και συγχαίρει το καθεστώς «για την ταχεία επέμβαση της 30ης Ιουνίου που μας έσωσε από αυτόν τον κίνδυνο». Στις 6 Αυγούστου 1934 στη Paris-Soir ο στρατηγός φον Ράιχεναου, υφυπουργός του Μπλόμπεργκ, δηλώνει: «Ο Καγκελάριος τήρησε τον λόγο του καταπνίγοντας εν τη γενέσει της την προσπάθεια του Ρεμ να ενσωματώσει τα SA στη Reichswehr.»42
Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο ο αρχηγός των SA γίνεται υπουργός του Ράιχ καταργείται. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα εκκαθαρίζεται από εκείνα τα μέλη που δεν υποτάσσονται ανεπιφύλακτα στη ναζιστική εξουσία. Στο συνέδριο του κόμματος το 1935 ο Χίτλερ αναγγέλλει: «Τα μέλη μας υποβλήθηκαν σε σοβαρή εκκαθάριση.» Το ναζιστικό κόμμα υποτάσσεται στη ναζιστική κρατική εξουσία. Τον Νοέμβριο του 1934 αποφασίζεται με διάταγμα ότι «όλες οι δημόσιες συγκεντρώσεις και όλες οι διαδηλώσεις του κόμματος… πρέπει να εγκρίνονται από την αρμόδια αρχή.»43
Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.Ταυτοχρόνως το ίδιο το κράτος και ο στρατός ναζιστικοποιούνται. Η διδασκαλία του εθνικοσοσιαλιστικού δόγματος εισάγεται στον στρατό, όπως και η ρήτρα της «αρίας φυλής». Στρατιώτες και αξιωματικοί πρέπει να χαιρετούν στρατιωτικά τους αρχηγούς του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος όταν φορούν στολή. Στρατιώτες και ναύτες φέρουν τον αγκυλωτό σταυρό στη στολή τους και τον Νοέμβριο του 1935 η παλιά σημαία του στρατού αντικαθίσταται από ειδική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου